Ισορροπία του τρόμου στην Ανατολική Μεσόγειο
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρέθηκαν σε ιστορικό χαμηλό κατά τη διάρκεια του 2020. Τα προβλήματα που έβαλε ο Ερντογάν, η αντίδραση της ελληνικής πλευράς και ο επικείμενος διάλογος που κινδυνεύει να γίνει διάλογος κωφών.
- 23 Δεκεμβρίου 2020 15:18
Κατά το έτος που το σύνολο του πλανήτη δεινοπάθησε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τον κανόνα του 2020. Δεινοπάθησαν και αυτές, φτάνοντας έτσι στο χειρότερο σημείο τους εδώ και αρκετά χρόνια. Θα έλεγε κανείς ότι μία ανοιχτή πολεμική σύγκρουση των δύο χωρών αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή και όχι σε μία περίπτωση, γεγονός που αποδεικνύει ότι η ένταση ήταν παντού και πάντα παρούσα. Από τα γεγονότα του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου του 2020, όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποπειράθηκε να χρησιμοποιήσει ως μέσο επίθεσης τους απελπισμένους πρόσφυγες και μετανάστες στα συνοριακά περάσματα του Έβρου μέχρι τα ήξεις-αφήξεις για το διάλογο ο οποίος, μέχρι και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές παραμένει στόχος χωρίς να αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα, το κοινό χαρακτηριστικό ήταν ένα: η αμοιβαία καχυποψία.
Επιχειρήσαμε στην ανασκόπηση του 2020 τη σκιαγράφηση των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία με τη βοήθεια δύο εξαίρετων επιστημόνων οι οποίοι μέσα στη χρόνια κατέθεσαν στον δημόσιο διάλογο τη διεισδυτική ματιά τους στο ζήτημα μέσω δύο βιβλίων. Ο Αλέξης Ηρακλείδης, ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο πρόσφερε το “Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος, 50+1 όψεις των Ελληνοτουρκικών διενέξεων” (εκδόσεις “Θεμέλιο”) και ο Δημήτρης Καλτσώνης, επίσης καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (μαζί με τον Κώστα Ήσυχο) το “Πόλεμος ή Ειρήνη, 6 σημεία για τις ελληνοτουρκικές θέσεις για την εξωτερική πολιτική” (εκδόσεις “Τόπος”). Αμφότεροι κατέληξαν σε ένα βασικό συμπέρασμα. Ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν ένα πολύ δύσκολο, προς επίλυση, παζλ.
Τα επεισόδια στον Έβρο
Νωρίς μέσα στη χρονιά, τον Φεβρουάριο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να δράσει εκμεταλλευόμενος τη δυναμική του προσφυγικού.Μπορεί ακόμη και τώρα να ακούγεται τρομερά κυνικό, όμως ο Τούρκος ηγέτης δεν δίστασε να μετατρέψει απελπισμένους ανθρώπους σε…ρουκέτες και βόμβες για να πιέσει αφόρητα τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες έφτασαν στον Έβρο καθοδηγούμενοι από τις τουρκικές αρχές. Η Ελλάδα, από τη δική της πλευρά, απάντησε το ίδιο δυναμικά. Στρατός, συνοριοφύλακες και δυνάμεις της ΕΛΑΣ ενίσχυσαν τη συνοριακή άμυνα σε μία πολύ δύσκολη όσο και προβληματική επιχείρηση στην οποία μοναδικοί χαμένοι ήταν οι πρόσφυγες (που μετατράπηκαν ουκ ολίγες φορές σε μπαλάκι του πινγκ-πονγκ ενώ κάποιοι αυτούς σκοτώθηκαν κάτω από αδιευκρίνιστες ακόμα συνθήκες και “αγνώστου προελεύσεως” πυρά). Για την τήρηση της διεθνούς νομιμότητας δε, ας μη γεννάται καν λόγος.
Το κακόγουστο και πολλές φορές αιματηρό αυτό παιχνίδι έληξε με την εμφάνιση της πανδημίας στο ελληνικό και στο τουρκικό έδαφος. Οι δύο πλευρές, τουλάχιστον στο επίπεδο της επικοινωνίας, πέτυχαν τον στόχο τους. Η Ελλάδα προστάτευσε αποτελεσματικά τα σύνορά της και έδειξε στην ευρωπαϊκή ηγεσία ότι το να συνορεύει με την Τουρκία από ξηρά και θάλασσα δεν συνιστά μία εύκολη συνθήκη. Η Τουρκία απέσπασε δεσμεύσεις για περαιτέρω χρηματοδότηση για το προσφυγικό θέμα έτσι, ώστε να συνεχίζει να παίζει το ρόλο του κυματοθραύστη για τους απελπισμένους που ονειρεύονται μία έστω κακοπληρωμένη δουλειά στη Δυτική Ευρώπη.
Και σε αυτήν τη σύγκρουση, ο παράγοντας… Ερντογάν ήταν πολύ σημαντικός. Αν και πολλές φορές ο Τούρκος ηγέτης έχει χαρακτηριστεί από τον ελληνικό τύπο “απρόβλεπτος”, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ακριβώς το αντίθετο: Προβλέψιμος. Ίσως ο κυνισμός του, ίσως οι επιδιώξεις του, ίσως και άλλα στοιχεία να “μαρτυρούν” πάντα τις κινήσεις του, τις οποίες πάντως και ο ίδιος φροντίζει να προαναγγέλλει.
“Ο Ερντογάν παίζει το εθνικιστικό του χαρτί με τη συμμαχία του με το εθνικιστικό κόμμα της Τουρκίας. Προφανώς αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον Ερντογάν της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα που άπλωσε χέρι φιλίας ακόμα και στους Κούρδους. Επίσης, είναι ανασφαλής. Φοβάται ότι μπορεί να ανατραπεί ή να υποστεί δικαστική δίωξη ή οτιδήποτε άλλο” σχολιάζει για τον Τούρκο πρόεδρο ο Αλέξης Ηρακλείδης για να συνεχίσει: “Άρα επιχειρεί με κάθε τρόπο να παραμείνει στην εξουσία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι του λείπει η δημοφιλία, κάθε άλλο . Ο Ερντογάν έβαλε τους μικροαστούς Τούρκους στο παιχνίδι της νομής της εξουσίας, όπως έκανε στην Ελλάδα ο Ανδρέας Παπανδρέου τη δεκαετία του ΄80. Και έδωσε επίσης ένα στάτους στους θρησκευόμενους τους οποίους είχε μεταχειριστεί άσχημα ο Κεμάλ και οι κεμαλιστές”.
Το στοιχείο της δημοφιλίας που θίγει στο προηγούμενο σχόλιό του ο καθηγητής Ηρακλείδης είναι κομβικής σημασίας. Παρά το γεγονός ότι έχει μετατρέψει την ισχύ του σε καταπιεστικό καθεστώς, ο Ερντογάν εξακολουθεί να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης μεγάλου μέρους του τουρκικού λαού. Αυτό του χαρίζει κύρος, το οποίο σε συνδυασμό με τη στροφή στην εθνικιστική ρητορεία και τη συχνή επίκληση του θρησκευτικού στοιχείου, τον βοηθά να στηρίζει τακτικισμούς σαν και αυτόν της μετατροπής της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης σε τζαμί.
Η εργαλειοποίηση της Αγίας Σοφίας
Mέσα στο κατακαλόκαιρο και ενώ η πανδημία κάλπαζε στην Τουρκία, ο Ερντογάν είχε ανάγκη από μία θεαματική κίνηση. Την έκανε διαρρηγνύοντας και τον τελευταίο δεσμό που υποτίθεται ότι τον έδενε με τον κεμαλισμό. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε λατρευτικό, για τους Μουσουλμάνους, χώρο, παρά το γεγονός ότι κατακρίθηκε από το σύνολο του διεθνούς παράγοντα, ενίσχυσε την εικόνα του Τούρκου προέδρου στο εσωτερικό, και κυρίως στα συντηρητικά και θρησκευόμενα στρώματα.
Παρατηρεί σχετικά ο καθηγητής Καλτσώνης: “Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί έχει πιο πολύ έναν χαρακτήρα συμβολικό στο πλαίσιο βέβαια της συνολικής πολιτικής Ερντογάν η οποία έχει τα γνωστά, αναθεωρητικά χαρακτηριστικά σε βάρος άλλων χωρών. Ως συμβολική κίνηση συνοψίζει τη γενικότερη τουρκική αναθεωρητική πολιτική. Προφανώς βέβαια τέτοιου είδους τακτικές έχουν άμεση σχέση και με την εξωτερική πολιτική, ειδικά σε μία στιγμή που η Τουρκία δείχνει να διανύει μία δύσκολη, οικονομικά φάση, και το καθεστώς Ερντογάν κατά κάποιο τρόπο να αμφισβητείται. Άρα μπορούμε να μιλήσουμε και για κίνηση που έγινε για να βελτιώσει την εικόνα του προέδρου στο εσωτερικό της χώρας”.
Η κίνηση, είναι φανερό, ότι στόχευσε και την Ελλάδα. Για τον ελληνισμό, σε συμβολικό επίπεδο, η Αγία Σοφία πρεσβεύει πάρα πολλά, αγγίζει ευαίσθητες χορδές, συγκινεί ενίοτε. Το ότι από την επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ και μετά το μνημείο πήρε έναν καθαρά μουσειακό χαρακτήρα δεν εξυπηρετούσε το τωρινό αφήγημα του Ερντογάν ο οποίος, στο γενικότερο πλάνο του για αναβάθμιση του τουρκικό ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο, προχώρησε σε μία ακόμη επίδειξη δύναμης βρίσκοντας πάντως ανταπόκριση. Όπως υπογραμμίζει ο Δημήτρης Καλτσώνης “υπάρχει ένα τμήμα της τουρκικής κοινωνίας που επηρεάζεται από την ρητορεία αυτή και την ακούει, την προσέχει. Υπάρχει όμως και μία άλλη Τουρκία η οποία στενάζει στις φυλακές και η οποία περιλαμβάνει χιλιάδες ανθρώπους. Και εδώ έχει σημασία να πούμε το εξής: Αν η Ελλάδα απευθυνόταν σοβαρά στην “άλλη” Τουρκία με όρους φιλίας, συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού νομίζω ότι θα έβρισκε ευήκοα ώτα χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι υπάρχουν αυτόματες και μαγικές λύσεις”.
Τέτοιου είδους επιλογές σαν και αυτές που ο Ερντογάν επιστράτευσε για την Αγία Σοφία στερεύουν και τα τελευταία αποθέματα εμπιστοσύνης γεγονός που έχει συνέπειες στις εν γένει σχέσεις και στις προσπάθειες βελτίωσής τους. “Τα όσα διακυβεύονται στην Ανατολική Μεσόγειο οδήγησαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο χειρότερό τους σημείο από το 2016 και μετά. Ενα συνεχές blame-game μεταξύ των δύο πλευρών οδήγησε σε πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης αλλά και στη βεβαιότητα αμφότερων των χωρών ότι η μία θέλει το κακό της άλλης, να βλάψει δηλαδή τα εθνικά της συμφέροντα” συμπεραίνει, απολύτως εύστοχα κατά τη γνώμη μας, ο Αλέξης Ηρακλείδης.
Αυτή η αμοιβαία καχυποψία ήταν πάντα παρούσα μέσα στο 2020 στο Αιγαίο και στις άλλες θάλασσες στις οποίες οι δύο χώρες δραστηριοποιούνται. Η Τουρκία έπαιξε, η αλήθεια είναι, ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου με τις συνεχείς εξόδους του Oruc Reis “σημαδεύοντας” κατά κύριο ρόλο το Καστελόριζο αλλά όχι μόνο αυτό. Οι τουρκικές θέσεις άλλωστε για το μικρό ελληνικό νησί και το κατά πόσο μπορεί να έχει πλήρη επήρεια είναι γνωστές, όπως γνωστές είναι και οι αντίστοιχες ελληνικές. Αυτά προφανώς δεν αποτελούν διαπιστώσεις του 2020.
Η Ελλάδα αντιδρά: Η συμφωνία με την Αίγυπτο
Ωστόσο, μέσα στη χρονιά που φεύγει η Τουρκία θέλησε να αμφισβητήσει στην πράξη ότι τα ελληνικά χωρικά ύδατα μπορούν να φτάσουν έως τα 12 μίλια όπως προβλέπει ρητά το Δίκαιο της θάλασσας. Υπό αυτήν την έννοια το να παραβιάζει συνεχώς το συγκεκριμένο όριο το Oruc Reis έδειχνε την τουρκική διάθεση για τη διαμόρφωση νέων δεδομένων (αν όχι και τετελεσμένων). Η Ελλάδα ανέπτυξε τη δική της, διπλωματική, δραστηριότητα σε αυτό το κομμάτι. Συμφώνησε με την Ιταλία για την επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια στο Ιόνιο (δίνοντας, πάντως, σημαντικά ανταλλάγματα) και, το σημαντικότερο, έφτασε σε συμφωνία με την Αίγυπτο για την (μερική) οριοθέτηση της Ανεξάρτητης Οικονομικής Ζώνης μεταξύ των δύο χωρών. Η τελευταία αυτή κίνηση εξόργισε την Άγκυρα η οποία πάντως είχε φροντίσει από το 2019 να οριοθετήσει με την Λιβύη κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου (και να πιάσει εξαπίνης την ελληνική διπλωματία).
“Η συμφωνία με την Αίγυπτο ήταν μία σημαντική στιγμή. Ίσως το ελληνικό ΥΠΕΞ να μην περίμενε το οριστικό ναι από την αιγυπτιακή πλευρά και ίσως για αυτόν τον λόγο να μην ειδοποιήθηκαν οι Γερμανοί για αυτήν την εξέλιξη. Έπρεπε όμως και με έναν τρόπο και η Τουρκία να ειδοποιηθεί έστω και αν υπήρχε από πλευρά της το κακό προηγούμενο της συμφωνίας της με τη Λιβύη. Οι Τούρκοι βέβαια, ως προς αυτό, έχουν τα δικά τους επιχειρήματα. Η Ελλάδα, λένε, δεν προειδοποίησε για τη σύμπραξη στον αγωγό East Med με το Ισραήλ ενώ η συζήτηση μπορεί να πάει μέχρι στο ποιος απειλεί ποιον με τις στρατιωτικές του δυνάμεις στα νησιά του Αιγαίου και στα παράλια της Μικράς Ασίας” σχολιάζει ο καθηγητής Ηρακλείδης. Και η “ανάμειξη” της Γερμανίας έχει ξεχωριστή σημασία από τη στιγμή που η χώρα-ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναλάβει μεγάλο από το βάρος της διαμεσολάβησης έτσι, ώστε να αρχίσει ο πολυθρύλητος διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Καθ’ όλη διάρκεια του 2020 πάντως, φως στο τούνελ ως προς αυτό δεν διαφάνηκε, ούτε καν αχτίδες. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά από τη στιγμή που, όπως τονίστηκε και παραπάνω, βασιλεύει η εκατέρωθεν καχυποψία η οποία “τρέφεται” και από τις μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας.
Υπάρχει, άρα, πιθανότητα ανοιχτής σύγκρουσης; Ο Αλέξης Ηρακλείδης απαντά: “Μία σύγκρουση των δύο χωρών είναι περισσότερο πιθανό να προκύψει από κάποιο επιχειρησιακό λάθος. Όταν τα πολεμικά πλοία πλησιάζουν τόσο πολύ το ένα το άλλο, τότε οι πιθανότητες ατυχήματος αυξάνονται. Στον αέρα υπάρχει αυτό το συνεχές “τζαρτζάρισμα” των αεροπλάνων των δύο χωρών. Αλλά το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχει λάβει χώρα ένα τέτοιο λάθος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δύο πλευρές δείχνουν μία στοιχειώδη υπευθυνότητα. Είναι χαρακτηριστική η αποκάλυψη που είχε κάνει γερμανικό μέσο σύμφωνα με την οποία ο Ερντογάν έδωσε εντολή για βύθιση ελληνικού πλοίου, αλλά οι Τούρκοι ναύαρχοι τον έπεισαν ότι μία τέτοια επιλογή δεν ήταν συμφέρουσα. Μία σύγκρουση θα κάνει ζημιά και στις δύο πλευρές”.
Διάλογος πάντως κατά τον Έλληνα καθηγητή δεν πρόκειται να διεξαχθεί, τουλάχιστον επί της ουσίας: “Αν αρχίσει, θα είναι ένας διάλογος για το θεαθήναι, ένας διάλογος κωφών, ο ένας θα κατηγορεί συνεχώς τον άλλον με τα γνωστά επιχειρήματα. Έγινε διάλογος το 2009 και το 2010, αλλά τότε η Ελλάδα ήταν πελαγωμένη από την οικονομική κρίση και φυσικά δεν προέκυψε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Πρέπει να συμβεί κάτι πολύ θεαματικό για να γίνει συζήτηση επί της ουσίας. Να φύγει, ας πούμε, ο Ερντογάν ή να εγκαταλείψουμε εμείς τον συνασπισμό του East Med” επισημαίνει.
Κυπριακό: Η αχίλλειος πτέρνα της Ελλάδας
Οι εξελίξεις στο Κυπριακό, ζήτημα που επηρεάζει άμεσα, όπως γίνεται κατανοητό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν οι χειρότερες δυνατές μέσα στο 2020. Η εκλογή του Eρσίν Τατάρ στην προεδρία του ψευδοκράτους τον Οκτώβριο ουσιαστικά έβαλε την ταφόπλακα στις τελευταίες ελπίδες που υπήρχαν για μία δίκαιη λύση στη λογική της επανένωσης του νησιού. Ο Τατάρ, εκτός από βαθύτατα συντηρητικός (τελείως διαφορετικός, άρα, σε σχέση με τον προκάτοχό του Μουσταφά Ακιντζί) είναι και ο άνθρωπος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα κατεχόμενα. Αυτό έγινε ξεκάθαρο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας κατά την οποία ο Τούρκος πρόεδρος “έσπρωξε” εξόφθαλμα τον εκλεκτό του χωρίς να λογαριάσει αντιδράσεις.
Mετά από αυτήν την εξέλιξη, ήταν πολύ εύκολο για τον Ερντογάν να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο. Το “άνοιγμα” των Βαρωσίων (προεκλογικά, για να ενισχυθεί το κύρος του Τατάρ) μετατράπηκε στη συνέχεια σε ένα μόνιμο σόου το οποίο κορυφώθηκε στις 15 Νοεμβρίου όταν ο Τούρκος πρόεδρος έδωσε το παρών στον εορτασμό για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους που έλαβαν χώρα στην κατεχόμενη Λευκωσία. Ο Τατάρ ακριβώς εκείνη την ημέρα έκανε λόγο επισήμως λόγο για λύση δύο κρατών η οποία ουσιαστικά θα σημάνει και την οριστική διχοτόμηση της Κύπρου.
Σε κάθε περίπτωση οι διαπραγματεύσεις μέσω του ειδικού διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, όποτε επανεκκινήσουν, θα επαναρχίσουν από συνθήκες σαφώς χειρότερες από αυτές που υπήρχαν στο Γκραν Μοντάνα μερικά χρόνια νωρίτερα. Μπορεί ο διεθνής παράγοντας να μην επιθυμεί να χρεωθεί μία λύση διχοτόμησης η οποία ίσως αποτελέσει και επικίνδυνο τετελεσμένο για άλλες παρόμοιες διενέξεις ανά τον κόσμο, ωστόσο το δυσάρεστο σενάριο είναι πλέον για τα καλά πάνω στο τραπέζι. Είναι, βέβαια, σαφές ότι για την εν λόγω εξέλιξη μπορεί να χρεωθούν ευθύνες και στην ελληνοκυπριακή πλευρά, ιδιαίτερα για τους χειρισμούς του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη ο οποίος έδειξε να κωλυσιεργεί.
Ο Αλέξης Ηρακλείδης συμπεραίνει ότι “το Κυπριακό φαίνεται ότι είναι η ελληνική αχίλλειος πτέρνα. Όλα δείχνουν ότι κατευθυνόμαστε στη λύση των δύο κρατών, της οριστικής διχοτόμησης της Κύπρου. Δεν αποκλείεται αν προκύψει κάτι τέτοιο η βόρεια Κύπρος να εξελιχθεί σε επαρχία της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει αναγνωρίσει ως κρατική οντότητα τη Βόρεια Κύπρο και έχει εγκαταστήσει πρεσβεία. Ισχυρίζεται έτσι ότι μπορεί να οριοθετήσει και υφαλοκρηπίδα. Προχώρησε επίσης και σε έρευνες εντελώς παράνομες σε περιοχές που έχει οριοθετήσει η Κύπρος με το Ισραήλ”.
Σημειωτέον ότι οι παράνομες ενέργειες στην Τουρκία στα εν λόγω οικόπεδα αποδοκιμάστηκαν, αλλά αυτό δεν είχε ως συνέπεια τη ματαίωσή τους. Το παιχνίδι των υδρογονανθράκων και της εκμέταλλευσής τους η Τουρκία προτίθεται να το παίξει μέχρι το τέλος.
Η Τουρκία και οι περιφερειακοί πόλεμοι στην περιοχή
Θα το κάνει μάλιστα υπό τη σημαία της ισχυρής περιφερειακής δύναμης, χαρακτηρισμό που με πολύ κόπο (και πολύ αίμα σε πολέμους πάσης φύσεως) έχει εξασφαλίσει ο Ερντογάν για τη χώρα του. Μόνο μέσα στο 2020 τουρκικά στρατεύματα ή μισθοφόροι εξοπλισμένοι και πληρωμένοι από την Τουρκία, πολέμησαν στη Λιβύη, στη Συρία αλλά και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, πολεμική διαμάχη στην οποία η Τουρκία πήρε ξεκάθαρα το μέρος του Αζερμπαϊτζάν και συνέβαλε αποφασιστικά με τις δυνάμεις της για την επικράτησή του κόντρα στην Αρμενία.
Ο καθηγητής Καλτσώνης μας ενημερώνει ότι “είναι γεγονός ότι από το 2000 και μετά η ισχύς της τουρκικής οικονομίας και ιδιαίτερα των τουρκικών ελίτ έχει σαφώς αυξηθεί. Βαθμιαία λοιπόν, μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2008-2009, ο Ερντογάν άρχισε να αναζητά έναν πιο δραστήριο περιφερειακό ρόλο στην ευρύτερη, της Τουρκίας, περιοχή. Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η Τουρκία διαθέτει στρατιωτικές βάσεις (ισχυρές μάλιστα) ακόμα και στην Αφρική και αυτό σημαίνει ότι καταβάλλει μία πολύ μεγάλη προσπάθεια να οικοδομήσει με όλα τα διαθέσιμα μέσα το στάτους μίας ισχυρής περιφερειακής δύναμης”.
Μία περιφερειακή δύναμη που ξεκάθαρα θέλει να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο σε μία περιοχή που φυσικά περιλαμβάνει και την Ανατολική Μεσόγειο. Μοιραία έτσι τα συμφέροντά της αρχίζουν να συγκρούονται όχι μόνο με τα αντίστοιχα ελληνικά, αλλά και με άλλων χωρών, παραδοσιακών παικτών στην περιοχή όπως είναι η Γαλλία. Οι σχέσεις οργής των Γάλλων με την Τουρκία κατά τη διάρκεια της χρονιάς κορυφώθηκαν. Ο Ερντογάν έφτασε στο σημείο να προσβάλει βάναυσα σε προσωπικό επίπεδο τον Εμανουέλ Μακρόν ο οποίος έδειξε πολλές φορές να ασπάζεται τις ελληνικές απόψεις και να προσφέρει χείρα βοηθείας και στο καθαρά επιχειρησιακό-στρατιωτικό κομμάτι.
Οι ισορροπίες όμως παραμένουν εύθραυστες. Και σε έναν πολυτασικό κόσμο εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. “Το μεγάλο διακύβευμα έχει να κάνει με τη σχέση ανάμεσα στην Τουρκία και τους μεγάλους συμμάχους της σε ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχει μία σχέση αγάπης και μίσους όπως φάνηκε για μια ακόμη φορά στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής. Από τη μία πλευρά δείχνουν να μοιράζονται κοινές αξίες και από την άλλη επιδιώκουν, ο καθένας για λογαριασμό του, να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα. Άλλωστε η παγκόσμια κρίση έχει εξελιχθεί σε ένα τεράστιο, ανελέητο ανταγωνισμό των κρατών για την εξασφάλιση της κυριαρχίας” τονίζει ο Δημήτρης Καλτσώνης.
Η Γερμανία, που ηγείται της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ΝΑΤΟ, καλείται να μοιράσει τα χαρτιά. Από τη μία πλευρά δείχνει να κατανοεί, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, τις ελληνικές ανησυχίες οι οποίες έχουν να κάνουν όχι μόνο με τη δική της εδαφική ακεραιότητα, αλλά και με την αποτελεσματική φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων. Από την άλλη πλευρά όμως, ο γερμανικός παράγοντας (αλλά και το γερμανικό κεφάλαιο, για να μην κρυβόμαστε) έχει πολλά και σημαντικά συμφέροντα στην Τουρκία.
Οι Τούρκοι εξελίσσονται σε έναν από τους καλύτερους πελάτες των γερμανικών εταιρειών όπλων και για αυτό δεν μπορεί να αδιαφορήσει ούτε η καγκελάριος Μέρκελ ούτε ο διάδοχός της στην καγκελαρία, όποιος και αν είναι αυτός ή αυτή. Ίσως αυτό να εξηγεί και το ότι προσώρας οι κυρώσεις που ζητά για την Τουρκία η Ελλάδα παραμένουν επιδίωξη και όχι γεγονός, παρά την επιμονή της ελληνικής διπλωματίας προς αυτήν την κατεύθυνση. Ίσως πάλι οι Γερμανοί να πείθονται και από τις τελευταίες επιθέσεις φιλίας του Ερντογάν προς την Ευρώπη, αν και η υπόθεση της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ έμοιαζε πλήρως χαμένη.
Τι φέρνει η εκλογή Μπάιντεν
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τον αμερικανικό παράγοντα, θα πρέπει πρώτα να περιμένουμε να πάρουμε τα πρώτα δείγματα γραφής της εξωτερικής πολιτικής του Τζο Μπάιντεν. Είναι όμως σαφές ότι η επικράτηση του υποψηφίου των Δημοκρατικών κόντρα σε έναν Τραμπ ο οποίος είχε και προσωπικά επιχειρηματικά συμφέροντα στην Τουρκία μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να χαρακτηριστεί καλή είδηση. Αλλά μέχρι εκεί, οποιαδήποτε άλλη προσδοκία μοιάζει μάλλον αντιφατική.
Ο καθηγητής Καλτσώνης υποστηρίζει ότι “στο πλαίσιο του μεγάλου ανταγωνισμού για την εξασφάλιση της κυριαρχίας που περιγράψαμε πιο πάνω θα είναι αφέλεια να περιμένουμε ότι η αλλαγή σκυτάλης στην προεδρία των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε ασφαλές και ήρεμο λιμάνι. Στο στόχαστρο του Μπάιντεν μπαίνουν ήδη η Ρωσία και η Κίνα. Η Τουρκία, ακόμα και μέσα από την ιδιότυπη σχέση που έχει με τη Ρωσία, μπορεί να φανεί χρήσιμη στις ΗΠΑ. Έτσι ο αμερικανικός παράγοντας θα μας σπρώχνει “μαλακά” στην κατεύθυνση του διαμοιρασμού και των υποχωρήσεων από κυριαρχικά δικαιώματα. Η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και ο αμοιβαίος σεβασμός των κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο χωρών είναι κάτι, που όπως έχει φανεί, δεν μπορεί να διασφαλιστεί αν η Ελλάδα επαφίεται στους παραδιακούς της συμμάχους, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση”.
Ο καθηγητής Ηρακλείδης αναφέρει από τη δική του πλευρά ότι “ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο Μπάιντεν ακολουθήσει μία στοιχειωδώς “φιλελληνική” πολιτική, τότε θα κάνει τους Τούρκους να ανασκουμπωθούν. Και αυτό δεν μοιάζει να είναι καλή εξέλιξη”.
Μήπως εν τέλει η Ελλάδα οφείλει να παίξει…καθυστερήσεις μέχρι να προκύψουν (αν προκύψουν) πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία που θα απομακρύνουν τον θερμόαιμο Ερντογάν από το προσκήνιο; Η απάντηση έρχεται από τον Αλέξη Ηρακλείδη: “Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ουδείς μπορεί να διασφαλίσει ότι η μετά Ερντογάν εποχή, όπως αυτή προκύψει, θα είναι καλύτερη. Δεν αποκλείεται δε οι Κεμαλιστές να τα βρουν επίσης με το τουρκικό εθνικιστικό κόμμα, ίσως και με πιο αποδοτικό τρόπο”. Τουτέστιν, όλα είναι ρευστά.
Αμφότερες οι χώρες, όπως όλος ο πλανήτης, έχουν το μεγάλο στόχο να απαλλαχθούν από την πανδημία. Εν συνεχεία θα επιχειρήσουν να ανορθώσουν τις οικονομίες τους. Η Τουρκία είδε τη λίρα μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2020 να χάνει συνεχώς την αξία της έναντι του δολαρίου και του ευρώ. Και η Ελλάδα όμως, μετά από οκτώ επίπονα μνημονιακά χρόνια, και πάνω που φαινόταν το πρώτο φως μίας έστω δειλής ανάκαμψης, έχει να παλέψει πάλι με το θηρίο μίας τεράστιας ύφεσης. Τόσο όμως η γείτονα χώρα όσο και η Ελλάδα δεν εγκαταλείπουν το παιχνίδι των εξοπλισμών. Οι στρατιωτικές δαπάνες παραμένουν και στις δύο χώρες σε πολύ υψηλά επίπεδα αναλογικά με τον πληθυσμό τους και την πραγματική οικονομική τους κατάσταση. Η εξοπλιστική κούρσα δυστυχώς, τουλάχιστον σε επίπεδο σχεδιασμού, δεν σταμάτησε ούτε το 2020.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.