ΕΤΣΙ ΔΙΑΛΥΘΗΚΑΝ ΟΙ BEATLES ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 1970
51 χρόνια συμπληρώθηκαν από τη διάλυση των Μπιτλς (9/4/1970). Ο Μπομπ Ντίλαν, ο Μπράιαν Έπσταϊν, το "Pepper", η Γιόκο Όνο, ο Μαχαρίσι και η Ινδία, το "Λευκό Άλμπουμ", τα "Rooftop Sessions", ο Άλεν Κλάιν, το "Abbey Road" και η αυλαία μετά το "Let it be".
Το ημερολόγιο έδειχνε 9 Απριλίου του 1970, όταν ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ έδωσε μια συνέντευξη Τύπου στο Λονδίνο, στο πλαίσιο της προώθησης του πρώτου σόλο άλμπουμ του, “McCartney”, που ήταν προγραμματισμένο να κυκλοφορήσει στις 17 του ίδιου μήνα. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το περιεχόμενο του δίσκου, μέχρι τη στιγμή που ο Πολ ρωτήθηκε για τα σχέδια των Μπιτλς στο άμεσο μέλλον. Και εκεί ήταν που έσκασε η βόμβα μεγατόνων. Χωρίς να αναγγείλει την οριστική διάλυση του συγκροτήματος, ο ΜακΚάρτνεϊ περιορίστηκε να πει ότι ο ίδιος δεν αποτελούσε πλέον μέλος τους και πως δεν είχε πρόθεση να ξαναδουλέψει μαζί τους. Επίσης, αναφέρθηκε στην ανύπαρκτη σχέση του με τον μάνατζερ της μπάντας, Άλεν Κλάιν, ενώ απέκλεισε την πιθανότητα να ξαναγράψει τραγούδια μαζί με τον Τζον Λένον. Το σοκ ήταν εκκωφαντικό.
Την επόμενη ημέρα, η είδηση βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων σε όλο τον κόσμο. Η “The Daily Mirror” κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Paul quits the Beatles” (ο Πολ εγκαταλείπει τους Μπιτλς) και λίγες ώρες αργότερα, αρκετοί φαν της μπάντας, αναστατωμένοι από το νέο, άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία της Apple Corps, στον αριθμό 3 της Savile Row στην αγγλική πρωτεύουσα, περιμένοντας εξελίξεις, αλλά και την επίσημη επιβεβαίωση της εταιρείας των “σκαθαριών” για το αν πραγματικά ίσχυε η διάλυση του γκρουπ. Αυτό που δε γνώριζε κανείς, πέραν των μελών του συγκροτήματος και μερικών ακόμα έμπιστων ανθρώπων τους, ήταν ότι στην ουσία οι Μπιτλς είχαν πάψει να υφίστανται – τουλάχιστον με τη μέχρι τότε γνωστή τους σύνθεση – από τις 20 Σεπτεμβρίου του 1969, όταν ο Λένον είχε ενημερώσει τα υπόλοιπα μέλη ότι ήθελε “διαζύγιο” από την μπάντα.
Επειδή όμως εκείνο το διάστημα το συγκρότημα βρισκόταν σε επαναδιαπραγμάτευση των όρων του συμβολαίου με την Capitol Records, οι Πολ, Τζορτζ και Ρίνγκο ζήτησαν από τον Τζον να μη δημοσιοποιήσει την απόφασή του, όπως και έγινε. Είδαμε ότι μέσα σε μόλις επτά μήνες, οι δυο ηγετικές μορφές των “σκαθαριών” έθεσαν εαυτούς εκτός συγκροτήματος. Ποιες ήταν όμως οι βαθύτερες αιτίες της διάλυσης του μεγαλύτερου οικοδομήματος της σύγχρονης μουσικής, του σημαντικότερου και πιο ξεχωριστού συνθετικού “magical mystery tour” του 20ου αιώνα; Αυτές ακριβώς τις αιτίες θα προσπαθήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε στο σημερινό κείμενο, 51 χρόνια μετά τους τίτλους τέλους στη μοναδική διαδρομή της θρυλικής τετράδας του Λίβερπουλ, αυτής που άφησε πίσω της την απόλυτη μουσική κληρονομιά.
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΜΠΑΝΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Ας ξεκινήσουμε γράφοντας το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι Μπιτλς είναι η κομψότητα που έδωσε το ιδανικό δείγμα της αρμονίας πέρα από τα όρια του ροκ εν ρολ και του R & B. Σχεδόν θαυματουργά κατέκτησαν την κορυφή καλλιτεχνικά, εμπορικά, πολιτιστικά και πνευματικά στη δεκαετία του ’60, όταν η μουσική είχε τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο – ή τουλάχιστον έδινε την εντύπωση ότι μπορούσε να το κάνει. Είναι χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη μπάντα στην ιστορία του ροκ. Μέσα σε μια δεκαετία ξεδίπλωσαν το πολύπλευρο ταλέντο τους και δημιούργησαν μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής. Μετέτρεψαν τις ιδέες τους σε μια πρωτόγνωρη μουσική περιπέτεια, εξερευνώντας τους συνδυασμούς και δημιουργώντας όχι μόνο τέχνη, αλλά και έναν μοναδικό τρόπο ζωής και σκέψης.
Αναζήτησαν μουσικά διέξοδα, πειραματίστηκαν και έδωσαν καινούργια ταυτότητα στην πολυπλοκότητα, “ανακαλύπτοντας” ιδιοφυείς μουσικές φόρμες. Πρόσφεραν στο ροκ έναν ανεξάντλητο πλούτο ακόρντων και συνέθεσαν τραγούδια υπηρετώντας με έναν ιδιαίτερο και αξεπέραστο τρόπο την έννοια της μελωδίας. Υπήρξαν πρότυπα για τη νεολαία ολόκληρου του κόσμου, κατέκτησαν μέσα σε λίγες ώρες τις ΗΠΑ ξεκινώντας το 1964 την περίφημη British Invasion, μυήθηκαν στα ναρκωτικά από τον Ντίλαν και ανακάτεψαν τα μουσικά ρεύματα της εποχής, καταλήγοντας σε ένα ιδιότυπο και ανένταχτο ποπ, το οποίο χαρακτηρίστηκε από την ποίηση των στίχων και τη γιορτή των ήχων και των χρωμάτων, ενσαρκώνοντας μέσα του έναν μαγικό λυρισμό που όμοιό του δεν έχει ξαναζήσει η σύγχρονη μουσική.
Ξεκινώντας από το “Please, please me” και φτάνοντας στο “Let it be”, κάθε LP τους αποτελεί από μόνο του ένα ξεχωριστό είδος τέχνης. Η βελούδινη προσέγγιση της έντασης των 60s πραγματοποιήθηκε ενδοσκοπικά, αλλά το αποτέλεσμα ήταν γεμάτο άμεσα μηνύματα που ταξίδεψαν σαν κύματα και κατάπιαν τα πάντα στο πέρασμά τους: ο έρωτας, οι αστοί, η εξέγερση, η ευτυχία, οι μορφές, οι εικόνες, η άρνηση, τα όνειρα, η επανάσταση, όλα αυτά και ακόμα περισσότερα, αποσαφηνίζονται με έναν κρυστάλλινο τρόπο στα “strawberry fields” μιας αιώνιας περιπλάνησης, η οποία θα μαγεύει και θα εμπνέει κάθε ελεύθερο πνεύμα που αναζητά την ομορφιά μιας γοητευτικής παρορμητικότητας. Οι στίχοι τους, από τα μελαγχολικά ερωτικά τραγούδια μέχρι τις κραυγές αγωνίας – δικές τους και της γενιάς τους – είναι καθηλωτικοί και συνυπάρχουν αρμονικά με τους ρυθμούς.
Ακόμα και όταν θέλησαν να “αγωνιστούν” κατά της ίδιας τους της εικόνας, επηρεασμένοι πλέον βαθύτατα από το ταξίδι της Ινδίας, την “ατμόσφαιρα” του Ρισικές και τις διδαχές του Μαχαρίσι, η τεχνική του υπερβατικού διαλογισμού πέρασε εγκεφαλικά και συναισθηματικά σε κάθε συγχορδία του αριστουργηματικού λευκού άλμπουμ, από το ατμοσφαιρικό “Dear Prudence” μέχρι το οργισμένο “Revolution”. Ο δρόμος που ακολούθησαν οι Μπιτλς επινόησε μια ξεχωριστή κουλτούρα, συνδύασε με απολαυστικό και κρυστάλλινο τρόπο την πεμπτουσία της μουσικής τελειότητας και την καταλυτική παρουσία της διαρκούς εξέλιξης, μαγεύοντας και καθηλώνοντας το ακροατήριό τους, μέσα από ανεξερεύνητους δρόμους και τεχνικές, εκλεπτυσμένες όσο και περίπλοκες ενορχηστρώσεις σε ένα πρωτόγνωρο ηχητικό περιβάλλον.
Όταν αισθάνθηκαν ότι η χειραγώγηση τους απειλούσε, δε δίστασαν να σταματήσουν δια παντός τις live εμφανίσεις και να “αυτοεξοριστούν” μακριά από την πραγματικότητα της Beatlemania, αναζητώντας καταφύγιο στη διανόηση ενός παραγωγικού οργασμού που έφερε μαζί του τη μυστικιστική απελευθέρωση και τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά “μνημεία” του 20ου αιώνα. Στην υπηρεσία τους τέθηκαν όλες οι τάσεις και τελικά η απομόνωση γνώρισε τη μεγαλύτερη δυνατή δικαίωση. Η εποχή των ονείρων ταυτίστηκε με τους Beatles, γιατί ήταν εκείνοι που τη ζωντάνεψαν, προσεγγίζοντας όλες τις φόρμες του ροκ, από το rock & roll, τις μελωδικές μπαλάντες, το blues, το R&B και το skiffle, μέχρι την ψυχεδέλεια, την κλασική μουσική, το ποπ και το hard rock, σε μια μοναδική διαδρομή δημιουργικής μαγείας.
ΠΩΣ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΜΕΤΑΤΡΑΠΗΚΕ ΣΕ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Οι ΜακΚάρτνεϊ και Λένον, το ιδιοφυέστερο συνθετικό και στιχουργικό δίδυμο που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, πλαισιώθηκαν από δυο μεγάλες προσωπικότητες, τον Χάρισον και τον Σταρ, οι οποίοι δεν συμπλήρωσαν απλά τα κενά, αλλά πρόσφεραν τη δική τους ενέργεια και το ταλέντο στην ψυχή των Μπιτλς. Τα “σκαθάρια” στόλισαν με αμέτρητους θησαυρούς την εποχή τους, αφήνοντας πίσω τους αξεπέραστους στίχους και μελωδίες. Το έργο τους είναι όχι απλά διαχρονικό, αλλά πολύτιμο από κάθε άποψη. Η παρακαταθήκη τους θα ζει αιώνια σα μια ευλογημένη προσφορά που θα συγκινεί, θα παρασύρει, θα εμπνέει και θα μαγεύει κάθε καρδιά που ψάχνει την τελειότητα. Γιατί οι Μπιτλς δεν υπήρξαν απλά μια μπάντα, αλλά ένα θαύμα, η αιώνια εξερεύνηση του πενταγράμμου πέρα από κάθε συμβατική λογική.
Τι συνέβη όμως και αυτό το θαύμα μετατράπηκε σε ανοιχτή σύγκρουση μέσα στην μπάντα, οδηγώντας στην οριστική διάλυσή της; Καταρχάς να πούμε ότι “διασταυρώθηκαν” πολλές διαφορετικές αιτίες, η κάθε μια εκ των οποίων άνοιξε ρωγμές στο οικοδόμημα των Μπιτλς. Όταν όλες αυτές συνδυάστηκαν μαζί, έγινε φανερό ότι δεν υπήρχε επιστροφή και πως πλέον ήταν απλά θέμα χρόνου να “σπάσουν” τα στεγανά, που είχαν “χτιστεί” με τόση προσοχή, κυρίως από το 1966 και μετά. Αν θελήσουμε να συνοψίσουμε σε μια φράση τις σημαντικότερες αιτίες που έφεραν τους τίτλους τέλους των “σκαθαριών”, τότε καταλήγουμε στα εξής: τη σχέση του Λένον με τη Γιόκο Όνο, τον κυρίαρχο ρόλο που επιζητούσε ο ΜακΚάρτνεϊ, τις όλο και περισσότερες συνθέσεις του Χάρισον που απαιτούσε τον δικό του “χώρο” στα άλμπουμ και τον θάνατο του μάνατζερ του γκρουπ, Μπράιαν Έπσταϊν.
1967, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΠΡΑΪΑΝ ΕΠΣΤΑΪΝ
Όλες αυτές οι αιτίες βέβαια, έχουν μικρότερα παρακλάδια, τα οποία θα αναφέρουμε στη συνέχεια. Αν και οι περισσότεροι θεωρούν ως “ναυαρχίδα” των προβλημάτων των Μπιτλς, τη σχέση του Λένον με τη Γιόκο, το πρώτο γεγονός που αποσταθεροποίησε την μπάντα, ήταν ακριβώς η απώλεια του ανθρώπου που είχε το μοναδικό ταλέντο να διατηρεί τις ισορροπίες ανάμεσα στα τέσσερα μέλη της, του μάνατζερ των “σκαθαριών” από το 1962 μέχρι τον θάνατό του το 1967, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, μόλις στα 32 του χρόνια. Ο χαμός του Μπράιαν Έπσταϊν δημιούργησε ένα τεράστιο κενό στις σχέσεις των “Fab Four”, ένα κενό που όχι μόνο δεν αναπληρώθηκε ποτέ, αλλά οδήγησε σε μια ακόμα σημαντική αιτία της διάλυσης, τον “πόλεμο” ανάμεσα στους Λένον, Χάρισον και Σταρ από τη μια και τον ΜακΚάρτνεϊ από την άλλη, για τον διάδοχο στο μάνατζμεντ του συγκροτήματος.
Νομίζω ότι δυο φράσεις είναι χαρακτηριστικές για τη σημασία του Έπσταϊν στην πορεία των Μπιτλς. Η μια από τον ΜακΚάρτνεϊ: “Αν κάποιος υπήρξε ο πέμπτος Μπιτλ, τότε αυτός ήταν ο Μπράιαν”. Και η άλλη από τον Λένον: “Ήξερα ότι τα πράγματα στο γκρουπ ήταν ήδη δύσκολα, αλλά όταν έφυγε ο Μπράιαν, σκέφτηκα τώρα τη γαμήσαμε”. Πριν περάσουμε στο “κεφάλαιο” του Λένον, ας ανοίξουμε πρώτα μια μικρή παρένθεση για να γυρίσουμε πίσω στο 1964. Εκείνη τη χρονιά, στην πρώτη τους περιοδεία στις ΗΠΑ, οι Μπιτλς συνάντησαν τον Μπομπ Ντίλαν, σε μια περίοδο όπου για πρώτη φορά στη ζωή τους ένιωθαν πως κινδύνευαν να μετατραπούν σε ένα προϊόν έτοιμο να χειραγωγηθεί. Ο Ντίλαν τους πρόσφερε απλόχερα ένα πρότυπο που ποτέ πριν δεν είχαν φανταστεί: φαντασιόπληκτες εικόνες, “καλειδοσκοπική” αντίληψη της μουσικής και συμφιλίωση με την ιδέα του θανάτου.
1964, Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΟΜΠ ΝΤΙΛΑΝ
Η πρότασή του ήταν απλή και συγκεκριμένη: αλκοόλ, ναρκωτικά, trips και “ταχύτητα”. Η επιρροή του Ντίλαν φάνηκε αρχικά στους στίχους της μπάντας. Ο Χάρισον και ο Σταρ έπεσαν αμέσως με τα μούτρα στις αμφεταμίνες, το LSD και τη μαριχουάνα, χωρίς να τους πολυνοιάζει το γιατί. Ο Λένον όμως και ο ΜακΚάρτνεϊ, έκαναν μια σημαντική στροφή στη ζωή τους, οδηγώντας την ιδιοφυΐα τους σε ανεξερεύνητους αρμονικούς διαδρόμους και πραγματοποιώντας τη δική τους επανάσταση κατά της επανάστασης, κατά του μύθου στον οποίο ένιωθαν εγκλωβισμένοι ως Μπιτλς. Αμφότεροι αφέθηκαν στην ενδοσκόπηση με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν πραγματικά αριστουργήματα. Όμως παράλληλα, ήταν πλέον “ανοιχτοί”, εκτεθειμένοι και ευάλωτοι απέναντι σε επιρροές που ξεκινούσαν από τα παιδικά τους χρόνια στο μικροαστικό Λίβερπουλ και έφταναν μέχρι την μπίτνικ φιλοσοφία, τους Γερμανούς υπαρξιστές και τον σουρεαλισμό.
Κλείνουμε την παρένθεση και επιστρέφουμε στο 1967, τη χρονιά που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το μνημειώδες “Sgt Pepper’s Lonely Hearts Club Band”, ένα θαύμα αρμονίας βγαλμένο μέσα από την “περιπλάνηση” των Μπιτλς στην εξερεύνηση νέων αισθητηριακών κόσμων, ένα κλειδί που άνοιξε διάπλατα τις πύλες της ενόρασης σε ένα ψυχεδελικό ταξίδι με προορισμό τα ονειρικά πεντάγραμμα και τους χρωματιστούς τόπους του λόγου. Φως, ήχος, αισθήσεις, ρυθμοί, γνώση, το Pepper ήρθε βαθιά μέσα από τον πυρήνα της τέχνης, από όπου αναδύθηκαν όλα τα αληθινά έργα, αγγίζοντας τη ζωντάνια της ψυχής με την υφή μιας μοναδικής τελειότητας. Οι Μπιτλς επινόησαν ξανά τον εαυτό τους, πριν καν συμπληρωθεί ένας χρόνος από το αριστουργηματικό “Revolver” (1966), μεταμορφώνοντας ριζικά την παλέτα.
1967, ΤΟ “SGT PEPPER’S LONELY HEARTS CLUB BAND”
Το άλμπουμ ήταν ένα ορόσημο αισθητικής, πειραματισμού και εμπλουτισμένης ευφυΐας, ένας από τους σημαντικότερους “εικαστικούς” σταθμούς του 20ου αιώνα. Και ήταν εκεί η τελευταία φορά που οι Μπιτλς παρέμεναν ακόμα μια συντροφιά, μια παρέα, με τη σαφή επιθυμία να συνεργαστούν ως μουσικοί με κάθε έννοια, σε έναν αξεπέραστο καθρέφτη που αντανακλούσε μουσικούς τρόπους και τόπους: rock, pop, art rock, ψυχεδέλεια, μπαρόκ ποπ, hard rock, progressive rock, πειραματικό ροκ, ινδική μουσική, vaudeville, τα πάντα! Όμως, για πρώτη φορά, στον ίδιο καθρέφτη φάνηκαν – θολά ακόμα – τα είδωλα των προσωπικών τους διαφορών, αυτών που στο μέλλον θα τους έκαναν να αλλάξουν προορισμούς και να λοξοδρομήσουν – ο καθένας για λογαριασμό του – από τη σίγουρη λεωφόρο των “σκαθαριών”.
Στη διάρκεια της ηχογράφησης του Pepper, είχαμε τις πρώτες διαφωνίες ως προς το ύφος και το στιλ που θα έπρεπε να υιοθετήσει η μπάντα στη συνέχεια. Ο ΜακΚάρτνεϊ προτιμούσε τις ποπ φόρμες, ο Λένον είχε απορροφηθεί από την ενδοσκόπηση και τον πειραματισμό, ενώ ο Χάρισον ενδιαφερόταν όλο και περισσότερο για την ινδική μουσική. Η “συνοχή” που υπήρχε ακόμα παρούσα το 1967, ως δια μαγείας εξαφανίστηκε τελείως από το 1968 και μετά. Όμως, είχε προηγηθεί ένα άλλο “ορόσημο” στην πορεία των Μπιτλς, ίσως αυτό που καθόρισε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τη “μοίρα” τους. Στις 9 Νοεμβρίου του 1966 ο Λένον συνάντησε για πρώτη φορά τη Γιόκο Όνο στην Indica Gallery του Λονδίνου. Η Γιόκο είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον ντανταϊσμό και το κίνημα Fluxus.
1966, Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΛΕΝΟΝ ΜΕ ΤΗ ΓΙΟΚΟ ΟΝΟ
Η ίδια χαρακτήριζε την τέχνη της ως avant-garde, ενώ πειραματιζόταν με διάφορα σχήματα πάνω σε περίπλοκες μουσικές φόρμες, κυρίως με συνθεσάιζερ και ηλεκτρονικούς ήχους. Παρουσίαζε διάφορα χάπενινγκ, χρησιμοποιώντας κάθε είδους υλικά, αλλά συχνά πυκνά γινόταν και η ίδια μέρος του δημιουργικού σκηνικού της. Επίσης ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία, γυρίζοντας πειραματικά φιλμ και συναναστρεφόταν τα πιο εκλεκτά μέλη της avant-garde σκηνής στη Νέα Υόρκη. Ο Λένον γοητεύτηκε από την πολύπλευρη καλλιτεχνική φύση της Όνο, αλλά και από τον συνδυασμό της ανατολίτικης καταγωγής της με τη δυτική κουλτούρα. Οι δυο τους συνδέθηκαν αισθηματικά το 1968, λίγο μετά το Pepper και λίγο πριν το απόλυτο αριστούργημα των Μπιτλς, το λευκό άλμπουμ. Η επιρροή της ήταν τόσο μεγάλη πάνω του, ώστε πολύ σύντομα τού έγινε περισσότερο απαραίτητη από την μπάντα.
Η επιθυμία της – αν όχι η απαίτησή της – να έχει λόγο σε κάθε δημιουργική στιγμή του Λένον – ακόμα και στις πρόβες της μπάντας, κάτι πρωτάκουστο μέχρι τότε για σύζυγο ή σύντροφο κάποιου από τα μέλη – έφερε τα πρώτα σύννεφα στη σχέση του Τζον με τον Χάρισον, ενώ ακολούθησε και ο ΜακΚάρτνεϊ. Αυτό που αδυνατούσαν να καταλάβουν οι υπόλοιποι Μπιτλς, ήταν η ανάγκη του Λένον να στραφεί σε ακόμα πιο ανεξερεύνητους δρόμους, στους οποίους – σε αντίθεση με τη Γιόκο – κανείς τους δεν μπορούσε να τον οδηγήσει. Η μουσική πλέον αποτελούσε για τον ίδιο ένα εργαλείο περιήγησής του σε underground κόσμους και η σύγκρουση που βίωνε τόσο δυνατά μέσα του, φάνηκε ολοκάθαρα στην κορυφαία στιγμή των Μπιτλς. Ο “δισταγμός” του ανάμεσα στις δυο εκδοχές του “Revolution” από το Λευκό Άλμπουμ, ήταν μια μικρογραφία της τάσης φυγής που τον βασάνιζε εσωτερικά.
1969, Ο ΛΕΝΟΝ ΖΗΤΑΕΙ “ΔΙΑΖΥΓΙΟ” ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΠΙΤΛΣ
Το “Revolution 1” συμβόλιζε την μπάντα, το παρελθόν, το κεκτημένο. Αντίθετα, το “Revolution 9” κατέγραψε την ηλεκτρική καταιγίδα που ένιωθε μέσα του, την ανάγκη να ακολουθήσει τους πειραματισμούς της Γιόκο, να απελευθερωθεί από όσα τον στοίχειωναν και τον καταπίεζαν. Οι στίχοι, τα ναρκωτικά και ο λυρισμός του Ντίλαν δεν του ήταν πλέον αρκετά. Έψαχνε μια καινούργια διέξοδο. Η ταξική αλληλεγγύη, οι πολιτικοί εξτρεμισμοί, η βία του Βιετνάμ, η παράνοια που απειλούσε τη χαμένη του νεότητα και η πνευματική του δέσμευση να συνεχίσει τις απόπειρες για να ανακαλύψει άλλους κόσμους, όλα αυτά φαίνονταν πραγματοποιήσιμα μόνο δίπλα στη Γιόκο και όχι στους Μπιτλς. Το τελειωτικό χτύπημα για τα άλλα τρία “σκαθάρια” ήρθε τον Μάρτιο του 1969, όταν ο Λένον και η Όνο παντρεύτηκαν στο Γιβραλτάρ.
Στο μεταξύ είχε δημιουργηθεί η Plastic Ono Band και τον Ιούλιο κυκλοφόρησε το “Give peace a chance”. Λίγους μήνες αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου, ο Λένον ανακοίνωσε επίσημα στα υπόλοιπα μέλη την αποχώρησή του από την μπάντα. Πριν συμβεί όμως αυτό, είχε προηγηθεί ένα άλλο γεγονός, που επίσης αποδείχτηκε καθοριστικό για το μέλλον των Μπιτλς, το ταξίδι και των τεσσάρων το 1968 στο Ρισικές. Ο Τζορτζ Χάρισον ήταν ο πρώτος που γοητεύτηκε από την Ανατολή. Πρώτα έψαξε τις μουσικές φόρμες της Ινδίας και μυήθηκε στο παίξιμο του σιτάρ από τον Ραβί Σανκάρ και κατόπιν θέλησε να εξερευνήσει περισσότερο την ανατολίτικη φιλοσοφία. Όταν διάβασε το βιβλίο του Μαχαρίσι Μαχές Γιόγκι, “Η επιστήμη του όντος και η τέχνη της ζωής”, αποφάσισε να επισκεφτεί τον ινδουιστή θρησκευτικό ηγέτη στην Ινδία και κάλεσε τους υπόλοιπους Μπιτλς να πάνε μαζί του.
1968, Ο ΜΑΧΑΡΙΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Ο Μαχαρίσι (1918-2008) είχε σπουδάσει ιατρική και κατόπιν αποτραβήχτηκε για 13 χρόνια στα Ιμαλάια, όπου μαθήτευσε κοντά στον γκουρού Ντεβ, τον θεμελιωτή του υπερβατικού διαλογισμού. Μετά το θάνατο του δασκάλου του, δημιούργησε το Transcendental Meditation Movement για τη διάδοση της τεχνικής του υπερβατικού διαλογισμού σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για ένα είδος διαλογισμού που τελείται δυο φορές την ημέρα, όπου ο διαλογιζόμενος επαναλαμβάνει νοερά ένα συγκεκριμένο “μάντρα” (ιερός ήχος ή φράση). Η συγκέντρωση στο επαναλαμβανόμενο “μάντρα” μειώνει την πνευματική ενεργητικότητα με συνέπεια την επίτευξη ενός ανώτερου σταδίου συνείδησης. Οι Μπιτλς “ασπάστηκαν” τη διδασκαλία του Μαχαρίσι, εκτός από τον Λένον, ο οποίος τον κατηγόρησε δημόσια για απρέπειες (αν και αργότερα του ζήτησε συγνώμη).
Η ουσία ήταν στο γεγονός ότι οι τέσσερις τους βρέθηκαν μακριά από τον δυτικό κόσμο για πρώτη φορά από τότε που δημιουργήθηκε το γκρουπ, κάτι που λειτούργησε ευεργετικά στον καθένα ξεχωριστά, απελευθερώνοντας όμως παράλληλα “φυγόκεντρες” δυνάμεις, οι οποίες οδήγησαν στην πρώτη μεγάλη αποξένωση των Μπιτλς. Εκείνος που επηρεάστηκε περισσότερο από το ταξίδι, ήταν – παραδόξως – ο Λένον, που παρεμπιπτόντως είχε πάει στο Ρισικές μαζί με τη σύζυγό του, Σίνθια, την οποία είχε ήδη αποφασίσει να χωρίσει. Αποτραβηγμένος από ένα σημείο και μετά από τις συζητήσεις που έκαναν οι υπόλοιποι με τον Μαχαρίσι, βρήκε μόνος του την ηρεμία και την ψυχική γαλήνη δίπλα στον Γάγγη και μπόρεσε να σκεφτεί χωρίς εξωτερικές επιρροές την γενικότερη σχέση του με την μπάντα και τη Γιόκο.
1968, ΤΟ “WHITE ALBUM”
Οι λίγες εβδομάδες της παραμονής του στην Ινδία, τον έκαναν να σκεφτεί καθαρά το μέλλον του και με την βοήθεια των ναρκωτικών να “αδειάσει” το μυαλό και την ψυχή του από όλα όσα έζωναν ασφυκτικά τη ζωή του. Το Ρισικές έκανε τον Λένον να συνειδητοποιήσει ότι οι Μπιτλς είχαν τελειώσει – τουλάχιστον για αυτόν. Και όταν επικοινώνησε μετά από καιρό με τον Μαχαρίσι για να του ζητήσει συγνώμη για την αγένειά του, τον ευχαρίστησε λέγοντάς του ότι η απόσταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος στην Ινδία, ήταν αυτή που με τη σειρά της δημιούργησε το “White Album”. Ο Λένον θεωρούσε πως το λευκό άλμπουμ ήταν αποτέλεσμα όχι συνεργασίας, αλλά πολυσυλλεκτικότητας. Ήταν σα να υπήρχαν δυο γκρουπ μέσα στο στούντιο, από τη μια οι τρεις Μπιτλς και από την άλλη ο ίδιος και η Γιόκο. Το παρελθόν (οι Μπιτλς), το παρόν (το White Album) και το μέλλον (η Γιόκο Όνο).
Και συνέβη πράγματι έτσι, αφού μέσα στο βινύλιο ήταν για πρώτη φορά τόσο σαφής η παρουσία “αυτόνομων” συνθέσεων και ξεχωριστών τάσεων. Το περιοδικό “Rolling Stone” είχε χαρακτηρίσει τον δίσκο ως “τέσσερα σόλο άλμπουμ κάτω από την ίδια στέγη”. Ο ΜακΚάρτνεϊ είχε πει πως στη διάρκεια των ηχογραφήσεων “ήταν φανερό πως πηγαίναμε για διάλυση και αυτό φαινόταν στη συνεχή ένταση”, ενώ ο Λένον είχε προσθέσει ότι “το τέλος των Μπιτλς μπορούσε να ακουστεί σε αυτό το άλμπουμ”. Η συνεχής παρουσία της Όνο στο στούντιο, είχε ενοχλήσει πρώτα τον Χάρισον, που ένιωθε “προδομένος” από τον Λένον, με τον οποίο είχε “δεθεί” την προηγούμενη τριετία τόσο μέσω της χρήσης του LSD, όσο και μέσω της προσέγγισης της ινδικής πνευματικότητας. Στην εξίσωση της σύγκρουσης μπήκε και ο ΜακΚάρτνεϊ, που δεν συμφωνούσε με το πειραματικό “Revolution 9” της Γιόκο.
1969, THE ROOFTOP SESSIONS
Η “απάντηση” ήρθε από τον Λένον, που με τη σειρά του, θέλησε να αποκλείσει τραγούδια του Πολ από το άλμπουμ. Και κάπου εκεί προστέθηκε και η γκρίνια του Χάρισον, που είχε αναπτυχθεί συνθετικά και απαιτούσε τον δικό του χώρο μέσα στον δίσκο. Ενδεικτικό του κακού κλίματος που επικρατούσε πλέον στις τάξεις της μπάντας, ήταν το γεγονός ότι μετά την κυκλοφορία του “White Album” τον Νοέμβριο του 1968, δεν έδωσαν ποτέ ξανά κοινή συνέντευξη Τύπου. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν στις 10 Ιανουαρίου του 1969, ο Χάρισον, έχοντας κουραστεί τόσο από την επιμονή του ΜακΚάρτνεϊ για επιβολή των δικών του “θέλω” στην μπάντα, όσο και από την ολοένα αυξανόμενη αποξένωση του Λένον (που είχε πέσει με τα μούτρα στην ηρωίνη), ανακοίνωσε πως εγκατέλειπε τους Μπιτλς.
Οι υπόλοιποι τρεις μπορεί τελικά να τον έπεισαν να παραμείνει, όμως το γυαλί είχε ραγίσει ανεπανόρθωτα. Λίγες μέρες μετά, στις 30 Ιανουαρίου, τα “σκαθάρια” έπαιξαν για τελευταία φορά ζωντανά, στην ιστορική τους εμφάνιση στο κτίριο του Apple Corps. Λίγο πριν το μεσημέρι και χωρίς να έχει προγραμματιστεί από πριν, οι Μπιτλς μαζί με τον κιμπορντίστα Μπίλι Πρέστον, αλλά και την άγρυπνη παρουσία της Όνο, ανέβηκαν στην ταράτσα του κτιρίου – όπου υπάλληλοι της Apple είχαν ήδη τοποθετήσει όργανα και ενισχυτές – και άρχισαν να κουρδίζουν. Οι κάμερες στήθηκαν και μπροστά σε λίγους τυχερούς – αφού το κοινό δεν είχε ενημερωθεί – οι “Fab Four” πραγματοποίησαν το τελευταίο τους live, που διήρκεσε 42 λεπτά και στο οποίο έπαιξαν το “Get back” (τρεις φορές), το “Don’t let me down” (δυο φορές), το “I’ve got a feeling” (δυο φορές), το “One after 909” και το “Dig a pony”.
1969, ΑΛΕΝ ΚΛΑΪΝ VS ΛΙ & ΤΖΟΝ ΙΣΤΜΑΝ
Στο ξεκίνημα του 1969 προέκυψε ένα καινούργιο πρόβλημα ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος, που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση στις σχέσεις τους. Η Apple Corps, η εταιρεία των Μπιτλς που είχε ιδρυθεί τον Ιανουάριο του 1968, ήταν ουσιαστικά ακέφαλη, έτσι λοιπόν, τον Ιανουάριο του 1969, ο Λένον και η Όνο προσέγγισαν τον Άλεν Κλάιν, επιχειρηματία και ιδρυτή της ABKCO Records (μεγάλης ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας), για να του ζητήσουν να αναλάβει την εκπροσώπηση των συμφερόντων του Τζον στην μπάντα. Από την άλλη μεριά, ο ΜακΚάρτνεϊ ανάθεσε τη δική του εκπροσώπηση στους δικηγόρους Λι και Τζον Ίστμαν, πατέρα και αδερφό της συντρόφου του, Λίντα Ίστμαν (την οποία νυμφεύθηκε τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς). Τελικά, μετά από αρκετές θυελλώεδεις συναντήσεις ανάμεσα στον Κλάιν, τους Ίστμαν και τους Μπιτλς, επήλθε συμφωνία.
Ο μεν Κλάιν θα αναλάμβανε το πόστο του επιχειρηματικού διευθυντή, ενώ οι Ίστμαν θα ήταν οι νομικοί σύμβουλοι του συγκροτήματος. Πολύ σύντομα όμως, οι διαφωνίες ανάμεσα στον Κλάιν και τους Ίστμαν έγιναν αξεπέραστες και οι δυο “ουδέτεροι”, Χάρισον και Σταρ, αποφάσισαν να συνεχίσουν με τον πρώτο. Οι Ίστμαν απολύθηκαν από την τριπλή πλειοψηφία (Λένον, Χάρισον, Σταρ) και αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, έκανε ακόμα μεγαλύτερο το χάσμα, με την εμπιστοσύνη και τη συναδελφικότητα να έχουν εξαφανιστεί πλέον από την τετράδα. Στο μεταξύ, ενώ η τελευταία τους δουλειά, το άλμπουμ “Get back”, που τελικά μετονομάστηκε σε “Let it be”, είχε σχεδόν ηχογραφηθεί ολόκληρο, οι Μπιτλς αποφάσισαν να βάλουν μπροστά τη δημιουργία ενός ακόμα δίσκου, του περίφημου “Abbey Road”, ή αν το προτιμάτε, της πιο διάσημης “διάβασης” στην ιστορία της μουσικής.
1969, ΤΟ “ABBEY ROAD”
Λίγο πριν την οριστική διάλυση, τα “σκαθάρια” έσμιξαν για μια τελευταία μεγάλη περιπλάνηση, η αφήγηση της οποίας πέρασε μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο του καθενός τους, οδηγώντας στη “ροή της συνείδησης” όπου περίμενε η κάθαρση. Η τελευταία στροφή πριν την τελική ευθεία, αποδείχτηκε ένα ακόμη μνημείο έμπνευσης, περιπέτειας και ενδοσκόπησης. Για τη δημιουργία του άλμπουμ χρειάστηκε μια μικρή ανακωχή, όμως, έστω και για λίγο, οι Μπιτλς μπήκαν στα θρυλικά στούντιο της Abbey Road για να μεγαλουργήσουν ξανά, αυτή τη φορά φτάνοντας στη δημιουργία μέσα από μόνιμες διαφωνίες σε μια καταδικασμένη διαλεκτική “μάχη”, μόνο και μόνο για να απεγκλωβίσουν για μια τελευταία φορά την έμπνευσή τους μέσα από κάθε φορμαλιστικό και επιτηδευμένο περίβλημα.
Η αισθητική τους άποψη – όσο και αν μεταξύ τους ήταν τελείως αποκομμένοι – ανακάλυψε καινούργια μονοπάτια εντελώς απροσδόκητα και τολμηρά, γκρεμίζοντας κάθε απροσπέλαστο “αξίωμα”, για να προσθέσει έναν ακόμα ογκόλιθο στη μυθολογική τους επιρροή. Μέσα στο “Abbey Road”, οι Beatles επινόησαν και πάλι – για πολλοστή φορά – τον εαυτό τους. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη φόρμα που να κυριαρχεί μέσα στα αυλάκια του βινύλιου, αφού οι Μπιτλς φρόντισαν να χτίσουν – για μια ακόμη φορά – έναν πολυσύνθετο χώρο, μέσα στον οποίο τοποθέτησαν ονειρικές αρμονίες σε κάθε γνωστή διάσταση: pop, rock, art rock, progressive rock, blues, music hall, hard rock, rock ‘n roll, folk rock, ψυχεδέλεια, συμφωνικό rock. Οι “κοσμικές” ενορχηστρώσεις του Τζορτζ Μάρτιν απογείωσαν το τελικό αποτέλεσμα με τη χρήση – εκτός των άλλων – του Moog synthesizer και του Leslie speaker.
Στις 18 Αυγούστου του 1969, ήταν η τελευταία φορά που η τετράδα ηχογράφησε μαζί. Επρόκειτο για το προφητικό “The End”, τον “τέλειο επιτάφιο στην επίσκεψή μας στον κόσμο των ονείρων των Μπιτλς”, όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει ο Τζον Μέντελσον στο “Rolling Stone”. Δυο μέρες μετά, στις 20 Αυγούστου, ήταν η τελευταία φορά που οι “Fab Four” βρέθηκαν μαζί σε ένα στούντιο, στο μιξάρισμα του “I want you (She’s so heavy)”. Στις 8 Σεπτεμβρίου, οι ΜακΚάρτνεϊ, Λένον και Χάρισον, συναντήθηκαν για να συζητήσουν την πιθανότητα ηχογράφησης ενός ακόμα άλμπουμ. Εκεί, οι Τζον και Τζορτζ πρότειναν την εκπροσώπηση συνθέσεων και από τα τέσσερα μέλη στον δίσκο, ενώ ο Λένον ζήτησε να καταργηθεί το κυρίαρχο μέχρι τότε μοτίβο του δίδυμου McCartney-Lennon.
Ο ΜακΚάρτνεϊ αρνήθηκε – προς μεγάλη απογοήτευση των άλλων δυο – λέγοντας ότι αυτή η πρόταση δεν είχε ισορροπία και πως “παραήταν δημοκρατική για το καλό της”, ενώ δε δίστασε να προσθέσει πως τα τραγούδια του Χάρισον πριν το “Abbey Road” δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, για να εισπράξει την απάντηση του Λένον, ότι το “Obladi Oblada” και το “Maxwell’s Silver Hammer” (αμφότερα συνθέσεις του Πολ) δεν άρεσαν σε κανέναν άλλο στην μπάντα και κανονικά θα έπρεπε να έχουν δοθεί σε άλλους καλλιτέχνες για να ηχογραφηθούν! Δώδεκα μέρες αργότερα, ο Λένον, απογοητευμένος από την αμετακίνητη στάση του Πολ, ζήτησε το “διαζύγιο” από το συγκρότημα, βάζοντας ουσιαστικά τέλος στους Μπιτλς, με την αυλαία να πέφτει και τυπικά στις 9 Απριλίου του 1970, όταν ο ΜακΚάρτνεϊ ανακοίνωσε τη δική του αποχώρηση από τα “σκαθάρια”.
1970, ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ “LET IT BE”
Ο Πολ, αμέσως μετά την απόφαση του Λένον να αφήσει το γκρουπ, αποσύρθηκε μαζί με την οικογένειά του στο κτήμα του στη Σκωτία, κυριολεκτικά διαλυμένος ψυχολογικά και με σημάδια βαθιάς κατάθλιψης από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Όταν στο τέλος του Οκτωβρίου του 1969, τον ανακάλυψαν ρεπόρτερ του περιοδικού “Life” για να δουν αν αλήθευαν οι φήμες περί θανάτου του, εκείνος τους είπε κάποια στιγμή “το πράγμα με τους Μπιτλς έχει τελειώσει”, χωρίς όμως να δοθεί η απαιτούμενη βαρύτητα στη δήλωσή του. Στις αρχές του Γενάρη του 1970, ο ΜακΚάρτνεϊ επέστρεψε στο Λονδίνο για να ολοκληρώσει μαζί με τους Χάρισον και Σταρ την ηχογράφηση του “Let it be”, όμως στη συνέχεια προέκυψε και άλλο πρόβλημα. Οι Τζον, Τζορτζ και Ρίνγκο κάλεσαν τον παραγωγό Φιλ Σπέκτορ για να επιμεληθεί την τελική παραγωγή του άλμπουμ, χωρίς όμως να ενημερώσουν τον Πολ.
Όταν το πληροφορήθηκε, έγινε έξαλλος και άρχισε να ανταλλάσσει επιστολές με τον Σπέκτορ, απορρίπτοντας κάθε παρέμβασή του στα τραγούδια του δίσκου. Τότε ήταν που έμαθαν οι Λένον, Χάρισον και Σταρ, ότι ο ΜακΚάρτνεϊ σκόπευε να παρουσιάσει επίσημα το παρθενικό σόλο άλμπουμ του, “McCartney” στις 17 Απριλίου, λίγες μόλις μέρες πριν την – από καιρό προγραμματισμένη – κυκλοφορία από την Apple τόσο του “Let it be” όσο και του “Sentimental Journey”, του σόλο άλμπουμ του Ρίνγκο. Στις 31 Μαρτίου, ο Σταρ επισκέφθηκε τον Πολ και του ζήτησε να αναβάλλει την κυκλοφορία του “McCartney”, όμως ο ΜακΚάρτνεϊ αντέδρασε πολύ άσχημα, διώχνοντας τον Ρίνγκο από το σπίτι του και αρνούμενος να δεχτεί οποιαδήποτε αλλαγή ημερομηνίας. Εκεί ήταν που ο Πολ πήρε την τελική απόφαση να φύγει από τους Μπιτλς.
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΧΑΡΙΣΟΝ ΚΑΙ ΛΕΝΟΝ
Διαβάσατε στην αρχή του κειμένου για τη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στις 9 Απριλίου από τον ΜακΚάρτνεϊ, αλλά και τον κόσμο που συγκεντρώθηκε την επόμενη μέρα έξω από τα γραφεία της Apple Corps, περιμένοντας να μάθει αν ίσχυαν όσα είχε πει ο Πολ περί αποχώρησής του από το γκρουπ και διάλυσης των Μπιτλς. Εκείνη την ίδια μέρα (10/4), μέσα στο κτίριο της Apple βρισκόταν ο Χάρισον, που έκανε ένα γύρισμα για το BBC, όμως αρνήθηκε να μιλήσει στους δημοσιογράφους. Ο Ρίνγκο περιορίστηκε σε ένα απλό “πρώτη φορά το ακούω”, ενώ ο Λένον, πολύ πιο καυστικός και ειρωνικός, δήλωσε: “Είναι πολύ ευχάριστο το ότι μάθαμε πως είναι ακόμα ζωντανός. Πάντως, μπορείτε να πείτε ότι είπα αστειευόμενος, πως δεν εγκατέλειψε το γκρουπ, αλλά ότι εγώ τον απέλυσα”. Η αλήθεια είναι πως οι Τζον, Τζορτζ και Ρίνγκο ένιωθαν προδομένοι από την ανακοίνωση του Πολ.
Σε μια συνέντευξή του στο “Rolling Stone” την εβδομάδα που ακολούθησε, ο Λένον το “τράβηξε” ακόμα περισσότερο, λέγοντας: “Όλο αυτό είναι απλώς ο ΜακΚάρτνεϊ που προκαλεί χάος, με τον ίδιο τρόπο που κατέβαζε μούτρα όταν ο Έπσταϊν δεν έκανε το δικό του”. Και συμπλήρωσε: “Το καρτούν είναι το εξής: τέσσερις τύποι σε μια σκηνή με έναν προβολέα πάνω τους. Δεύτερη εικόνα, τρεις τύποι σε μια σκηνή που σβήνουν από τον προβολέα. Τρίτη εικόνα, ένας τύπος στέκεται εκεί φωνάζοντας ‘φεύγω'”. Η πιο συγκλονιστική φράση όμως που ακούστηκε, ήταν εκείνη στο CBS News: “Η στιγμή είναι τόσο σημαντική, ώστε κάποια μέρα, οι ιστορικοί, θα τη βλέπουν ως ένα ορόσημο στην πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι Μπιτλς διαλύονται”. Τα υπόλοιπα τρία “σκαθάρια” πάντως, διατηρούσαν ελπίδες για τη συνέχεια της μπάντας.
Ο Χάρισον, σε μια συνέντευξη που έδωσε στο τέλος Απριλίου στη Νέα Υόρκη, δήλωσε ότι “θα είναι πολύ εγωιστικό αν οι Μπιτλς δεν παραμερίσουν τις διαφορές τους και δεν ηχογραφήσουν σύντομα ξανά μαζί, με δεδομένο το πόσα σημαίνει για τους ακροατές η μουσική τους”. Ο Τζορτζ πρόσθεσε ότι “ο ΜακΚάρτνεϊ δεν μπορεί να δεχτεί πως πλέον έχει λιγότερο έλεγχο πάνω στο γκρουπ. Για εμάς τους υπόλοιπους, οι Μπιτλς και η Apple βρίσκονται πιο πάνω από το τί θέλουν ο Πολ και τα πεθερικά του”. Ακόμα και ο ίδιος ο αποστασιοποιημένος Λένον, είχε δηλώσει τότε πως τον ενδιέφερε σαφώς να ηχογραφήσει ξανά μαζί με τους Μπιτλς, καταλήγοντας: “Θα μπορούσε να είναι μια αναγέννηση ή ένας θάνατος. Θα δούμε τί από τα δυο θα γίνει, πιθανότατα όμως πιστεύω ότι θα πρόκειται για αναγέννηση”.
51 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ, ΤΟ “ΘΑΥΜΑ” ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΜΑΓΕΥΕΙ
Τελικά ήταν “θάνατος”. Οι Μπιτλς δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ μαζί σε ένα στούντιο ή σε μια συναυλία, για την ακρίβεια, ποτέ δεν ξανασυναντήθηκαν και οι τέσσερις μαζί σε οποιαδήποτε περίσταση. Υπήρξαν αρκετές συνεργασίες ανάμεσά τους, αλλά πάντοτε με τους δυο ή τους τρεις παρόντες. Πολλοί μάνατζερ και παραγωγοί προσπάθησαν να δελεάσουν – κυρίως χρηματικά – την τετράδα για ένα reunion, όμως αποδείχτηκε αδύνατο. Όλοι συνέχισαν τις σόλο καριέρες τους, αφήνοντας πίσω τους μια βελούδινη νοσταλγία για εκείνη την υπέροχη δεκαετία, στη διάρκεια της οποίας πρόλαβαν να γίνουν αξεπέραστοι από οτιδήποτε και οποιονδήποτε. Πενήντα ένα χρόνια μετά τη διάλυσή τους, η κληρονομιά τους παραμένει ζωντανή, μέσα από την τελειότερη μουσική αφήγηση που υπήρξε ποτέ, καταργώντας τα σύνορα ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή.
Οι Μπιτλς μας επέτρεψαν να βιώσουμε την πεμπτουσία της έντασης και της αρμονίας. Της επιθυμίας και της μελωδίας. Της δημιουργίας και της πολυμορφίας. Της σύγκρουσης και της πρωτοτυπίας. Του πειραματισμού και της αμφισβήτησης. Του πυρήνα και της έκρηξης. Της περιπέτειας και της μαρτυρίας. Η πορεία τους υπήρξε ένας ολοκληρωτικός, σαρωτικός, μεθυστικός θρίαμβος μουσικής ευφυΐας, ενέργειας και αισθητικής. Η τετράδα που έδειξε την ηχητική αλήθεια μέσα από το συνεχές “σοκ” των “κλεμμένων” στιγμών της ψυχής και του σώματος κάθε νότας, κάθε ακόρντου, κάθε κλειδιού, κάθε πεντάγραμμου και κάθε παρτιτούρας. Γιατί, όπως γράψαμε και στην αρχή του κειμένου, τα “σκαθάρια” δεν υπήρξαν απλά μια μπάντα, αλλά ένα θαύμα. Και μέσα από το έργο τους μπόρεσαν να ταυτιστούν με την ίδια την αγάπη για τη μουσική.