“Ο ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΠΟΥΤΙΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ ‘Ο ΤΣΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΚΝΟ'”
Συνέντευξη με τον αμερικανό συγγραφέα Άντονι Μάρα που έχει περιγράψει εύστοχα όσο λίγοι τη Νέα Ρωσία που προέκυψε μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και το οικονομικό λούνα παρκ των 90s.
Υπάρχει άπειρο υλικό για να εμβαθύνει κανείς στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που έχει βάλει από τις 24 του περασμένου Φλεβάρη όλον τον πλανήτη σε πολεμική δίνη. Δεκάδες non fiction βιβλία κι αντίστοιχα ντοκιμαντέρ που επιδιώκουν να εξηγήσουν τη Νέα Ρωσία σκιαγραφώντας παράλληλα τον Βλαντιμίρ Πούτιν, τον πρώην πράκτορα της KGB που έμελλε να γίνει (απ’ ότι φαίνεται) ισόβιος ηγέτης της. Μεγαθήρια της σοβιετικής κινηματογραφικής παράδοσης, αλλά και δείγματα του σύγχρονου ρωσικού σινεμά όπως το σπουδαίο Λεβιάθαν του 2014. Και φυσικά ο ανεξάντλητος θησαυρός της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας.
Ίσως το τελευταίο μέρος, λοιπόν, που θα έψαχνε κάποιος για να κατανοήσει τη ρωσική ψυχοσύνθεση του τελευταίου αιώνα, θα ήταν τα πρώτα δύο βιβλία ενός αμερικάνου συγγραφέα που δεν έχει κλείσει καν τα 40, μεγάλωσε στην Ουάσιγκτον, ζει στην Καλιφόρνια κι απλά πέρασε ένα καθοριστικό εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης το 2007 με σκοπό να μάθει την γλώσσα που γράφεται σε κυριλλικό αλφάβητο (την οποία σήμερα πλέον έχει ξεχάσει εντελώς).
Κι όμως, ο Άντονι Μάρα, ενώ καθόλου δεν το σκόπευε, το κατάφερε. Με τα Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων και Ο Τσάρος της Αγάπης και της Τέκνο (2013 και 2016, αμφότερα από τις εκδόσεις Ίκαρος σε τυπικά θαυμάσια μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη). Στο πρώτο, δύο γιατροί – ένας Τσετσένος και μια Ρωσίδα – αναμετρώνται με το παρελθόν τους και την πολεμική φρίκη ενώ περιθάλπουν αντάρτες και πρόσφυγες στο περιθώριο του Β’ Πολέμου της Τσετσενίας. Στο δεύτερο, μια συλλογή διηγημάτων που διαχωρίζονται σαν δύο πλευρές ενός mixtape και μπλέκονται περίτεχνα μεταξύ τους, η Τσετσενία είναι και πάλι στο επίκεντρο αλλά ο Μάρα γυρίζει ως και στη δεκαετία του ’30 περνώντας από διάφορες φάσεις της σοβιετικής ιστορίας: η περίοδος του Στάλιν, ο Ψυχρός Πόλεμος, η κατάρρευση του κομμουνισμού, η εποχή Πούτιν.
Από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του στο Λονδίνο (που επισκέφθηκε για λίγες μέρες, ρυθμίζοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες της έκδοσης του επόμενου μυθιστορήματός του), εξηγεί πως προέκυψε ένα τέτοιο ενδιαφέρον για τη Ρωσία που τελικά τον σύστησε κι ως συγγραφέα. «Ήξερα ότι ήθελα να γράψω, δεν ήξερα ότι τα πρώτα μου βιβλία θα έχουν ρωσική θεματολογία. Χρειάστηκε να περάσουν 3-4 χρόνια που απέκτησα εμμονή με την περιοχή της Τσετσενίας για να γεννηθεί ο “Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων”. Διάβασα πολλά non fiction βιβλία για το θέμα και διαπίστωσα ότι στη λογοτεχνία δεν υπήρχε τίποτα γραμμένο στ’ αγγλικά για την περιοχή και τους πολέμους των 90s-00s. Μιας κι ως συγγραφέας λειτουργώ με τη λογική του αναγνώστη, αποφάσισα να γράψω εγώ εκείνο το μυθιστόρημα που έψαχνα στα ράφια των βιβλιοπωλείων.
Το ενδιαφέρον μου για τη Ρωσία και την κουλτούρα της ξεκίνησε από το πώς και πόσο ήταν αλληλένδετη με τη δική μας στην Αμερική. Μια από τις πλέον δυνατές μου αναμνήσεις είναι να είμαι στο αμάξι με τους γονείς μου, ενώ ακούμε την είδηση για την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Οι γονείς μου κυριολεκτικά γαντζώθηκαν στο ραδιόφωνο. Εγώ ήμουν στο πίσω κάθισμα και χάζευα ένα παιδικό βιβλίο, αδυνατώντας φυσικά να καταλάβω τι γίνεται. Αλλά θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την αντίδρασή τους, πόσο σεισμικό τους φάνηκε αυτό το γεγονός. Άνηκαν άλλωστε σε μια γενιά που γαλουχήθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο, ήταν ο τρόπος τους για να καταλάβουν τον κόσμο. Ο πατέρας μου γεννήθηκε τη δεκαετία του ’40 και πολέμησε στο Βιετνάμ.
Κι έπειτα ήταν η ρωσική λογοτεχνία. Με όλα τα μεγάλα, ντεμοντέ κι όμως πάντα υπαρξιακά, ερωτήματα της. Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Τι χρωστάμε στον συνάνθρωπο και τι μας χρωστάει εκείνος; Καταλαβαίνω ότι ο κόσμος χωρίζεται σε εκείνους που λατρεύουν τον Τολστόι και σε εκείνους που αγαπούν περισσότερο τον Ντοστογιέφσκι. Είναι κάτι σαν τεστ προσωπικότητας. Εγώ είμαι με τους πρώτους. Θεωρώ τον Τολστόι πιο πολυδιάστατο κι ανοιχτόμυαλο, το έργο του είναι πιο προοδευτικό και περισσότερο γενναιόδωρο συναισθηματικά».
Ο Μάρα, 23 χρόνων τότε, προσγειώθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 2007. «Υπήρχε έντονα στον αέρα η οσμή από τους πολέμους στην Τσετσενία, ενώ ήταν επίσης νωπή η δολοφονία της δημοσιογράφου/ακτιβίστριας Άννα Πολιτκόφσκαγια λίγους μήνες πριν. Έμενα πολύ κοντά σε μια στρατιωτική ακαδημία και μπορούσα να δω τους νεαρούς στρατιώτες να παρελαύνουν καθημερινά με τις στολές τους. Την ίδια στιγμή στα μπαρ γύρω από τον κοντινότερο σταθμό μετρό έβλεπες βετεράνους να ζητιανεύουν λεφτά και φαγητό φορώντας τις δικές τους, παλιές και φθαρμένες, στρατιωτικές στολές. Αυτή η αντίθεση είχε κάτι το οπτικά τραγικό, το νεανικό σφρίγος στο ίδιο κάδρο με την επαιτεία των απόρων. Μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να κατανοήσω τι χώριζε αυτά τα δύο γκρουπ των ανθρώπων εκτός από μερικά χρόνια ηλικίας και μερικά μέτρα ασφάλτου. Η απάντηση ήταν η Τσετσενία, την οποία τότε δεν μπορούσα καν να εντοπίσω στον χάρτη. Ήταν μια περιοχή απομακρυσμένη, συνώνυμη με τον τρόμο και τις κακουχίες. Όσα περισσότερα μάθαινα γι’ αυτήν την σύγκρουση, τόσο καλύτερα κατανοούσα την άνοδο του Πούτιν και πώς την χρησιμοποίησε για να ενισχύσει την ηγεμονία του. Άλλωστε, ο δεύτερος πόλεμος στην Τσετσενία ξεκίνησε περίπου δέκα μέρες αφότου ο Πούτιν έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός. Έκανε επίδειξη πυγμής, συγκέντρωσε ακόμα μεγαλύτερη δύναμη εντός του Κρεμλίνου και λίγους μήνες μετά έγινε Πρόεδρος. Υπό μια έννοια, όσα βλέπουμε στην Ουκρανία έχουν προοικονομηθεί από τότε».
Εκεί, στην Τσετσενία, ήταν που επέστρεψε μερικά χρόνια αργότερα για να κάνει επιτόπια έρευνα για τα βιβλία του. Είδε τα απομεινάρια του πολέμου και τη σουρεαλιστική αίσθηση που έδινε η ανοικοδομημένη πρωτεύουσα του Γκρόζνι. Όλα τα κτίρια είχαν ηλικία το πολύ 5 ετών κι απουσίαζε χαρακτηριστικά η αρχιτεκτονική ποικιλία των μοντέρνων πόλεων. Οι διακοπές ρεύματος ήταν συχνές, στο κέντρο της πόλης ορθώνονταν τεράστια συγκροτήματα ουρανοξυστών στη μέση ενός -κατά τα άλλα έρημου- αχανούς εργοταξίου. Μια φορά ένας ντόπιος του ζήτησε να ποζάρει στο σημείο που είχε βομβαρδιστεί το σπίτι του για να έχει φωτογραφικό πειστήριο ότι φιλοξένησε έναν Αμερικάνο. Ένας άλλος, που αργότερα μετανάστευσε στις ΗΠΑ και διατηρούν ακόμα επαφή, τροφοδοτούσε με πλάνα το πρακτορείο Ρόιτερς, περνώντας παράνομα βιντεοκασέτες μέσα σε κούτες τσιγάρων.
Μέσα από τέτοια περιστατικά και ιστορίες έμαθε καλύτερα τους ανθρώπους. Τελικά, δεν ήταν όλοι κατάσκοποι όπως του άρεσε σκόπιμα να διασκεδάζει το στερεότυπο με το οποίο μεγάλωσε. «Αυτό που μου έκανε πραγματικά εντύπωση ζώντας εκεί ήταν πόσο καταστροφικό υπήρξε το σοβιετικό πείραμα. Κι επίσης, πόσο η ιστορία έχει διαστρεβλωθεί κι εργαλειοποιηθεί για να υπηρετήσει τη Ρωσία του σήμερα. Κάτι σαν κληρονομιά του τρόπου με τον οποίο διαστρεβλωνόταν και την εποχή της ΕΣΣΔ. Η αλήθεια, φυσικά, είναι ότι όσο περισσότερο παρατηρείς οποιαδήποτε χώρα τόσο πιο αντιφατική και περίπλοκη σου μοιάζει. Ε, αν αυτό συμβαίνει παντού, στη Ρωσία είναι ακόμα πιο έντονο.
Σίγουρα, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του πόσο απότομη υπήρξε η αλλαγή μετά την πτώση του κομμουνισμού. Το άνοιγμα της αγοράς άναψε και το φως του καπιταλισμού για τους Ρώσους. Παράλληλα όμως προκάλεσε και τεράστιο οικονομικό σοκ μετά από 75 χρόνια ενός ολότελα διαφορετικού συστήματος. Για πολλούς ήταν, όχι μόνο απότομο αλλά και, καταστροφικό: συνταξιούχοι έχασαν τις οικονομίες μιας ζωής, εθνικές βιομηχανίες πουλήθηκαν για πενταροδεκάρες σε αυτούς που σήμερα αποκαλούμε “ολιγάρχες”. Κι όλα αυτά συνέβησαν σε τόσο λίγο χρόνο. Η αντικατάσταση του κομμουνιστικού μοντέλου με τον καπιταλισμό ως κυρίαρχη (και μοναδική) ιδεολογία έφερε φρενίτιδα και υπερβολή. Δημιούργησε έναν αδίστακτο καπιταλισμό, εξίσου καταστροφικό με το προηγούμενο σύστημα. Πολλές προσδοκίες λοιπόν αποδείχθηκαν απατηλές».
Αυτή είναι η σύντομη ιστορία των ρωσικών 90s, της εποχής που γέννησε τον πολιτικό Πούτιν και προετοίμασε το έδαφος για την άνοδο του στην εξουσία. «Δεν μπορώ να πω ψέματα, οι περισσότεροι άνθρωποι έδειχναν να θαυμάζουν τον Πούτιν. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, αντιπροσώπευε γι’ αυτούς μια εποχή επάρκειας και σταθερότητας. Κάτι που είχαν ανάγκη μετά το κραχ του ρουβλιού. Όσο περνούσε βέβαια ο καιρός οι άνθρωποι από την ηλικία μου και κάτω (σ.σ. ο Μάρα είναι 37 ετών), άρχισαν να αμφισβητούν όλο και περισσότερο αυτή τη συμφωνία με το διάβολο που είχε κάνει ο ρωσικός λαός. Μια συμφωνία που βασιζόταν στην ιδέα ότι ο Πούτιν θα σου εξασφάλιζε την ευμάρεια και σε αντάλλαγμα δε θα μπορούσες ανοιχτά να λες ό,τι σκέφτεσαι. Ναι, με τον Πούτιν οι Ρώσοι κατάπιαν το χάπι μιας βελούδινης δικτατορίας. Η δημοφιλία του παρέμεινε (και παραμένει) υψηλή, ακριβώς γιατί οι πολίτες δεν ήθελαν να ξαναζήσουν την καταστροφή των 90s.
Επίσης, είναι πολύ ενδιαφέρων ο διαφορετικός τρόπος που αντέδρασαν οι γενιές. Όσοι είναι πάνω από 50-60 ετών ίσως και να νοσταλγούν σε έναν βαθμό την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης ως περίοδο σχετικής σταθερότητας κι ακόμα πιο σχετικής ευημερίας, ενώ οι νεότερες γενιές από τα 35 και κάτω που πιστεύουν σε ανοιχτές, ελεύθερες κοινωνίες θέλουν να φύγουν από τη χώρα καθώς βλέπουν τη Ρωσία να γίνεται ένα όλο και πιο καταπιεστικό μέρος για να ζεις».
Μιλώντας για καταπίεση και περιστολή των ελευθεριών, ο Μάρα λέει γελώντας ότι τα βιβλία του δεν έχουν μεταφραστεί στα ρωσικά («στα ουκρανικά έχουν όμως») και συμπληρώνει: «Δεν αισθάνθηκα ποτέ φόβο ή λογοκρισία, όσο ήμουν σε ρωσικό έδαφος. Πρέπει να διηγηθώ όμως ένα περίεργο σκηνικό από την τελευταία φορά που βρέθηκα στη Ρωσία το 2016, σε μια βραδιά ανάγνωσης στην οικία του Αμερικάνου πρέσβη (λίγο μετά τις εκλογές που έβγαλαν Τραμπ). Για να μπεις στην περίφημη οικία Σπαζό (εκεί που λαμβάνει χώρα ο “χορός του διαβόλου” στο “Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα”) περνούσες από τον έλεγχο των ρωσικών και των αμερικάνικων ομάδων ασφαλείας. Με τους Ρώσους αξιωματικούς συνέβαινε το εξής: αν έδειχνες αμερικάνικο διαβατήριο, το τσέκαραν βιαστικά και σε άφηναν να περάσεις/ αν όμως τους έδειχνες ρωσικό διαβατήριο, το τσέκαραν, φώναζαν το όνομα σου δυνατά και μετά στο επέστρεφαν. Όλοι στην πρεσβεία λοιπόν πίστευαν ότι οι Ρώσοι αξιωματικοί φορούσαν πάνω τους μικρόφωνα που κατέγραφαν ποιοι ήταν οι Ρώσοι που επισκέπτονταν την αμερικάνικη πρεσβεία. Δεν μπορώ να ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά μόνο και μόνο ότι κυκλοφορούσε αυτή η φήμη δεν δείχνει κάτι;».
Ερχόμαστε στο σήμερα. Ο Μάρα παρακολουθεί, όπως όλος ο πλανήτης, από ένα ασφαλές μέρος τη βαρβαρότητα σε ουκρανικό έδαφος. «Όλο και περισσότερο σοκαρισμένος, όμως όλο και λιγότερο έκπληκτος», όπως λέει. «Όπως οι περισσότεροι, δεν πίστευα ότι θα εισβάλλει ο Πούτιν. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να υπάρξει η απειλή μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης σε ευρωπαϊκό έδαφος, ούτε ότι η Ευρώπη θα επαναλάμβανε τα ολέθρια λάθη του όχι-και-τόσο μακρινού παρελθόντος». Κι εμβαθύνει: «Νομίζω ότι υπάρχει κι ευθύνη της Δύσης στο πώς γιγαντώθηκε ο Πούτιν. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ επικεντρώθηκαν στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας” κι έκαναν τα στραβά μάτια σε διάφορες περιοχές του κόσμου που υπήρχε βάναυση καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι πόλεμοι στην Τσετσενία είναι ένα καλό τέτοιο παράδειγμα. Την ίδια εποχή, η Ευρώπη έκανε μια “Φαουστική” συμφωνία με τη Ρωσία. Κι αυτή “πούλησε την ψυχή της στον διάβολο” με αντάλλαγμα το φυσικό αέριο. Και στις δύο περιπτώσεις, η Δύση επέτρεψε στον Πούτιν να ενεργοποιήσει τα χειρότερα ένστικτα της διακυβέρνησης του. Κι εκείνος, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ “ο Τσάρος της αγάπης και της τέκνο”.
Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε που θα είναι η Ρωσία σε δέκα χρόνια. Γιατί οι μεγάλες αλλαγές στη ρωσική ιστορία έρχονται μετά από καταστροφές ή αποτυχίες. Η πρώτη Ρωσική Επανάσταση ήρθε μετά τον χαμένο πόλεμο των Ρώσων στην Ιαπωνία το 1905, η Οκτωβριανή Επανάσταση συνέβη μετά την σφαγή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμα και η “περεστρόικα” του Γκορμπατσόφ στα 80s ακολούθησε την εισβολή των Ρώσων στο Αφγανιστάν. Πάντως, δε νομίζω ότι ο Πούτιν θα εγκαταλείψει την εξουσία όσο είναι ζωντανός. Κι από την άλλη, ναι μεν υπάρχουν αντιδράσεις και διαδηλώσεις, αλλά 10-15.000 συλληφθέντες διαδηλωτές σε μια χώρα σχεδόν 150 εκατομμυρίων είναι πολύ μικρό ποσοστό. Σίγουρα όσα γίνονται προκαλούν πολιτική αφύπνιση σε μια μερίδα του ρωσικού λαού, αλλά γενικά δεν είμαι αισιόδοξος. Δεν βλέπω πώς μπορούν να πάνε καλύτερα τα πράγματα».
Τον Μάρα θα τον ξαναδιαβάσουμε στα ελληνικά, το προσεχές φθινόπωρο. Το επόμενο βιβλίο του διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του ’40. Ακολουθεί τις κοινότητες των ευρωπαίων μεταναστών που έφτασαν εκεί για να γλιτώσουν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τελικά συνδιαμόρφωσαν τις ΗΠΑ του 20ου αιώνα. Ο ίδιος σημειώνει: «Μοιάζει να υπάρχει ένα τεράστιο υπαρξιακό χάσμα ανάμεσα στην Τσετσενία και το Χόλιγουντ, όμως κι αυτό το μυθιστόρημα ασχολείται με την εργαλειοποίηση της ιστορίας που εξελίσσεται σε προπαγάνδα. Έχει δηλαδή αρκετά κοινά στοιχεία με τα προηγούμενα, απλά είναι τελείως διαφορετικό το σκηνικό. Η αγωνία της επιβίωσης όμως με αξιοπρέπεια κι ανθρωπιά είναι η ίδια».