Στην Κούβα τίποτε δεν είναι σίγουρο, αλλά όλα είναι πιθανά
Το ρούμι, ο χορός, η μουσική, οι λευκές παραλίες, οι χαμένες στο χρόνο πόλεις, μα πάνω από όλα οι άνθρωποι: Στο θρυλικό νησί της Καραϊβικής οι γέροι μοιάζουν να μην παθαίνουν αρθριτικά, οι πυγμάχοι φιλοσοφούν με ρούμι και παρόλο το χάος, θα βρεις το δρόμο, που θα σε βγάλει σε απροσδόκητες περιπέτειες
- 26 Απριλίου 2018 16:50
“En Cuba nada es cierto, pero todo es posible”. Στην Κούβα τίποτε δεν είναι σίγουρο, γιατί όλα είναι πιθανά. Το απόφθεγμα αυτό που έλεγε συχνά η σπιτονοικοκυρά μας στο Viniales έγινε αμέσως το mantra του ταξιδιού μας.
Η χαμογελαστή και τόσο ευγενική μαμά της οικογένειας που μας φιλοξένησε στην casa με την απίστευτη θέα στην κοιλάδα- μνημείο φυσικής κληρονομιάς της Ουνέσκο, συνόψισε σε αυτές τις λέξεις την Κούβα πρώτη φορά όταν χρειάστηκε να μας βοηθήσει να λύσουμε ένα μπέρδεμα με την επόμενη κράτηση μας.
Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός των Κουβανών είναι απίθανος. Όπως και το χάος που συναντά κανείς καμία φορά. Το είχαμε υποψιαστεί από το πρώτο μπέρδεμα στη Viazul, δηλαδή τα κουβανικά ΚΤΕΛ, στην Αβάνα: Οι Κουβανοί δε μπορεί παρά να είναι τα χαμένα μακρινά ξαδέρφια μας στην Καραϊβική. Αρχίσαμε, αστειευόμενοι με σοβαρότητα, να αναπτύσσουμε θεωρίες, πως στην πραγματικότητα την Κούβα δεν την ανακάλυψε ο Κολόμβος, αλλά Έλληνες.
Σε πολλά άλλωστε η Κούβα θυμίζει Ελλάδα, αλλά περασμένων δεκαετιών, λόγω της πολύ πιο περιορισμένης καταναλωτικότητας και εισβολής της τεχνολογίας στις ζωές των ανθρώπων, αλλά και του χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου. Ο κόσμος αράζει στα παράθυρα, στο πεζοδρόμιο, στις πλατείες, στις γειτονιές. Τι να κάνουν μέσα όταν ο καιρός είναι καλός (το χειμώνα δηλαδή τουλάχιστον που είναι η ξηρή περίοδος), όταν δεν υπάρχει διαδίκτυο και όταν τα σπίτια είναι συχνά φτωχικά;
Μοιάζει και όμως δε μοιάζει. Η Αβάνα, η παλαιότερη πόλη των Ευρωπαίων αποίκων στη Λατινική Αμερική που γιορτάζει το 2019 τα 500 χρόνια από την ίδρυση της, διαθέτει ένα κέντρο βγαλμένο από το μεγαλοπρεπές (για τους λευκούς αποίκους) αποικιοκρατικό παρελθόν- αν και πια δεν κατοικεί εκεί η αριστοκρατία και πολλά σπίτια έχουν χωριστεί σε πολλά μικρά και συχνά φτωχικά διαμερίσματα. Το Τρινιδάδ, προστατευόμενο από την Ουνέσκο, μοιάζει με ταξίδι στο χρόνο, καθώς το κέντρο του έχει μείνει σχεδόν αναλλοίωτο από το 18ο αιώνα. Το Σιενφουέγος, μία πιο ήρεμη (και καθαρή) εκδοχή της Αβάνας και η Σάντα Κλάρα, μία αριστοκρατική κομψή αρχόντισσα και ταυτόχρονα αντάρτισσα.
Έξω από τις πόλεις (και ενίοτε ακόμη και μέσα σε αυτές), η φύση της Κούβας οργιάζει με χιλιάδες τρόπους. Φοίνικες, πεύκα και δεκάδες άγνωστα δέντρα, γίγαντες των βάλτων με εκατοντάδες ρίζες να κρέμονται σαν πλοκάμια από τα κλαδιά προς το έδαφος και γύρω, σκαρφαλωμένα πάνω, να φυτρώνουν ακόμη και πάνω στους κορμούς των δέντρων, όπου υπάρχει μία σπιθαμή χώματος ή υγρασίας, φυτά αναρριχητικά, παρασιτικά και συμβιωτικά. Στο εθνικό πάρκο (βλέπε ζούγκλα) που έκανε στάση η Viazul από Αβάνα προς Βινιάλες, στην αγκαλιά ενός τεράστιου δέντρου είχε φυτρώσει ένα φυτό και πάνω σε αυτό ένα δεύτερο φυτό. Και όλα μαζί τα αγκάλιαζαν, σαν πράσινες ασφυκτικές δαντέλες, δεκάδες αναρριχόμενα φυτά με όλα τα πιθανά σχήματα φύλλων.
Το κουβανικό τέταρτο
Η πράσινη αυτή ποίηση μας έκανε να ξεχάσουμε την ταλαιπωρία της Viazul- σημείωση: Οι τουρίστες ταξιδεύουν με χωριστά λεωφορεία από τους Κουβανούς- είναι τα “καλά” βορειοκορεάτικα λεωφορεία, με μηδέν αναρτήσεις και τον κλιματισμό σε πολική θερμοκρασία.
Στα κουβανικά ΚΤΕΛ απαιτείται να κάνει κανείς check in μία ώρα νωρίτερα. Ακόμη κι έτσι όμως τα απρόοπτα δε λείπουν. Η κοπέλα στο γκισέ μας πληροφορεί ότι δε βλέπει την κράτηση μας στο σύστημα. Μας παραπέμπει στον υπεύθυνο πληροφορικής του σταθμού, ο οποίος αφού πολύ ήρεμα (και φιλοσοφημένα) μας δηλώνει ότι “για όλα τα προβλήματα υπάρχει λύση, εκτός από το θάνατο”, μας εξηγεί ότι οι κρατήσεις μέσω Internet δεν περνάνε αυτόματα στο σύστημα, αλλά υπάρχει μία υπάλληλος (“es UNA chica”, όπως τόνισε πολλάκις) που πρέπει να τις περάσει χειροκίνητα. Ευτυχώς ήταν εξυπηρετικότατος και ευγενέστατος και έτσι ταξιδέψαμε κανονικά. Μας έμελλε βέβαια να ζήσουμε και άλλες περιπέτειες με τη Viazul. Μάθαμε για παράδειγμα τι είναι το κουβανικό τέταρτο.
Στη Σάντα Κλάρα, οι κρατήσεις είχαν γίνει για δρομολόγιο που δεν υπάρχει το χειμώνα, έτσι έπρεπε να μπει νέο λεωφορείο για όσους τουρίστες ταξίδευαν για Αβάνα. Πάντως όπως μας ενημέρωσε ένας Κουβανός, πρώην στρατιωτικός που ήξερε και λίγα αγγλικά (πράγμα σπάνιο) το πολύ να περιμέναμε ένα κουβανικό τέταρτο. “Ξέρετε πόσο είναι ένα κουβανικό τέταρτο;” ρωτά. “Δύο με τρεις ώρες” απαντά (αυτο)σαρκαστικά και φεύγει, αφήνοντας μερικούς βορειοευρωπαίους εμβρόντητους και εμάς, τους δύο μόνους Έλληνες στην παρέα, να έχουμε λυθεί στα γέλια. Προφανώς το λεωφορείο ήρθε σε μισή ώρα.
Ακόμη πιο μοναδική εμπειρία από τα κουβανικά ΚΤΕΛ είναι το taxi collektivo. Η μόνη διαδρομή για την οποία δεν είχαμε κλείσει εκ των προτέρων μέσω διαδικτύου μέσο μεταφοράς ήταν από Viniales (στα δυτικά) προς Cienfuegos (στη μέση της Κούβας), απόσταση περίπου όσο Αθήνα- Θεσσαλονίκη. Το επίσημο ταξί είναι πολύ ακριβό, όμως πάντα κάποιος μπορεί να σου κανονίσει με ένα ταξί κολλεκτίβας, που κοστίζει λίγο μόνο παραπάνω από το λεωφορείο. Το οποίο δε θα είναι ολοκαίνουριο, αλλά θα είναι συνήθως άνετο. Και φυσικά θα το μοιραστείς με άλλους τουρίστες.
Έτσι κάναμε δύο νέες φίλες: Την Άντζελα, μία Ιταλίδα με φινλαδικές ρίζες και την Ίνγκα, μία Πολωνίδα. Ζουν και οι δύο στη Βαρκελώνη και συζητάμε όλοι μαζί στα γερμανικά υπό τους ήχους κουβανικής ρεγκετόν για την κρίση στον ευρωπαϊκό νότο, ενώ περνάμε βουνά με βλάστηση ζούγκλας και κάμπους με ζαχαροκάλαμα.
Το παλαιωμένο ρούμι δεν μπαίνει σε κοκτέιλ
Στην Κούβα λοιπόν τίποτε δεν είναι σίγουρο, αλλά όλα είναι πιθανά. Και όλα βρίσκουν το δρόμο τους, που δεν ξέρεις ποτέ που θα σε βγάλει. Μπορεί να σε βγάλει στη (μοναδική) μπυραρία της Αβάνας με φανταστική μπύρα και μία φανταστική μπάντα. Ο τραγουδιστής, εμφανώς αυτόχθων στην καταγωγή, με μία μακριά κοτσίδα μέχρι τη μέση και παπούτσια από δέρμα φιδιού σε δύο αποχρώσεις, έχει φωνή τενόρου. Τον φανταζόμαστε στο ρόλο του Ντον Τζιοβάνι να κάνει καριέρα στην όπερα.
Ο δρόμος μπορεί να σε βγάλει στο Μουσείο Ρουμιού του Havana Club, δίπλα στο λιμάνι. Την αγγλόφωνη ξενάγηση την κάνει η γλυκιά Vaide. Αλλά να ξέρετε ότι εάν χρησιμοποιήσετε παλαιωμένο ρούμι επτά ετών σε κοκτέιλ, θα σας ψάξει, θα σας βρει και θα σας σκοτώσει. Γελά συνέχεια, αγαπά εμφανώς αυτό που κάνει και δεν υπάρχει περίπτωση να μη σας κάνει να αγαπήσετε κι εσείς το ρούμι. Το οποίο μοιάζει εδώ να έχει άλλη, πιο δυνατή και αρωματική γεύση- ή μπορεί απλά να έχουμε μεθύσει από την Κούβα.
Παρά τις προειδοποιήσεις της γλυκιάς αλλά αυστηρής όσον αφορά το σεβασμό στα ρούμια ξεναγού, στο μπαρ του Μουσείου πάντως ο βραβευμένος μπάρμαν μας φτιάχνει ένα κοκτέιλ με παλαιωμένο ρούμι. Ίσως οι κανόνες στην Κούβα υπάρχουν για να τους παραβαίνει κανείς. Ίσως πάλι η ιεροσυλία αυτή να επιτρέπεται μόνο στους ταλαντούχους, όπως είναι ο Κουβανός αυτός- όχι απλά μπάρμαν, αλλά ένας ποιητής του ρουμιού.
Το σούρουπο, ο δρόμος θα σας βγάλει οπωσδήποτε στη Μαλεκόν, την παραλιακή λεωφόρο της Αβάνας, την “περαντζάδα” των Κουβανών που αράζουν εδώ, συχνά με ρούμι ή μπύρα ή και μουσικά όργανα. Το ιδανικό μέρος για να κάνετε νέους φίλους. Αρκεί να μιλάτε ισπανικά, γιατί αγγλικά μιλούν ελάχιστοι- ήταν η γλώσσα του εχθρού. Βέβαια οι Κουβανοί καταφέρνουν στο τέλος να συνεννοηθούν και με όποιον δεν ξέρει τη γλώσσα.
Ο δρόμος πάλι τις νύχτες στην Αβάνα μπορεί να σας βγάλει στο “Μονόφθαλμο Γάτο”, όπου μπορεί να μη βρείτε άλλους τουρίστες, αλλά Κουβανούς να απολαμβάνουν τη μουσική και να χορεύουν ανάμεσα στα τραπέζια. Μία πανέμορφη Κουβάνα μιγάδα με μακριά μαύρα μαλλιά τραγουδά και ανατριχιάζουμε: Η φωνή της είναι ακόμη πιο ωραία και από την ίδια.
Από το κοινό σηκώνεται να χορέψει μία κυρία απροσδιόριστης ηλικίας, μαύρη και ψηλή. Φαίνεται πως στα νιάτα της ήταν χορεύτρια επαγγελματίας. Τη φανταζόμαστε σε κάποια σκηνή στην Κούβα του Μπατίστα, να χορεύει μάμπο. Μία πραγματική βασίλισσα της κουβανικής νύχτας, θα ήταν ντυμένη με φτερά και πολύχρωμα βολάν. Μας γνέφει να σηκωθούμε να χορέψουμε μαζί της. Όταν διατάζει η βασίλισσα, όλοι υπακούν με σεβασμό.
Ο δρόμος επίσης τις νύχτες στην Αβάνα όχι μπορεί, αλλά επιβάλλεται να σας βγάλει στην Casa de la Musica στη Μιραμάρ, την “καλή συνοικία” όπου κάποτε ήταν οι βίλες των μαφιόζων και σήμερα κρατικά κτίρια, πρεσβείες και ξένες εταιρείες. Εδώ είναι η μεγάλη μουσική σκηνή της Αβάνα όπου εμφανίζονται τα μεγάλα ονόματα. Μπορεί να μην ακούγατε salsa πριν πάτε στην Κούβα, αλλά σίγουρα θα ακούτε μετά.
Στο Τρινιδάδ ο πλακόστρωτος δρόμος θα σας βγάλει οπωσδήποτε σε κάποιο μαγαζί από τα πολλά με ζωντανή μουσική, όπου Κουβανοί και τουρίστες χορεύουν μαζί. Ακόμη και στα σκαλάκια δίπλα στην εκκλησία στην κεντρική πλατεία, τη μισή μέρα έχει μουσική. Ο ήχος της σάλσα ακούγεται παντού- ίσως όμως γιατί είναι ένα μέρος πανέμορφο, μα πολύ τουριστικό. Οι ίδιοι οι Κουβανοί εν πολλοίς έχουν παρασυρθεί από την τρέλα του ρεγκετόν, του λατινοαμερικάνικου χιπ χοπ. Στην Αβάνα βρήκαμε πολλά μαγαζιά με το νέο αυτό ήχο, που δεν μας προκάλεσε όμως έλξη.
Ο δρόμος στη φοιτητούπολη Σάντα Κλάρα ή μάλλον η πλατεία μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις. Όπως η Σχολή Παραδοσιακών Χορών του Καμαγούει, που πάνω σε μία μικρή σκηνή και με ζωντανή μουσική δίνει μία μικρή πρόγευση της παράστασης που ανεβάζει το επόμενο βράδυ στο θέατρο παραδίπλα. Μία εξιστόρηση της εξέλιξης του χορού στην Κούβα, από τους χορούς των spaniards και των μαύρων σκλάβων, μέχρι τη salsa και την αφροκουβανική rumba.
Οι θεατές αρχίζουν και χορεύουν σε ρυθμό guaganco, με την παρότρυνση του παρουσιαστή, που είναι το κουβανικό αντίστοιχο του Αλέξη Κωστάλα και έχει καταρχήν ευχαριστήσει τους πάντες που ήρθαν στην πλατεία, αντί να παρακολουθήσουν την telenovela που παίζει εκείνη την ώρα.
Ραντεβού με την Ιστορία
Ο δρόμος στην Κούβα δε θα σας βγάλει όμως μόνο στη μουσική, αλλά και στην Ιστορία.
Στο Μουσείο της Επανάστασης, στο κτίριο που κάποτε στέγαζε την προεδρία της Κούβας επί Μπατίστα, θα δείτε προσωπικά αντικείμενα του Φιντελ και του Τσε (όπως τον περίφημο μπερέ) και θα μάθετε (από κομμουνιστική σκοπιά φυσικά) όλη την ιστορία από τον αγώνα για ανεξαρτησία της Κούβας μέχρι σήμερα. Στην πίσω αυλή, κάτω από ένα ειδικό στέγαστρο διαμορφωμένο για να θυμίζει φοινικόδασος, βρίσκεται το Granma, το σκάφος με το οποίο ο Κάστρο αποβιβάστηκε στο νησί με μία χούφτα συντρόφους και ξεκίνησε την επανάσταση. Δίπλα βρίσκονται οχήματα και αεροσκάφη, είτε των επαναστατών είτε των αντιπάλων, μεταξύ αυτών το αμερικανικό αεροσκάφος που κατέρριψε ο Κάστρο στον Κόλπο των Χοίρων.
Στη Σάντα Κλάρα ο δρόμος θα σας βγάλει στο μνημείο που στήθηκε για το καθοριστικής σημασίας σαμποτάζ στις ράγες του τρένου, το οποίο έφερνε ενισχύσεις στο στρατό του Μπατίστα όταν ο Τσε είχε καταλάβει την πόλη. Και από την άλλη πλευρά της πόλης, ο δρόμος θα σας βγάλει οπωσδήποτε στο Μαυσωλείο του Τσε και των συντρόφων του, που έχασαν μαζί του τη ζωή τους στη Βολιβία. Το Μουσείο στη διπλανή αίθουσα παρουσιάζει όλη τη ζωή του Γκεβάρα από την παιδική του ηλικία, μέσα από φωτογραφίες και προσωπικά του αντικείμενα. Εκεί θα συναντήσετε όχι μόνο τουρίστες, αλλά και Κουβανούς, που διδάσκονται αέναα την ιστορία του νησιού τους. Δεν επιτρέπονται φωτογραφίες μέσα στο Μουσείο και το Μαυσωλείο: Μπορεί ο Τσε να είναι ένα τουριστικό αξιοθέατο, αλλά μάλλον τον σέβονται ακόμη.
Στο Τρινιδάδ, η ξενάγηση στην Κοιλάδα του Ζαχαροκάλαμου, είναι ένα ταξίδι στο αποικιοκρατικό αυτή τη φορά παρελθόν. Οι χασιέντες των Ισπανών που πλούτιζαν από το αίμα των σκλάβων στις φυτείες ζαχαροκάλαμων στέκονται ακόμη όρθιες. Η πιο καλά διατηρημένη είναι η Guaimaro. Ο πλούτος της εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα. Η επίπλωση περιλαμβάνει ένα… ψυγείο της εποχής και ένα ειδικό έπιπλο- φίλτρο νερού. Τα έπιπλα και οι πολυέλαιοι είναι αυθεντικά, οι τοίχοι είναι γεμάτοι τοιχογραφίες έργα Ευρωπαίου ζωγράφου.
Ο ιδιοκτήτης της χασιέντα και της γύρω φυτείας ήταν βίος και πολιτεία: Η γυναίκα του με τον ένα γιο του προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν- απηυδσμένη η σύζυγος από τις απιστίες του, αλλά και για την περιουσία. Γλύτωσε από τις σφαίρες, αλλά ένα μήνα μετά έπεσε από το άλογο, έσπασε το πόδι του και έπαθε γάγγραινα από την οποία και πέθανε.
Μία τοιχογραφία είναι πορτρέτο του. Ο ζωγράφος είχε χρησιμοποιήσει φυτικές μπογιές. Το αποτέλεσμα είναι ότι κάθε τόσο η εικόνα αλλοιωνόταν από την υγρασία και ήθελε συντήρηση. Οι σκλάβοι όμως πίστευαν ότι ο αφέντης τους είναι ο διάβολος, για αυτό και το πορτρέτο του άλλαζε μορφή. Ίσως και να ήταν- για τους σκλάβους σίγουρα ήταν.
Αλλά και σήμερα ο θρύλος θέλει την κρεβατοκάμαρα του στοιχειωμένη, διότι όταν έχει καταιγίδα κεραυνοί χτυπούν την οροφή. Βέβαια η χασιέντα βρίσκεται στην κορφή ενός λόφου και ως εκ τούτου η ψηλότερη οροφή της τραβά τους κεραυνούς, αλλά αυτές οι επιστημονικές λεπτομέρειες δεν πρέπει να χαλάνε μία ωραία ιστορία.
Σε μία άλλη χασιέντα η ξεναγός μας δείχνει τα δωμάτια όπου ζούσαν οι σκλάβοι, δίπλα από το μύλο όπου πιεζόταν το ζαχαροκάλαμο για να βγει ο χυμός του και τα αποστακτήρια, όπου έπαιρναν τη μελάσα. Σε αυτή τη χασιέντα, επιτρέπονταν να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια- όχι από καλωσύνη, αλλά για να γεννούν νέους σκλάβους.
Το δέντρο caiba, μας εξηγεί η ξεναγός, θύμιζε στους σκλάβους τα δέντρα μπαομπάμπ από την πατρίδα τους και τα θεώρησαν ιερά και τα λάτρεψαν στη σαντερία, τη νέα συγκρητική θρησκεία που δημιούργησαν ώστε να αποδεχθούν μεν τον καθολικισμό, αλλά να μην ξεχάσουν τους αφρικανικούς θεούς. Ήταν από ένα σημείο και μετά μαύροι σκλάβοι από την Αφρική- σχεδόν όλοι οι αυτόχθονες πέθαναν τα πρώτα χρόνια της αποικιοκρατίας, είτε από κακουχίες και αρρώστιες, είτε αυτοκτονώντας γιατί τους εξανάγκαζαν να ασπαστούν το Χριστιανισμό δια της βίας.
Οι Ισπανοί άποικοι έφερναν σκλάβους από διαφορετικές περιοχές της Αφρικής ώστε να μη μιλάνε την ίδια γλώσσα και να μη μπορούν να συνεννοηθούν για να αποδράσουν. Εάν κάποιος το έσκαγε παρόλα αυτά, η τιμωρία ήταν αιματηρή και ενώπιον όλων. Αλλά και να έμεναν, ο θάνατος ήταν σχεδόν σίγουρη μοίρα: Τα φύλλα του ζαχαροκάλαμου είναι κοφτερά σαν ξυράφια όταν ωριμάζει. Δεν υπήρχε φυσικά γιατρός για να περιποιηθεί τα κοψίματα και τις πληγές, που λόγω ζέστης και υγρασίας και κακής υγεινής σάπιζαν. Η μόνη “λύση”, εάν κάποιος επιζούσε ήταν ο ακρωτηριασμός. Μέχρι να πάψει να είναι χρήσιμος.
Είναι ακόμη πιο συγκλονιστικό, που όλα αυτά μας τα διηγείται μία μαύρη γυναίκα, απόγονος των σκλάβων που επέζησαν. Στο τέλος είμαστε βουβοί και συντετριμμένοι. Μας ρωτά τι έχουμε. “Τόσος πολύς πόνος…” ψιθυρίζω, δείχνοντας τους ερειπωμένους κοιτώνες των σκλάβων. Χαμογελά λυπημένα και γλυκά μαζί. “Δεν πειράζει” μου λέει. “Γιατί μέσα από αυτό τον πόνο, γεννήθηκε η Κούβα του σήμερα. Και σήμερα όλο και αυξάνονται οι μεικτοί γάμοι και οι μιγάδες. Αυτό σημαίνει ότι ο ρατσισμός νικήθηκε”.
Η ορεινή παραλία του Βινιάλες
Στην Κούβα τίποτε δεν είναι σίγουρο, αλλά όλα είναι πιθανά. Θα σας το πει και η μαμά της Γιανισλέιντι στο Βινιάλες, θα σας το επιβεβαιώσει και ο Χοσέ. Είναι ο ξεναγός μας- καπνοπαραγωγός- νοσοκόμος, που μαζί με τον ξάδερφο του και μερικούς ακόμη αγρότες μας προσφέρουν μία πολύ ενδιαφέρουσα ξενάγηση στη γειτονική κοιλάδα με το ποιητικό όνομα “Κοιλάδα της σιωπής”. Μας δείχνουν πως καλλιεργούν και πως στεγνώνουν τα καπνά και μας πηγαίνουν σε ένα παραγωγό πούρων. Είναι η τέταρτη γενιά της οικογένειας, που φτιάχνει χειροποίητα πούρα από την εποχή της ισπανικής κυριαρχίας ακόμη. Τυλίγει ένα κοχίμπα και μας εξηγεί τα μυστικά της τέχνης. Τα χειροποίητα πούρα του είναι ό,τι ωραιότερο θα δοκιμάσουμε και σε εξαιρετικές τιμές. Ο Κώστας που κανονικά δεν καπνίζει καν, αγοράζει καμία 20αριά.
Η ξενάγηση συνεχίζεται με το Γορδίτο (το “χοντρούλη” όπως μας συστήνεται με το παρατσούκλι του) που μας δείχνει πως καλλιεργούν τον καφέ (η Κούβα διαθέτει εξαιρετικό και δυνατό καφέ) και το κακάο, δίπλα σε μπανανιές φορτωμένες με τις πιο νόστιμες μπανάνες που έχουμε δοκιμάσει ποτέ. Κάνουμε στάση δίπλα σε μία λιμνούλα, όπου υπάρχει ένα μπαρ και ένα μικρό εστιατόριο. Δεν τρώμε εκεί, γιατί η γλυκιά μας σπιτονοικοκυρά θα μας μαγειρέψει στο σπίτι, κουβανέζικο καθημερινό φαγητό: Ρύζι με μαύρα φασόλια, ψάρι και τηγανιτές μπανάνες. Στην επιστροφή ο Χοσέ μας δείχνει φωτογραφίες του γιου του. Φοράει ψάθινο καπέλο όπως ο μπαμπάς του και είναι καβάλα σε ένα άλογο.
Ο ξάδερφος της Γιανισλέιντι με ρωτάει τι κάναμε σήμερα. Του απαντώ ότι μας ξενάγησε ο Χοσέ, στα καπνά, τη φυτεία καφέ και τη λιμνούλα. “Α, πήγατε στο Viniales Beach;” με ρωτάει χαμογελώντας σαρδόνια. Το Viniales να ξεκαθαρίσουμε σε αυτό το σημείο ότι είναι ορεινό.
“΄Ετσι λέτε τη λίμνη;” τον ρωτάω και μου διηγείται γελώντας: “Πέρυσι ο ιδιοκτήτης του μπαρ δίπλα στη λίμνη πήγε και έφερε τόνους λευκή άμμο από μία παραλία. Την έστρωσε στην όχθη της λίμνης και δήλωσε ότι το Βινιάλες τώρα έχει παραλία και ότι το μπαρ του είναι beach bar.
“Μετά όμως έβρεξε. Η λευκή άμμος έφυγε όλη μέσα στη λίμνη. Για να τον παρηγορήσουμε, του είπαμε πως είναι καλύτερα έτσι, γιατί θα είναι ο βυθός της λίμνης πιο διαυγής”.
Είναι προφανές πως οι υπόλοιποι χωρικοί θα δουλεύουν τον ιδιοκτήτη του μπαρ μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.
Την επόμενη ημέρα πήγαμε στο κοραλλιογενές νησάκι Cayo Levisa και είδαμε με τα μάτια μας τι πάει να πει παραλία με λευκή άμμο. Λευκή, όχι κάποια ανοιχτή απόχρωση του μπεζ, κατάλευκη και ψιλή σαν καλαμποκάλευρο, δροσερή παρά τον καυτό ήλιο. Όχι, τα λόγια δε φτάνουν για να περιγράψεις το χρώμα και τη διαύγεια της θάλασσας. Έχουμε ωραίες παραλίες στην Ελλάδα, αλλά αυτό που αντικρίζουμε είναι εξωπραγματικό. Μένουμε έκθαμβοι και χρειαζόμαστε μερικά λεπτά για να συνειδητοποιήσουμε το θαύμα, πριν βουτήξουμε στα νερά από τα οποία δεν θέλαμε να βγούμε ποτέ.
Αλλά το μεγαλύτερο αξιοθέατο στην Κούβα δεν είναι οι ιστορικές πόλεις με τα πολύχρωμα και εντυπωσιακά κτίρια. Δεν είναι ούτε οι εξωτικές άσπρες παραλίες. Είναι οι άνθρωποι. Είναι τα χαμένα μας ξαδέρφια και οι νέοι φίλοι που βρήκαμε.
Κρατάω ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου για τις Κουβανές γιαγιάδες και τους Κουβανούς παππούδες.
Στην Κούβα δεν παθαίνουν αρθριτικά
Στην Obispo, τον κεντρικό, τουριστικό, πεζόδρομο της παλιάς Αβάνας, μία γιαγιά με σκούρο δέρμα σταμάτα στο πεζοδρόμιο για να χορέψει στη μουσική που ακούγεται μέσα από ένα εστιατόριο, κρατώντας στο ένα χέρι παγωτό χωνάκι και στο άλλο μία ομπρέλα, που πολλοί στην Κούβα έχουν μαζί για τον ήλιο- ένα συνήθειο που μάλλον έχει μείνει από τις κυρίες της ισπανικής αριστοκρατίας. Με γιαγιαδίστικη φιλαρέσκεια απολαμβάνει τα βλέμματα και τα χαμόγελα των τουριστών. Σε αντίθεση με άλλες πολύχρωμα ντυμένες γιαγιάδες, δε ζητάει λεφτά για να φωτογραφηθεί- υπάρχουν και αυτοί που γνωρίζοντας πως αποτελούν οι ίδιοι ένα αξιοθέατο, θέλουν να βγάλουν τουλάχιστον και κανένα φράγκο.
Παραδίπλα, σε ένα δρόμο λιγότερο πολύβουο, μία άλλη γιαγιά με πολύχρωμα ρούχα και λουλουδάτο μαντήλι στο κεφάλι καθόταν στην πόρτα της. Στην παλιά Αβάνα και στις περισσότερες γειτονιές τα σπίτια έχουν τα παλιά πορτοπαράθυρα χωρίς τζάμια, μόνο κάγκελα για να μπαίνει ο αέρας αλλά όχι ανεπιθύμητοι. Οι Κουβανοί πάντα κάθονται στην είσοδο ή μέσα στο σπίτι με ανοιχτά πορτοπαράθυρα. Με είδε που φωτογράφιζα το στενάκι και το βλέμμα μου σταμάτησε πάνω της. Μου έγνεψε ότι μπορώ να τραβήξω κι εκείνη κι άνοιξε τα κάγκελα, χαμογελώντας.
Muy linda, πολύ όμορφη, της ψιθύρισα με τα πάμφτωχα ισπανικά μου. Χωρίς να πει κουβέντα με αποχαιρέτησε, τράβηξε το κάγκελο και συνέχισε να ρεμβάζει. Linda, muy linda, πραγματικά. Οι Κουβάνες γιαγιάδες είναι τόσο όμορφες. Και τόσο παράδοξα νέες και γριές μαζί.
Στην Casa de la Musica του Σιενφουέγος, μας τραβάει την προσοχή ένας παππούς. Πρέπει να είναι τουλάχιστον 80, μαύρος και ρυτιδιασμένος, πολύ αδύνατος, μόνο κόκαλα και νεύρα. Φοράει ψάθινο καπελάκι και δίχρωμα, ασπρόμαυρα, παλιομοδίτικα παπούτσια. Χορεύει με την κομψότητα του son, όπως χόρευε και στα νιάτα του. Με παίρνει να χορέψουμε και επειδή ευχαριστιέται το χορό μας καλεί να καθίσουμε με την παρέα του, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων καλλιτεχνών. Μας ρωτάει από που είμαστε και όταν ακούει “Grecia”, ενθουσιάζεται.
“A, εσύ είστε ελληνικό;” μας λέει με σπασμένα ελληνικά. Όπως αποδεικνύεται, ο ηλικιωμένος αυτός μουσικός, στα νιάτα του σύχναζε στο λιμάνι του Σιενφουέγος, όπου γνώρισε Έλληνες ναυτικούς και έμαθε τη γλώσσα, χωρίς να έχει έρθει ποτέ του στην Ελλάδα. Είναι ανιψιός του Benny More, θρυλικού μουσικού, του οποίου το άγαλμα κοσμεί το prado, την κεντρική λεωφόρο του Σιενφουέγος. Έχει πιει φυσικά μία θάλασσα ρούμι και μας δίνει συμβουλές για τη ζωή. Όταν φεύγουμε, στη μία τη νύχτα, επιμένει να μας συνοδεύσει μέχρι την casa που μένουμε για να μη μας συμβεί κάτι. Εκείνος θα περπατήσει άλλα 12 χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι. Αλλά εκείνο που τον ανησυχεί είναι πως η γυναίκα του θα τον μαλώσει που ξενύχτησε πάλι.
Όμως η πιο μαγική στιγμή του ταξιδιού είναι ίσως στο Trinidad, όπου περνάμε από το Casa de la Cultura και πέφτουμε πάνω σε χορό των… ΚΑΠΗ της πόλης. Είναι ο σύλλογος Danzon. Όλοι σε ηλικία “θυμάμαι το Μπατίστα στην εξουσία”. Ένα συγκρότημα από 8 ηλικιωμένους παίζει υπέροχη μουσική και καμία εκατοστή παππούδες με καλοσιδερωμένα πουκαμισάκια και ψάθινα καπελάκια και γιαγιάδες με πολύχρωμα ρούχα, παλιά αλλά περιποιημένα, χορεύουν σαν να είναι νέοι ξανά- και είναι νέοι ξανά. Τι στο καλό, δεν παθαίνουν αρθριτικά στην Κούβα;
Κοντοστεκόμαστε στην είσοδο και μία γιαγιά ντυμένη στα κόκκινα με τραβάει από το χέρι και με βάζει να χορέψω με τον ακόμη πιο ηλικιωμένο καβαλιέρο της, ο οποίος είναι καμπουριασμένος από τα χρόνια, μοιάζει κοντά 110, αλλά χορεύει παρόλα αυτά. Οι μόνοι άλλοι τουρίστες που έχουν μπει μέσα στο χώρο είναι ένα ζευγάρι Αυστραλών. Ο άντρας, ψηλός και ξανθός, κοιτάζει γύρω του με ορθάνοιχτα μάτια και ανοιχτό, χαμογελαστό στόμα. Δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, αλλά του αρέσει πάρα πολύ.
Παραγγέλνουμε ρούμι, χορεύουμε με τους παππούδες και τις γιαγιάδες και καταλήγουμε να μας δείχνει τα βήματα του cha cha cha, σε εμάς και τους Αυστραλούς, ένας χαμογελαστός κύριος που μας συστήνεται με το βαρύγδουπο τίτλο του “αντιπροέδρου της Πανκουβανικής Συνομοσπονδίας Συλλόγων Χορού”- μαθαίνουμε στη συνέχεια ότι κάθε Κουβανός είναι και πρόεδρος κάπου, άλλη μία απόδειξη της μακρινής μας συγγένειας.
Ο φιλόσοφος πυγμάχος, εκατομμυριούχος των φτωχών
Είναι όλα λοιπόν στην Κούβα τόσο μαγικά; Όχι φυσικά. Τα αμάξια αντίκες, που τόσο ωραία φαντάζουν στις φωτογραφίες μολύνουν την ατμόσφαιρα και το καυσαέριο ειδικά στην Αβάνα σου καίει το λαιμό. Σαν την Αθήνα τέλη δεκαετίας ‘80.
Η Αβάνα είναι αρκετά βρώμικη, άλλωστε η οικολογική συνείδηση είναι μία πολυτέλεια που αποκτάς όταν λύσεις τα της διαβίωσης. Προβλήματα και φτώχεια υπάρχουν, αν και πολλοί Κουβανοί μοιάζουν να τα ξεχνάνε με ένα μπουκάλι ρούμι και με ένα πούρο.
Όπως οι δύο μιγάδες Κουβανοί, που έχουν αδειάσει ένα μπουκάλι ρούμι στη μία το μεσημέρι ένα Σάββατο και τριγυρνούν στα στενά της παλιάς Αβάνας. Ο ένας δαγκώνει ένα τεράστιο πούρο και ο άλλος κρατά ένα αυτοσχέδιο “κολωνάτο ποτήρι”, που αποτελείται από τους πάτους δύο πλαστικών μπουκαλιών κολλημένους ο ένας στον άλλο. Βλέπουν έξω από ένα μαγαζί (είπαμε οι Κουβανοί δεν μπορούν να πληρώσουν για να καθίσουν στα τουριστικά, καλά, μαγαζιά, αλλά στέκονται και χορεύουν ή απολαμβάνουν τη μουσική στο πεζοδρόμιο) μία γιαγιά να χορεύει και αμέσως σταματούν και χορεύουν μαζί της.
Ο ψηλότερος εκ των δύο μας δήλωσε ότι ήταν πρωταθλητής πυγμαχίας της Κούβας και μας διηγήθηκε πως είχε πάει να αντιμετωπίσει ένα Αμερικάνο στο Μαϊάμι. Του προσέφεραν μας είπε πολλά λεφτά για να αγωνίζεται στην Αμερική και θα μπορούσε να είχε γίνει εκατομμυριούχος, αλλά προτίμησε να μείνει εκατομμυριούχος των φτωχών και του δρόμου. Μας είπε και σοφά λόγια όπως ότι οι πλούσιοι δε βοηθούν κανέναν, ακριβώς επειδή έχουν λεφτά.
Ίσως ήταν το ρούμι,ίσως η σαντερία, πάντως ο πυγμάχος το έχει φιλοσοφήσει το θέμα.
Πίσω στο cafe του ξενοδοχείου Inglaterra, η μπάντα δίνει για μία ακόμη φορά τα ρέστα της και ευτυχώς σήμερα η πελατεία δεν περιλαμβάνει μόνο βαριεστημένους τουρίστες, αλλά (εκτός από εμάς) μία μεγάλη παρέα Καναδών που χειροκροτούν θερμά τους μουσικούς και δύο Ισπανίδες που λικνίζονται στους ήχους της σάλσα, του τσα- τσα- τσα και του μπολερό.
Ένας γέρος, Βορειοευρωπαίος ή Βορειοαμερικανός, με λευκά μαλλιά, λευκή γενειάδα και δύο καταγάλανα μάτια, λευκά λινά ρούχα και ένα κλαρινέτο στο χέρι, στέκεται δίπλα στη μπάντα. Είναι τουρίστας, που ήρθε στην Κούβα με το μουσικό του όργανο και ο γέρος τραγουδιστής και αρχηγός του συγκροτήματος τον σήκωσε να παίξει μαζί τους.
Ο γέροντας τουρίστας αρχίζει και παίζει, είναι όμως εμφανώς τρακαρισμένος και σχεδόν δε βγαίνει ήχος. Ο Κουβανός παππούς τραγουδιστής με το πλατύ χαμόγελο και τα λυπημένα μάτια αρχίζει και τον ενθαρρύνει. Μας κάνει νόημα να του χτυπήσουμε παλαμάκια στο ρυθμό και υπακούμε όλοι, με πρώτους τους Καναδούς, που είναι ενθουσιασμένοι. Ο γέροντας παίρνει θάρρος, αρχίζει και φυσά δυνατά, παίζει το κλαρινέτο του μαζί με τη μπάντα, που εμφανώς χαίρεται με τη χαρά του.
Όταν τελειώνει το μικρό του σόλο, το χαμόγελο του και η λάμψη στα μάτια του δεν περιγράφεται. Δεν είναι πια ένας ασπρομάλλης γέροντας. Είναι ένα γαλανομάτικο παιδί, που γελά με απόλυτη ευτυχία.
Ίσως να ήθελε πάντα να γίνει μουσικός, ίσως ο πατέρας του ή η ζωή, οι περιστάσεις και οι υποχρεώσεις της να μην του το επέτρεψαν και τώρα -έστω τώρα- ήρθε στην Κούβα και το όνειρο του έγινε πραγματικότητα.
Ο γέρος Κουβανός αρχηγός της μπάντας γελά πια και με το στόμα και με τα μάτια: Ξέρει τι δώρο μοιράστηκε και το βλέμμα του έχει κάτι πονηρό, σαν παιδί που έκανε μία σκανταλιά μαζί με ένα άλλο, άγνωστο του, παιδάκι. Οι Καναδοί χειροκροτούν πια όρθιοι, ευτυχισμένοι και εκείνοι με όλη αυτή την ευτυχία. Όλα τα άσχημα που υπάρχουν γύρω έχουν εξαφανιστεί προσωρινά από το βλέμμα.
Porque llora el nina, mama? Γιατί κλαίει η μικρή, μαμά; Είναι το τελευταίο απόγευμα στην Κούβα, πρέπει να μαζέψουμε τα πράγματα μας και να φύγουμε για το αεροδρόμιο Χοσέ Μαρτί και έχουμε ξαφνικά βουρκώσει. Θα γυρίσουμε όμως κάποια μέρα. Θα γυρίσουμε.
Είναι ποτέ δυνατόν να νιώθεις ξενιτεμό από μία χώρα στην οποία πάτησες το πόδι σου πρώτη φορά; Κατά τα φαινόμενα είναι.
Γιατί στην Κούβα τίποτε δεν είναι σίγουρο, αλλά όλα είναι πιθανά.