ΤΖΕΙ ΕΝΤΓΚΑΡ ΧΟΥΒΕΡ, Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
49 χρόνια μετά τον θάνατό του, το Magazine σκιαγραφεί τον Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, διευθυντή του FBI για σχεδόν μισό αιώνα. Η αναμόρφωση του "Bureau", τα φακελώματα, οι εμμονές, τα δυο "Red Scares", οι γκάνγκστερ και η μαφία, η συνύπαρξη με 8 προέδρους των ΗΠΑ, η πρωτοφανής ασυλία στην άσκηση της εξουσίας του και τα "άπλυτα" της ιδιωτικής του ζωής.
Το ημερολόγιο έδειχνε 2 Μαΐου του 1972, όταν ο Τζέι Έντγκαρ Χούβερ άφηνε την τελευταία του πνοή, μετά από καρδιακό επεισόδιο στο σπίτι του στην Ουάσινγκτον, σε ηλικία 77 ετών. Μια άκρως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα των ΗΠΑ στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ο Χούβερ, ρατσιστής, φανατικός αντικομμουνιστής, αμοραλιστής, ύπουλος, σκοτεινός, παρασκηνιακός, εκβιαστής, χειραγωγός, εκδικητικός, ανεξέλεγκτος, υπεράνω κάθε εξουσίας, αλλά και απίστευτα οργανωτικός, δεξιοτέχνης της αθέατης διπλωματίας και πρωταγωνιστής της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας, υπήρξε ο πανίσχυρος αρχηγός του FBI για σχεδόν μισό αιώνα, καθορίζοντας, ελέγχοντας και σημαδεύοντας όσο λίγοι την εποχή του.
Στο σημερινό κείμενο, 49 χρόνια μετά τον θάνατό του, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το “φαινόμενο” Χούβερ, αναλύοντας τις πλευρές του χαρακτήρα του και πραγματοποιώντας ένα σύντομο πέρασμα από τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του. Εκεί όπου τα φακελώματα, οι συνωμοσίες, οι χαφιεδισμοί, το οργανωμένο έγκλημα, οι συλλήψεις, οι διώξεις, οι παρακολουθήσεις, τα σκάνδαλα, οι μηχανορραφίες, η διαφθορά, τα πολιτικά φρονήματα, οι παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων, η παραποίηση της αλήθειας, ο αυταρχισμός, οι διαστροφές και τα πάθη, βρέθηκαν στη “βιτρίνα” του ανθρώπου που παρέμεινε αμετακίνητος στο πόστο του, μετρώντας 8 προέδρους και 18 γενικούς εισαγγελείς στη διάρκεια της θητείας του.
ΑΚΡΑΙΑ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΣ ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ
Ο Τζον Έντγκαρ Χούβερ γεννήθηκε την πρωτοχρονιά του 1895 στην Ουάσινγκτον. Ο πατέρας του, Ντίκερσον, ήταν πετυχημένος λιθογράφος, αλλά κατέληξε σε άσυλο μετά από έναν νευρικό κλονισμό, κάτι που υποχρέωσε τον Έντγκαρ να εργαστεί από νεαρή ηλικία, για να βοηθήσει την οικογένειά του. Μικρός τραύλιζε, αλλά το ξεπέρασε μιλώντας πολύ γρήγορα, κάτι που του χάρισε το παρατσούκλι “speed”. Αυτό το χαρακτηριστικό το κράτησε σε όλη τη ζωή του, με αποτέλεσμα οι στενογράφοι να δυσκολεύονται να τον ακολουθήσουν. Στο σχολείο ήταν μέλος της “ομάδας διαλόγου” και εκεί φάνηκαν για πρώτη φορά οι άκρως συντηρητικές απόψεις του, αφού ήταν αντίθετος τόσο με την κατάργηση της θανατικής ποινής, όσο και με το να δοθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.
Στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο “George Washington”, ενώ έπιασε δουλειά και στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Το 1916 πήρε πτυχίο και ένα χρόνο αργότερα ολοκλήρωσε και το μεταπτυχιακό του. Προσελήφθη αμέσως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και εργάστηκε δίπλα στον Γενικό Εισαγγελέα Αλεξάντερ Μίτσελ Πάλμερ, ο οποίος είχε ξεκινήσει το περίφημο “First Red Scare”, τον “πρώτο κόκκινο τρόμο”, το κύμα διώξεων δηλαδή κατά των κομμουνιστών, των αναρχικών και άλλων ριζοσπαστικών μειονοτήτων στις ΗΠΑ, αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χούβερ είχε αναλάβει τον εντοπισμό, την παρακολούθηση και το φακέλωμα των “υπόπτων”, κάτι που θα αποδεικνυόταν η προσφιλέστερη συνήθεια της καριέρας του.
Η ΠΛΗΡΗΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ FBI
Το 1921 μετατέθηκε στο “Bureau of Investigation” (Γραφείο Ερευνών, η αρχική μορφή του FBI), το 1924 έγινε αναπληρωτής διευθυντής της υπηρεσίας και λίγους μήνες μετά, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Κάλβιν Κούλιτζ, τον προβίβασε στη θέση του γενικού διευθυντή. Το Γραφείο Ερευνών βρισκόταν τότε σε κατάσταση διάλυσης, ενώ πολλά μέλη του ήταν μπλεγμένα σε μια σειρά από σκάνδαλα. Εκεί ο Χούβερ, ξεκίνησε μια προσπάθεια ανασύστασης της υπηρεσίας, με μια σειρά στοχευμένων κινήσεων. Απομάκρυνε όλους τους πράκτορες που θεωρούσε διεφθαρμένους ή άχρηστους και έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα με αυστηρές διαδικασίες πρόσληψης, εκπαίδευσης και επιθεώρησης του προσωπικού.
Απαγόρευσε το αλκοόλ σε ώρα υπηρεσίας, υποχρέωσε τους πράκτορες να είναι ευγενικοί με τους πολίτες, τους επέβαλε να δηλώνουν όλα τους τα εισοδήματα στην εφορία και απείλησε με διώξεις όσους διατηρούσαν σχέσεις με πολιτικούς και κόμματα. Εισήγαγε την επιστήμη στην υπηρεσία, δημιουργώντας πολλά εργαστήρια τα οποία εξέταζαν τα πάντα: δακτυλικά αποτυπώματα, τρίχες, ίνες, αίμα, αποτυπώματα από αντικείμενα και γενικότερα, στοιχεία τα οποία μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαλεύκανση των εγκλημάτων, αποκαλύπτοντας τους ενόχους και τεκμηριώνοντας την ενοχή τους. Επίσης ίδρυσε την Εθνική Ακαδημία, όπου οι πράκτορες εκπαιδεύονταν στις πολεμικές τέχνες και στη χρήση των όπλων.
ΦΑΚΕΛΩΜΑ ΣΕ ΜΙΣΟ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ
Ο Χούβερ ήταν αυτός που έφτιαξε την πρώτη βάση δακτυλικών αποτυπωμάτων, που σύντομα εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη του κόσμου. Παράλληλα ξεκίνησε το περίφημο φακέλωμα, με την καταγραφή των πάντων και την ταξινόμησή τους σε ειδικά αρχεία που αφορούσαν είτε πρόσωπα, είτε υποθέσεις. Λέγεται ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 είχαν συγκεντρωθεί λεπτομερή στοιχεία για πάνω από μισό εκατομμύριο Αμερικανούς, με πλήρη βιογραφικά που εξέταζαν – ανάμεσα σε άλλα – τις οικογένειες, τις συνήθειες, τα χόμπι, τις πολιτικές τοποθετήσεις και τις σεξουαλικές προτιμήσεις των “υπόπτων”. Το 1935, στο Bureau of Investigation προστέθηκε το Federal (ομοσπονδιακό) και έτσι γεννήθηκε και επίσημα το FBI.
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’30, ο Χούβερ έβαλε στο μάτι τους γκάνγκστερ, η δύναμη των οποίων είχε μεγαλώσει πολύ στη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης (1920-1933). Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήρθε με την επιχείρηση για τη σύλληψη του Τζον Ντίλινγκερ, που κατέληξε στον πυροβολισμό και τον θάνατο του διαβόητου ληστή τραπεζών τον Ιούλιο του 1934 στο Σικάγο. Σε αντίθεση όμως με τους αυτόχθονες του οργανωμένου εγκλήματος, ο Χούβερ δεν ήθελε – για πολλά χρόνια – να ανακατευτεί με την ιταλική μαφία. Ο ίδιος είχε πει μάλιστα την περίφημη φράση “δεν υπάρχει μαφία”, αρνιόταν να παραδεχτεί δημόσια την ύπαρξή της. Τρεις ήταν οι βασικοί λόγοι για αυτή την επιλογή του αρχηγού του FBI.
Η ΑΡΝΗΣΗ ΝΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΤΕΘΕΙ ΜΕ ΤΗ ΜΑΦΙΑ
Ο πρώτος, η ανησυχία του ότι οι έρευνες για τους μαφιόζους θα ήταν μακροχρόνιες και πιθανόν να οδηγούσαν σε συνεχόμενα αδιέξοδα, κάτι που θα έβαζε σε κίνδυνο τη φήμη της υπηρεσίας του. Ο δεύτερος, η ανησυχία του ότι οι μαφιόζοι είχαν πολλά χρήματα και θα μπορούσαν εύκολα να εξαγοράσουν πράκτορες. Και ο τρίτος, η δύναμη της μαφίας που θα μπορούσε να διαφθείρει πολιτικούς (βουλευτές και γερουσιαστές), οι οποίοι με τη σειρά τους θα είχαν τη δυνατότητα να μειώσουν τον προϋπολογισμό του FBI. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, ο Χούβερ απαγόρευε οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον μαφιόζων, μέχρι το 1957 και την ιστορική Σύσκεψη των Απαλάχιων (The Apalachian meeting), που ανέτρεψε την μέχρι τότε κατάσταση.
Σε εκείνη τη σύσκεψη, συναντήθηκαν όλα τα αφεντικά της μαφίας για να συζητήσουν το μοίρασμα των δραστηριοτήτων τους (παράνομος τζόγος, καζίνο, ναρκωτικά, τοκογλυφία κλπ). Όμως η τοπική αστυνομία, έχοντας υποψίες ότι κάτι περίεργο συνέβαινε, έκανε επιδρομή και πραγματοποίησε δεκάδες συλλήψεις. Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές, που ακυρώθηκαν όλες στη συνέχεια στο Εφετείο, όμως το σημαντικό γεγονός ήταν πως αναγνωρίστηκε επίσημα η ύπαρξη ενός εθνικού συνδικάτου εγκλήματος, υποχρεώνοντας από εκεί και μετά, τον Χούβερ και το FBI, να αλλάξουν τελείως τη στάση τους απέναντι στην Κόζα Νόστρα και να την αντιμετωπίζουν πλέον ως εχθρό του κράτους.
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΣΤΟ “RED SCARE”
Πολλοί ήταν πάντως εκείνοι που υποστήριζαν ότι ο Χούβερ δεν είχε “ασχοληθεί” τόσα χρόνια με τη μαφία, επειδή οι εκπρόσωποί της είχαν στη διάθεσή τους πολλές ενοχοποιητικές αποδείξεις για διάφορες κρυφές πλευρές της προσωπικότητας του αρχηγού του FBI, για τις οποίες είχαν φροντίσει να τον ενημερώσουν, κάτι που τελικά οδήγησε σε εκείνη την μακροχρόνια “ανακωχή” ανάμεσα στις δυο πλευρές. Όμως ας επιστρέψουμε στο τέλος της δεκαετίας του ’30, όταν ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβλετ, ανέθεσε στον Χούβερ να παρακολουθεί τόσο φασίστες όσο και κομμουνιστές για πιθανή κατασκοπευτική δραστηριότητα στις ΗΠΑ. Ακολούθησε το ξεκίνημα του Ψυχρού Πολέμου και αμέσως μετά η περίοδος του μακαρθισμού, με τη δεύτερη περίοδο του “Red Scare”.
Με την προτροπή του προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο Χούβερ επικεντρώθηκε σε άτομα και ομάδες που είχαν – ή υποτίθεται ότι είχαν – οποιασδήποτε μορφής “αριστερίστικη” δραστηριότητα. Για παραπάνω από μια δεκαετία ξεκίνησε ένα απίστευτο κυνήγι μαγισσών – σε συνεργασία με την επιτροπή του Τζόζεφ Μακάρθι – με αμέτρητες ανακρίσεις και διώξεις σε οποιονδήποτε παρουσιαζόταν ως κομμουνιστής ή “επιρρεπής” στον κομμουνισμό, με μια ατελείωτη λίστα, στην οποία βρέθηκαν κυρίως κυβερνητικοί υπάλληλοι, άνθρωποι της τέχνης, διανοούμενοι, παιδαγωγοί και μέλη εργατικών σωματείων. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, από τους αγαπημένους “στόχους” του Χούβερ, είχε περιγράψει το FBI εκείνης της εποχής ως την “αμερικανική Γκεστάπο”.
Η ΕΜΜΟΝΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ
Πολλοί ύποπτοι έμειναν χωρίς δουλειά, καριέρες καταστράφηκαν, ενώ κάποιοι κατηγορούμενοι έφτασαν μέχρι τη φυλακή. Οι πράκτορες του Χούβερ προέβησαν σε σωρεία μυστικών και παράνομων ενεργειών, θέλοντας να σπιλώσουν τις υπολήψεις ηγετών ή προσωπικοτήτων που ο αρχηγός τους είχε βάλει στο μάτι. Οι Μαύροι Πάνθηρες, το Εργατικό Κόμμα, αλλά και ο Άλμπερτ Άινσταϊν, η Μέριλιν Μονρόε, ο Τζορτζ Όργουελ, ο Όρσον Γουέλς και αναρίθμητοι άλλοι, γνωστοί και άγνωστοι, με υπ’ αριθμόν ένα όνομα της λίστας, αυτό του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον οποίο ο Χούβερ είχε αποκαλέσει ως “τον πιο επικίνδυνο νέγρο για το μέλλον της χώρας” και τον παρακολουθούσε σε 24ωρη βάση, περιμένοντας να εντοπίσει κάποια “απροσεξία” του μαύρου ακτιβιστή.
Ήταν τέτοια η εμμονή του Χούβερ με τον Κινγκ, ώστε μέσω παράνομων υποκλοπών είχε εντοπίσει συζυγικές απιστίες και διέρρευσε το υλικό στον Τύπο. Όταν οι εφημερίδες αρνήθηκαν να το δημοσιεύσουν, τότε ο αρχηγός του “Bureau” δε δίστασε να στείλει τις κασέτες στη γυναίκα του Κινγκ, αλλά και στον ίδιο, καλώντας τον να αυτοκτονήσει! Άλλοι γνωστοί “στόχοι” του αρχηγού του FBI, ήταν ο Τζον Λένον, ο Μοχάμεντ Αλί και ο Μάλκολμ Χ, όμως ο Χούβερ παρουσιαζόταν πολύ δυσαρεστημένος με τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, οι οποίες περιόριζαν κατά πολύ τη δυνατότητα των απλών δικαστηρίων να καταδικάσουν κατηγορούμενους για τα πολιτικά τους πιστεύω, κυρίως δε τους κομμουνιστές.
Η ΝΤΡΟΠΗ ΤΟΥ COINTELPRO
Έτσι λοιπόν, το 1956 αποφάσισε τη δημιουργία του COINTELPRO (Counter Intelligence Program), ενός μυστικού προγράμματος που προοριζόταν για την εφαρμογή “βρώμικων” επιχειρήσεων από πράκτορες του FBI. Μια από τις πρώτες αποστολές της νέας αυτής υπηρεσίας, ήταν η διαρκής – και φυσικά παράνομη – παρακολούθηση του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, με την πλήρη καταγραφή και φωτογράφιση όσων έμπαιναν στα γραφεία του. Ένα από τα θύματα αυτής της επιχείρησης, ήταν ο Τσάρλι Τσάπλιν, που κατηγορήθηκε για κομμουνιστική προπαγάνδα! Οι μέθοδοι του COINTELPRO αποτελούσαν το απαύγασμα παράνομης δραστηριότητας με διαρκείς καταπατήσεις του αμερικανικού συντάγματος και των κατοχυρωμένων ελευθεριών των πολιτών.
Οι πράκτορες της υπηρεσίας πραγματοποιούσαν διαρρήξεις, τηλεφωνικές υποκλοπές, εγκατάσταση κοριών, τοποθέτηση πλαστογραφημένων και ενοχοποιητικών εγγράφων στα γραφεία των υπό παρακολούθηση υπόπτων και φυσικά διέδιδαν ψευδείς φήμες για στελέχη-κλειδιά διαφόρων οργανώσεων, ενώσεων και κινημάτων. Η δράση του COINTELPRO αποκαλύφθηκε το 1971 και το 1975 χαρακτηρίστηκε αντισυνταγματική από αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας. Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, η μαφία συνέχιζε ανενόχλητη τη δράση της, αφού όπως είπαμε και παραπάνω, υπήρχε η σιωπηρή ανοχή από μεριάς του Χούβερ, μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από τους Κένεντι, οι οποίοι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Κόζα Νόστρα, με τον JFK ως πρόεδρο των ΗΠΑ και τον αδερφό του, Μπόμπι, ως γενικό εισαγγελέα της χώρας.
Ο ΧΟΥΒΕΡ ΚΑΙ ΟΙ 8 ΠΡΟΕΔΡΟΙ
Ένα ξεχωριστό κομμάτι της καριέρας του Τζέι Έντγκερ Χούβερ, ήταν η συνύπαρξή του ως αρχηγού του FBI με οκτώ προέδρους των ΗΠΑ! Οι Κάλβιν Κούλιτζ (1923-1929), Χέρμπερτ Χούβερ (1929-1933), Φράνκλιν Ρούζβελτ (1933-1945), Χάρι Τρούμαν (1945-1953), Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (1953-1961), Τζον Κένεντι (1961-1963), Λίντον Τζόνσον (1963-1969) και Ρίτσαρντ Νίξον (1969-1974), είτε συνεργάστηκαν μαζί του, είτε αναγκάστηκαν να τον ανεχθούν στη θέση του, φοβούμενοι αποκαλύψεις από τους περίφημους φακέλους του για την προσωπική τους ζωή. Ο Χούβερ είχε καλές σχέσεις μόνο με τους Κούλιτζ, Ρούζβελτ και Τζόνσον. Αντίθετα, οι Τρούμαν, Αϊζενχάουερ, Κένεντι και Νίξον θέλησαν να τον απολύσουν, χωρίς όμως να το τολμήσουν.
Όταν ο Χούβερ πέθανε το 1972, ο Νίξον, που είχε δώσει εντολή όλες οι σημαίες να κυματίζουν μεσίστιες, τον είχε χαρακτηρίσει δημόσια ως “έναν από τους γίγαντες, ένα εθνικό σύμβολο κουράγιου, πατριωτισμού, ειλικρίνειας και εντιμότητας”. Όμως, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του, το πρώτο του ιδιωτικό σχόλιο ήταν: “Jesus Christ, that old cocksucker!”, που δε νομίζω ότι χρειάζεται μετάφραση. Το πρόβλημα με τους προέδρους που ήθελαν να ξεφορτωθούν τον Χούβερ, πέρα από τους φακέλους του, ήταν και η τεράστια δημοφιλία του στον απλό κόσμο. Η αναμόρφωση του FBI και οι μεγάλες επιτυχίες με τις συλλήψεις γνωστών γκάνγκστερ, τον έκαναν ήρωα στα μάτια του μέσου Αμερικανού, οπότε μια πιθανή απόλυση θα έφερνε μαζί της και τεράστιο πολιτικό κόστος.
ΤΑ “ΑΠΛΥΤΑ” ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
Όταν μετά τον θάνατό του, άρχισαν να αποκαλύπτονται τα πιστεύω του, οι τακτικές του στο FBI και οι κρυφές πτυχές της προσωπικής του ζωής, τότε σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται κατανοητό το πόσο διεφθαρμένο ήταν το “φόντο” της εν ζωή αγιογραφίας του. Τότε ήταν που οι πολίτες των ΗΠΑ συνειδητοποίησαν πόσο επικίνδυνη ήταν η εξουσία στα χέρια ενός και μόνο ανθρώπου για περίπου μισό αιώνα. Τα “άπλυτα” που βγήκαν στη φόρα, ήταν τόσα πολλά που ακόμα και οι φανατικοί θαυμαστές του δεν μπόρεσαν να τα διαχειριστούν. Ένα από αυτά, ήταν και το μεγάλο ερωτηματικό που αφορούσε τη σεξουαλική του ζωή. Ο Χούβερ δεν παντρεύτηκε ποτέ και πάντα υπήρχε η φήμη – χωρίς αποδείξεις – ότι ήταν ομοφυλόφιλος.
Ο διευθυντής του FBI είχε στην κατοχή του μια τεράστια συλλογή από πορνοταινίες, κυρίως από σταρ του Χόλιγουντ, πριν αυτοί γίνουν γνωστοί, “συνδύαζε” δηλαδή το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Λένε ότι στο μπάνιο του είχε λιθογραφίες που παρίσταναν άντρες με τεράστιους φαλλούς, ενώ κυκλοφορούσαν και φήμες για τη ροπή που είχε να ντύνεται με γυναικεία ρούχα σε ιδιωτικά πάρτι. Μεγάλη συζήτηση είχε γίνει και για τη σχέση του Χούβερ με τον επί 45 χρόνια στενό συνεργάτη του και επίσης εργένη, Κλάιντ Τόλσον, στον οποίο μάλιστα ο εκλιπών άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στη διαθήκη του. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι οι δυο τους ήταν ζευγάρι, αυτό όμως είναι κάτι που ποτέ δε θα μάθουμε με σιγουριά.
Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΧΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΕΚΒΙΑΣΤΗΣ
Αυτό που σε καμία περίπτωση δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, είναι η πρωτοφανής ασυλία που χάρισαν στον Χούβερ οι απόρρητοι φάκελοι, τους σημαντικότερους εκ των οποίων κρατούσε στο σπίτι του μέσα σε χρηματοκιβώτιο, μην επιτρέποντας την πρόσβαση σε κανέναν άλλο. Στην ημερήσια διάταξη του διευθυντή του FBI συγκεντρώθηκαν όλα όσα μπορούν να χαρακτηρίσουν ένα από τα πιο επικίνδυνα, διεφθαρμένα και αδίστακτα μυαλά στο παιχνίδι της εξουσίας των ΗΠΑ στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Οι εμμονές του, ο φανατισμός του και η πλήρης ασυδοσία στη δράση του, στέρησαν από πολλές χιλιάδες Αμερικανούς, όχι μόνο την αξιοπρέπεια και την εργασία τους, αλλά μέχρι την ελευθερία και τη ζωή τους.
Όσο σπουδαίο και αν υπήρξε το έργο του στην οργάνωση του FBI, η σκοτεινή πλευρά του θα είναι εκείνη που θα γέρνει τη ζυγαριά προς τα κάτω, κάνοντας λόγο για έναν άνθρωπο που ευρισκόμενος στη θέση του υπερασπιστή του νόμου, παραβίασε άπειρες φορές το σύνταγμα, παραποίησε ακόμα περισσότερες φορές την αλήθεια και υιοθέτησε έναν ακραίο ρατσιστικό λόγο, μετατρέποντας την εξουσία του σε εφιάλτη για όποιον δεν πληρούσε το δικό του, ιερό τρίπτυχο, για όποιον δηλαδή δεν ήταν λευκός, χριστιανός και δεξιός. Η παρασκηνιακή του δράση άφησε πίσω της αμέτρητα θύματα, δίνοντας στην υστεροφημία του αυτό που πραγματικά της άξιζε: οργή, περιφρόνηση και το στίγμα του ίσως μεγαλύτερου κρατικού χαφιέ και εκβιαστή της Αμερικής του περασμένου αιώνα.