Εκκλησία και Επιστήμη, η σχέση τους στην Ελλάδα του 2022
Ο Μητροπολίτης Ν. Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος Γαβριήλ, συμμετέχοντας στο αφιέρωμα "Η Ελλάδα στο μέλλον", γράφει στο NEWS 24/7 για τη σχέση της θεολογίας με την επιστήμη και τη φαινομενική σύγκρουσή τους εν μέσω πανδημίας.
- 05 Ιανουαρίου 2022 06:56
H πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 αποτέλεσε για την παγκόσμια κοινότητα μία πρωτόγνωρη απειλή, που ήλθε αναπάντεχα και διατάραξε δραματικά την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, προκαλώντας συνάμα ριζικές ανατροπές και μεγάλες συγχύσεις με σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις.
Πράγματι, ένα απειροελάχιστο σωματίδιο ήταν αρκετό για να καταρρίψει την αίσθηση της φαινομενικής παντοδυναμίας του ανθρώπου. Ήταν αρκετό για να προκαλέσει ανισότητες, να δοκιμάσει τις ανθρώπινες σχέσεις, να κλονίσει εθνικές κυβερνήσεις και να παραλύσει παγκόσμια συστήματα υγείας, σε μια εποχή μάλιστα, που η εξέλιξη της γενετικής, η ανάπτυξη της πληροφορικής και οι νέες τεχνολογίες της ιατρικής αναπτύσσονται με ραγδαίους ρυθμούς, ασκώντας καθημερινά μεγάλη επίδραση στη ζωή μας.
Στην χώρα μας, εκτός από τη γενικότερη ανασφάλεια και τους αγωνιώδεις ιατρικούς προβληματισμούς που προκάλεσε, ανέδειξε την ανεκτίμητη αξία τόσο του ύψιστου αγαθού της ανθρώπινης ζωής, όσο και τη σημασία του ανθρωπίνου προσώπου.
Πρόβαλε επίσης αρετές, που είχαμε ως λαός λησμονήσει, όπως την ανάγκη για ενότητα, για συνεργασία, για αλληλεγγύη, για αλληλοβοήθεια, κυρίως δε την ανυπέρβλητη αξία της αγάπης για τον πλησίον. Παράλληλα, ανέδειξε την σπουδαιότητα του υψηλού λειτουργήματος της ιατρικής επιστήμης, την ανεκτίμητη προσφορά της στον άνθρωπο, καθώς βεβαίως και την σχέση της με άλλες επιστήμες, όπως λ.χ. της θεολογίας.
Πράγματι, ένα από τα πιο δημοφιλή, αλλά και πολυδαίδαλα θέματα που αναπτύχθηκαν καθ΄ όλη την διάρκεια της πανδημίας ήταν η σχέση μεταξύ πίστης και επιστήμης, ιατρικής και θεολογίας. Μία σχέση διαχρονική, φαινομενικά ασύμβατη, άβολη, αλλά και αρκετά παρεξηγημένη.
Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα της σχέσης αυτής υφίσταται ήδη από την πρωτοχριστιανική εποχή, μιας και το επαναστατικό μήνυμα του Ευαγγελίου προκάλεσε στους ανθρώπους εύλογους προβληματισμούς αναφορικά με την σχέση της αποκάλυψης του Θεού και της γνώσης πού κατείχαν μέχρι τότε για τον κόσμο, τον άνθρωπο και την κτίση. Άλλωστε, και η πίστη αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, μία νέα γνώση για τούς ανθρώπους της εποχής εκείνης τόσο για τον Θεό, όσο και για ολόκληρη την δημιουργία.
Έτσι, στην γενικότερη προβληματική πού είχε προκαλέσει και κατά το παρελθόν η σχέση αυτή, την λύση φρόντισαν να δώσουν, μέσα από την θεολογική τους διδασκαλία, τόσο ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, όσο και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, ανάμεσά τους ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος Θεολόγος κ.α., οι οποίοι και προέβησαν στην διάκριση της γνώσης από την αλήθεια της πίστης.
Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες, δεν έχουμε δυστυχώς ακόμη συνειδητοποιήσει τί προσέφεραν στον Ελληνισμό και στην Ορθοδοξία η πνευματική αλκή, η δράση και τα κείμενα των Τριών Μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας, αυτών οι οποίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως Τρεις Ιεράρχες. Ούτε βεβαίως έχουμε, εκτιμήσει στην πραγματική τους διάσταση τί σηματοδοτεί όχι μόνο για τον Έλληνα Ορθόδοξο, αλλά και για τον Ευρωπαίο Χριστιανό η θεόπνευστη διδασκαλία τους.
Οι σπουδαίοι αυτοί, για τον Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι διακρίνονταν για τις πολλές και μεγάλες εγκύκλιες σπουδές τους, όχι μόνο δεν αντιμάχονταν τις φυσικές επιστήμες της εποχής τους, των οποίων ήταν γνώστες, έναντι της θεολογίας, αλλά τις ερευνούσαν υπό το πρίσμα της θεολογίας τους, αφού σκοπός τους δεν ήταν η κατοχή της φυσικής επιστημονικής γνώσης, αλλά η καθοδήγηση του πιστού λαού προς την οδό της σωτηρίας. Έτσι, κατάφεραν να εντάξουν την γνώση στην υπηρεσία της θεολογίας, ή αλλιώς στην διακονία της αγάπης, κάνοντας έτσι κατανοητή την αληθινή πίστη στον κόσμο της εποχής τους. Στα έργα τους, άλλωστε, υπεραμύνονται την αξία των επιστημών, θέτοντας σέ σωστές βάσεις τίς σχέσεις πίστης και επιστήμης.
Οι ίδιοι θεωρούσαν την επιστημονική έρευνα όχι απλά μόνο χρήσιμη, αλλά αναγκαία και απαραίτητη για τον άνθρωπο, αφού μέσα από αυτήν λάμβαναν την γνώση για να δίνουν λύσεις και να επεξηγούν διάφορα φυσικά ζητήματα, μη περιοριζόμενοι στο γράμμα της Αγίας Γραφής.
Στο ερώτημα μάλιστα πού τέθηκε κάποτε στον Μέγα Βασίλειο για το αν πρέπει οι μοναχοί να μεταχειρίζονται την ιατρική, ο ίδιος, όχι μόνο υπεραμύνθηκε της αναγκαιότητας της ιατρικής επιστήμης, αλλά τόνισε και την προέλευσή της από τον ίδιο τον Θεό. Στο ίδιο πλαίσιο ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε σπουδάσει και εκείνος την ιατρική, την οποία και χαρακτηρίζει «θαυμασία». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακρινόταν για τις ιατρικές του γνώσεις και τόνιζε συνεχώς ότι «η ιατρική δόθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους για να επιτυγχάνουν την ίαση των ασθενειών τους».
Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι, η πανδημία του κορονοϊού μας εξανάγκασε, κατά κάποιο τρόπο, να ανατρέξουμε στην α’ χιλιετία του χριστιανισμού, για να θέσουμε και πάλι στην σωστή και αληθινή βάση την σχέση πίστης και επιστήμης, τότε που η σχέση αυτή ήταν και ξεκάθαρη και διακριτή.
Είναι λοιπόν προφανές ότι στην παράδοση και στην διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Εκκλησία και η επιστήμη, όχι μόνο δεν συγκρούονταν μεταξύ τους, αλλά πάντοτε συμπορεύονταν, συνεργάζονταν και αλληλοσυμπληρώνονταν. Η Εκκλησία που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός δεν απέρριψε ποτέ την ιατρική επιστήμη, ούτε την επιστήμη γενικότερα. Άλλωστε, αυτό θα ήταν παράλογο, αφού η ίδια η Αγία Γραφή στο βιβλίο «Σοφία Σειράχ», (κεφ. 38, 1-15) παραγγέλλει: «Να αποδίδεις στο ιατρό τις τιμές που του ανήκουν, γιατί κι αυτόν ο Κύριος τον έχει ορίσει στο λειτούργημά του. Ο Ύψιστος δίνει στον ιατρό τη γνώση να γιατρεύει… Αυτός έδωσε στους ανθρώπους την ικανότητα να γνωρίζουν αυτά τα φάρμακα, ώστε να Τον δοξάζουν με τα έργα Του τα θαυμαστά. Μ’ αυτά γιατρεύει ο ιατρός κι απαλύνει τον πόνο… τις αρρώστιες σου μην τις παραμελείς, αλλά στον Κύριο να προσεύχεσαι κι Αυτός θα σε γιατρέψει.. Έπειτα κάλεσε και τον ιατρό, γιατί ο Κύριος τον έχει ορίσει στο λειτούργημά του· και να μη φύγει από κοντά σου, γιατί τον έχεις ανάγκη».
Συνεπώς, θεολογία και επιστήμη δεν συγκρούονται και δεν μπορούν να συγκρουσθούν μεταξύ τους, όπως θέλουν να ισχυρίζονται μερικοί είτε για λόγους άγνοιας, είτε για λόγους συμφέροντος, διότι εργάζονται σε διαφορετικό πεδίο έρευνας. Η δραματική μεταξύ τους παρεξήγηση ξεκινά από την στιγμή που η κάθε μία δεν παραμένει στο δικό της ερευνητικό πεδίο, αλλά εισέρχεται στο πεδίο δράσης της άλλης.
Αυτή την διδασκαλία, που απορρέει από την μακραίωνη ιστορική, βιβλική και πατερική της παράδοση εφάρμοσε από την πρώτη κιόλας στιγμή της πανδημικής κρίσης η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία, με υψηλό αίσθημα ευθύνης, συνεργάσθηκε άμεσα με τις επιστημονικές υγειονομικές αρχές της χώρας μας, προκειμένου να συμβάλει στην αντιμετώπιση της εθνικής αυτής δοκιμασίας. Η Εκκλησία ανέκαθεν περιέβαλε με ανυπόκριτο σεβασμό την θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας και προόδου, υπερασπιζόμενη συγχρόνως και την ιδιαίτερη πνευματική σχέση αυτής προς τον άνθρωπο και την δημιουργία.
Με αυτόν λοιπόν τον σεβασμό, με αυτή την στήριξη, αλλά και με αυτόν τον θαυμασμό προς την ιατρική επιστήμη και τα επιτεύγματά της, η Εκκλησία θα πορευθεί και στο 2022, όπως άλλωστε πορεύεται 2000 χρόνια τώρα.
*Μητροπολίτης Ν. Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος Γαβριήλ
27 άρθρα σημαντικών προσωπικοτήτων που μοιράζονται σκέψεις και απόψεις για την Ελλάδα και τη θέση της στο μέλλον. Ανακαλύψτε περισσότερα στο αφιέρωμα “2022: Η Ελλάδα Στο Μέλλον”