“ΣΚΙΑΧΤΗΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΤΣΑΛΕΝΙΟ ΜΠΡΑΤΣΟ ΤΟΥ ΠΟΛΑΚΗ”
Η νοσοκόμα που έκανε το εμβόλιο στον Παύλο Πολάκη περιγράφει την εμπειρία της.
Δεν ήταν μπράτσο, ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα. Είχε σηκώσει το μανίκι, και από δίπλα του εγώ, να παλεύω με μια τόση δα βελόνα να τρυπήσω το σίδερο, να κάνω τη σάρκα από ατσάλι να υποκλιθεί μπροστά μου… Εγώ! Ένας θνητός!
“Βάστα γερά, της λέω της νοσοκόμας, μπαίνω”. Και μπήκα.
Χάθηκε η βελόνα μέσα σε έναν λαβύρινθο από μυς και κρητική λεβεντιά. Έσταξε το μπράτσο γάλα κατσικίσιο, σφουγγάριζε μετά η καθαρίστρια και απορούσε, έβλεπε τον φύλακα να κυλιέται στο πάτωμα να γλείψει ό, τι προλάβαινε, είχε τρελαθεί.
Όταν τη βγάλαμε τη σύριγγα από το απόλυτα κρητικό μπράτσο του, πρώτη φορά είδαμε βελόνα να χαμογελάει. Έλαμπε ολόκληρη. Μάς παρακάλεσε να κάνει ένα ακόμη ταξίδι μέσα στο χέρι του.
Τον ρωτήσαμε αν θα είχε πρόβλημα με αυτό. Κοίταξε τη βελόνα, χαμογέλασε και της είπε “σου έχω κάτι πολύ καλύτερο από το μπράτσο μου”. Και τότε, με μία ξαφνική κίνηση την άρπαξε απ’ τα χέρια μου και τη χτύπησε ακριβώς κάτω απ’ το μουστάκι του, στο απόλυτο κέντρο της κρητικής λεβεντοσύνης, κάτω απ’ τις τρίχες, εκεί όπου αναπαύεται όλη η καθηλωτική ακτινοβολία του.
Την επόμενη στιγμή σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να πυροβολεί πινακίδες. Άνοιξε το παράθυρο κι άρχισε να ρίχνει σε ό, τι πινακίδα έβλεπε στον δρόμο.
“Έτσι κάνουμε, μού λέει, εμείς στην Κρήτη”. “Το ξέρω”, του λέω. “Στην Κρήτη είμαστε”.
“Και δεν λέτε τίποτα τόση ώρα; Πότε περιμένατε δηλαδή να μου το πείτε;”.
Τον βοηθήσαμε να καθίσει. Έμοιαζε να τα ‘χει χαμένα. “Ξεκίνησαν οι παρενέργειες, ψέλλισε. Καθάρματα…”.
Άνοιξε το δισάκι του, έβγαλε μισή ντομάτα, δυο ελιές και ένα κεφάλι ξινομυζήθρα, κι έκατσε να προσφαΐσει. Μάς έδωσε και ένα κατσικάκι να του το φυλάξουμε για όταν έρθει για τη δεύτερη δόση.
“Έχετε χώρο στο ψυγείο, έτσι; Άμα δεν χωράει, σπρώχτε το πίσω πίσω και βάλτε τα εμβόλια από μπροστά”.
Ήταν σκεπτικός όμως, φαινόταν, κάτι τον έτρωγε.
“Αυτή τη φωτογραφία που βγάλατε με εμένα να κάνω το εμβόλιο στείλτε την σε όλους να δουν πώς φεύγουν οι γενναίοι”. Φοβόταν.
“Δεν πρόκειται να πάθετε τίποτα”, του είπε η νοσηλεύτρια καθησυχαστικά. “Αυτά για το μπόλι τα λένε κάτι ψεκασμένοι στο Facebook”.
“Πείτε τους, ότι το έκανα για το κόμμα”.
“Θα τους το πούμε”.
“Άλλά στους άλλους πείτε ότι το έκανα από μόνος μου, ότι δεν μου το ζήτησε κανείς”.
“Και αυτό θα τους το πούμε”.
“Ακούστε με λίγο. Δεν ξέρω πόσος χρόνος μου μένει…”.
“Σας μένουν ακριβώς 4 λεπτά για να συμπληρωθούν τα 15 που χρειάζονται για να φύγετε από το εμβολιαστικό κέντρο”.
“Απ’ ώρας που μεγάλωσα ένα με βασανίζει, γιάντα ο χρόνος που περνά πίσω δεν γυρίζει”.
“Θα μας πείτε τι θέλετε”.
“Αυτό. Μια μαντινάδα για τον χρόνο ήθελα να πω”.
“Τρομερό. Κάτι άλλο;”.
“Θέλω να μη φύγω σε ένα κρύο δωμάτιο νοσοκομείου. Θέλω να φύγω στο σπίτι μου, περιστοιχισμένος από τους ανθρώπους που αγαπώ”.
“ΤΟ ΕΜΒΟΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΛΕΣ, ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ”!
“Και θέλω κι αυτό το κατσικάκι να το προσέξετε λίγο, χθες το έσφαξα, σε ένα μήνα θα ‘ναι λουκούμι”.
“Αυτό ναι, OK, εννοείται”.
“Φτάνει για όλους μας”.
“Χαίρομαι”.
“Αλλά θα φάω μόνο γω.
“…”
“Άντε μπάη”.
“Μπάη”.
“Μπάη”.
“ΜΠΑΗ”!
Το κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας.