“Μια πιο θηλυκή προσέγγιση του αίματος”: Η Αρασέλη Λαιμού μας μιλά για το “Αγία Έμυ”

“Μια πιο θηλυκή προσέγγιση του αίματος”: Η Αρασέλη Λαιμού μας μιλά για το “Αγία Έμυ”

Η “Αγία Έμυ”, ένα από τα πιο δυνατά ντεμπούτα του πρόσφατου ελληνικά σινεμά (και βραβευμένο στο σπουδαίο Φεστιβάλ του Λοκάρνο), κυκλοφορεί στις αίθουσες. Η σκηνοθέτης Αρασέλη Λαιμού μιλά γι΄ αυτό στο NEWS 24/7.

Η ταινία “Αγία Έμυ” προτάθηκε για 15 βραβεία Ίρις ’22 (τα «ελληνικά Όσκαρ»), περισσότερα από κάθε άλλη ταινία της χρονιάς. Αυτή είναι η συνέντευξή μας με τη σκηνοθέτη, λίγες ώρες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του φιλμ στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

***

Στην κλειστή κοινότητα των Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών του Πειραιά, η Έμυ νιώθει σαν ξένη. Οταν η αδερφή της, Τερέζα, μένει έγκυος η Έμυ έλκεται από μυστηριώδεις δυνάμεις που κατοικούν μέσα της. Όταν αρχίσουν να εκφράζονται με σωματικό τρόπο, οι πάντες γύρω της αντιδρούν διαφορετικά.

Μια μεταφυσική κοινωνική αλληγορία στην Ελλάδα μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά και μια αφήγηση χειραφέτησης μέσα από σκληρές πινελιές του σινεμά του φανταστικού; Ναι, βεβαίως. Η “Αγία Έμυ” είναι πολύ απλά μια από τις πιο απρόσμενες ταινίες που μας έχει δώσει εδώ και χρόνια το ελληνικό σινεμά. Εδώ, η Αλληγορία ή η Ιδέα δεν παίρνουν τόσο ασφυκτικά κυρίαρχο ρόλο ώστε να χάνουμε τους χαρακτήρες ή την ιστορία. Η Αρασέλη Λαιμού, σε ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο εντυπωσιακού στυλιστικού ελέγχου, καταφέρνει να παραδώσει ένα φιλμ που λειτουργεί και ως κοινωνικό δράμα (μέσα από το βλέμμα των νεαρών κοριτσιών μιας κοινότητας που βρίσκεται συνήθως στο περιθώριο) αλλά και στην παράδοση του φανταστικού.

Η “Αγία Έμυ” παίχτηκε στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ προηγουμένως είχε κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ του Λοκάρνο όπου και κέρδισε Ειδική Μνεία Σκηνοθετικού Ντεμπούτου- μία ακόμα πρόσφατη περίπτωση (ανάμεσα σε πολλές) όπου το ελληνικό σινεμά συνεχίζει να κερδίζει. Εκεί, τον περασμένο Αύγουστο, συναντήσαμε την Αρασέλη Λαιμού λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας της και καθώς ακόμη η εμπειρία της κλειστής αίθουσας ήταν κάτι που μόλις είχε επιστρέψει στη ζωή μας.

Πώς μια σκηνοθέτης γεννημένη στη Γαλλία και έχοντας ζήσει στην Αμερική, έφτασε να γυρίσει μια ταινία για μια κλειστή κοινότητα φιλιππινέζων στον Πειραιά. Πώς πέτυχε έναν συνδυασμό συμβολισμού πίστης, κοινωνικής ματιάς, και μεταφυσικού σασπένς; Ρωτήσαμε για να μάθουμε, πώς φτιάχτηκε μια αληθινά ξεχωριστή ελληνική ταινία.

Από πού ήρθε αυτή η ιστορία; Και ως προς την ηρωίδα, αλλά και ως προς το setting.

Στην αρχή, όσο αφορά τις δύο αδερφές, μου άρεσε πως αυτή είναι μια κοπέλα κάπως διαφορετική αλλά επειδή είναι σε μια κλειστή σχέση με την αδερφή της, είναι σαν να μην την έχουν πάρει χαμπάρι άλλοι. Ένας τέτοιος άνθρωπος πού θα ήταν; Ίσως σε μια κοινότητα του περιθωρίου κι αυτή, ή στο περιθώριο μιας κοινότητας στο περιθώριο.

Το μυαλό μου πήγε στη φιλιππινέζικη κοινότητα, οπότε άρχισα να πηγαίνω στην εκκλησία τους στον Πειραιά κι όταν πήγα εκεί ανακάλυψα τη σχέση που έχουν με τους θεραπευτές και την πίστη, και μια πνευματικότητα που όμοια δεν είχα ξαναδεί. Η σχέση τους με τους θεραπευτές είναι σχέση αγάπης μίσους. Κάπως τους καταδικάζουν αλλά και κάπως τους αγκαλιάζουν, και είναι μέρος της κουλτούρας τους. Είναι μπλεγμένη αυτή η σχέση φιλιππινέζικης εκκλησίας και θεραπευτών.

Με χτύπησε στα βιώματά μου γιατί μεγαλώνοντας, η μητέρα μου ήταν ασθενική. Κι αν και το σπίτι μου γενικά δεν ήταν θρήσκο, η μαμά μου ανακάλυψε τους θεραπευτές κι άρχισε να ασχολείται με αυτό. Εγώ στα 18 το αντιμετώπιζα με κυνισμό, έλεγα τι είναι αυτό, αλλά είχα μέσα μου και μία… ότι αν ας πιστεύεις, τότε αυτό ενεργοποιεί κάτι μέσα σου και σε σώζει. Είχα μιε αμφιταλάντευση μέσα μου, ιδιαίτερα ως προς το πρόσωπο του θεραπευτή. Έλεγα πως, αυτός θα ξέρει την αλήθεια.

Έμενα πολλά χρόνια Αμπελόκηπους, που είναι όλο το φιλιππινέζικο κέντρο, και έδεσαν έτσι όλα αυτά τα στοιχεία στην ιστορία.

Αλλά το αρχικό μου ενδιαφέρον ήταν η σχέση αυτών των δύο κοριτσιών. Μια σχέση αλληλεξάρτησης. Μου άρεσε το ότι η Έμυ ήταν αγκιστρωμένη από την Τερέζα τόσο πολύ, που αν εκείνη δεν την αποδεχόταν και δεν την έβλεπε για αυτό που είναι, τόσο θα ήταν σα να έχανε και την δική της υπόσταση. Στην ταινία πρέπει η Έμυ να ανακαλύψει μέρος του εαυτού της που ίσως της είναι βαρύ γιατί έχει και αρνητικές επιπτώσεις, πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί, να βρει τη δική της ταυτότητα. Αυτό είναι που με ιντρίγκαρε πιο πολύ συναισθηματικά.

Και με ενδιέφερε και το θέμα της ψυχικής υγείας, πώς το κληρονομείς, πώς αν δεν ξέρεις είναι κάτι που το φοβάσαι, αλλά είναι και μέρος της προσωπικότητάς σου και το κουβαλάς μέσα σου. Οπότε όλα αυτά τα στοιχεία τα έβαλα στην Έμυ, μια μικρή κοπέλα που δεν ξέρει ακόμα τον εαυτό της και που προσπαθεί κι αυτή να ταξινομήσει τα πάντα, όπως και τη σχέση της με τις δύο κουλτούρες.

Έκανες κάποια εκτενή έρευνα σχετικά με αυτή την κουλτούρα, μίλησες με κόσμο; Γιατί μου άρεσε που είδα μια όχι απόλυτα γνώριμη απεικόνιση, ακόμα και τόπων, της Αθήνας.

Αυτό με ενδιέφερε πολύ, επειδή εγώ γεννήθηκα στη Γαλλία. Εκεί ήμασταν κάπως οι ξένοι στην Γαλλία. Ο βιολογικός μου πατέρας είναι εβραιοπολωνός που έζησε στη Γαλλία. Μετά μετακομίσαμε στην Ελλάδα κι εγώ δεν είχα βαφτιστεί. Είχα κι αυτό το περίεργο όνομα, οπότε πάντα αντιδρούσαν «αααα, από που είσαι;; έχεις και λίγη προφορά», κλπ. Μετά μετακόμισα στην Αμερική όπου πάντα ήταν σα να εκπροσωπούσα την Ελλάδα, ενώ δεν ήμουν χαρακτηριστικό άτομο. Πάντα δηλαδή με κάποιο τρόπο κουβαλάς αυτό το Άλλο, κι οι γύρω αισθάνονται ότι κάπως στερεοτυπικά, πρέπει να το εκφράσεις. Αυτό ήταν το προσωπικό μου έρεισμα.

Προσπάθησα πολύ να μην είναι το βλέμμα της ταινίας εξωτικό. Προσπάθησα να είναι όλα σωστά. Ρώτησα πολύ ποια είναι η σχέση των ανθρώπων με το θεό, πολλές φιλιππινέζικες εκκλησίες στην Ελλάδα έχουν πολλά fellowships, κάθε ένα εκφράζει μια λίγο διαφορετική απόχρωση του χριστιανισμού, δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Υπάρχουν αποχρώσεις παγανιστικών στοιχείων μες στον καθολικισμό τους. Ρωτούσα, οι θεραπευτές είναι κάτι το διαβολικό ή έχουν κάτι πνευματικό; Κάθε ένας έχει τη δική του φιλοσοφία.

Όσο για Αθήνα, Ελλάδα, Πειραιά. Αυτό είναι κάτι που το ήθελα πάρα πολύ και το προσπάθησα, γιατί ήθελα πολύ να δούμε την Ελλάδα σαν μέσα από τα μάτια της Έμυ, μιας κοπέλας που βρίσκεται στο περιθώριο και βιώνει διαφορετικά την Αθήνα από ό,τι την βιώνω εγώ. Ήθελα αυτό ακριβώς, να έχει διαφορετικές εικόνες. Ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας είναι κορεάτης κι αυτό είναι κάτι που το συζητήσαμε πολύ. Έλεγε πως του άρεσε πως δεν έχουμε ίδια βιώματα, και μπορούμε να δούμε κάπως αλλιώς τις ίδιες τοποθεσίες. Αυτές που ελκύουν εμένα, θα τις φωτογραφίσουμε αλλιώς γιατί πάντα ένας άνθρωπος στο περιθώριο βλέπει αλλιώς την πόλη. Θέλαμε η ταινία να είναι αυτή η ματιά της Αθήνας. Και είναι μια διαφορετική κοινότητα, όχι ξένη. Οι κοπέλες είναι δεύτερη γενιά. Και δεν δίνουν υπηκοότητα, οπότε ζεις εδώ όλη σου τη ζωή αλλά δεν έχεις χαρτιά να αποδεικνύουν ότι αυτός είναι ο τόπος σου.

Κινηματογραφικά η ταινία βαδίζει σε χνάρια όχι τρόμου ακριβώς, αλλά δεν ένιωσα ότι απέφυγες το είδος. Υπάρχει gore, υπάρχουν δυνατές εικόνες. Ποια είναι η σχέση σου με αυτό το σινεμά;

Μου άρεσε πολύ η ιδέα να έχει στοιχεία είδους η ταινία, αλλά επειδή έχει πολύ να κάνει με το αίμα η συγκεκριμένη ιστορία, μου άρεσε να δούμε το αίμα με έναν διαφορετικό τρόπο. Ενώ δηλαδή κάνει νεύμα σε ταινίες είδους, τελικά το αίμα συνδέεται πιο πολύ με μια περισσότερο γυναικεία εμπειρία, ακόμα και με την περίοδό της. Μήπως, κάπως, είναι και η δύναμή της.

Ενώ σκέφτεσαι ότι είναι ταινία είδους, στο τέλος να είναι και λίγο μέρος της εμπειρίας της. Είναι τα δάκρυά της, είναι το ίδιο της το σώμα. Είναι μια πιο θηλυκή προσέγγιση του αίματος, που συνήθως είναι περισσότερο συνδεδεμένο με τη βία. Ενώ στην ταινία μας δεν είναι και τόσο.

Σίγουρα υπάρχει σασπένς στην ταινία…

Και το αγκαλιάζει κιόλας, δεν μένεις στο επίπεδο του συμβολισμού.

Ναι γιατί νομίζω στο πρώτο μισό της ταινίας όλοι φορτώνουν πράγματα στην Έμυ. Πρέπει να τη φοβόμαστε; Μπορεί και όχι. Κι αυτή αισθάνεται ενοχές απέναντι σε αυτό που συμβαίνει, αλλά κάποια στιγμή κι η ίδια το αγκαλιάζει και λέει, άμα είναι να με φοβάστε, ίσως καλά κάνετε. Στην αρχή την κυριεύει ένα μούδιασμα. Κι αυτή η ίδια δεν ξέρει. Την φοβούνται, αλλά κάπως άδικα. Κάποια στιγμή σκέφτεται κι η ίδια πως ίσως όλοι αυτοί να έχουν δίκιο.

Όταν έγραφα την ταινία προσπαθούσα κι εγώ να αποφασίσω. Είναι κακιά; Είναι καλή; Πρέπει να τη φοβούνται; Και κάποια στιγμή λέω, καλύτερα να μην ξέρει αν πρέπει να τη φοβούνται ακριβώς. Αποφασίζει η ίδια. Γι’αυτό πηγαίνει προς τα εκεί η ταινία.

Η πρεμιέρα στο Λοκάρνο πώς σου φάνηκε; Πρώτο Φεστιβάλ για πολύ κόσμο.

Χαίρομαι πολύ γιατί φοβόμουν μέχρι τελευταία στιγμή ότι δεν θα γίνει ή ότι δε θα μπορώ να ταξιδέψω. Δεν είχα μπει σε αίθουσα εδώ και πάρα πολύ καιρό, και μπήκα τώρα για να δω την ταινία. Τώρα είδα κι άλλες. Με κάνει να αισθάνομαι, να ελπίζω, κι άλλος κόσμος να την δει σε αίθουσα. Λόγω Covid όλο αυτό τον καιρό δε μπορούσαμε να τη δούμε σε μεγάλη αίθουσα την ταινία, την βλέπαμε συνέχεια στο κομπιούτερ. Τι ωραία που είναι σε μεγάλη οθόνη! Παρατηρώ πάρα πολύ διαφορετικά πράγματα, και τους ρυθμούς της. Αν και το σασπένς της ταινίας γκρεμίζεται με το που ένας άνθρωπος βήξει. Μετά η αγωνία μεταφέρεται στην αίθουσα! [γελάμε]

*Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του ‘21 στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, αμέσως μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας.

*Η ταινία “Αγία Έμυ” (Holy Emy) κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Weirdwave.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα