ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΛΑ: ΠΩΣ ΜΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΤΑΙΝΙΑ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ TOP 10 ΤΩΝ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΩΝ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ
Η multiverse κωμωδία πολεμικών τεχνών έχει ήδη βαθμολογία που την τοποθετεί στο τοπ-10 όλων των εποχών του imdb. Την είδαμε και εξηγούμε.
Υπάρχει μια νοητή γραμμή που ενώνει δύο καθοριστικές στιγμές του σύγχρονου σινεμά, δύο χαρακτηριστικές στιγμές σε ταινίες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους σε είδος, σε στυλ και σε πρόθεση, αλλά όμοιες έστω και αθέλητα σε ένα πράγμα: Αυτό που τις ενώνει με την αφηγηματική αισθητική και τον ρυθμό του Σήμερα.
Η μία στιγμή είναι η εναρκτήρια σεκάνς του Social Network του Ντέιβιντ Φίντσερ, από το 2010. Το σενάριο της ταινίας ανήκει στον Άαρον Σόρκιν, του οποίου οι διάλογοι ήταν έτσι κι αλλιώς γνωστοί για τον τρόπο που οι συνομιλητές αλληλοκαλύπτονταν με ένα ρυθμικό διάλογο που παρέπεμπε στις παλιές σκρούμπολ ρομαντικές κωμωδίες. Μια τέτοια σκηνή ήταν κι εκείνη η ήδη κλασική, με τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ να μιλάει παράλληλα (ή μάλλον ασύμβατα) με την φίλη του, ερμηνευμένη από τη Ρούνεϊ Μάρα.
Στα χέρια όμως του Ντέιβιντ Φίντσερ, η χαρακτηριστική αυτή γραφή του Σόρκιν δεν θυμίζει πια παλιομοδίτικο σκρούμπολ, αλλά περισσότερο την αποστασιοποίηση της πρώιμης ιντερνετικής επικοινωνίας, πιάνοντας την αισθητική του να μιλάς σε ένα ελαφρώς μετατοπισμένο μήκος κύματος από τον συνομιλητή. Όπως όταν γράφεις στο τσατ και ο συνομιλητής πληκτρολογεί απαντώντας σε κάτι που έχει ειπωθεί λίγο πιο πριν, ή αρκετά παραπάνω, ή που για την ώρα υπάρχει ακόμα μόνο στο κεφάλι του.
Μικρά, πολύ μικρά παράλληλα σύμπαντα σε μια μικρή απόσταση, σαν θραύσματα επικοινωνίας. Το Social Network αφουγκράστηκε μια συγκεκριμένη στιγμή στο χρόνο, ένα διάστημα αβέβαιης αλλαγής στον τρόπο που μιλάμε και επικοινωνούμε, και πάνω της έχτισε μια από τις καθοριστικές αμερικάνικες ταινίες του 21ου αιώνα ως τώρα.
Η δεύτερη στιγμή είναι πολύ πιο πρόσφατη και πιθανώς λιγότερο ευυπόληπτη, αλλά όχι λιγότερο απολαυστική. Όταν ανοίγουν οι πύλες του multiverse στο Spider-Man: No Way Home, ο Τόμπι Μαγκουάιρ μετακινείται από την σημαδιακή τριλογία του Σαμ Ρέιμι από τα πρώιμα ‘00s, μες στην αρένα του MCU του σήμερα και μαζί ρίχνει τα αφηγηματικά τείχη. Προς τέρψη ενός κοινού που έτσι κι αλλιώς πια, εκπαιδευμένο πλήρως στην μετα-αφήγηση και έτοιμο να καταναλώσει κάθε ψίχουλο νοσταλγίας, μετατρέπει τη στιγμή σε γηπεδικού τύπου έκσταση και την ταινία σε εμπορικό φαινόμενο της δεκαετίας.
Τα θραύσματα πλέον έχουν γίνει κυρίαρχη αισθητική αφήγησης. Για ένα κοινό που έχει γαλουχηθεί στην ψηφιακή επικοινωνία, που συντηρεί μια ντουζίνα συζητήσεις την ίδια στιγμή, που εκτίθεται διαρκώς σε θραύσματα πληροφορίας και για το οποίο πλέον φίξιον και πραγματικότητα αποτελούν απλώς διαφορετικά επίπεδα καθημερινής μυθολογίας: Η παραφιλολογία γύρω από τα δικαιώματα του χαρακτήρα Spider-Man αποτελούν απλώς μια πτυχή μέσα στην μυθολογία του ήρωα, δίπλα στις συνεντεύξεις του Άντριου Γκάρφιλντ που αρνείται πως εμφανίζεται στο φιλμ, δίπλα στα νοσταλγικά άρθρα για την τριλογία του Ρέιμι, δίπλα στις πληροφορίες για πώς χτίζεται το μέλλον της Marvel, δίπλα στην προσπάθεια του Πίτερ Πάρκερ να κατατροπώσει τους εχθρούς του.
Είναι όλα αφηγήσεις που αφομοιώνονται ταυτόχρονα από τον θεατή-δέκτη-αναγνώστη. Σε μια κατακερματισμένη πραγματικότητα που μοιάζει να αποτελείται από αμέτρητα μικρά παράλληλα σύμπαντα: Αυτός είναι ο meta-κόσμος μας σήμερα.
Το Everything Everywhere All at Once –με άψογο ελληνικό τίτλο Τα Πάντα Όλα– δεν έχει κάποια απευθείας σχέση με όλα τα παραπάνω, πέραν του ότι είναι μια ταινία τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με την εποχή μας, με το πώς μιλάμε σήμερα, το πώς αφομοιώνουμε πληροφορία και ανταποκρινόμαστε σε ένα τσουνάμι από διαφορετικά ερεθίσματα τα οποία προσπαθούμε να ενώσουμε σε μία ενιαία κοσμοθεωρία. Το οποίο δεν σημαίνει πως βασίζεται σε συγκεκριμένη γλώσσα ή σε ευτελείς ποπ αναφορές, όσο ότι ο ρυθμός και η δομή του θα έμοιαζαν πιθανώς πλήρως ακατανόητα σε έναν άνθρωπο που δεν είναι εξοικειωμένος με την αισθητική της αποσπασματικής, meme πληροφορίας του ιντερνετικού 21ου αιώνα.
Ούτε έχει κάποια σχέση με τα μαρβελικού τύπου multiverse, ένα εκ των οποίων μάλιστα παραλίγο να τους κλέψει: Οι σκηνοθέτες του Everything Everywhere είχαν δεχθεί πρόταση να σκηνοθετήσουν το Loki, στο οποίο σίγουρα θα εξέφραζαν μια πολύ ισχή μόνο διάσταση των ιδεών τους. Αρνήθηκαν, ώστε να αναπτύξουν αυτή την ταινία. Η οποία τελικά αν πρέπει να πούμε ότι θυμίζει περισσότερο κάτι, είναι κάποια από τα πιο φορμαλιστικά περιπετειώδη και αναπολογητικά συναισθηματικά επεισόδια της σειράς Community, του οποίου οι βασικοί σκηνοθέτες Άντονι και Τζο Ρούσο είναι εδώ παραγωγοί. Ακόμα και η lo-fi αλληγορικότητας στην αποτύπωση της ιδέας του παράλληλου σύμπαντος θυμίζει πιο πολύ τον Κακό Άμπεντ του Community παρά την οποιαδήποτε CGI πύλη υπερηρωικών μπλοκμπάστερ.
Είναι παράξενος τρόπος όλος αυτός για να περιγραφεί μια ταινία που έχει για πρωταγωνίστρια μια απλή, καθημερινή γυναίκα με οικογενειακούς μπελάδες και της οποίας η βασική δυσκολία είναι το πώς θα φτιάξει τη φορολογική της δήλωση– αλλά από την άλλη αυτή είναι η πιο παράξενη ταινία που έχει γυριστεί ποτέ για μια απλή, καθημερινή γυναίκα με οικογενειακούς μπελάδες που προσπαθεί να φτιάξει τη φορολογική της δήλωση.
Η θρυλική Μισέλ Γιέο του Τίγρης και Δράκος πρωταγωνιστεί στο ρόλο της Έβελιν, η οποία ζει τα πιο πεζά και καθημερινά προβλήματα που βάζει ο νους. Η προσοχή της είναι αποσπασμένη σε ένα σωρό διαφορετικά προβλήματα της καθημερινότητας, ένα μικρό σύμπαν αγωνίας το καθένα από μόνο του. Ο γάμος της καταρρέει. Η κόρη της δεν επικοινωνεί μαζί της, θέλει να απομακρυνθεί από αυτήν, μαζί με την κοπέλα της. Το μαγαζί της, με πλυντήρια αυτοεξυπηρέτησης, δεν πάει καλά και η ίδια προσπαθεί να βγάλει άκρη με την εφορία. Ο γηραιός πατέρας της έχει ταξιδέψει στην Αμερική δίνοντάς την έναν επιπλέον πονοκέφαλο.
Και μέσα σε όλα αυτά λαμβάνει ένα μήνυμα πως αν δεν βοηθήσει τον σύζυγό της από μια παράλληλη διάσταση, μια αδηφάγα μοχθηρή οντότητα απειλή να καταβροχθίσει όλο το multiverse.
…πώς;
Αυτό που ξεκινά ως ένα εντελώς προσγειωμένο, έστω με ένα χαοτικό τρόπο, καθημερινό οικογενειακό δράμα για μια οικογένεια μεταναστών στις ΗΠΑ που αντιμετωπίζουν πολυσύνθετα προβλήματα –ενσωμάτωσης, επιβίωσης, αλλά και αγάπης, φιλίας, επιθυμίας– εξελίσσεται σε μια εντυπωσιακά φιλόδοξη κωμωδία πολεμικών τεχνών που εμπλέκει στην αφήγησή της την αποτύπωση μυριάδων άλλων παράλληλων κόσμων που απέχουν από τον δικό μας από ελάχιστα (όσο είναι μια απλή διαφορετική απόφαση) μέχρι αδιανόητα πολύ (έναν σύμπαν όπου… όχι, ας μην το πούμε).
Αυτή λοιπόν η ανεξάρτητη ταινία, που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ τον τελευταίο μήνα και έρχεται και στην Ελλάδα την Πέμπτη 28 Απριλίου, κι η οποία διαθέτει ένα μπάτζετ 25 μόλις εκατομμυρίων, έχει καταφέρει ήδη κάτι εντυπωσιακό. Δεν είναι απλά η σχεδόν ομόφωνη αποδοχή της κριτικής, αλλά κι η αντίδραση ενός κοινού εμφανέστατα διψασμένου για σινεμά πρωτότυπο, με ιδέες αλλά και με ουσιαστικά συναισθηματικά διακυβεύματα. Η ταινία συγκεντρώνει έναν απίστευτο μέσο όρο 8.9 στο imdb, κάτι που θα την τοποθετούσε εντός του τοπ-10 όλων των εποχών αυτή τη στιγμή.
Στο κινηματογραφικό social medium Letterboxd, όπου χρήστες καταγράφουν τη θέαση ταινιών σαν ημερολόγιο, βαθμολογώντας παράλληλα αν θέλουν, η ταινία φτάνει ήδη το 4.6 στα 5 αστεράκια, κι είναι εδώ και κάποιες μέρες στην 1η θέση με τις βαθμολογίες των χρηστών. Να η πρώτη 20άδα:
Προφανώς το Τα Πάντα Όλα δεν είναι η καλύτερη (ούτε η 8η καλύτερη) ταινία όλων των εποχών, όμως αυτό που αξίζει να ερευνήσουμε είναι από πού πηγάζει αυτός ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός απέναντί της. Γιατί ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς (στις οποίες θα ανήκει), είναι αυτή που έχει ξεσηκώσει περισσότερο το κοινό;
Οι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι με το προσωνύμιο «Ντάνιελς» (είναι οι Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Σάινερτ) έχουν προηγουμένως γυρίσει μπόλικα βίντεο και διαφημίσεις με παντελώς αναρχική προσέγγιση στην εικόνα, ενώ η άλλη κοινή τους ταινία είναι το Swiss Army Man, περισσότερο γνωστό ως «εκείνη η σουρεάλ δραματική κομεντί που ο Χάρι Πότερ παίζει ένα πτώμα που κλάνει». Ορίστε:
Πίσω από εκλάμψεις χιούμορ της χοντράδας και από μεμονωμένα θεοπάλαβες ιδέες στα όρια της λογικής και του καλού γούστου, εκείνο το φιλμ κατάφερνε όχι μόνο να πετυχαίνει μια εντυπωσιακή συναισθηματική ισορροπία, αλλά να εντοπίσει αφηγηματική κορύφωση μέσα από ένα φαινομενικό αδιέξο. Εκεί που το Swiss Army Man έμοιαζε ακίνητο σε ένα χώρο και μία ιδέα (αναπτύσσοντας όμως πολύ περισσότερες), το Everything Everywhere διαβάζεται ως κάτι παντελώς αντίστροφο.
Δηλαδή, μια ιστορία με τόσες δυνατότητες διακλάδωσης και ανάπτυξης, που μοιάζει αδύνατον να μπορέσει να χαλιναγωγηθεί μέσα σε ένα συμπαγές αφηγηματικό arc των δύο ωρών. Κι όμως, η πανδαισία ιδεών που υπό άλλες συνθήκες θα απειλούσε να κάνει το φιλμ να εκραγεί, συνδέεται σε κάθε στιγμή με την διαδρομή και την σκιαγράφηση της Έβελιν, και με τον τρόπο που αντιμετωπίζει πρώτο τον εαυτό της κι ύστερα όλους τους άλλους.
Σε μια σκηνή κατά την παρουσίαση των αποδείξεων εξόδων για το μαγαζί της, ο σύζυγός της λέει πως «μπερδεύει τα χόμπι της με τα επαγγελματικά της έξοδα» ύστερα από μια παρατήρηση της υπαλλήλου (μια απολαυστικά κακιασμένη Τζέιμι Λι Κέρτις) πως υπάρχουν εδώ καταγραφές για ένα σωρό διαφορετικές ενασχολήσεις. Το ότι η Έβελιν έχει δεκάδες χόμπι, ίσως περισσότερα κι από τα καθημερινά της άγχη, την σκιαγραφεί ως ένα άτομο που μοιάζει χαμένο στο άπειρο του Σήμερα, κομμένη στα χίλια, αδυνατώντας να ακολουθήσει ένα όνειρο, ένα στόχο τη φορά.
Είναι μια απόλυτη ηρωίδα ακριβώς επειδή δεν είναι αληθινά καλή σε τίποτα, επειδή έχει χάσει το τρένο για κάθε συναρπαστική έκβαση της προσωπικής της Ιστορίας. Η Έβελιν είναι το άθροισμα αμέτρητων χαμένων ευκαιριών. Χαμένων συνδέσεων. Χαμένων δεξιοτήτων. Αυτό που την κάνει σπουδαία είναι αυτό που την κάνει συνηθισμένη– δηλαδή, το ότι μοιάζει χαμένη, να επιπλέει στη θάλασσα δυνητικών θριάμβων. Κάθε παράθυρο σε άλλο κόσμο, κάθε θραύσμα, είναι κι ένα ακόμα αγκάθι. Ή μήπως μια νέα ευκαιρία;
Η ταινία έχει για οδηγό την Γιέο σε μια εκπληκτική ερμηνεία κατά την οποία την παρατηρείς όχι μόνο να έρχεται σταδιακά σε συναίσθηση του εαυτού και του κόσμου της, αλλά να δανείζει το σώμα της, το βλέμμα και τη φωνή της σε μυριάδες παραλλαγές του είναι της. Μέσα από αυτή την αφηγηματική κι αισθητική οχλαγωγία καλείται να υπηρετήσει μια συναισθηματική συνέπεια, ένα δραματουργικό κρεσέντο που αποτυπώνεται με έναν διόλου συμβατικό τρόπο.
Αν ο αφηγηματικός σκελετός του Everything Everywhere ακολουθεί κάτι σαν τη συμβατική δομή της πρώτης, δεύτερης και τρίτης πράξης, ο τρόπο με τον οποίο χρωματίζει μέσα σε αυτά τα όρια είναι απολαυστικά αποπροσανατολιστικός. Κάθε μετακίνηση της πλοκής, κάθε επεξήγηση «μυθολογία» συνοδεύεται από την συναισθηματική, αλληγορική της διάσταση, και κάθε απειροελάχιστη δραματουργική εξέλιξη προκύπτει κατόπιν δυσκολίας και φαινομενικής περιπλοκότητας (που κρύβει πίσω κάτι τελικά πολύ απλό). Έτσι, ο αγώνας για κάθε μικρή συναισθηματική νίκη μοιάζει με κερδισμένο πόλεμο, ακόμα και οι πιο σαχλές meme χιουμοριστικές εικόνες αποκτούν βαρύτητα και συγκινούν, και η ολοκλήρωση του στόρι δεν διαθέτει διασταλτικό χαρακτήρα, αλλά μια αίσθηση ολοκλήρωσης.
Εν ολίγοις, όσα κι αν είναι τα αμέτρητα σύμπαντα του φιλμ, στο τέλος δεν θα σκέφτεστε «α, σίκουελ!» σα να ήταν κάποια περιπέτεια της Marvel.
Η ιδέα του multiverse χρησιμοποιείται με πολλαπλούς σκοπούς: χιουμοριστικά, αυτοαναφορικά (υπάρχει μια εκδοχή της Έβελιν που μοιάζει βασικά με μια εκδοχή της Μισέλ Γιέο), σουρεαλιστικά, για ανάπτυξη πλοκής, για ανάπτυξη χαρακτήρων, για διαρκή αισθητική επέκταση, αλλά και για παιχνίδι στυλ. Όταν μπαίνουν οι πολεμικές τέχνες στο παιχνίδι, η ταινία ανυψώνεται εκ νέου, δίχως ποτέ να χάνει ούτε τη διάθεση για σαχλό χιούμορ, ούτε για εντελώς προσβάσιμο, προσγειωμένο ανθρώπινο δράμα.
Ο θρίαμβος του φιλμ τελικά βρίσκεται εκεί, κι είναι κι ο λόγος που έχει αγγίξει τόσο πολύ μια ευαίσθητη χορδή στο κοινό. Η Έβελιν προσπαθεί μέσα από μια διαρκώς αποσπασματική αίσθηση πραγματικότητα να κατανοήσει ποια είναι.
Τα όνειρά της, τα θέλω της, τους ανθρώπους της, τον εαυτό της. Δεν είναι σίγουρη καν ποια και τι είναι η ίδια η ιστορία της– είναι μια ιστορία προσωπικού τρόμου; Είναι μια περιπέτεια; Είναι love story; Είναι οικογενειακό δράμα;
Στο τέλος, έρχεται σε επαφή με ανεκπλήρωτες εκδοχές του εαυτού της και καταφέρνει μετά κόπων και βασάνων να βγάλει συναισθηματικό νόημα από μια κακοφωνία. Προσπαθεί, μαζί με εμάς, να ανακτήσει το κέντρο βάρους της μέσα σε ένα χάος, να βρει την δυνατότητα διαπιεραστικής αγάπης και κατανόησης μέσα από τα θραύσματα της κατακερματισμένης της (μας) πραγματικότητας.
Όχι, το Everything Everywhere δεν είναι μια από τις 10 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, προφανώς. Αλλά, δίχως να ποτέ να συνδέεται ή να αναφέρεται ευθέως σε τωρινές καταστάσεις ή γεγονότα, αγνά και καθαρά μέσα από την αισθητική, αφηγηματική και συναισθηματική του προσέγγιση, είναι η πιο «Σήμερα» ταινία αυτή τη στιγμή. Ξέρει πόσο δύσκολο είναι το να βρεις προσωπική νόημα στο καθημερινό multiverse ερεθισμάτων μας– αλλά και πόσο αναγκαίο.