ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΒΙΝΤΕΟΚΛΑΜΠ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ’90S;
Ουρές που φτάνανε έξω στον δρόμο και μάχες για να προλάβεις την τελευταία κασέτα πριν το ρεβεγιόν. Ένας ιδιοκτήτης βιντεοκλάμπ θυμάται.
Δεν ήταν μόνο το Μινιόν, το ΠΑΣΟΚ, τα ρεβεγιόν των Απαράδεκτων ή οι κασέτες του GameBoy που παίρναμε με τα ματωμένα λεφτά απ’ τα κάλαντα. Ή μάλλον ήταν όλα αυτά, αλλά μέσα στην αέναη επανάληψή τους ως τα απόλυτα συστατικά των ‘90s παιδικών μας Χριστουγέννων, συνθλίβονται τόσες πολλές άλλες αναμνήσεις, που στο τέλος καταφέρνεις να αδικείς και το ίδιο το παρελθόν.
Μέσα στις δικές μου αναμνήσεις -και μετά από μια μικρή έρευνα, και μέσα στις αναμνήσεις πολλών γόνων μικροαστικών οικογενειών του ‘90-, εκτός από όλα τα παραπάνω, υπήρχε και κάτι ακόμα που σήμαινε “Χριστούγεννα” στο παιδικό μυαλό μας: το να βλέπεις τη μία βιντεοκασέτα μετά την άλλη -συνήθως γεμάτες με μπόλικο χριστιανικό καράτε για μένα.
Τα βιντεοκλάμπ στα ‘90s ήταν τόποι λατρείας και την περίοδο των εορτών οι πιστοί έκαναν ουρές για να ανάψουν ένα κεράκι στον Σταλόνε και τον Λορέντζο Λάμας.
Η εικόνα με εμένα ξαπλωμένο πάνω στη μοκέτα, το τζάκι στα αριστερά μου και την 150 κιλών τηλεόραση μπροστά μου να παίζει κάποια κασέτα, είναι μία από τις πιο ωραίες χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις που έχω. Όπως και το να πετάω χαρτοπετσέτες στο τζάκι όταν δεν έβλεπαν οι γονείς.
Προκειμένου να δω αν και οι ιδιοκτήτες των βιντεοκλάμπ συμμερίζονταν τη χαρά μας και αν αυτό μεταφραζόταν σε λεφταααααά, μίλησα με τον Κώστα Τουλάκη, ο οποίος εκείνα τα χρόνια είχε ένα από τα πιο γνωστά βιντεοκλάμπ της Καβάλας. Ή μάλλον βοηθούσε τον πατέρα του που είχε ένα από τα πιο γνωστά βιντεοκλάμπ της Καβάλας, προτού το αναλάβει ο ίδιος και καταφέρει να το κρατήσει ζωντανό μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εν μέσω της λαίλαπας του Netflix, των torrents και του Pornhub.
“Παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, θυμάμαι ότι άδειαζε το μαγαζί. Φεύγανε όλες οι κασέτες, τα πάντα”, μου λέει. “Σκέψου ότι μια φορά, κάπου στις αρχές των ‘90s, δεν με άφηναν να μπω στο μαγαζί για να μην τους πάρω την σειρά. Είχε κόσμο μέχρι έξω απ’ τη πόρτα. Έπρεπε να τους εξηγήσω ποιος είμαι για να με αφήσουν να περάσω”.
Ο κύριος Γιώργος, ο πατέρας του, θυμάται ένα ακόμη πιο αστείο περιστατικό που είχε συμβεί, όχι στα ‘90s, αλλά ελάχιστα χρόνια πριν.
“Χριστούγεννα του ‘87 ή του ‘88 πρέπει να ήτανε και η ουρά έφτανε έξω απ’ το μαγαζί, και γιατί είχε πάρα πολύ δουλειά, αλλά και επειδή τότε δεν είχαμε ακόμα υπολογιστές και αυτά τα προγράμματα για βιντεοκλάμπ, οπότε τα δούλευα χειρόγραφα, τα περνούσα σε καρτέλα. Οπότε υπήρχε λίγο και μια καθυστέρηση απ’ αυτό.
Περνάει τότε μια γιαγιά και λέει ‘καλέ, τι γίνεται εδώ πέρα, τι δίνουν;’ Και της απαντάει ένας ‘μπανάνες’. Τότε όμως οι μπανάνες ήταν είδος πολυτελείας στην Ελλάδα, δεν υπήρχαν στα μανάβικα ή στα σουπερμάρκετ, δεν είχαμε εδώ. Πήγαινε δηλαδή ο άλλος Γερμανία, Βουλγαρία και μεταξύ άλλων, σου έφερνε και μπανάνες. Και λέει η γιαγιά “α, ωραία, θα περάσω μετά”.
Προφανώς και αυτή η κατάσταση δεν τους αιφνιδίαζε. Ήξεραν ότι εκείνες τις μέρες ο κόσμος θα κάνει ουρά, οπότε προετοιμάζονταν κατάλληλα. Οι παραγγελίες, οι κασέτες που πουλούσαν περισσότερο, οι ταινίες που θα έπρεπε να υπάρχουν σε περισσότερες από μία κόπια, όλα είχαν μπει σε μια σειρά, από πολύ καιρό πριν, όταν ακόμη η επέλαση ψηνόταν και στο μυαλό των πελατών.
“Τις χριστουγεννιάτικες τις είχαμε στο πατάρι και τις κατεβάζαμε τότε που στολίζαμε και το μαγαζί, κανά μήνα πριν δηλαδή. Αλλά δεν παίρναμε μόνο χριστουγεννιατικες. Κοιτάζαμε και τις ταινίες που μπορεί εκείνη την εποχή να νοικιάζονται περισσότερο, για μια περιπέτεια ας πούμε όπως το “Φονικό Όπλο” ή τον “Ράμπο”, παίρναμε παραπάνω κόπιες.
Κάθε μήνα ερχόταν ο πωλητής της κάθε εταιρείας και σου ‘κανε δειγματισμό. Σου ‘λεγε για παράδειγμα ‘αυτόν τον μήνα έχω 15 κυκλοφορίες’. Απ’ αυτές, οι δύο τρεις ήταν πολύ δυνατές, πολύ εμπορικές και έτσι για να τις πάρεις νωρίς, έπρεπε να πάρεις όλο το πακέτο. Αν δεν έπαιρνες όλο το πακέτο, τότε θα την έπαιρνες αργότερα μετά τους άλλους”.
Μου έκανε εντύπωση όταν πάνω στην κουβέντα μας μου είπε ότι δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ταινίες που να ξεπουλούσαν εκείνη την περίοδο. Εννοείται ότι το “Μόνος στο σπίτι” για παράδειγμα είχε μεγάλη ζήτηση, αλλά μέσα σε ένα αναμενόμενο πλαίσιο, όπως ίσχυε και για τις υπόλοιπες χριστουγεννιάτικες ταινίες. Το ζήτημα τότε για τους ανθρώπους ήταν να νοικιάσουν κάτι, οτιδήποτε, για να έχουν να περάσουν τις ημέρες των γιορτών.
“Και τότε αλλά και πιο πριν στα ‘80s, έρχονταν και τις φορτώνανε δέκα δέκα τις ταινίες. Το να μαζευτούν και να βάλουν κάποια κασέτα να δουν ήταν τότε πολύ έντονα μέρος της διασκέδασης. Και στο δικό μου σπίτι θυμάμαι να παίζουν ταινίες όλη μέρα, ακόμα και πριν κάνουμε το βιντεοκλάμπ”, συνεχίζει ο Κώστας.
“Θυμάμαι πολύ συχνά να μαλώνουν για το ποιος θα προλάβει την τελευταία κόπια ή καμιά φορά που παίρναμε εμείς τηλέφωνο αυτούς που είχανε νοικιάσει μια ταινία και την είχαν καιρό, να τη φέρουν πίσω, γιατί μας τη ζητούσαν. Γινόταν πανικός εκείνες τις μέρες”.
Και με τις ερωτικές ταινίες τι γινόταν; Έπεφταν οι ενοικιάσεις λόγω των γεμάτων θρησκευτικής κατάνυξης ημερών ή τα πράγματα παρέμεναν στα συνήθη επίπεδα;
“Αυτό γινόταν κυρίως το Πάσχα, τότε νοικιάζανε λιγότερες ερωτικές ταινίες, όχι τα Χριστούγεννα.
Θυμάμαι κι ένα περιστατικό με έναν τύπο, καθηγητής Θρησκευτικών, που είχε έρθει παραμονή Χριστουγέννων, και εκείνη τη μέρα ζήτημα να είχανε μείνει ξενοίκιαστες δέκα βιντεοκασέτες συνολικά. Και λέει, λοιπόν, στον πατέρα μου: “δώσε μου και μια πονηρή να κάνω ρεβεγιόν”.
Και όντως έκανε. Δεν έβλεπαν όλοι “Μπράβο Ρούλα” τις Παραμονές.