Πόση ειλικρίνεια μπορεί να χωρέσει σε μία γραπτή εξομολόγηση ενός γιου στην αναλφάβητη μητέρα του;
Το “Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι” αποτελεί την προσωπική εξομολόγηση του συγγραφέα που συγκινεί με τον εύθραυστο λυρισμό της και συγκλονίζει με τον ωμό ρεαλισμό της.
- 24 Αυγούστου 2021 17:52
Πόσο πιο ειλικρινές αλήθεια θα μπορούσε να είναι ένα εξομολογητικό- αυτοβιογραφικό γράμμα ενός γιου προς την αναλφάβητη μητέρα του; Πόσες αλήθειες θα χωρούσαν στην εξομολόγηση αυτή και πόσο αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της ένα… μυθιστόρημα;
“Αγαπημένη μου μαμά,
Σου γράφω σε μία προσπάθεια να σε πλησιάσω, ακόμη κι αν κάθε λέξη που βάζω κάτω στο χαρτί με απομακρύνει περισσότερο από εσένα” (απόσπασμα από το βιβλίο)
Ο Όσιαν Βουόνγκ γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου του 1988 σ΄έναν ορυζώνα στην πόλη Χο Τσι Μιν του Βιετναμ και μεγάλωσε μέσα σε μία οικογένεια γυναικών. Όταν έγινε δύο ετών, μετά από διαμονή σε στρατόπεδο μεταναστών στις Φιλιππίνες βρέθηκαν στις ΗΠΑ, στο Κονέντικατ. Μέχρι τότε το όνομά του ήταν Vihn Quoe.Τον μετονόμασε η μητέρα του Όσιαν θεωρώντας αυτό ως το πλέον κατάλληλο όνομα για τον γιο της επί αμερικανικού εδάφους, Είναι ο πρώτος στην οικογένειά του που έμαθε να διαβάζει σε ηλικία 11 ετών. Παρά τις δυσκολίες στο σχολείο ήταν άριστος μαθητής. Άρχισε να γράφει ποιήματα πολύ νωρίς. Το 2017 έλαβε το βραβείο T.S. Eliot και σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Τμήμα Λογοτεχνιας.
Το βιβλίο “Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι” (εκδόσεις Gutenberg) αποτελεί την προσωπική εξομολόγηση ενός Μικρού Σκύλου – έτσι αποκαλούσαν τον συγγραφέα χαϊδευτικά στην οικογένειά του- που συγκινεί με τον εύθραυστο λυρισμό της και συγκλονίζει με τον ωμό ρεαλισμό της. Με γραφή άλλοτε γραμμική και άλλοτε θραυσματική, ο Βουόνγκ φέρνει με δεξιοτεχνία στο φως την ιστορία της οικογένειάς του απ’ τον πόλεμο του Βιετνάμ ως την εγκατάστασή της στην Αμερική, εστιάζοντας στη ζωή της τρυφερής, αλλά και βίαιης μητέρας του, που εγκαταλείφθηκε νωρίς από τον άντρα της και αναγκάστηκε να εργαστεί σε εργοστάσια και ινστιτούτα αισθητικής ως μανικιουρίστα και της ταλαιπωρημένης και διαγνωσμένης με σχιζοφρένεια γιαγιάς του. Αφηγείται στιγμές από την προσωπική του ζωή και την ίδια στιγμή κάνει ένα άριστο ψυχογράφημα της κοινωνίας κοιτάζοντας κατάματα τα τραύματά της.
Αυτό που δημιουργεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι η σχέση του Βουόνγκ με τη γλώσσα. Δεν είναι λίγες οι φορές που «παίζει» με τις αναμνήσεις, αλλά και με τις λέξεις, που κρύβεται και φανερώνεται πίσω από αυτές. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα που εξομολογείται τη στιγμή που έκοψε τον ομφάλιο λώρο του με τη μητρική του γλώσσα, τα βιετναμέζικα: “Δεν υπάρχει αντικείμενο που να βρίσκεται σε σταθερή σχέση με την ευχαρίστηση, γράφει ο Μπαρτ. Για τον συγγραφέα , ωστόσο, υπάρχει η μητρική γλώσσα. Αν όμως η μητρική γλώσσα είναι κολοβωμένη; Αν η γλώσσα αυτή δεν αποτελεί απλώς το σύμβολο ενός κενού, αλλά είναι η ίδια ένα κενό, αν η γλώσσα είναι κομμένη; Μπορεί να αντλήσει κανείς ευχαρίστηση από την απώλεια, χωρίς να απολέσει ολοκληρωτικά τον εαυτό του; Τα βιετναμέζικα που κατέχω είναι αυτά που εσύ μου έδωσες, αυτά που η άρθρωση και το συντακτικό τους φθάνουν ως τη δευτέρα δημοτικού…. Αρα η μητρική μας γλώσσα δεν είναι καθόλου μητρική- ορφανή είναι… Τη νύχτα εκείνη υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι ποτέ ξανά δεν θα ‘μενα βουβός όταν θα χρειαζόσουν να μιλήσω για λογαριασμό σου…. Ο κώδικας του Εγώ άλλαξε. Απεκδύθηκα τη δική μας γλώσσα και φόρεσα τα αγγλικά μου σαν μια μάσκα, έτσι ώστε οι άλλοι να βλέπουν το πρόσωπό μου, κι επομένως το δικό σου”.
Ο συγγραφέας ζει όπως και ο ήρωάς του μέσα σ΄ένα κλουβί που φαρδαίνει, που τα όριά του απομακρύνονται, όμως είναι πάντα εκεί. Εν γνώσει του. Και μέσα σ΄αυτό το κλουβί μιλά για το διαφορετικό και τις δυσκολίες των ατόμων που ζουν εκτός “κανονικότητας”, για την οδύνη του ψυχικά τραυματισμένου, για την επιθυμία αποδοχής του από τους άλλους. Και αυτό το κάνει όχι για να αναδείξει στην ιστορία του θύτες και θύματα, αλλά για να κατανοήσει τον άλλο και κυρίως τον εαυτό του. Για να συμφιλιωθεί μαζί του, με τα τραύματά του.
Το χειμαρρώδες αυτό μυθιστόρημα – που διαβάζεται απνευστί- ήταν μία από τις πιο όμορφες εκπλήξεις των καλοκαιρινών μας αναγνώσεων. Γιατί στις σελίδες του γίνεται κατανοητό το πώς κάποιος μπορεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του και να συμβιβαστεί μ΄αυτή μέσα από τις λέξεις.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις