ΓΙΑΤΙ ΞΕΧΝΑΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ ΒΑΛΕΙ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΣΟΥ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΝΑ ΟΔΗΓΕΙΣ
Η νέα θεωρία των νευροεπιστημόνων υποστηρίζει πως δεν ξεχνάμε, αλλά εξελισσόμαστε. Προτείνεται πως η λήθη είναι στην πραγματικότητα μιας μορφής εκμάθηση και ότι ο εγκέφαλος διαθέτει μηχανισμό delete.
Η ανθρώπινη μνήμη είναι κάπως -εξόχως- περίπλοκη. Της χρωστάμε ό,τι κάνουμε κάθε μέρα. Έχει διαπιστωθεί πως τελευταία, διαπλανητικώς οι άνθρωποι ξεχνούν περισσότερα πράγματα από ό,τι στο παρελθόν. Μέχρι πρότινος, το γεγονός ότι ξεχνάμε αποδιδόταν σε δυσλειτουργίες.
Την τελευταία δεκαετία οι επιστήμονες συγκεντρώνουν στοιχεία που δείχνουν πως η λήθη έρχεται για το καλό μας, αφού ‘βγάζει’ στην άκρη τις άχρηστες πληροφορίες και μας επιτρέπει να επικεντρωθούμε στις σχετικές. Διαφορετικά, θα ήμασταν πάντα θυμωμένοι ή πληγωμένοι -από το όποιο τέλος της όποιας σχέσης. Τον Γενάρη του τρέχοντος έτους δημοσιεύτηκε μελέτη που υποστηρίζει ότι “η λήθη ενδεχομένως να είναι μια μορφή εκμάθησης” που μας επιτρέπει τη δυναμική διάδραση με το περιβάλλον, μας οδηγεί σε πιο ευέλικτες συμπεριφορές και μας βοηθά να παίρνουμε καλύτερες αποφάσεις.
“Επίσης, χωρίς τη λήθη δεν θα ήταν δυνατά τα συναισθήματα της αγάπης και της έλξης” σημειώνει το περιοδικό Time, καταλήγοντας ότι οι αναμνήσεις είναι που μας κάνουν να είμαστε ό,τι είμαστε και το να ξεχνάμε ό,τι μπορεί να μας αποσπάει, διαμορφώνει τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο.
Πριν δούμε το λόγο που ξεχνάμε, θα δούμε πώς μπορούμε να διατηρούμε τις γνώσεις μας, αφού διευκρινίσουμε πως ο μέσος άνθρωπος θυμάται το 80% όσων βλέπει, το 20% όσων διαβάζει και το 10% όσων ακούει.
Τι είναι οι αναμνήσεις
Αντιπροσωπεύουν την ικανότητα ενός ατόμου να διατηρεί πληροφορίες, στις οποίες έχει δώσει προσοχή και η δυνατότητα ανάκτησης -των πληροφοριών αυτών-, όταν τις χρειάζεται.
Η διαδικασία επεξεργασίας πληροφοριών ή η μετατροπή τους σε μνήμες παραπέμπει σε αυτή των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Τα δεδομένα (από το περιβάλλον) λαμβάνονται (μέσω βραχυπρόθεσμης αισθητηριακής εισροής -ακουστικής, οπτικής, λεκτικής, οσφρητικής, απτικής ή κιναισθητικής), κωδικοποιούνται (σχηματίζοντας συσχετισμούς ή με τη χρήση προηγούμενων ανάλογων εμπειριών) και μετά αποθηκεύονται. Αρχικά στην πρόσφατη, βραχυπρόθεσμη μνήμη (εκεί μένουν για 15 με 30 δευτερόλεπτα) και μετά, ανάλογα με τη σημασία, στην παλαιά, μακροπρόθεσμη μνήμη.
Σημείωση: αν έχεις ακούσει για την εργαζόμενη μνήμη ή μνήμη εργασίας, να σου πω ότι επιστήμονες τη θεωρούν ‘κομμάτι’ της βραχυπρόθεσμης μνήμης. Σε κάθε περίπτωση, θα βρεις όλες τις πληροφορίες εδώ.
1) Όλα ξεκινούν από τις αισθήσεις, που ‘δίνουν’ πληροφορίες εικονικής μνήμης (λαμβάνονται μέσω οπτικού ερεθίσματος και διαρκούν 1/4 του δευτερολέπτου), ηχητικής (λαμβάνονται μέσω της ακουστικής εισόδου και διαρκούν 4 με 6 δευτερόλεπτα) και απτικής (λαμβάνονται μέσω της αφής και διαρκούν 2”). Και οι τρεις τύποι έχουν φευγαλέα φύση (μια που έρχονται και μια που φεύγουν).
2) Η βραχυπρόθεσμη μνήμη μας επιτρέπει να κάνουμε πράγματα, άμεσα. Από το να θυμόμαστε πώς λένε αυτόν που έχουμε απέναντι μας έως το να θυμόμαστε αν κλειδώσαμε πριν φύγουμε από το σπίτι. Έχει υποκατηγορίες -ανάλογα με το νευρικό σήμα που προκαλείται σε 4 διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου.
Όλες είναι στο ‘επιτελικό κέντρο’ που υπάρχει μπροστά στον εγκέφαλο και εποπτεύει τις πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα. ‘Αποφασίζει’ αν χρειάζεται να ‘αποθηκεύσουμε’ μια πληροφορία (εμπειρία, γεγονός, σκέψη κλπ).
Ο τρόπος που ‘λειτουργεί’ είναι ο λόγος που δεν μπορείς να θυμηθείς 10ψηφιο αριθμό τηλεφώνου, αλλά αν τον ‘σπάσεις’ σε μικρότερα κομμάτια (5 διψήφιους κλπ), το θυμάσαι. Στη βραχυπρόθεσμη μνήμη ‘αποθηκεύονται’ ακουστικές και οπτικές πληροφορίες που μπαίνουμε στη διαδικασία να παρατηρήσουμε.
Αν παρατηρούμε απεριόριστα πράγματα, προκαλείται ένα crashαρισμα, όσο περνούν τα χρόνια (έχει διαπιστωθεί επίπτωση του γήρατος). Το πρόβλημα επιδεινώνεται ανάλογα με τον τρόπο που ζούμε. Για παράδειγμα, αν δεν κοιμόμαστε καλά, αν έχουμε θέματα ψυχικής υγείας ή κάνουμε κατάχρηση ουσιών κ.α. Πάρε δυο λεπτά να κάνεις ένα τεστ, να δεις σε τι κατάσταση βρίσκεσαι
3) Οι μνήμες που ‘μπαίνουν’ στην βραχυπρόθεσμη μνήμη, μπορούν να φτάσουν στην μακροπρόθεσμη -και να μείνουν ενδεχομένως και για πάντα- μέσω επανάληψης, σημαντικών συσχετίσεων και συναισθημάτων. Όλο αυτό λέγεται ‘ενοποίηση’. Όσο πιο ισχυρή είναι η επανάληψη, η συσχέτιση και τα συναισθήματα, τόσο ισχυρότερη γίνεται η ανάκληση.
Τα στοιχεία που απαρτίζουν την μακροπρόθεσμη μνήμη και κωδικοποιούνται (κυρίως οπτικά και μετά σημασιολογικά) μέσω νευρικών κυττάρων που δημιουργούν ένα δίκτυο, με τη σύνδεση τους. Σημειωτέον, οι νευρώνες είναι τα κύτταρα του εγκεφάλου.
Κάθε φορά που ‘μαθαίνουμε’ κάτι, δημιουργούνται νέα νευρικά κυκλώματα ή τροποποιούνται ήδη υπάρχοντα. Με λίγα λόγια, ο εγκέφαλος μας είναι σε διαρκή διαδικασία αλλαγής.
Στον συγκεκριμένο τύπο μνήμης αποθηκεύεται τεράστιος όγκος πληροφοριών. Όπως και η μνήμη των υπολογιστών, υπάρχει ένα όριο στα data που αποθηκεύει ο εγκέφαλος -με τον εγκέφαλο να είναι δεδομένα πιο περίπλοκος από τη μνήμη των υπολογιστών.
Ο εγκέφαλος μας αποθηκεύει 150 terabytes
Στους υπολογιστές, η μικρότερη μονάδα data λέγεται BIT (από το Binary Digit). Έχει δυο διττές συνθήκες: το 0 (on) και το 1 (οff). Οκτώ bites κάνουν ένα bytes. Με το συνδυασμό των bits τις συνθήκες και άρα το ‘χώρο’ αποθήκευσης πληροφοριών. Παράδειγμα: εάν έχεις 2 bits, μπορείς να αποθηκεύσεις 4 διαφορετικές καταστάσεις (00, 01 συνθήκες 10 ή 11).
Οι επιστήμονες που προσπαθούν να εξηγήσουν πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα των υπολογιστών, δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν για το νευρολογικό ισοδύναμο του bit.
H πιο πιθανή (προσέγγιση) θέλει το ένα bit να είναι μια σύναψη του εγκεφάλου.
Σημείωση: η σύναψη είναι το μέρος που συναντιούνται δυο νευρώνες και ανταλλάζουν πληροφορίες. Είναι ο ‘δουλευταράς’ της μνήμης και η μικρότερη λειτουργική μονάδα. Κάθε νευρώνας έχει χιλιάδες συνάψεις. Αρχικά πιστευόταν πως κάθε σύναψη είχε δυο καταστάσεις: το on και το off.
Στον εγκέφαλο υπάρχουν 250 τρισεκατομμύρια συνάψεις. Αν το υπολογίσουμε σε bit, ο εγκέφαλος μας έχει ‘χωρητικότητα’ 30 terabytes (30 τρισεκατομμύρια bits).
Υπάρχει ωστόσο, ένα στοιχείο που περιπλέκει την ιστορία: τα σήματα από τους νευρώνες στις συνάψεις, μπορούν να διαφέρουν σε μέγεθος. Μια σύναψη μπορεί να ‘κουβαλήσει’ ένα σήμα που διαφέρει σε βαθμό δύναμης. Η διαφορά στη δύναμη έχει να κάνει με το πόσο δυνατή είναι μια μνήμη.
Αν η συναπτική δύναμη είναι μικρή, γίνεται λιγότερο πιθανό να θυμόμαστε κάτι.
Για χρόνια υποστηριζόταν πως το σήμα μπορεί να είναι μόνο μικρό, μέτριο ή μεγάλο. Αυτό θα σήμαινε ότι κάθε σύναψη μπορούσε να αντιστοιχεί έως σε 2 bits (και η μνήμη μας να χωράει 60 terabytes). Έρευνα του 2015 ενημέρωσε πως κάθε σύναψη μπορεί να έχει 26 διαφορετικές συνθήκες. Κάτι που οδηγεί στην πληροφορία ότι μια σύναψη μπορεί να αντιστοιχεί και σε 5 bites. Άρα, η χωρητικότητα του εγκεφάλου μας φτάνει στα 150 terabytes.
Όλα αυτά βέβαια, είναι προσεγγίσεις.
Οι τύποι της μακροπρόθεσμης μνήμης
Όσα ‘αποθηκεύουμε’ για τα καλά στον εγκέφαλο μας, γίνονται δυο υποομάδες: η δηλωτική (αναμνήσεις που κάποιος ανακαλεί συνειδητά -πχ αναγνώριση χώρου ή προσώπου) και η διαδικαστική (δεξιότητες που κατακτήσαμε με εξάσκηση -οδήγηση). Εξ ου και άπαξ και μάθεις ποδήλατο, δεν το ξεχνάς ποτέ.
Για να γίνει κατανοητό ποιος τύπος μνήμης είναι ο καλύτερος, οι επιστήμονες εξέτασαν -και συνεχίζουν να εξετάζουν- πώς γίνεται η ανάκληση α) στο αισθητήριο στάδιο και β) αφότου ‘αποθηκευτούν’ στην μακροπρόθεσμη μνήμη.
Από το 1964 έχει διαπιστωθεί πως θυμόμαστε καλύτερα όσα ακούμε, από όσα βλέπουμε -μέσω μετεχόντων σε έρευνα που άκουσαν και είδαν σειρά τυχαίων γραμμάτων.
Το 1973 επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου, έκαναν το ίδιο πείραμα με μετέχοντες παιδιά ηλικίας από 7 έως 13 χρόνων. Τα μηνύματα που έλαβαν ήταν ηχητικά, οπτικά και οπτικοακουστικά. Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμμετέχοντες ήταν σε θέση να μάθουν και να ανακαλούν καλύτερα όταν υπήρχε εικονική αναπαράσταση, παρά μόνο η ακουστική αναπαράσταση.
Διαπιστώθηκε και ότι σε γράμματα και λέξεις χωρίς νόημα, ο ακουστικός τρόπος πληροφόρησης ήταν ο πιο αποτελεσματικός. Σε πληροφορίες με νόημα, οι εικογραφικές και οπτικές παρουσιάσεις ανακαλούνταν πιο εύκολα.
Όσα αποκαλύπτουν οι τελευταίες έρευνες
Ακολουθεί φωτογραφία με τον τρόπο που συμβαίνουν οι αλλαγές στις συνάψεις όταν δημιουργείται μια μνήμη -όπως διαπιστώθηκε σε πρόσφατη έρευνα.
Κάθε κίτρινη βούλα εκπροσωπεί τη δημιουργία μιας νέας σύνδεσης. Κάθε μπλε εκπροσωπεί σύνδεση που χάνεται. Οι ερευνητές του University of South California έκαναν λόγο -στη μελέτη τους- για ένα νέο μέτωπο στον αγώνα που γίνεται για την κατανόηση του εγκεφάλου: τη βιολογία της λήθης.
Τα πειράματα τους έγιναν σε ψάρι ζέβρα Τι σχέση έχει με τους ανθρώπους; Το 70% των πρωτεϊνών που κωδικοποιούν τα ανθρώπινα γονιδιώματα, σχετίζονται με αυτά του συγκεκριμένου ψαριού. Όπως και το 84% των γονιδιωμάτων που συνδέονται με ανθρώπινες νόσους.
Όπως γράφει το Time “συχνά αντιμετωπίζουμε με απογοήτευση τη λήθη -όταν δεν θυμόμαστε πού είναι το πορτοφόλι μας ή το όνομα αυτού που είναι μπροστά μας. Μέχρι πολύ πρόσφατα, η ευρέως διαδεδομένη σύμβαση στη νευροεπιστήμη ήταν ότι η λήθη ήταν απλώς ένα σφάλμα στο σύστημα μνήμης.
Η δουλειά του εγκεφάλου ήταν να συλλέγει και να αποθηκεύει πληροφορίες. Η αδυναμία να διατηρήσει ή να ανακτήσει αυτές τις αναμνήσεις ήταν αποτυχία κάποιου νευρολογικού ή ψυχολογικού μηχανισμού.
Παρ’ όλα αυτά, την τελευταία δεκαετία η επιστήμη έχει καθορίσει ότι η λήθη δεν είναι απλώς η αποτυχία της μνήμης, αλλά η δική της ξεχωριστή δύναμη.
“Όλοι μας διδασκόμασταν πάντα πως η λήθη είναι μια παθητική κατάρρευση των μηχανισμών μνήμης. Η θεμελιώδης εικόνα – το εύρηκα, νομίζω, της νέας επιστήμης της λήθης – είναι ότι οι νευρώνες μας είναι προικισμένοι με ένα εντελώς ξεχωριστό σύνολο μηχανισμών που είναι αφιερωμένοι στην ενεργό λήθη”, δήλωσε ο καθηγητής νευρολογίας και ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Columbia και συγγραφέας του βιβλίου Forgetting: The Benefits of Not Remembering, Scott A. Small.
Πρόσθεσε και ότι ο εγκέφαλος σχηματίζει μνήμη με τη βοήθεια ενός πολύπλοκου κιτ εργαλείων νευροδιαβιβαστών, πρωτεϊνών και υδατανθράκων, καθώς και άλλων κυττάρων, με τη λήθη να διαθέτει το δικό της σύνολο ειδικών μοριακών εργαλείων, τα οποία ‘εργάζονται’ για να απομακρύνουν ό,τι δεν είναι πλέον σχετικό.
Η ύπαρξη αυτών των νευροβιολογικών εργαλείων δεν αποδεικνύει από μόνη της, πως είναι χρήσιμα. Η φύση μας τα έδωσε και ακόμα προσπαθούμε να καταλάβουμε το νόημα τους. Εν τούτοις, τα ευρήματα των τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι η εξάλειψη του τεράστιου όγκου πληροφοριών που συλλέγει και κωδικοποιεί ο εγκέφαλος, είναι μια απαραίτητη λειτουργία της γνώσης -για την επιβίωση τη συλλογή χρήσιμης γνώσης.
Τώρα που γνωρίζουμε ότι υπάρχει αυτή η λειτουργία ‘αφαίρεσης’, ορισμένοι ερευνητές διερευνούν την πιθανότητα να προσφέρουν οι διαταραχές στη λήθη πληροφορίες για περίπλοκες ψυχολογικές καταστάσεις όπως η διαταραχή μετατραυματικού στρες.
Όπως δήλωσε ο επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο McGill University, Oliver Hardt “η λήθη είναι ία από τις πιο θεμελιώδεις πτυχές ενός συστήματος μνήμης. Χωρίς να ξεχνάμε, τίποτα δεν θα λειτουργούσε. Χωρίς να ξεχνάμε, τα εξελικτικά οφέλη μιας ισχυρής μνήμης, θα ήταν περιττά”.
Κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, ο εγκέφαλος καταγράφει εκατοντάδες χιλιάδες κομμάτια πληροφοριών, μερικές από αυτές σχετικές και πολλές από αυτές εντελώς ασήμαντες: όπως ένιωθαν οι κάλτσες σου όταν τις τραβούσες στα πόδια σου, το χρώμα του πουκάμισου ενός ξένου που στέκεται μπροστά σας στη γραμμή του παντοπωλείου.
“Θα είχαμε μια ατελείωτη ποσότητα άχρηστων πραγμάτων που συσσωρεύονται εκεί συνεχώς. Κάθε φορά που θα θέλαμε να σκεφτούμε κάτι σημαντικό, για την επιβίωση μας (πού είναι το φαγητό ή ίχνη αρπακτικού που σε προσεγγίζει) θα αναδύονταν όλες αυτές οι αναμνήσεις, οι οποίες είναι εντελώς ανούσιες και θα έκαναν την πρόβλεψη δύσκολη”.
Από εξελικτικής απόψεως, ο σκοπός της μνήμης δεν είναι “να μας επιτρέψει να καθίσουμε και να πούμε ‘α, θυμάσαι εκείνη την εποχή;’. Είναι να μας βοηθά να παίρνουμε αποφάσεις” διευκρίνισε η ανώτερη επιστήμονας στο στο Hospital for Sick Children, και καθηγήτρια ψυχολογίας και φυσιολογίας στο University of Toronto, Sheena Josselyn, με τον Dr. Hardt να είναι μεταξύ αυτών που υποψιάζονται ότι η εξάλειψη της μη ουσιαστικής μνήμης, είναι από τους βασικούς σκοπούς του ύπνου -που καθαρίζει το μυαλό. “Θα χρειαστεί να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαδικασία της λήθης και πώς λειτουργεί, όπως και γιατί υπάρχει, ώστε να βρούμε καλύτερους τρόπους να τη διαχειριστούμε, όταν βγαίνει εκτός ελέγχου”.