MJøSTåRNET, ΤΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΨΗΛΟΤΕΡΟ ΞΥΛΙΝΟ ΚΤΙΡΙΟ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Πώς ο 18ώροφος ξύλινος ουρανοξύστης που κοσμεί μια μικρή πόλη στη Νορβηγία, δείχνει τον δρόμο για ένα βιώσιμο μέλλον.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα από τα φλέγοντα ζητήματα του αιώνα που διανύουμε, με τις συνέπειές της να είναι εμφανείς (και τρομακτικές) τα τελευταία χρόνια. Τα περιθώρια που έχει ο πλανήτης – και μαζί του ο ανθρώπινος πολιτισμός – προκειμένου να σωθεί, είναι περιορισμένα, γι’ αυτό και ο επείγοντας χαρακτήρας της κατάστασης, επιβάλλει να βρούμε νέους τρόπους σκέψης και δράσης, προτού να είναι πολύ αργά.
Τρανό παράδειγμα των λύσεων για βιωσιμότητα, που μπορούν να δώσουν ελπίδα για το μέλλον, αποτελεί το Mjøstårnet, το οποίο βρίσκεται στην πόλη Μπρουμούνταλ της Νορβηγίας και έχει επικυρωθεί ως το υψηλότερο ξύλινο κτίριο στον κόσμο, σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Υψηλών Κτιρίων και Αστικών Οικοτόπων. Εκτός από την οικολογική σημασία του και το γεγονός ότι πρόκειται για ένα τολμηρό εγχείρημα, το κτίριο διαθέτει μία ακόμη πρωτιά, καθώς τα υλικά και η τεχνογνωσία του έχουν τοπική “προέλευση”.
Τα χαρακτηριστικά του Mjøstårnet
Η Μπρουμούνταλ είναι μια μικρή πόλη με 10.000 κατοίκους, κτισμένη στην όχθη της λίμνης Mjøsa, περίπου 140 χιλιόμετρα βόρεια του Όσλο, της πρωτεύουσας της Νορβηγίας. Δεν πρόκειται για κάποιο τουριστικό προορισμό, ούτε για πόλος έλξης επισκεπτών. Είναι φημισμένη για τη δασοκομία της και την βιομηχανία επεξεργασίας ξύλου, ενώ περιλαμβάνει αρκετά βιομηχανικά κτίρια. Το Mjøstårnet, όμως, την τοποθέτησε στον “χάρτη” και της έχει προσδώσει, πλέον, τη δική της, ιδιαίτερη ταυτότητα.
Το κτίριο σχεδιάστηκε από το νορβηγικό αρχιτεκτονικό γραφείο Voll Arkitekter για λογαριασμό της επενδυτικής εταιρείας AB Invest, ενώ οι κατασκευαστικές δομές του εγκαταστάθηκαν από τη νορβηγική εταιρεία Moelven Limtre. Το Mjøstårnet θεωρείται σύμβολο της “πράσινης αλλαγής” και αποδεικνύει ότι τα ψηλά κτίρια μπορούν να κατασκευαστούν χρησιμοποιώντας τοπικούς πόρους, τοπικούς προμηθευτές και βιώσιμα ξύλινα υλικά. Σημειώνεται πως το έργο αποπερατώθηκε τον Μάρτιο του 2019.
Το όνομα Mjøstårnet είναι νορβηγικό και σημαίνει “Ο πύργος της λίμνης Mjøsa”, καθώς το ξύλινο κτίριο έχει θέα τη λίμνη Mjøsa (η μεγαλύτερη στη Νορβηγία) και τα περίχωρά της. Πρόκειται για έναν σύγχρονο πύργο μικτής χρήσης, ο οποίος έχει επίσημο ύψος 85,4 μέτρα και συνολική επιφάνεια δαπέδου 11.300 m2. Αποτελείται από 18 ορόφους, οι οποίοι περιλαμβάνουν διάφορες εγκαταστάσεις (γραφεία, κατοικίες, ξενοδοχειακά διαμερίσματα κλπ) που μπορούν να αξιοποιηθούν από τους κατοίκους του κτιρίου, τους ντόπιους της περιοχής, αλλά και τους επισκέπτες.
Αναλυτικά, το ισόγειο είναι κοινόχρηστο και διαθέτει λόμπι, ρεσεψιόν και εστιατόριο. Πάνω από την είσοδο υπάρχουν πέντε όροφοι με γραφεία και ένα τετραώροφο ξενοδοχείο με 72 δωμάτια. Στους ορόφους 12 έως 16 στεγάζονται τριάντα τρεις οικιστικές μονάδες με μπαλκόνια και θέα στη λίμνη. Οι δύο τελευταίοι όροφοι διαθέτουν τρεις επιπλέον οικιστικές μονάδες, μια αίθουσα έκθεσης και μπαλκόνια ανοιχτά προς το κοινό, τόσο στον 18ο όσο και στον 19ο όροφο. Το κτίριο συμπληρώνεται από δύο δημόσιες πισίνες μήκους 25 μέτρων στο χαμηλό κτίριο δίπλα στον πύργο.
Η οικολογική σημασία του Mjøstårnet
Αυτό που κάνει το Mjøstårnet να διαφέρει, είναι το γεγονός πως η κατασκευή του βασίζεται, όχι στον χάλυβα και το σκυρόδεμα, αλλά στις γιγάντιες ξύλινες δοκούς επικολλητής πλαστικοποιημένης ξυλείας, ένα προϊόν στο οποίο κομμάτια ξυλείας συνδέονται μεταξύ τους με αδιάβροχες κόλλες. Η ξυλεία με σταυροειδείς στρώσεις χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή των κλιμακοστασίων, των φρεάτιων ανελκυστήρων και των μπαλκονιών. Δεδομένου ότι τα κύρια κατακόρυφα/πλευρικά δομικά στοιχεία και τα συστήματα που εκτείνονται στο δάπεδο του Mjøstårnet είναι κατασκευασμένα από ξύλο, το κτίριο θεωρείται ότι είναι οικοδομημένο εξ ολοκλήρου από ξύλο.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι κτιριακές κατασκευές αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους παράγοντες στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου. Η Παγκόσμια Συμμαχία για τα Κτίρια και τις Κατασκευές ανέφερε ότι το 28% των παγκόσμιων εκπομπών παράγονται από τις κτιριακές εργασίες (θερμότητα, φωτισμός κλπ), ενώ ένα επιπλέον 11% προέρχεται από την κατασκευή υλικών και από τη διαδικασία οικοδομής.
Μια έκθεση του 2018 από το Chatham House υπολόγισε ότι τα 4 δισεκατομμύρια τόνοι τσιμέντου που παράγονται ετησίως παγκόσμια αντιπροσωπεύουν το 8% των εκπομπών άνθρακα, που απελευθερώνεται από την καύση που απαιτείται για την κατασκευή του τσιμέντου και από τις εμπλεκόμενες χημικές διεργασίες. Την ίδια στιγμή, τα απόβλητα σκυροδέματος συνήθως καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής. Ακόμη και σε μέρη όπου έχουν αναπτυχθεί τεχνολογίες για την ανακύκλωση του υλικού, η διαδικασία είναι πολύπλοκη.
Αντιθέτως, τα επεξεργασμένα προϊόντα ξύλου, όπως το glulam και η ξυλεία με σταυροειδείς στρώσεις, προσφέρουν ένα εναλλακτικό μοντέλο για τον κατασκευαστικό κλάδο. Οι κολώνες ξυλείας, δεδομένου ότι προηγουμένως ήταν δέντρα, διατηρούν το διοξείδιο του άνθρακα που συλλαμβάνεται από την ατμόσφαιρα. Ένα κυβικό μέτρο ξυλείας glulam αποθηκεύει περίπου 700 κιλά διοξειδίου του άνθρακα. Περίπου 18.000 δέντρα χρειάστηκαν για την παραγωγή των προϊόντων ξύλου που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του Mjøstårnet και της πισίνας. Συνολικά, αυτά τα δέντρα δεσμεύουν περισσότερους από 2.000 τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Ο νορβηγικός νόμος, πάντως, απαιτεί την αναφύτευση των υλοτομημένων στρεμμάτων.
Είναι τα ξύλινα κτίρια το μέλλον;
Πολλοί δήμοι και κράτη “αγκαλιάζουν” τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα της δόμησης με ξυλεία, ενώ σε αρκετά μέρη του κόσμου προωθούνται νέα σχέδια για υψηλές ξύλινες κατασκευές, καθώς θεωρούν πως είναι η λύση για ένα βιώσιμο και “πράσινο” μέλλον. Φαίνεται πως οι ξύλινοι ουρανοξύστες θα κυριαρχήσουν τις επόμενες δεκαετίες, καθώς αρκετοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί στρέφονται την χρήση του ξύλου – και συγκεκριμένα την σταυρωτή επικολλητή ξυλεία – ως κύριο δομικό στοιχείο στις κατασκευές τους. Άλλωστε, η αντοχή και η σταθερότητα του υλικού είναι η ίδια.
Έτσι, αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν πως αντικαθιστώντας τον χάλυβα και το σκυρόδεμα με ξύλο που προέρχεται από δάση βιώσιμης διαχείρισης, η οικοδομική βιομηχανία θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά την παγκόσμια εκπομπή των αερίων του θερμοκηπίου και να λύσει σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.