Νόμος, τάξη και φιλελεύθερος συντηρητισμός
Πώς ο βασικός παίκτης "στα δεξιά" του ελληνικού σκηνικού αναπτύσσει σχέση αμηχανίας –ή και έντασης– με τις φιλελεύθερες και ρεπουμπλικανικές παραδόσεις των Νέων Χρόνων.
- 18 Δεκεμβρίου 2019 17:13
Οι διπλές εκλογές του ’19 έφεραν, το δίχως άλλο, ένα ριζικά αλλαγμένο εκλογικό τοπίο. Πέρα από τη στενά πολιτική ή εκλογική ανάλυση, νομίζουμε αξίζει να ιδωθεί το τοπίο αυτό υπό ένα ειδικότερο πρίσμα κριτικής των ιδεών. Με άλλα λόγια: να μη μιλήσουμε στενά για τον μετεκλογικό κομματικό χάρτη αλλά για την ιδεόσφαιρα που αναδύεται, προβάλλει ή και κρύβεται στα διάφορα σημεία του χάρτη. Η συνάφεια βεβαίως εντός της οποίας κάτι τέτοιο αποκτά θεωρητικό ενδιαφέρον είναι το θέμα των παραδεδομένων ιστορικά πολιτικών θεωριών, ταυτοτήτων και αξιών (φιλελεύθερες, συντηρητικές, σοσιαλιστικές κ.λπ. ιδέες), των σχέσεων ή και των μετασχηματισμών τους.
Η ΝΔ, ευθύς με τη νίκη της, υιοθέτησε το αφήγημα περί «επιστροφής στην κανονικότητα». Η «κανονικότητα» αυτή ήταν εξαρχής αρκούντως ευανάγνωστη στις σημασίες της. Μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής επάλληλες πτυχές: μία πολιτική, που διακήρυσσε την ανάκτηση της διακυβέρνησης από τον (υποτιθέμενο) νόμιμο και κανονικό φορέα της· μια οικονομική, που εξέπεμπε ένα θετικό σήμα για την τήρηση των κανόνων (ή μη κανόνων) του παιχνιδιού της ελεύθερης αγοράς· και μια ηθικο-νομική πτυχή, που αμέσως οργανώθηκε γύρω από μια ατζέντα «νόμου και τάξης».
Νεοφιλελεύθερος συντηρητισμός
Στο σχήμα, τη ρητορική και τις πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης αποτυπώθηκε, νωρίς και λειτουργικά, το ακόλουθο συνταίριασμα: μια σύνθεση (πρώτιστα οικονομικά) φιλελεύθερων και (πολιτικά και κοινωνικά) συντηρητικών ιδεών· κι οι δυο, μπολιασμένες εν πολλοίς με στοιχεία που αποκαλούμε «μεταπολιτικά». Με το τελευταίο εννοούμε εδώ εκείνο το πλέγμα ιδεών που δυσπιστεί για την πολιτική ως υπόθεση που αφορά τους «πολλούς» ή λογοδοτεί στους «πολλούς». Απεναντίας – και με την αρωγή μιας σειράς αυτοεπικυρούμενων, κατά βάση, θέσεων και αφηγημάτων (για το «τέλος των ιδεολογιών», την «κυβερνητική των αρίστων», τα «πρωτεία» και τους «μονόδρομους» της οικονομίας κ.ά.)–, υπερθεματίζει για έναν αύξοντα ρόλο των «ειδικών» στην πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση.
Είδαμε έτσι ένα κυβερνητικό σχήμα με ευρύτατη συμμετοχή τεχνοκρατών από τον κόσμο της επιχειρηματικότητας ή από συστημικά think tanks, καθώς και πανεπιστημιακών προερχόμενων από πεδία με υποτιθέμενη τεχνογνωσία του κυβερνάν (οικονομικά, δημόσιο δίκαιο κ.ά.).
Εντός του σχήματος αυτού, τώρα, το επιτελείο του πρωθυπουργού διαμορφώθηκε εξαρχής ενισχυμένο: οι επιμέρους υπουργοί και υφυπουργοί ρυθμίστηκε να λογοδοτούν απευθείας στον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ και στον υπουργό επικρατείας. Παρακολουθήσαμε τη –συμβολική (και όχι μόνο βεβαίως)– ανακατανομή τομέων δημόσιας πολιτικής. Ο λόγος εδώ για την κατάργηση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και την ανάθεσή του πλέον σε υφυπουργείο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (με την ξεκάθαρη εδώ προγραμματική υπόνοια ότι για την κυβερνώσα ΝΔ η εποπτεία και ρύθμιση της εισόδου-διαμονής ξένων πολιτών δεν είναι ζήτημα πληθυσμού, μα ασφάλειας). Κατά παρόμοια λογική, μεταφέρθηκε η αρμοδιότητα της σωφρονιστικής πολιτικής από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο υπουργείο –ξανά– Προστασίας του Πολίτη. Αφέθηκε έτσι η αντεγκληματική πολιτική να υπονοείται ως διωκτική υπόθεση και μόνο, ενώ εκτός παιδιάς έμειναν άλλες κρίσιμες δράσεις της πολιτείας, πριν και μετά την τέλεση της παραβατικής πράξης (πρόληψη και ένταξη).
Η σύνθεση αυτή ιδεών «χρωματίζει» τα έργα και τις ημέρες της κυβερνώσας ΝΔ μέχρι σήμερα. Πρόσφατος είναι λ.χ. ο λεγόμενος αναπτυξιακός νόμος, ο οποίος απηχεί τη (νεο)φιλελεύθερη συνιστώσα του κυβερνητικού αφηγήματος (ανάπτυξη η οποία περνάει μέσα από κίνητρα για επενδύσεις, ζητούμενη ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις κ.ο.κ.). Την ίδια στιγμή, η συντηρητική ατζέντα της ασφάλειας είναι πανταχού και ασφυκτικά παρούσα. Δεν είναι μονάχα η συρρίκνωση της –πολύ πιο σύνθετης εννοιολογικά– ιδέας της ασφάλειας στην «αστυνομική» της απλώς διάσταση (ενώ για την κλασική νεωτερική πολιτική σκέψη η ασφάλεια συνίσταται –κυρίως– στην απουσία φόβου, σε συνθήκη ελευθερίας καθενός και καθεμιάς μέσα από ένα σύνολο νομικών-θεσμικών εγγυήσεων και κοινωνικής φροντίδας). Είναι και ότι η προβληματική αυτή έννοια ασφάλειας επισκιάζει σειρά ολόκληρη από τομείς και δημόσιες συζητήσεις. Ο διάλογος, φερ’ ειπείν, για τα πανεπιστήμια διεξάγεται με όρους αστυνομικού δελτίου, ενώ στην προ ημερών συζήτηση για το προσφυγικό νομοσχέδιο ο υπουργός Μ. Χρυσοχοΐδης επί λέξει δεξιωνόταν το όλο ζήτημα με όρους «επείγουσας ανάγκης αντιμετώπισης της απειλής» που συνιστούν οι ροές των προσφύγων.
Παράλληλα και λίγο πιο πριν, ακούγαμε –ενδεικτικά και πάλι– την υπουργό Παιδείας να διακηρύσσει πως η διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας πρέπει να αποσκοπεί στην «καλλιέργεια εθνικής συνείδησης», όχι «να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα». Αυτό το μείγμα επιθετικού οικονομικού φιλελευθερισμού και «συντηρητισμού με εθνικά χρώματα» αφήνει ένα θλιβερό αποτύπωμα σε ευρύτατο φάσμα της πολιτικής ημερήσιας διάταξης.
Το έθνος αντί του λαού
Η ΝΔ διασάφησε εξαρχής ότι θα «βάλει πάγο» στη συζήτηση που είχε ανοίξει –δειλά, σε κάθε περίπτωση– επί ΣΥΡΙΖΑ για τις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας. Τούτο ευνοεί, εάν δεν ενισχύει, την τάση των ηγετών της «επικρατούσας θρησκείας» να αξιώνουν σύμπραξη στην άσκηση μιας σειράς πολιτειακών αρμοδιοτήτων. Φτιάχνεται έτσι ένα θεσμικό και πολιτικό κλίμα άκρως ευνοϊκό για μια νομικά ολισθηρή ερμηνεία του τι σημαίνει ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» (ερμηνεία η οποία αποκόπτει το άρθρο 3 του Συντάγματος από το όλο πλαίσιο φιλελεύθερων-δικαιοκρατικών αρχών, δίνοντας έτσι λαβή σε αποφάσεις όπως η 1749/2019 5της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, για την οποία η σχολική διδαχή των θρησκευτικών θα πρέπει να αποσκοπεί στην ανάπτυξη συγκεκριμένης θρησκευτικής συνείδησης).
Ένα ακόμη παράδειγμα: η συζήτηση για την ψήφο των εκτός επικράτειας Ελλήνων, από την εκκίνησή της προ ολίγων μηνών, μέχρι την ολοκλήρωσή της, κινήθηκε σε έναν άξονα αρκετά παραπλανητικό έως προβληματικό. Ποιος είναι αυτός; Είναι άλλο πράγμα η –βάσει του άρθρου 51 του Συντάγματος– διευκόλυνση άσκησης του εκλογικού δικαιώματος των εκλογέων που βρίσκονται μόνιμα ή προσωρινά στο εξωτερικό, όσων δηλαδή είναι ήδη εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια και σε εκλογικούς καταλόγους. Και άλλο πράγμα η ψήφος των αποδήμων ή ομογενών, όσων δηλαδή αισθάνονται Έλληνες βάσει της καταγωγής της γλώσσας ή πολιτισμικών αναφορών, όπως ατυχώς έφτασε να συνοψίζεται στη δημόσια σφαίρα το όλο θέμα (βλ. αντί άλλων την περίπου απολογητική απεύθυνση του υπουργού Εσωτερικών Τ. Θεοδωρικάκου προς τους απανταχού της διασποράς Έλληνες στις 22 Οκτωβρίου επειδή η διαφαινόμενη συναινετική ρύθμιση θα περιέχει εντέλει κριτήρια όπως φορολογικό δεσμό του εκλογέα με τη χώρα ή ελάχιστο χρόνο διαμονής σε αυτή).
Η διευκόλυνση στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος για όσους βρίσκονται στο εξωτερικό την ημέρα των εκλογών έχει ένα προφανές συνταγματικό νόημα και βάρος. Εξίσου μεγάλη σημασία ωστόσο έχει –και στο άλλο σκέλος της συζήτησης– το να θωρακίζεται η (όποια) διεύρυνση της πολιτικής κοινότητας με δικλείδες που εκκινούν από την έννοια του βιοτικού δεσμού. Με τη δεσπόζουσα όμως σφραγίδα της ΝΔ ευνοείται η διολίσθηση προς την αντίληψη ότι ο φορέας της κυριαρχίας δεν είναι ο λαός αλλά το έθνος.
Βλέπουμε λοιπόν τον βασικό παίκτη «στα δεξιά» του ελληνικού σκηνικού να αναπτύσσει σχέση αμηχανίας –ή και έντασης– με τις φιλελεύθερες και ρεπουμπλικανικές παραδόσεις των Νέων Χρόνων: να πριμοδοτεί έναντι του λαού το προνεωτερικό έθνος ή –ακόμη χειρότερα– το γένος (βλ. και το ζήτημα των σχέσεων θρησκείας – πολιτείας πιο πάνω).
Μετά την κυβέρνηση τι;
Τι γίνεται, τώρα, στην αντίπερα πλευρά του πολιτικού χάρτη; Είναι, σε σχέση ακριβώς με τα παραπάνω, άκρως ενδιαφέρουσα η ιδεολογική αντιπαράθεση που επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά ζητήματα πολιτικού και πολιτισμικού φιλελευθερισμού (κοσμικό κράτος, ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, ραδιοτηλεοπτικός πλουραλισμός κ.ο.κ.). Αρκετά αμήχανη είναι όμως η οριοθέτηση σε άλλα πεδία όπως, για παράδειγμα, σε αυτό της οικονομικής πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει εξίσου, όπως και η ΝΔ, για την ανάγκη ανάκαμψης της οικονομίας, αντιπαραβάλλοντας στην –ψευδεπίγραφη, έτσι κι αλλιώς– «ανάπτυξη για όλους» του κυβερνώντος κόμματος ένα κάπως ασαφές μέχρι στιγμής πρόταγμα «δίκαιης ανάπτυξης»· ή απευθύνεται, όπως και η ΝΔ, στην περιβόητη «μεσαία τάξη» (μια ούτως ή άλλως προβληματική –από την άποψη μιας μαρξικής κοινωνιολογίας των τάξεων– έννοια-κατηγορία) με τρόπο όχι επαρκώς επεξεργασμένο θεωρητικά και πολιτικά.
Βλέπουμε συνεπώς και τον άλλο παίκτη «στα αριστερά» του χάρτη να σφραγίζεται από τις οικείες ιδεολογικές του απορίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίωκε, ήδη από τους καταστατικούς του αυτοπροσδιορισμούς, να είναι μια σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία οδεύει πέρα από τις εξίσου, όπως έλεγε, χρεωκοπημένες «ιστορική Σοσιαλδημοκρατία» και «ιστορική δογματική Αριστερά». Η αναζήτηση αυτή επεκτείνεται αλλά και περιπλέκεται σήμερα, μετά την εμπειρία διακυβέρνησης (βλ. το διάλογο για κόμμα ηγεσίας ή/και μαζών, ριζοσπαστική Αριστερά ή/και προοδευτική παράταξη). Και όλα αυτά επηρεάζουν όχι μόνο την πολιτική αντιπολίτευση που μέλλει να ασκήσει, μα και την αξιακή-ιδεολογική πρόταση που έχει να αντιπαραβάλει.
Η Αριστερά και οι αξίες (της)
Βεβαίως όλα αυτά δεν είναι ούτε «ελληνικές ιδιαιτερότητες» ούτε και συγκυριακά φαινόμενα. Μπορούν να ενταχθούν σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο πολιτικής ανάλυσης – ή και πολιτικής οικονομίας ακόμη. Υπάρχει όμως και ένα φιλοσοφικό ζήτημα. Είναι αυτό του αξιακού προσήμου των πολιτικών δυνάμεων που μας έρχονται από τους Νέους Χρόνους, σε σχέση ακριβώς με τις ιδρυτικές αξίες των Νέων Χρόνων. Η «δεξιά πλευρά» του χάρτη είχε εξαρχής την τάση να ευνοεί τις οικονομικές όψεις του φιλελευθερισμού άνευ –ή και εις βάρος– των άλλων (κοντολογίς, στα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη έβλεπε λιγότερο μια συλλογική χειραφετητική διάσταση και περισσότερο έναν τίτλο για ιδιωτικότητα και ανεμπόδιστη επιδίωξη και σώρευση πλούτου). Παρούσα ήταν, επίσης, λίγο ή πολύ, και η αμήχανη, εάν όχι εχθρική, προδιάθεση απέναντι στη δυναμική του πολιτισμικού φιλελευθερισμού – κυρίως λόγω των ιστορικών δεσμών του χώρου αυτού με τους παραδοσιακούς θεσμούς.
Λίγο λοιπόν από την ίδια την ιστορική κίνηση, λίγο μισο-συνειδητά, έλαχε στην άλλη, την «αριστερή πλευρά του χάρτη», να απλώνει γραμμές άμυνας γύρω από τις προσωπικές και τις συλλογικές ελευθερίες, την ανοικτότητα, την κριτική δημόσια σφαίρα. Για το δεξιό μπλοκ ιδεών και δυνάμεων –για μια σειρά από λόγους που συνδέονται πρώτιστα με εγγενείς τάσεις και όρια της τρέχουσας οικονομικής συνθήκης– θα γίνεται ολοένα και πιο αδιέξοδη η οργάνωση ευρέων συναινέσεων μέσα από τις συνήθεις, φιλελεύθερης κοπής, αφηγήσεις του (ανάπτυξη, ευημερία, ατομικότητα, ευκαιρίες κ.λπ.). Είναι άρα εύλογη η στρατηγική στροφή του μπλοκ αυτού (και) σε άλλα πλάνα συναίνεσης – αντλημένα επίσης από δομικά υλικά της πολιτικής του κουλτούρας (ιδεολογία «τάξης και ασφάλειας», κλειστές αποκλείουσες ταυτότητες όπως το «εθνικό εμείς» κ.ά.).
Το ενδιαφέρον ερώτημα και στοίχημα αφορά την αντίπερα όχθη. Η οποία όσες περγαμηνές έχει να επιδείξει στην υπεράσπιση του (καλώς εννοούμενου) φιλελευθερισμού και της πολιτικής δημοκρατίας, άλλο τόσο αμήχανη πορεύεται ως προς τη δική της ιδρυτική αξία: το πώς θα πετύχει να εγγραφεί η σφαίρα της οικονομίας σήμερα σε έναν κοινωνικό ορίζοντα. Είναι ορατό το εξής ενδεχόμενο, για τον ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα και για ευρύ τμήμα της Αριστεράς διεθνώς: να μετατραπεί σταδιακά σε «Αριστερά πολιτικού/πολιτισμικού φιλελευθερισμού», είτε απωθώντας το κοινωνικό ζήτημα, είτε συμπιέζοντάς το σε πλαίσιο οικονομικού κομφορμισμού και συστημικής διαχείρισης.
Υπάρχουν φυσικά και άλλοι δρόμοι και στρατηγικές. Περνάνε ωστόσο, νομίζουμε, και μέσα από ανατοποθέτηση και πάλη «μέσα στις αξίες και τις έννοιες». Ακροθιγώς και ως ενδεικτικά ερωτήματα: Μπορεί, τολμάει, έχει τρόπο η Αριστερά να μιλήσει για ριζική αναμόρφωση της καπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης του βίου; Έχει τους διανοητικούς πόρους να διακρίνει τα δικαιώματα και την ελευθερία από τα φιλελεύθερα συνώνυμά τους (βλ. το «δικαίωμα του χωρισμένου από την κοινωνία ατόμου» και την ξέχωρη από τις κοινωνικές της προϋποθέσεις ελευθερία); Δικαιούται να αξιώνει για τον εαυτό της ως αποστολή τη διαφύλαξη και ανακαίνιση του κανονιστικού πυρήνα των νεωτερικών κοινωνιών; Είναι άραγε οι απαντήσεις στα ως άνω ερωτήματα διαχωρισμένες η μία από την άλλη;
Ο Στέργιος Μήτας είναι Λέκτορας του τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας
*Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 2ο Δελτίο Πολιτικής Συγκυρίας του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org