Moody’s: Ανάπτυξη 2% το 2018 και στο βάθος αναβάθμιση
Ανάπτυξη 2% του ΑΠΕ για φέτος και 2,2% για το 2019, βλέπει ο οίκος που προαναγγέλει νέα αναβάθμιση αν η Ελλάδα συνεχίσει την πορεία της και βγει στις αγορές.
- 26 Σεπτεμβρίου 2018 21:21
Στην επιβεβαίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στο Β3 παρέμεινε ο ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος εξέδωσε την Τετάρτη με λίγες μέρες καθυστέρηση την αξιολόγησή της τονίζοντας ότι το πιστωτικό προφίλ της χώρας στηρίζεται από τη βελτίωση των οικονομικών και δημοσιονομικών προοπτικών, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης.
Ωστόσο το στοίχημα που θα πρέπει να κερδίσει η Ελλάδα για να αναβαθμίσει περαιτέρω το αξιόχρεο της χώρας, είναι να επανέλθει στις αγορές. Στα θετικά για την ελληνική οικονομία τοποθετούνται η διαφαινόμενη ισχυρή θέληση για εφαρμογή απαιτητικών μεταρρυθμίσεων, το εξαιρετικά χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, οι ήπιες χρηματοδοτικές ανάγκες (με δεδομένη τη στήριξη των πιστωτών της χώρας).
Τον οίκο αξιολόγησης δείχνει να ανησυχούν
– Το ιδιαίτερα υψηλό χρέος της Ελλάδας που θα πρέπει να μειωθεί με την εφαρμογή μίας ιδιαίτερα σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια,
– Η συνέχιση εφαρμογής των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και
– Το υψηλό επίπεδο κόκκινων δανείων που διατηρεί την αδυναμία στον τραπεζικό κλάδο
Νέα αναβάθμιση στον ορίζοντα
Η Moody’s προαναγγέλλει νέα αναβάθμιση, αν η Ελλάδα διατηρήσει την μεταρρυθμιστική της πορεία και προχωρήσει σε μια επιτυχημένη έξοδος στις αγορές, κίνηση που θα βελτιώσει με ταχύτερη του αναμενόμενου ταχύτητα την «υγεία» του τραπεζικού κλάδου.
Ο οίκος τονίζει ότι με δεδομένο το θετικό outlook δεν υπάρχει η πιθανότητα υποβάθμισης της Ελλάδας, ωστόσο μπορεί να ασκηθεί πίεση στην αξιολόγηση, εάν η ελληνική κυβέρνηση δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και προχωρήσει σε αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί, γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση με τους πιστωτές.
Μία τέτοια εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει και σε άρση της στήριξης της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα.
Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας
Ο οίκος τονίζει ακόμη στην έκθεσή του ότι η οικονομική ισχύ της Ελλάδας χαρακτηρίζεται ως «Μέτρια (-)», ώστε να αντανακλά την αβεβαιότητα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και τις συνέπειες της σταθερής χαμηλής ανάπτυξης για τα επίπεδα εισοδήματος.
Η μέτρια βαθμολογία εξισορροπεί τα σχετικά υψηλά επίπεδα πλούτου της χώρας, με το μέτριο μέγεθος της οικονομίας και εξίσου μέτριο επίπεδο οικονομικής διαφοροποίησης. Παρόλο που αναμένεται ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας θα βελτιωθούν βραχυπρόθεσμα, παραμένουν σημαντικά εμπόδια στη διατηρήσιμη ανάπτυξη, περιλαμβανομένης της διαρθρωτικά χαμηλής αποταμίευσης και των επιτοκίων επενδύσεων.
Οι έλεγχοι κεφαλαίου, τα capital controls δηλαδή, έχουν χαλαρώσει, αλλά δεν έχουν καταργηθεί πλήρως και ο τραπεζικός τομέας παραμένει γεμάτος με πολύ υψηλά επίπεδα μη αποδοτικών περιουσιακών στοιχείων. Με βάση αυτό, η ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας έχει βελτιωθεί σημαντικά και η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει ορισμένες από τις πολύ μεγάλες εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικά υψηλών ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Τονίζεται επίσης ότι η κατάσταση χρηματοδότησης του τραπεζικού τομέα βελτιώθηκε κατά το 2017, με σημαντική πτώση της εξάρτησης από την έκτακτη ρευστότητα (ELA) από την EKT και το Ευρωσύστημα και αύξηση των εισροών καταθέσεων.
Σταθερή ανάκαμψη της οικονομίας
Η Ελλάδα σημείωσε συνεχή ανάπτυξη από τις αρχές του 2017 και αναμένεται ότι η ανάκαμψη θα επιταχυνθεί περαιτέρω φέτος και τα επόμενα έτη, με τη βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής, καθώς και την συνεχιζόμενη ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ.
Σημειώνεται μάλιστα ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας από πέρυσι, ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με την ανάκαμψη στην ίδια φάση της εμφάνισης, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου από την περίοδο της κρίσης τους.
Πονοκέφαλος το brain drain
Τονίζεται πάντως ότι, εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτηματικά πάνω από το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας, εξαιτίας των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων και της μετανάστευσης μεγάλου ποσοστού νέων και μορφωμένων.
Ο οίκος θεωρεί αδύναμη τη δημοσιονομική ισχύ της Ελλάδας λόγω του μεγάλου χρέους της κυβέρνησης, το οποίο ήταν λίγο κάτω από το 180% του ΑΕΠ στα τέλη του 2017, έναν από τους υψηλότερους δείκτες ονομαστικού χρέους των χωρών.
Παρόλα αυτά σημειώνεται ότι οι επεκτάσεις ωρίμανσης και άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν από τους πιστωτές της ζώνης του ευρώ τον Ιούνιο του 2018, αποτελούν σημαντική συμβολή στη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας κατά την επόμενη δεκαετία. Οι παρεμβάσεις αυτές προκαλούν διάρθρωση του χρέους της κυβέρνησης με πολύ χαμηλά επιτόκια και πολύ μεγάλες διάρκειες.
Στα ύψη το χρέος και τα επόμενα χρόνια
Ο οίκος τονίζει ότι το χρέος της Ελλάδας θα παραμείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα για τις επόμενες δεκαετίες και ακόμη και μικρές αποκλίσεις στις δημοσιονομικές ή οικονομικές επιδόσεις, μπορεί να καταστήσουν τη διαδρομή του χρέους μη βιώσιμη.
Τονίζει ότι η Ελλάδα θα παραμείνει εξαρτημένη στην σταθερή πολιτική στήριξη των χωρών πιστωτών της ζώνης του ευρώ και εκτιμά ότι η χώρα είναι ευάλωτη σε κάποιον μη αναμενόμενο κίνδυνο.
Στα θετικά συγκαταλέγεται και ραγδαία μείωση της εξάρτησης από τη χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Ευρωσύστημα κατά το τελευταίο έτος, καθώς οι εγχώριες καταθέσεις επιστρέφουν στο τραπεζικό σύστημα. Επίσης υποστηρίζεται ότι οι εγχώριοι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί
Εκλογές το καλοκαίρι του 2019
Ο οίκος αναμένει ότι οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν το καλοκαίρι του 2019. Όπως τονίζει, σημερινή κυβέρνηση κατάφερε να νομοθετήσει ένα μεγάλο αριθμό μεταρρυθμιστικών μέτρων παρά την περιορισμένη πλειοψηφία του στο κοινοβούλιο και χωρίς να προκαλέσει μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρίες, όπως συνέβη κατά τα προηγούμενα δύο προγράμματα προσαρμογής.
Για το άμεσο μέλλον τονίζει ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερή και υψηλή υποστήριξη για τα κόμματα που τάσσονται υπέρ της ένταξης στη ζώνη του ευρώ και επαναλαμβάνει πάντως ότι οι ανάγκες δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης θα μειωθούν τα επόμενα χρόνια κάτω από το 10% του ΑΕΠ, με τη βοήθεια του πρόσφατου πακέτου ελάφρυνσης του χρέους.
Παράλληλα η δέσμευση των πιστωτών της ζώνης του ευρώ να εξασφαλίσουν μεσομακροπρόθεσμα μακροπρόθεσμα μακροπρόθεσμα διαχειρίσιμες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες και να παράσχει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, εάν χρειάζεται, υποστηρίζει περαιτέρω τη βαθμολογία για τον κυβερνητικό κίνδυνο ρευστότητας.