ΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΤΟΝ ΜΙΣΘΩΤΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 2021
Μια ματιά στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα κόμματα την μισθωτή εργασία, ενώ το εργασιακό νομοσχέδιο του Κωστή Χατζηδάκη ετοιμάζεται να κατατεθεί στην Βουλή.
Εφόσον το κυβερνητικό χρονοδιάγραμμα τηρηθεί σύντομα το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας που στοχεύει στην εκ βάθρων αλλαγή της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας θα βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ήδη άλλωστε οικοδομείται ένα σαφές μέτωπο της αντιπολίτευσης εναντίον των διατάξεών του. Το νομοθέτημα αφορά μια νέα διευθέτηση του ωραρίου εργασίας αφού εισάγει την διαμόρφωσή του σε εξαμηνιαία βάση που αυτόματα οδηγεί σε απλήρωτες υπερωρίες. Επίσης θα αντικαταστήσει την νομοθεσία για την συνδικαλιστική δράση όπως διαμορφώθηκε στην δεκαετία του 1980.
Με αφορμή την επικείμενη πολιτική και κοινωνική κόντρα, αξίζει κανείς να αναμοχλεύσει τις σχέσεις των πολιτικών κομμάτων με την μισθωτή εργασία. Έτσι ώστε να κωδικοποιηθεί ο τρόπος που αντιλαμβάνονται την έννοια και τον ρόλο του εργαζόμενου στην σύγχρονη πραγματικότητα. Όπως επίσης και οι διαχρονικές σχέσεις τους με τον κόσμο της εργασίας.
Ν.Δ: Ξεπερασμένα το 5νθήμερο – 8ωρο
Φράσεις όπως αυτή που είπε τον περασμένο Νοέμβριο σε διάγγελμά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν διαπίστωσε ότι «υπάρχουν άνθρωποι που είναι εξαρτημένοι από τον μισθό τους» σίγουρα δεν βοηθούν την Νέα Δημοκρατία να πείσει, στις μέρες μας, ότι είναι κόμμα που εκφράζει τα συμφέροντα των μισθωτών. Το ίδιο ισχύει και για απόψεις που έχει εκφράσει στο παρελθόν ο πρωθυπουργός όπως το στερεότυπο του «ψυκτικού από το Περιστέρι».
Άλλωστε συνολικά η Νέα Δημοκρατία από την ίδρυσή της δεν έχει «διεκδικήσει» την ιδιότητα ενός κόμματος με ταξική αναφορά. Αντιθέτως «ξορκίζει» τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Πόσο μάλλον στην σημερινή συγκύρια, που θεωρείται πως στην ηγεσία της βρίσκεται η φιλελεύθερη πτέρυγα.
Η τελευταία ολοκληρωμένη αναφορά το Κυριάκου Μητσοτάκη στα ζητήματα που σχετίζονται με την μισθωτή εργασία έγινε στις 12 Μαίου του 2019, σε προεκλογική μάλιστα περίοδο. Όπως διαφάνηκε η ρυθμισμένη αγορά εργασίας (5νθήμερο-8ωρο) αποτελεί στην αντίληψη του πρωθυπουργού παραδοσιακή μορφή που σταδιακά περιορίζεται στον σύγχρονο κόσμο. Όπως είχε τότε δηλώσει «το πρώτο που κάνω είναι να αναγνωρίζω ότι στο νέο κόσμο που έρχεται ότι οι άνθρωποι θα δουλεύουν με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι δούλευαν μέχρι σήμερα και ότι το κράτος θα πρέπει να έρθει εξασφαλίσει εργασιακά δικαιώματα για ανθρώπους που έχουν άλλες συνήθειες». Στην ίδια αναφορά του ο πρωθυπουργός είχε αναδείξει ένα επιπλέον στοιχείο της αντίληψης της Νέας Δημοκρατίας που αφορά την προτεραιότητα που δίνει στην συναίνεση εργοδοτών-εργαζομένων. Χαρακτηριστικά είχε επισημάνει πως «όταν μία επιχείρηση συμφωνεί με τους εργαζόμενους – με επιχειρησιακή σύμβαση – να πάει από πενθήμερο σε επταήμερο, με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων και με πολύ καλύτερες απολαβές και με αυξημένα δικαιώματα και συμφωνούν τα δύο μέρη, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζουμε ότι είμαστε σε έναν κόσμο που αλλάζει και πρέπει εργαζόμενοι, επιχειρήσεις και κράτος, βέβαια, να προσαρμοστούν σε αυτή τη νέα πραγματικότητα». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε κατηγορήσει όσους αμφισβητούν την εξέλιξη στην εργασία λέγοντας πως υπάρχουν «κάποιοι που τα βλέπουν αυτά και κυνηγούν σκιές δεν καταλαβαίνουν τίποτε από τον κόσμο που ξημερώνει μπροστά μια και θεωρούν ότι μπορούμε να γυρίσουμε στην δεκαετία του ‘80».
Όπως φαίνεται ο αντιλήψεις αυτές θα ενσωματωθούν και στο νομοσχέδιο που προτίθεται να φέρει προς ψήφιση τον Μάιο ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι στοχεύει να υπερασπιστεί με «επιθετικό» τρόπο το συγκεκριμένο νομοθέτημα υποστηρίζοντας ότι εκσυγχρονίζει την εργατική νομοθεσία. Άλλωστε ο μήνας που επιλέγει να το ψηφίσει έχει την ιδιαιτερότητα να ξεκινά με τον γιορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς.
Ανεκπληρωτες υποσχεσεις
Σύμφωνα με τις περισσότερες στατιστικές αναλύσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σήμερα την μεγαλύτερη επιρροή στα κοινωνικά στρώματα της μισθωτής εργασίας. Δίχως όμως αυτή να είναι κυρίαρχη.
Από την πορεία αύξησης των εκλογικών ποσοστών μετά το 2011 του είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «συναντήθηκε» με τον κόσμο της εργασίας την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Κουβαλώντας ταυτόχρονα τις «παραδόσεις» της ανανεωτικής και κομμουνιστικής αριστεράς από την οποία απαρτίζονταν.
Οι προγραμματικές του θέσεις όμως σε πολλά σημεία δεν ταυτίστηκαν με τα όσα έπραξε ως κυβέρνηση από το 2015 έως και το 2019. Το πρόταγμα της αύξησης του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ δεν έγινε ποτέ πράξη, ούτε και επανήλθε πρακτικά η διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων τόσο για τον βασικό μισθό και για τις αποδοχές σε κλαδικό επίπεδο.
Παρόλα αυτά σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να διατηρεί μια πολιτική σχέση θετικού προσήμου με τους μισθωτούς, ενώ ταυτόχρονα κάνει ανοίγματα στα στρώματα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Πιθανότατα γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση διατηρεί στην αιχμή του πολιτικού της λόγου την πρόταση για μία ρυθμισμένη αγορά εργασίας με σαφείς συλλογικούς κανόνες. Ως στοιχείο μάλιστα που την διαφοροποιεί από την Νέα Δημοκρατία.
Επίσης γιατί ένα σημαντικό τμήμα των υποσχέσεων που δεν τηρήθηκαν αποδόθηκαν στις πιέσεις των δανειστών την μνημονιακή περίοδος. Στον ΣΥΡΙΖΑ επίσης πιστώνεται θετικά η σαφέστατη αναβάθμιση της λειτουργίας των επιθεωρήσεων εργασίας κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του, για την λειτουργία των οποίων ήταν υπεύθυνος ο σημερινός εκπρόσωπος τύπου του, Νάσος Ηλιόπουλος.
Το μοντέλο εργαζομένου που προάγει η αξιωματική αντιπολίτευση, σχετίζεται και με την αναπτυξιακή της πρόταση. Αυτή που θέλει την ύπαρξη επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας σε μία αγορά εργασίας που θα έχει το 8ωρο και του 5νθήμερο ως βασικά χαρακτηριστικά της. Ως εκ τούτου δίνει μεγάλη σημασία στα ζητήματα που σχετίζονται με την επιμόρφωση αλλά και την συνεχή εξειδίκευση. Συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων εκτιμώντας όμως ότι αυτό δεν πρέπει να αναζητείται πρωτίστως στην μείωση του εργατικού κόστους αλλά στην επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό.
Μια αδυναμία που αναγνωρίζει πάντως και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η αναντιστοιχία της πολιτικής επιρροής του κόμματος με την εκπροσώπηση που έχει στα εργατικά συνδικάτα. Θέμα που φαίνεται να απασχολεί το εσωκομματικό διάλογο στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το ΚΙΝ.ΑΛ και οι μεγαλες αντιθεσεις
Το Κίνημα Αλλαγής/ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα που κατέγραψε την μεγαλύτερη πολιτική ρήξη με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας τα τελευταία χρόνια. Ένα συμπέρασμα που αντικειμενικά μπορεί να εξαχθεί από τα εκλογικά ποσοστά του, που μειώθηκαν δραματικά την περίοδο των μνημονίων. Η ρήξη αυτή ήταν τόσο μεγάλη ακριβώς γιατί το ΠΑΣΟΚ στην μεταπολίτευση ήταν το κόμμα που κυριάρχησε πολιτικά στον κόσμο της εργασίας. Αυτή η τεράστια αντίφαση εμφανίζεται και σήμερα στην σχέση του με τους εργαζόμενους.
Από το 1981, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου επανακαθόρισε την έννοια του εργαζόμενου στην ελληνική κοινωνία για τα δεδομένα της εποχής. Αντικατέστησε τον νόμο 330 που απαγόρευε την συνδικαλιστική δράση με τον 1264/82 που αποτελεί μέχρι σήμερα την καρδιά της εργατικής νομοθεσίας. Έδωσε μεγάλη σημασία στο συνδικαλιστικό κίνημα όπου η παράταξη του, η ΠΑΣΚΕ αναδείχθηκε την περίοδο εκείνη σε κυρίαρχη δύναμη. Βασικός μοχλός για την επικράτησή της ήταν οι εργαζόμενοι στις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλεια.
Παράλληλα το ΠΑΣΟΚ έφερε τομές για την ισότητα στην εργασία και πολλά άλλα παρεμφερή νομοθετήματα. Υλοποίησε δηλαδή σειρά υπερώριμων αιτημάτων ώστε οι όροι παροχής της μισθωτής εργασίας να «συγχρονιστούν» με προοδευτικά για την εποχή πρότυπα.
Οι «σταθερές» που δημιούργησε η «παπανδρεϊκή» εποχή κλονίστηκαν συθέμελα την περίοδο των μνημονίων. Το ΠΑΣΟΚ άσκησε πολιτικές λιτότητας και στην συνέχεια στήριξε την κυβέρνηση Παπαδήμου κατά την διάρκεια της οποίας καταργήθηκαν θεμελιώδεις αρχές του εργατικού δικαίου: Μείωση του κατώτατου μισθού, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλαγές στην κοινωνική ασφάλιση. Ακόμη και σήμερα η σχέση του Κινήματος Αλλαγής με τα στρώματα της μισθωτής εργασίας φαίνεται να περνά την ίδια κρίση. Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα η παράταξη που πρόσκειται στο Κίνημα Αλλαγής παραμένει πλειοψηφούσa στην διοίκηση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ).
ΚΚΕ: Μια ιστορικη σχεση
Αν υπάρχει ένας πολιτικός σχηματισμός που μπορεί να ισχυριστεί ότι η σχέση του με την μισθωτή εργασία είναι ιστορική, αυτός είναι αναμφισβήτητα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Η ίδρυσή του άλλωστε, το 1918, συμπίπτει – καθόλου τυχαία- χρονικά με τους καθοριστικούς εργατικούς αγώνες των αρχών του 20ου αιώνα.
Αν και σε ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης η δράση του ΚΚΕ αφορά κυρίως τους εθνικό-απελευθερωτικούς αγώνες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και την αντιδικτατορική δράση, το Κομμουνιστικό Κόμμα πρωτίστως θεωρεί εαυτόν πολιτικό εκφραστή των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Αυτό άλλωστε χαρακτηριστικά αναφέρεται στα καταστατικά κείμενα με τα οποία αυτό-προσδιορίζεται. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η απήχηση του ΚΚΕ στα συνδικάτα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη της συνολικής εκλογικής του δύναμης. Γεγονός που τεκμηριώνει την «ειδική» σχέση που διαθέτει με τους εργαζόμενους.
Το ΚΚΕ θεωρεί πρωταρχικό σημείο και καθοριστικό παράγοντα των εκάστοτε πολιτικών εξελίξεων τους εργατικούς αγώνες. Ως εκ τούτου προάγει την συνδικαλιστική δράση και την συνεχή διεκδίκηση ως βασικό στοιχείο που οφείλει να έχει στις μέρες μας η μισθωτή εργασία. Οι πολιτικές επικρίσεις που ασκούνται στο ΚΚΕ αφορούν το ότι αυτή η αντίληψη ανάγεται στο παρελθόν. Στον Περισσό πάντως θεωρούν πως το μέλλον θα καθοριστεί από την δυναμική των αγώνων της εργατικής τάξης.
Μέρα 25: Όχι στα μπλοκάκια, ναι στην δημιουργικη επιχειρηματικοτητα
Το Μέρα 25 ως νεότευκτο πολιτικό κόμμα, δεν έχει δώσει πλήρως το στίγμα του ως προς την σχέση του με τον κόσμο της εργασίας. Στις πολιτικές προτάσεις που πάντως προβλέπεται η κατάργηση της μνημονιακής νομοθεσίας που αφορά τις εργασιακές σχέσεις όπως και «νομοθέτηση πλαισίου ευέλικτων συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Το Μέρα 25 αντιστρατεύεται τις μορφές ελαστικής απασχόλησης όπως π.χ το μπλοκάκι και προτείνει την «άμεση και υποχρεωτική ένταξη στο ΙΚΑ όσων μισθωτών απασχολούνται πάνω από οχτώ ώρες την εβδομάδα», Ανεξαρτητως του εργασιακού του καθεστώτος με το οποίου δουλεύουν. Παράλληλα το κόμμα του Γιάννη Βαρουφάκη δεν δηλώνει εχθρικό προς τη επιχειρηματικότητα αντιθέτως προκρίνει τις δημιουργικές μορφές της, ιδίως σε μικρομεσαίο επίπεδο.
Ελληνική Λύση και προτάσεις για …Έλληνες
Η έννοια του «έλληνα εργαζόμενου» είναι κυρίαρχη στις πολιτικές προσεγγίσεις της Ελληνικής Λύσης του Κ.Βελόπουλου. Πράγμα αναμενόμενο για έναν πολιτικό φορέα που έχει έντονο το ξενοφοβικό στοιχείο.
Πάντως στις θέσεις της Ελληνικής Λύσης για την οικονομία, που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του κόμματος, υιοθετείται η αντίληψη του ότι ο κατώτατος μισθός οφείλει να συναρτάται με την παραγωγικότητα. Αντίληψη που επι δεκαετίες καταγράφεται στις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας και θεωρείται ώς η αφετηριακή βάση για την άσκηση πολιτικών λιτότητας.
Επισημαίνεται μάλιστα ότι πρέπει η αύξησή του να κινείται σε χαμηλότερα ποσοστά από τους δείκτες παραγωγικότητας. Πιο συγκεκριμένα προτείνεται για τον κατώτατο μισθό «αύξηση κατά 100 € και στη συνέχεια ετήσια αναπροσαρμογή, ελαφρά χαμηλότερη από την παραγωγικότητα των εργαζομένων και τον πληθωρισμό, για να βελτιώνεται συνεχώς η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Μείωση των μισθών και συντάξεων των βουλευτών κατά 30%, όσο όλων των υπολοίπων»