ΟΣΚΑΡ ΝΙΕΜΑΙΕΡ, ΕΝΑΣ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ- ΕΖΗΣΕ ΜΕΧΡΙ 105 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
Μια δεκαετία μετά τον θάνατο του Οσκάρ Νιεμάιερ, το Magazine θυμάται την πορεία του μεγάλου Βραζιλιάνου αρχιτέκτονα. Ο μοντερνισμός, η απελευθερωμένη καμπύλη, το ενισχυμένο σκυρόδεμα, ο δομικός λόγος, οι φόρμες, οι επινοήσεις, η προοπτική, η Παμπούλια, η Μπραζίλια, η ταύτιση της αρχιτεκτονικής με την τέχνη.
Στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα στη δεύτερη δεκαετία του (1914-1918), τα εικαστικά και αρχιτεκτονικά κινήματα της ευρωπαϊκής αβανγκάρντ (φουτουρισμός, κυβισμός, κονστρουκτιβισμός, Μπάουχαους κλπ), απέρριψαν τόσο τον ακαδημαϊσμό, όσο και την προσήλωση των προκατόχων τους στην Ιστορία, θεωρώντας πως τα μοτίβα της ήταν τελείως αποκομμένα από την τότε σύγχρονη πραγματικότητα. Το Μοντέρνο Κίνημα στην αρχιτεκτονική, το οποίο ξεκίνησε λίγο πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, προχώρησε στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 στην πλήρη απόρριψη της παράδοσης και στην ανάδειξη της μεταφοράς και της λειτουργικότητας, δηλαδή του φονξιοναλισμού.
Ένα ακόμα καλλιτεχνικό πρωτοποριακό ρεύμα που έκανε την εμφάνισή του και επίσης επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, ήταν ο μινιμαλισμός, κίνημα ριζοσπαστικό και δυναμικό, ανοιχτό όμως σε πολλές “ερμηνείες” και χωρίς να εκφράζεται ή να “οριοθετείται” από κάποιο μανιφέστο. Στο γενικό του περίγραμμα, αφορούσε συγκεκριμένες – λιτές και καθαρές ως επί το πλείστον – φορμαλιστικές αρχές και περιορισμό του έργου στα απολύτως απαραίτητα υλικά ή οπτικά συστατικά του.
Η συμμετρία και η επανάληψη, κυρίαρχα στοιχεία του μινιμαλισμού, ανακάλυψαν τον σύμμαχό τους στα παιχνίδια του φωτός, που με τη σειρά τους στηρίχτηκαν στα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στις νέες τάσεις, όπως το διάφανο πλέξιγκλας, ο γαλβανισμένος σίδηρος και το οπλισμένο σκυρόδεμα, ειδικά από τη στιγμή που η “κοσμική τάξη” της μηχανικής ευθείας, άνοιξε τα σύνορα στην αρμονία της καμπύλης, οδηγώντας σε μια σύζευξη της αρχιτεκτονικής αισθητικής με τις έτσι κι αλλιώς καταλυτικές “βιομηχανικές” επιρροές.
Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, που κυριάρχησε ως νεωτερικότητα, επαναπροσδιορίζοντας τα όρια της αναγκαιότητας για μια διαφορετική αντίληψη περί μοτίβων και υλικών, υπήρξε ο Βραζιλιάνος Οσκάρ Νιεμάιερ, μεγάλος οραματιστής του νέου δόγματος που έμεινε γνωστό ως “Διεθνές Στιλ”. Φέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τον θάνατό του (5/12/2012) και το Magazine επιχειρεί μια μικρή αναδρομή στο έργο του, το οποίο μας προσέφερε έναν θαυμαστό όσο και ξεχωριστό αρχιτεκτονικό κώδικα.
Ο Νιεμάιερ γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1907 στο Ρίο ντε Τζανέιρο, από εύπορη οικογένεια. Περνώντας μια ξένοιαστη εφηβεία, το 1928, στα 21 του χρόνια, παντρεύτηκε την Ανίτα Μπάλντο, κόρη Ιταλών μεταναστών από την Πάντοβα και αμέσως μετά γράφτηκε στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών στο Ρίο, από όπου αποφοίτησε το 1934 με το πτυχίο του αρχιτέκτονα. Στη συνέχεια εργάστηκε στο τυπογραφείο του πατέρα του, ενώ παράλληλα βρέθηκε ως άμισθος μαθητευόμενος στο αρχιτεκτονικό γραφείο των Λούσιο Κόστα και Γκρέγκορι Βάρτσαβτσικ, εκ των ιδρυτών του Μοντέρνου Κινήματος στη Βραζιλία.
Το 1936 ανατέθηκε στο γραφείο του Κόστα ο σχεδιασμός του κτιρίου που θα στέγαζε το Υπουργείο Παιδείας και Υγείας στο Ρίο. Ο Κόστα συγκέντρωσε μια ομάδα από νέους αρχιτέκτονες, ενώ προσκάλεσε και τον διάσημο συνάδελφό του, Λε Κορμπιζιέ, ως σύμβουλο στο έργο. Η γνωριμία με τον Ελβετό αρχιτέκτονα, υπήρξε καθοριστική για τον Νιεμάιερ, που συνεργάστηκε μαζί του στον σχεδιασμό του κτιρίου, κερδίζοντας τα εύσημα για τις “υπέροχες προοπτικές” του. Μετά την αναχώρηση του Λε Κορμπιζιέ από τη Βραζιλία, ο Νιεμάιερ προχώρησε σε πολλές αλλαγές στα αρχικά σχέδια, εντυπωσιάζοντας τον Κόστα.
Από το 1939 και μετά, ο Νιεμάιερ ηγήθηκε του πρότζεκτ, ολοκληρώνοντας το 1943 τον πρώτο ουρανοξύστη παγκοσμίως με κρατική χρηματοδότηση, στηριγμένο στις αρχές του μοντερνισμού, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από οτιδήποτε σχετικό είχε σχεδιάσει μέχρι τότε ο ίδιος ο Λε Κορμπιζιέ. Στο κτίριο χρησιμοποιήθηκαν τοπικά υλικά και τεχνικές, όπως τα azulejos, ζωγραφισμένα σμαλτωμένα κεραμικά πλακάκια, ενώ παντού ήταν φανερό το βιομηχανικό “φινίρισμα”, συνδυασμένο όμως με έντονα χρώματα στο εσωτερικό, αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο, σαφείς “νύξεις” στις εικόνες του βραζιλιάνικου τοπίου.
Ο Νιεμάιερ εφάρμοσε και το επαναστατικό brise-soleil του Λε Κορμπιζιέ, τοποθετώντας στο μόνιμο πλαίσιο του κτιρίου μια σειρά από περσίδες σε γαλάζιο χρώμα, οι οποίες ρυθμίζονταν με ειδικούς μοχλούς μέσα από τα γραφεία, ανάλογα την εποχή και τις καιρικές συνθήκες, ώστε να επιτρέπουν ή να εμποδίζουν την ηλιοφάνεια, άρα και την εσωτερική θερμοκρασία. Το έργο θεωρήθηκε μια από τις πλέον επιδραστικές αρχιτεκτονικές προτάσεις στον 20ο αιώνα και το πρώτο αυθεντικό δείγμα του βραζιλιάνικου Μοντέρνου Κινήματος.
Ήδη από το 1940, ο Νιεμάιερ είχε ξεκινήσει το πρότζεκτ που για τον ίδιο ήταν το πραγματικό του αρχιτεκτονικό ξεκίνημα. Μετά από πρόσκληση του δημάρχου του Μπέλο Οριζόντε, Ζουσελίνο Κούμπιτσεκ, ανέλαβε τη σχεδίαση μιας σειράς κτιρίων στην Παμπούλια (ένα αναπτυσσόμενο προάστιο του Μπέλο Οριζόντε), ένα συγκρότημα το οποίο θα περιελάμβανε ένα καζίνο, ένα εστιατόριο/αίθουσα χορού, έναν ναυτικό όμιλο με μαρίνα, έναν όμιλο γκολφ και μια εκκλησία, όλα αυτά γύρω από μια τεχνητή λίμνη. Το πρότζεκτ ολοκληρώθηκε το 1943 και έκανε τον Νιεμάιερ γνωστό σε όλο τον κόσμο.
Στα κτίρια της Παμπούλια, ο Βραζιλιάνος αρχιτέκτονας πέτυχε κάτι μοναδικό: από τη μια, άφησε να φανούν καθαρά οι επιρροές του από τον Λε Κορμπιζιέ, από την άλλη όμως, δε δίστασε να ξεφύγει από αυτές, βάζοντας την προσωπική του αντίληψη περί νεωτερικότητας στα σχέδια, δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στους καμπυλωτούς όγκους, ενώ προχώρησε ακόμα πιο πέρα την εφαρμογή του δομημένου περιβάλλοντος του Ελβετού, τοποθετώντας μέσα στη λίμνη πλωτές ράμπες και εξέδρες, οι οποίες έδιναν μια νέα, διαφορετική διάσταση τόσο στον περίπατο των επισκεπτών, όσο και στη θέα στα κτίσματα γύρω από τη λίμνη.
Η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, θεωρήθηκε το αριστούργημα του συγκροτήματος. Ο Νιεμάιερ χρησιμοποίησε οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ), με έναν τελείως επαναστατικό τρόπο, στηριζόμενος στην εγγενή πλαστικότητα του συγκεκριμένου υλικού. Ενοποίησε τοίχους και οροφή, παρουσιάζοντας δηλαδή ενιαία τα οριζόντια και τα κάθετα στοιχεία της κατασκευής. Με αυτόν τον τρόπο παρουσίασε μια νέα αντίληψη απλοποίησης της λειτουργικότητας χωρίς την παραδοσιακή συνθετική λογική, ανοίγοντας ακόμα μεγαλύτερους ορίζοντες στην ταύτιση της αρχιτεκτονικής με την ίδια την τέχνη.
Ο δομικός “λόγος” της εκκλησίας ξέφυγε τελείως από τους παραδοσιακούς ορισμούς, αλλάζοντας συνεχώς οπτικές γωνίες στην προοπτική της αυτονομίας του μέσα στον χώρο, δίπλα στην όχθη της τεχνητής λίμνης, αναζητώντας και πετυχαίνοντας μια θαυμαστή ισορροπία, η οποία μεταφράστηκε σε μια διακριτική θρησκευτικότητα, απόλυτα εναρμονισμένη με το περιβάλλον. Παρόλα αυτά, οι αντιδράσεις από “παραδοσιακούς συντηρητικούς κύκλους” υπήρξαν σφοδρές, απαιτώντας την κατεδάφιση του ναού, ο οποίος ευτυχώς σώθηκε χάρη στην παρέμβαση της Εθνικής Υπηρεσίας Καλλιτεχνικής και Ιστορικής Κληρονομιάς της Βραζιλίας.
Ο Νιεμάιερ είχε δηλώσει ότι η Παμπούλια του πρόσφερε την ευκαιρία να αμφισβητήσει τη μονοτονία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και το κύμα παρερμηνευμένου φονξιοναλισμού, που εξουδετέρωναν την πλαστική ελευθερία που εισήγαγε το οπλισμένο σκυρόδεμα. “Με τράβηξε η καμπύλη, η απελευθερωμένη, αισθησιακή καμπύλη. Σκόπιμα αγνόησα την ορθή γωνία και την ορθολογιστική αρχιτεκτονική, τη σχεδιασμένη με χάρακα και τρίγωνο, για να μπω με τόλμη στον κόσμο της καμπύλης και της ευθείας που προσφέρει το μπετόν αρμέ. Όλη αυτή η σκόπιμη διαμαρτυρία προέκυψε από το περιβάλλον στο οποίο ζούσα, με τις λευκές παραλίες, τα τεράστια βουνά, τις παλιές μπαρόκ εκκλησίες και τις όμορφες ηλιοκαμένες γυναίκες”, ήταν τα λόγια του.
Ο Νιεμάιερ απολάμβανε πλέον διεθνούς αναγνώρισης, οι αρχιτεκτονικοί κύκλοι θεωρούσαν ότι είχε αναπτύξει ακόμα περισσότερο το λεγόμενο “brazilian style”, με πιο αντιπροσωπευτικά του έργα το Υπουργείο Παιδείας του Ρίο και την εκκλησία της Παμπούλια, που χαρακτηρίζονταν πρωτοποριακά στο Μοντέρνο Κίνημα. Ο ιδιοφυής χειρισμός της κλίμακας και της αναλογίας, του επέτρεπαν να βρίσκει συνεχώς νέες καινοτόμες προτάσεις, επιλύοντας πολύπλοκα προβλήματα με απλά και έξυπνα σχέδια.
Το 1947 ανέλαβε μαζί με τον Λε Κορμπιζιέ και μια ομάδα αρχιτεκτόνων, τον σχεδιασμό του κτιρίου που θα στέγαζε την έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Το σχέδιο “32” του Νιεμάιερ ήταν εκείνο που πήρε την έγκριση από την αρμόδια επιτροπή σχεδιασμού, όμως μετά από τις πιέσεις του Λε Κορμπιζιέ, προκρίθηκε τελικά το σχέδιο “23/32”, ένας συνδυασμός των προτάσεων των δυο αρχιτεκτόνων. Η παραμονή του Νιεμάιερ στις ΗΠΑ ήταν σύντομη και επεισοδιακή, επειδή ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας.
Οι Αμερικανοί δεν του ανανέωσαν τη βίζα, κάτι που έγινε αρκετές φορές και τα επόμενα χρόνια. Το 1946, ο Νιεμάιερ προσκλήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ για να διδάξει σε ένα σεμινάριο, όμως οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να του εκδώσουν βίζα. Το αποκορύφωμα ήρθε το 1953, τότε που η Σχολή Σχεδίου στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, του απένειμε τον τίτλο του κοσμήτορα, όμως η αμερικανική κυβέρνηση του απαγόρευσε την είσοδο στη χώρα! Πέρα από αυτά τα εμπόδια, ο Νιεμάιερ συνέχισε να σχεδιάζει και να δημιουργεί, αναλαμβάνοντας όλο και περισσότερα έργα.
Μια από τις πιο εμβληματικές δημιουργίες του, ήταν το συγκρότημα διαμερισμάτων “Copan” (1953-1956) στο Σάο Πάολο, ένα πραγματικό τοπόσημο για τη βραζιλιάνικη μεγαλούπολη. Ο ουρανοξύστης, ύψους 118 μέτρων, με την τελείως ελεύθερη μορφή του κτιρίου, διαμορφωμένου στο ευρύτερο πλαίσιο της λεγόμενης “λαϊκής πολυκατοικίας”, ακολούθησε τα πρότυπα της unité d’habitation (οικιστικής μονάδας) του Λε Κορμπιζιέ, ξεφεύγοντας όμως από τη λογική του Ελβετού περί τυποποιημένης αρχιτεκτονικής, αφού το κυματιστό σχήμα έδωσε μια τελείως νέα άποψη στις φόρμες της σύγχρονης ρυθμιστικής πολεοδομίας.
Τη χρονιά που ολοκληρώθηκε το “Copan” (1956), ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Βραζιλίας, Ζουσελίνο Κούμπιτσεκ (που 16 χρόνια πριν, ως δήμαρχος του Μπέλο Οριζόντε, είχε αναθέσει στον συμπατριώτη του αρχιτέκτονα το πρότζεκτ της Παμπούλια), συνάντησε τον Νιεμάιερ, για να συζητήσει μαζί του το πιο τολμηρό όραμά του, το χτίσιμο της νέας πρωτεύουσας της χώρας, της Μπραζίλια. Ο παλιός μέντορας και φίλος του Νιεμάιερ, Λούσιο Κόστα, κέρδισε τον διαγωνισμό και ανέλαβε τον πολεοδομικό σχεδιασμό, ενώ ο ίδιος ο Νιεμάιερ θα ήταν υπεύθυνος για τον σχεδιασμό των σημαντικότερων κτιρίων.
Η δημιουργία από το μηδέν μιας ολόκληρης πόλης, αποτέλεσε την υλοποίηση μιας ουτοπίας. Μέσα σε μόλις 41 μήνες ολοκληρώθηκε ένα μοναδικό επίτευγμα, που το 1987 ανακηρύχθηκε από την UNESCO μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς (ο Νιεμάιερ έγινε ο πρώτος εν ζωή που το έργο του έλαβε αυτή την αναγνώριση). “Αυτός που θα επισκεφθεί την Μπραζίλια, μπορεί να του αρέσει, μπορεί και όχι. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να πει ότι έχει δει αλλού προηγουμένως κάτι παρόμοιο”, έλεγε σε συνέντευξή του το 2006, υπερασπιζόμενος το έργο του, αν και ο ίδιος προτιμούσε να ζει στο Ρίο, “δίπλα στη θάλασσα, στα βουνά και στο χάος του”.
Ο Νιεμάιερ σχεδίασε στην Μπραζίλια οικιστικές μονάδες, εμπορικά και κυβερνητικά κτίρια. Συνεργάστηκε με τον Κόστα στον σχεδιασμό των ελεύθερων χώρων, εξωραΐζοντας την προοπτική και ενισχύοντας το τοπικό πνεύμα. Έστρεψε το ενδιαφέρον του προς τον “θεατή” που περπατά χαζεύοντας ανάμεσα στα στοιχεία ενός δομικού συνόλου και ο οποίος, αλλάζοντας οπτική γωνία, το μετατρέπει μέσα στο ίδιο το τοπίο. Στην προοπτική της λογικής της νεωτερικότητας, οι ελεύθερες φόρμες του προσέφεραν τέχνη είτε με τις ρέουσες γραμμές τους, είτε με τις διαρκείς τολμηρές επινοήσεις του στον συσχετισμό των στοιχείων.
Στην περίφημη Εσπλανάδα, στο κέντρο της Μπραζίλια, ο Νιεμάιερ “τοποθέτησε” αντιπροσωπευτικά δείγματα από όλες τις φορμαλιστικές αρχές του: χτιστές “μορφές” απλών γεωμετρικών κτιρίων που θύμιζαν κάποιο είδος “αισθησιακού” κονστρουκτιβισμού, καμπύλες και τόξα που παρέπεμπαν σε γλυπτά, μεγάλες “γυμνές” αποστάσεις ανάμεσα στα κτίσματα, τα οποία, ακριβώς επειδή διατάχθηκαν με μια κανονικότητα στο χώρο, αποτύπωναν ανάγλυφη την τρισδιάστατη προοπτική, οριοθετώνοντας τελικά τους προσωπικούς του κώδικες μέσα από το “ιδεολογικό” του αρχιτεκτονικό βαρόμετρο.
Τα σημαντικότερα έργα του Νιεμάιερ στην Μπραζίλια, ήταν η προεδρική κατοικία (Palácio da Alvorada), το Εθνικό Κογκρέσο της Βραζιλίας με τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, τα Υπουργεία, το Εθνικό Μουσείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο και ένα από τα μεγάλα του αριστουργήματα, ο Καθεδρικός Ναός Nossa Senhora Aparecida. Όλα αυτά τοποθετήθηκαν με τέτοιο τρόπο στην τεράστια Εσπλανάδα, ώστε να συμφιλιώσουν την έννοια της ρυθμιστικής πολεοδομίας με μια σειρά κτιρίων που προορίζονταν να παίξουν το ρόλο των “κοινωνικών μετασχηματιστών”, δημιουργώντας τον “καινούργιο άνθρωπο”.
Το όλο πρότζεκτ υιοθέτησε μια σοσιαλιστική ιδεολογία: στην Μπραζίλια όλα τα διαμερίσματα ανήκαν στην κυβέρνηση και ενοικιάζονταν σε υπαλλήλους. Η πόλη δεν είχε “πλούσιες” συνοικίες, κάτι που σήμαινε ότι κορυφαίοι υπουργοί και απλοί εργάτες θα μοιράζονταν το ίδιο κτίριο. Βέβαια η συγκεκριμένη λογική είτε αγνοήθηκε είτε άλλαξε από τους επόμενους προέδρους της χώρας, αλλά το προοδευτικό πνεύμα της αρχικής “συνταγής”, όσο και αν χαρακτηρίστηκε ουτοπικό μεταγενέστερα, δεν έπαψε να εντυπωσιάζει.
Η Praça dos Três Poderes (πλατεία των τριών εξουσιών), στην οποία καταλήγει η Εσπλανάδα, ήταν στην ουσία η αρχή και το τέλος του Μνημειακού Άξονα, που μαζί με τον δεύτερο άξονα, τον Κυκλοφοριακό, σύμφωνα με το σχέδιο του Κόστα, έδιναν στην Μπραζίλια τη μορφή αεροπλάνου, ενώ το γλυπτό που ορθωνόταν στο κέντρο της, ήταν ο φόρος τιμής του Νιεμάιερ στους χιλιάδες εργάτες (Os Guerreiros, πολεμιστές) που έχτισαν την πόλη. Η ατμόσφαιρα, οι αναλογίες, οι γραμμές και οι καμπύλες, τα χαρακτηριστικά του χώρου και οι επιλογές του σχεδιασμού, όλα αυτά αναδείχθηκαν μέσα από μια σπάνια “διαλεκτική” αρχιτεκτονικής διανόησης, ανάμεσα στους Κόστα και Νιεμάιερ.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το πιο ξεχωριστό έργο του Νιεμάιερ στην Μπραζίλια, ήταν ο Καθεδρικός Ναός. Πρόκειται για μια υπερβολοειδή κατασκευή (υπερβολική δομή με αρνητική Γκαουσιανή καμπυλότητα, που καμπυλώνει δηλαδή προς τα μέσα), που αποτελείται από 16 κολώνες σκυροδέματος, βάρους 90 τόνων η καθεμία. Οι κυρτοί αυτοί πυλώνες συγκλίνουν στο κέντρο της κατασκευής και κατόπιν καμπυλώνουν προς τα έξω, όσο ανεβαίνουν προς την κορυφή. Ανάμεσά τους βρίσκονται υπέροχα κεραμικά και γυάλινα βιτρό, τα οποία αφήνουν το φως να μπαίνει στο εσωτερικό από κάθε πιθανή γωνία.
Ο ναός, που ολοκληρώθηκε το 1970, έχει χωρητικότητα 4.000 ατόμων, ενώ από την οροφή του κρέμονται στηριγμένοι σε ατσάλινα καλώδια, τρείς άγγελοι, γλυπτά του Alfredo Ceschiatti, σε διαφορετικά ύψη και μεγέθη (κυμαίνονται από 2,2 μέτρα μέχρι 4,2 μέτρα ο καθένας). Το μεγαλύτερο μέρος του ναού βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, αφήνοντας μόνο την υπερβολοειδή κατασκευή-οροφή να εξέχει από αυτό (διάμετρος στη βάση 70 μέτρα και στην κορυφή 42 μέτρα). Στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχουν τέσσερα μπρούτζινα γλυπτά που αναπαριστούν τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ενώ το καμπαναριό έχει ύψος 20 μ. και τέσσερις καμπάνες, δωρεά Ισπανών κατοίκων της Βραζιλίας.
Μετά την ολοκλήρωση του πρότζεκτ της Μπραζίλια, ο Νιεμάιερ ανακηρύχθηκε πρύτανης της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου της πόλης, ενώ το 1963 του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου μέλους του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων των ΗΠΑ. Την Πρωτομαγιά της ίδιας χρονιάς, τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν από τη Σοβιετική Ένωση (στην ίδια τελετή, όπου το συγκεκριμένο βραβείο απονεμήθηκε και στον Μανώλη Γλέζο). Το 1964, ο στρατηγός Καστέλο Μπράνκο έκανε πραξικόπημα, εγκαθιδρύοντας στρατιωτική δικτατορία στη Βραζιλία.
Τα πολιτικά πιστεύω του Νιεμάιερ, που συνέχιζε να είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, τού στοίχισαν ακριβά. Το γραφείο του λεηλατήθηκε, η έδρα του περιοδικού Nosso Caminho, το οποίο συντόνιζε ο ίδιος, καταστράφηκε τελείως και οι πελάτες του εξαφανίστηκαν. Το 1965, διακόσιοι καθηγητές του Πανεπιστημίου της Μπραζίλια – ανάμεσά τους και ο Νιεμάιερ – παραιτήθηκαν από τις έδρες τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αντιμετώπιση των πανεπιστημίων και των φοιτητών από την κυβέρνηση. Έναν χρόνο αργότερα, ο Βραζιλιάνος αρχιτέκτονας αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι.
Αφού άνοιξε ένα γραφείο στα Ηλύσια Πεδία, άρχισε να σχεδιάζει κτίρια σε διάφορα κράτη, όπως στην Αλγερία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και φυσικά τη Γαλλία. Κατά την παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Νιεμάιερ ξεκίνησε να σχεδιάζει και έπιπλα, κυρίως καρέκλες και πολυθρόνες (που τοποθετήθηκαν στις έδρες των Κομμουνιστικών κομμάτων σε όλον τον κόσμο), αλλά και τη θρυλική “Ρίο σεζ-λονγκ”. Όπως στα κτίριά του, έτσι και στα έπιπλά του, κυριάρχησαν οι καμπύλες, με σαφείς αναφορές στη Βραζιλία και πηγές έμπνευσης το γυναικείο σώμα και τους λόφους του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, ο Νιεμάιερ επέστρεψε στην πατρίδα του και παρά την ήδη μεγάλη του ηλικία (κοντά πλέον στα 80), συνέχισε να είναι άκρως δημιουργικός, σχεδιάζοντας το ένα κτίριο μετά το άλλο, ανάμεσά τους και το περίφημο “σαμποδρόμιο” στο Ρίο ντε Τζανέιρο, εκεί όπου πραγματοποιούνται οι εντυπωσιακές παρελάσεις στο καρναβάλι της πόλης. Το 1988 τιμήθηκε με το κορυφαίο αρχιτεκτονικό βραβείο, το Pritzker Architecture Prize, γνωστό και ως “Νόμπελ της αρχιτεκτονικής”. Από το 1992 μέχρι το 1996 υπήρξε πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας (PCB), βοηθώντας το με την παρουσία του να ξεπεράσει την κρίση ταυτότητας αλλά και επιβίωσης, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ.
Το 1996, στα 89 του χρόνια, ανέλαβε να σχεδιάσει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Νιτερόι (προάστιο του Ρίο ντε Τζανέιρο). Η κατασκευή έχει ύψος 16 μέτρα, η στέγη διάμετρο 50 μέτρα και μια υδάτινη “τάφρος” (έκτασης 800 τ.μ.) περιβάλλει την κυλινδρική βάση της “σαν ένα λουλούδι”, σύμφωνα με τα λόγια του Νιεμάιερ. Στους τρεις ορόφους του μουσείου εκτίθενται 1.217 έργα, ενώ από τη δυτική του πλευρά, η θέα προς τον κόλπο Γκουαναμπάρα, τον λόφο Pão de Açúcar, τον λόφο Corcovado (με το άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή στην κορυφή του) και το Ρίο ντε Τζανέιρο, κόβει την ανάσα.
Το μουσείο, που θυμίζει UFO, τοποθετήθηκε στην κορυφή ενός βράχου, με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει την αίσθηση πως αιωρείται πάνω από αυτόν, με τη θάλασσα ακριβώς από κάτω του. Ο 21ος αιώνας βρήκε τον Νιεμάιερ θαλερό και ακμαίο να συνεχίζει τη δημιουργική του προσφορά, αναλαμβάνοντας συνεχώς καινούργια έργα σε όλο τον κόσμο και συνεχίζοντας να σχεδιάζει με έμπνευση και φαντασία στο γραφείο του στο Ρίο. Το 2011 εγκανιάστηκε στην πόλη Αβιλές της Ισπανίας το Διεθνές Πολιτιστικό Κέντρο Οσκάρ Νιεμάιερ (Centro Cultural Internacional Oscar Niemeyer), ένα από τα τελευταία του έργα.
Ήδη από το 2007, όταν έκλεισε τα εκατό του χρόνια (που εορτάστηκαν με μια σειρά λαμπρών εκδηλώσεων στη Βραζιλία), η υγεία του είχε κλονιστεί και χρειάστηκε να νοσηλευτεί αρκετές φορές, παρόλα αυτά, παρέμεινε ενεργός μέχρι και το ξεκίνημα του 2012. Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, πέθανε η κόρη του, Άννα Μαρία, σε ηλικία 82 ετών (το μοναδικό του παιδί). Λίγους μήνες αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 2012, μόλις δέκα ημέρες πριν κλείσει τα 105, έφυγε και ο ίδιος από τη ζωή, από καρδιακή ανακοπή σε νοσοκομείο του Ρίο, αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη πίσω του.
Ο Οσκάρ Νιεμάιερ υπήρξε ένας από τους “πυλώνες” της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, πρωτοπόρος της πολεοδομικής επανάστασης, εραστής της νεωτερικότητας, ποιητής του οπλισμένου σκυροδέματος, εφευρέτης και δημιουργός στα μοτίβα και τα υλικά, υπέρμαχος της λειτουργικότητας, πιστός υπηρέτης των χαρακτηριστικών της επινόησης με κύρια εργαλεία τις καμπύλες και το φως, αναμορφωτής του δημόσιου χώρου, συνεπής και αμετανόητος κομμουνιστής, εκφραστής της ελεύθερης χωρίς αναστολές αισθητικής, λάτρης της χαράς και της ομορφιάς.
Τολμηρός, ανεξάντλητος, πραγματικός δάσκαλος, πηγή έμπνευσης για τον αδέσμευτο φορμαλισμό, γεμάτος λύσεις και φαντασία, ευλογημένος με μια ουμανιστική δυναμική, ο Νιεμάιερ δεν υπήρξε μόνο ένας λαμπρός αρχιτέκτονας, αλλά και ένας περίφημος αναλυτής του ευρύτερου περιβάλλοντος της τέχνης. Τα περίπου 800 έργα που άφησε πίσω του, με το πρότζεκτ της Μπραζίλια να αποτελεί το αποκορύφωμα της προσφοράς του, αντανακλούν τον διαχρονικό, αυθεντικό τρόπο έκφρασής του, όπως τον διατύπωσε ο ίδιος, τέσσερις μήνες πριν τον θάνατό του: “Η αρχιτεκτονική δεν είναι μπίζνες, δεν είναι απλώς τεχνική να ορθώνεις κτίρια ύψους 100 μέτρων. Αρχιτεκτονική είναι να παρέχεις το όμορφο περιβάλλον που θέλουμε. Η αρχιτεκτονική είναι να εφευρίσκεις. Έτσι, στην περίπτωσή μου, η πρόκληση που με αφορά, είναι να δημιουργώ κάτι διαφορετικό”.