ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ
Ο συγγραφέας Βαγγέλης Γιαννίσης μας γράφει αποκλειστικά για μια χριστουγεννιάτικη γιορτή με μακάβριο τέλος.
Πλησίασα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και σούφρωσα τη μύτη μου καθώς πρόσεξα τον λεκέ στον γιακά του πουκαμίσου. Η αντίθεση ανάμεσα στο σκούρο κόκκινο, στα όρια του καφέ, με το λευκό ήταν κραυγαλέα σαν ύβρη. Ο ένοχος βρισκόταν μερικά χιλιοστά πιο πάνω· ένα λεπτό, σχεδόν αδιόρατο σημάδι πάνω στον φρεσκοξυρισμένο λαιμό μου. Ούτε που κατάλαβα πώς κόπηκα. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Η θέα του αίματος μου έφερνε αναγούλα από τότε που ήμουν μικρός.
Τα παιδιά έχουν την τάση να τραυματίζονται συχνά. Ένα γδαρμένο γόνατο, έπειτα από ένα τάκλιν στην προσπάθειά σου να ανακόψεις τον επιθετικό της αντίπαλης ομάδας καθώς μπουκάρει στη μεγάλη περιοχή. Ένα ματωμένο πηγούνι, επειδή δεν πρόσεξες την πέτρα πάνω στην οποία βρήκε η μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου και σωριάστηκες στην άσφαλτο με το πρόσωπο. Ένα ανοιγμένο κεφάλι, επειδή ο συμμαθητής σου σε έσπρωξε με περισσότερη δύναμη από όση υπολόγιζε και χτύπησες στη γωνία του θρανίου. Πληγές μικρές που χάνονται και ξεχνιούνται έπειτα από μερικές ώρες ή μέρες, και πληγές μεγάλες που γίνονται ουλές, μία καθημερινή υπενθύμιση ενός τσακωμού, μίας απροσεξίας, μίας θαρραλέας προσπάθειας.
Αν δεν είχα δει τον λεκέ, πιθανότατα θα συνέχιζα τη βραδιά μου όπως είχα σχεδιάσει, με το Χριστουγεννιάτικο δείπνο που περίμενα εναγωνίως —κάτι που το στομάχι μου φρόντιζε να υπενθυμίσει με τακτικά γουργουρητά— αλλά από τη στιγμή που προσέξουμε αυτές τις μικρές ατέλειες, μας είναι δύσκολο να τις ξεχάσουμε. Μία παλιά μου φίλη, η οποία δυστυχώς δεν βρίσκεται πια στη ζωή, πρόσεξε έπειτα από οχτώ χρόνια σχέσης —και πέντε συμβίωσης— πως το ένα αυτί του συντρόφου της μάζευε υπερβολικά πολύ κερί. Για οχτώ χρόνια αυτό το κέρινο συσσωμάτωμα υπήρχε εκεί, απαρατήρητο. Υπήρχε κάθε φορά που του ψιθύριζε στο αυτί πόσο τον αγαπούσε. Υπήρχε κάθε φορά που χωνόταν στην αγκαλιά του και τα πρόσωπά τους έρχονταν κοντά. Υπήρχε κάθε φορά που ξεκούραζε το κεφάλι της στον ώμο του, όταν έβλεπαν ταινία στον καναπέ. Θα μπορούσε να το είχε δει στο πρώτο τους ραντεβού, ή κάποια από τις φορές που του ψιθύρισε στο αυτί, που τον αγκάλιασε, που χουχούλιαζε μαζί του στον καναπέ. Κι όμως, το είδε έπειτα από οχτώ χρόνια και από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να το ξεχάσει. Ίσως επειδή κανείς αναρωτιέται, αν δεν είδα κάτι τόσο προφανές, τι άλλα δεν έχω δει; Και αρχίζεις και βλέπεις τον σύντροφό σου —ή τον οποιονδήποτε— με άλλο μάτι, γιατί είναι πια ένας ξένος.
Χαλάρωσα τη γραβάτα, ξεκούμπωσα τον γιακά και έβγαλα με προσοχή το σκούρο μπλε σακάκι, το οποίο κρέμασα προσεκτικά στην πλάτη της καρέκλας. Έπειτα, άνοιξα τα φύλλα της ντουλάπας. Πολλές φορές, όταν έρχομαι αντιμέτωπος με μία πληθώρα επιλογών, σαστίζω. Φοβάμαι μην κάνω κάποια λάθος επιλογή, ή χειρότερα, μία επιλογή για την οποία στη συνέχεια θα μετανιώσω. Τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα και απλούστερα αν ο κόσμος μας ήταν δυαδικός. Ναι και όχι. Άσπρο και μαύρο. Καλό και κακό. Ή, τουλάχιστον, θα κοιμόμουν καλύτερα αν είχα την ψευδαίσθηση πως ήταν. Σίγουρα δεν θα πονοκεφάλιαζα προσπαθώντας να διαλέξω το πουκάμισο για την αποψινή ξεχωριστή βραδιά. Ήξερα πως ήθελα να φορέσω κάτι λευκό —είχα πάρει την απόφασή μου— αλλά ακόμη και αυτή η επιλογή οδηγεί σε περισσότερα διλήμματα. Κλασικός γιακάς ή button down; Αν διαλέξω τον δεύτερο, η αναζήτησή μου τελειώνει εκεί, ωστόσο ο κλασικός ενδείκνυται περισσότερο για την αποψινή περίσταση, οπότε μοιραία οδηγούμαι σε περισσότερες επιλογές. Spread, semi spread, Italian spread ή British spread; Μετά, είναι και η ραφή. Να διαλέξω ένα πουκάμισο με απλή, γαλλική ή πλακοραφή; Χάος. Πόσο πιο ευτυχισμένος θα ήμουν βυθισμένος στην άγνοια, αν δεν είχα δει τον κόκκινο λεκέ, ή αν δεν έδινα τόσο μεγάλη σημασία στα είδη του γιακά. Αν όλα τα πουκάμισα μου φαίνονταν ίδια.
Εν τέλει, διάλεξα ένα όμορφο ιταλικό πουκάμισο που μου πάγωσε το δέρμα με το που το φόρεσα και μύριζε διακριτικά λεβάντα. Κούμπωσα τον γιακά κι έπειτα πέρασα τη γραβάτα στον λαιμό μου, σφίγγοντας ξανά τον κομψό κόμπο που με τόση δεξιοτεχνία είχα φτιάξει. Αγαπώ τους κόμπους και σε αντίθεση με τα πουκάμισα, η ποικιλομορφία τους δεν με παραζαλίζει. Υπάρχει από ένας κόμπος για κάθε ανάγκη. Υπάρχουν κόμποι για γραβάτες, οι οποίοι τραβούν βλέμματα και αναδεικνύουν πεντακάθαρα και φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα και κομψά κοστούμια. Υπάρχουν κόμποι πανίσχυροι, που συγκρατούν τα πλοία στο λιμάνι και άλλοι που συγκρατούν σώματα που αιωρούνται πάνω από μία απόκρημνη πλαγιά. Κόμποι που σφίγγονται γύρω από λαιμούς ανθρώπων που βαρέθηκαν τη ζωή και κόμποι που σφιχταγκαλιάζουν καρπούς εκείνων που γίνονται έργα τέχνης των master της τέχνης του shibari. Λίγα πράγματα είναι ομορφότερα από έναν κόμπο —και η ομορφιά του κόμπου έγκειται στην απλότητά του. Τα απλά πράγματα στη ζωή είναι και τα πιο όμορφα, σκέφτηκα, ίσως επειδή η ζωή, όπως προείπα, μόνο απλή δεν είναι.
Το όνομα στην οθόνη δεν μου ήταν γνωστό. Άλλωστε, το κινητό δεν ήταν δικό μου. Όπως δεν ήταν δικά μου τα ρούχα που φορούσα. Ούτε το πουκάμισο που με τόσο κόπο διάλεξα, ούτε η γραβάτα που με δεξιοτεχνία έδεσα, ούτε το πουκάμισο που λέκιασα με το αίμα μου.
Όταν ήμουν έφηβος, ο πατέρας μου μού έδωσε να διαβάσω ένα διήγημα από την αγαπημένη του συγγραφέα, την Ούρσουλα Λε Γκουίν —χάρη στην οποία πιθανότατα θα γινόμουν αμύθητα πλούσιος αν κέρδιζα ένα ευρώ για κάθε φορά που έβλεπα το όνομά της να αναγράφεται λανθασμένα ως Λε Γκεν— με τίτλο Εκείνοι που έφυγαν από το Όμελας. Το Όμελας του τίτλου είναι μία πόλη στην οποία επικρατεί η ευτυχία και η ισότητα. Μία πραγματική ουτοπία, η οποία ωστόσο προκειμένου να διατηρηθεί χρειάζεται μία θυσία. Για να ζουν οι κάτοικοι του Όμελας ευτυχισμένοι, δίχως βασιλείς, ιερείς, στρατιώτες και περιττές έγνοιες, με μία σχετική αφθονία, θα πρέπει ένα παιδί να ζει κλεισμένο, υποσιτισμένο και βρώμικο σε ένα υπόγειο. Όχι όμως ξεχασμένο· οι κάτοικοι της πόλης γνωρίζουν για την ύπαρξή του και συνειδητά επιλέγουν να διαιωνίζουν την αδικία αυτή, το βασανιστήριο του ενός ατόμου, ώστε όλοι οι υπόλοιποι να ζουν ευτυχισμένοι. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που επιλέγουν να φύγουν από το Όμελας. Όπως ελάχιστοι είναι εκείνοι που επιλέγουν να μην έχουν κινητό, παρόλο που για να κατασκευαστεί καταστρέφονται χώρες όπως η Ρουάντα και το Κονγκό, επειδή σε αυτές έτυχε να βρίσκονται σημαντικές ποσότητες κολτανίου, ή η Χιλή της οποίας τα πλούσια σε λίθιο πεδία άλμης εξαφανίζονται για να φτιαχτούν οι μπαταρίες των θαυματουργών αυτών μικροσυσκευών, οι οποίες συναρμολογούνται σε εργοστάσια με συνθήκες εργασίας τόσο απάνθρωπες που αναγκάζουν τους εργάτες σε αυτοκτονία —και όλα αυτά, όπως περιέγραφε ένας κάποτε δημοφιλής κωμικός που πλέον έχει περιέλθει σε δυσμένεια, για να αφήνει ο καθένας κακόβουλα σχόλια σε βίντεο του YouTube ενώ κάνει την ανάγκη του στην τουαλέτα.
Ένα από τα κινητά πάνω στο τραπέζι χτυπούσε επίμονα. Σπεύδω να το πάρω στα χέρια μου. Το όνομα στην οθόνη δεν μου ήταν γνωστό. Άλλωστε, το κινητό δεν ήταν δικό μου. Όπως δεν ήταν δικά μου τα ρούχα που φορούσα. Ούτε το πουκάμισο που με τόσο κόπο διάλεξα, ούτε η γραβάτα που με δεξιοτεχνία έδεσα, ούτε το πουκάμισο που λέκιασα με το αίμα μου. Όπως δικά μου δεν ήταν τα μοσχομυριστά φαγητά στο τραπέζι, το ίδιο το τραπέζι, οι καρέκλες γύρω του, το σαλόνι στο οποίο βρισκόταν το τραπέζι και το διαμέρισμα στο οποίο βρισκόταν το σαλόνι. Ανήκαν, φαντάζομαι, στον ιδιοκτήτη του κινητού, ο οποίος με κοιτούσε προσπαθώντας να καταλάβει εάν θα είχε την ίδια μοίρα με τη σύζυγό του. Υποθέτω πως ήταν η σύζυγός του, όπως υπέθεσα ότι το διαμέρισμα ανήκε σε εκείνον. Θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκε στη σύζυγό του, αλλά ενστικτωδώς υπέθεσα πως ο κύρης του σπιτιού ήταν αυτός. Και αυτό κάτι λέει για εμένα ή την κοινωνία ή και τα δύο. Αυτό το κάτι, βέβαια, είναι κενό νοήματος, καθώς στο τέλος εξισώνονται όλοι. Και ο κύρης και ο δούλος. Και αυτός που χρησιμοποιεί το κινητό και εκείνος που αυτοκτόνησε επειδή δεν άντεχε να δουλεύει στο εργοστάσιο που τα κατασκευάζει. Και η Ούρσουλα Λε Γκουίν και οι αναγνώστες της. Και εκείνοι που την ξέρουν ως Λε Γκεν και όσοι την προφέρουν σωστά Λε Γκουίν. Και εκείνοι που πληγώνουν και αυτοί που πληγώνονται. Και ο θύτης και το θύμα. Όλοι στο τέλος πεθαίνουν. Ακόμη και εγώ. Θα πεθάνω από κάποια ασθένεια (καρκίνος, πνευμονία), από κάποιο ατύχημα (πικνίκ, κεραυνός), από γηρατειά (στα εβδομήντα ή τα ογδόντα), από χέρι άλλου ή δικό μου. Θα πεθάνω έχοντας μπει σε δεκάδες, ελπίζω εκατοντάδες, σπίτια ξένων, τρώγοντας το φαγητό τους, πίνοντας από το κρασί τους, κλέβοντας τα λεφτά και τις ζωές τους. Θα πεθάνω έχοντας διαβάσει Ναμπόκοφ και Τουέην, αλλά δίχως να έχω διαβάσει άλλους τόσους άξιους συγγραφείς. Θα πεθάνω με τη χαρά πως πρόλαβα να απολαύσω το Fear Inoculum, αλλά με τη γλυκιά θλίψη πως ίσως δεν προλάβω να ακούσω το άλμπουμ που θα μπορούσε να πετάξει από την πρώτη θέση των αγαπημένων μου το Abbey Road. Θα πεθάνω έχοντας δοκιμάσει εκλεκτό κρέας Kobe, όχι όμως fugu.
Ίσως, βέβαια, τίποτα από αυτά να μην έχει σημασία, επειδή στο τέλος θα πεθάνω και θα εξισωθώ με όλους όσους πέθαναν πριν από εμένα και όλους όσους θα πεθάνουν μετά. Θα εξισωθώ και με τον τρομοκρατημένο, δεμένο άγνωστο, στου οποίου το σπίτι εισέβαλα το βράδυ τούτο, ενώ ετοιμαζόταν να γιορτάσει για άλλη μία χρονιά χαρούμενα Χριστούγεννα με τη σύζυγό του, η οποία δεν είναι πια μαζί μας (λαιμός, σχοινί), όπως οι άνθρωποι συνηθίζουν να λένε για κάποιον που πέθανε προκειμένου να μη σκέφτονται τον θάνατο του προσώπου αυτού, και τον οποίο δεμένο άγνωστο σκοπεύω να σκοτώσω (πρόσωπο, μαξιλάρι), επειδή θα ήταν απάνθρωπο να τον κρατούσα κλειδωμένο σε κάποιο υπόγειο, όπως οι κάτοικοι του Όμελας το παιδί που πρέπει να υποφέρει για να είναι εκείνοι ευτυχισμένοι.
Πρώτα, όμως, θα φάω το δείπνο που περίμενα εναγωνίως.
Τα βιβλία του Βαγγέλη Γιαννίση κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα.