Η ιστορία της ασχήμιας δείχνει ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο

Η ιστορία της ασχήμιας δείχνει ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο
Circus show characters, in retro style. Eps8 ISTOCK

Από τις παραστάσεις τεράτων του 19ου αιώνα και τα "Σπασμένα Μούτρα" του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έως την σύγχρονη ψυχαγωγία, η ασχήμια έχει αλλάξει πολλές φορές νόημα με έναν όμως, κοινό παρανομαστή. Λέει κάτι για μας.

* Το άρθρο της καθηγήτριας Gretchen E Henderson δημοσιεύτηκε στο Aeon. Τo Αeon, είναι διαδικτυακό περιοδικό, που θέτει μεγάλα ερωτήματα, αναζητώντας φρέσκες απαντήσεις και μια νέα οπτική στην κοινωνική πραγματικότητα, την επιστήμη, τη φιλοσοφία και τον πολιτισμό. Το NEWS 24/7 αναδημοσιεύει κάθε εβδομάδα μια ιστορία για όσους λατρεύουν την πρωτότυπη σκέψη πάνω σε παλιά και νέα ζητήματα.

Τον 19ο αιώνα, μια τριχωτή ιθαγενής από το Μεξικό, ονόματι Χούλια Παστράνα, χαρακτηρίστηκε σε παράσταση τεράτων ως “η πιο άσχημη γυναίκα στον κόσμο”. Την μετέφεραν στην Ευρώπη, όπου έπαιξε σύμφωνα με τα βικτωριανά πρότυπα: τραγούδαγε και χόρευε, μίλαγε σε ξένες γλώσσες, υπεβλήθη σε δημόσιες ιατρικές εξετάσεις και άλλες θεαματικές παραστάσεις. Τόσο στη διάρκεια της ζωής της όσο και μετά θάνατον, χαρακτηριζόταν “άσχημη”.

Αυτή η λέξη έχει μεσαιωνικές σκανδιναβικές ρίζες που σημαίνει “να σε φοβούνται ή να σε τρέμουν”. Οι “άσχημοι” συνειρμοί αφήνουν πίσω τους ένα ίχνος “ομόκλινων”: τερατώδες, γκροτέσκο, παραμορφωμένο, φρικιό, εκφυλισμένο, ανάπηρο. Από ιστορικής άποψης, η ασχήμια εξελίχθηκε από πολλές πηγές: από τον Αριστοτέλη που αποκαλούσε τις γυναίκες “παραμορφωμένους” άντρες, μέχρι τις μεσαιωνικές ιστορίες μεταμόρφωσης για γριές μάγισσες που έγιναν όμορφες, έως τις καρικατούρες του 18ου αιώνα, τις παραστάσεις “τεράτων” του 19ου αιώνα, την “έκφυλη” τέχνη και ανθρώπους του 20ου αιώνα, μπρουταλιστική αρχιτεκτονική και πολλά άλλα. Η ασχήμια έχει θέσει εδώ και καιρό μια πρόκληση για την αισθητική και το γούστο, και περιπλέκει αυτό που σημαίνει να είσαι όμορφος και να εκτιμάσαι.

Οι δυτικές παραδόσεις συχνά βάζουν την ασχήμια σε αντίθεση με την ομορφιά, αλλά η έννοια φέρει θετικά νοήματα σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια. Η ιαπωνική έννοια του γουάμπι – σάμπι (σ.σ. παροδική και απίστευτη ομορφιά – φυσική ομορφιά και γήρανση) εκτιμά την ατέλεια και τη μονιμότητα, ιδιότητες που μπορεί να θεωρηθούν “άσχημες” σε άλλη κουλτούρα. Η ασχήμια και η ομορφιά μπορούν να λειτουργήσουν σαν δυαδικά αστέρια, να πέφτουν το ένα στη βαρύτητα του άλλου και να περιφέρονται το ένα γύρω από το άλλο, ενώ συναθροίζονται με πολλά άλλα αστέρια.

Η “ασχήμια” συνήθως έχει σκοπό την συκοφαντία, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, οι τύποι αισθητικής αντιμετωπίζονται με αυξανόμενη καχυποψία. “Δεν μπορούμε να δούμε την ομορφιά ως αθώα”, γράφει η φιλόσοφος Κάθλιν Μαρί Χίγκινς, όταν “η υπέροχη λαμπρότητα του σύννεφου καπνού σε σχήμα μανιταριού από έκρηξη πυρηνικής βόμβας συνοδεύει το ηθικό κακό”. Οι δημόσιες συζητήσεις αρχίζουν να σημειώνουν επιτυχία καθώς ο κόσμος αλλάζει, καθώς οι έννοιες του “όμορφου” και του “άσχημου” επανεξετάζονται. Το 2007, ένα βίντεο έγινε viral με τo tag “Η πιο άσχημη γυναίκα του κόσμου”. Αντί για την Παστράνα, έδειχνε τη Λίζι Βελάσκεθ, τότε 17, γεννημένη στο Τέξας τυφλή στο ένα μάτι με μια σπάνια διαταραχή που την εμποδίζει να πάρει βάρος. Τα δημόσια σχόλια την ονόμαζαν “τέρας”, λέγοντας μάλιστα “απλώς αυτοκτόνησε”. Η εμπειρία οδήγησε την Βελάσκεθ να κάνει ένα ντοκιμαντέρ κατά του διαδικτυακού εκφοβισμού, που κυκλοφόρησε το 2015 και εγείρει το ερώτημα εάν η “ασχήμια” θα μπορούσε να ισχύει καλύτερα για τους κατηγόρους.

Στο άλλο άκρο, η “ασχήμια” έχει όχι μόνο απορριφθεί σε ακραίο σημείο, αλλά έχει γίνει και στοιχείο συσπείρωσης. Σε διαφορετικές εποχές και μέρη, οποιοσδήποτε από εμάς μπορεί να είχε θεωρηθεί άσχημος: από τον κοκκινομάλλη μέχρι τον γαλανομάτη, τον αριστερόχειρα έως αυτόν που έχει γαμψή μύτη, τον καμπούρη μέχρι τον μαυρισμένο. Είναι εύκολο να μετατρέψεις οποιοδήποτε εξωτερικό χαρακτηριστικό σε σημάδι ασχήμιας (και πολύ πιο δύσκολο να ακολουθήσεις την αντίθετη κατεύθυνση) ή να ανάγεις την ιστορία της ασχήμιας σε μια σειρά από μελέτες περιπτώσεων, χωρίς να λαμβάνεις υπόψη τη μεγαλύτερη κληρονομιά της.

Στην αρχαία Ελλάδα, τα συνώνυμα της ασχήμιας υποδήλωναν το κακό, τη ντροπή και την αναπηρία. Θα μπορούσαν να προκύψουν εξαιρέσεις (ο άσχημος αλλά σοφός φιλόσοφος Σωκράτης, ο παραμορφωμένος μυθοποιός σκλάβος Αίσωπος), αλλά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά έτειναν να θεωρούνται ως αντανάκλαση της εσωτερικής αξίας ή ως εκ γενετής οιωνός. Η αρχαία ψευδοεπιστήμη της φυσιογνωμίας διάβαζε την ηθική καλοσύνη και το κακό αναλογικά με όμορφα και άσχημα χαρακτηριστικά. Τα μεσαιωνικά παραμύθια μεταμόρφωσαν όμορφες και τέρατα, αλλά οι αρνητικοί συνειρμοί μεταφέρθηκαν στους αιώνες. Τα τέρατα προέκυψαν στο περιθώριο της παρερμηνείας καθώς επεκτάθηκαν οι αποικιακές αυτοκρατορίες. Οι Ευρωπαίοι εξερευνητές, για παράδειγμα, ερμήνευσαν τα “άσχημα” γλυπτά των Ινδών θεών ως αποκαλυπτικούς οιωνούς, που διαβάζονταν μέσα από χριστιανικές αφηγήσεις για τις οποίες ποτέ δεν προορίζονταν.

Ο 18ος και ο 19ος αιώνας συνέχισαν να δοκιμάζουν την αμφιταλαντευόμενη γραμμή μεταξύ ομορφιάς και ασχήμιας. Οι καρικατούρες μεγαλοποιούσαν τα χαρακτηριστικά σε μια εποχή που η “ασχήμια” και η “παραμόρφωση” ορίζονταν σχεδόν χωρίς διάκριση. Ο Βρετανός βουλευτής Γουίλιαμ Χέι, ο οποίος ήταν καμπούρης, προσπάθησε να ξεμπερδέψει την “παραμόρφωση” από την αρνητική σύντροφό του και υποστήριξε ότι το παραμορφωμένο σώμα του δεν αντικατοπτρίζει μια άσχημη ψυχή. Ακόμη και όταν αμφισβητήθηκαν οι παραδοσιακές έννοιες, οι παραστάσεις τεράτων εκτόξευσαν την ασχήμια σε νέα ύψη, παράλληλα με μουσεία ανατομίας και παγκόσμιες εκθέσεις που εξέθεταν ανθρώπινα δείγματα και εθνοτικές παρουσιάσεις.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μεγέθυνε τις κληρονομημένες έννοιες της ασχήμιας. Καθώς ο πόλεμος πέτυχε νέα επίπεδα εκμηχανισμού, οι κάποτε όμορφοι νεαροί άντρες έγιναν άσχημοι από τις καταστροφές των χειροβομβίδων, του αερίου μουστάρδας και των αρμάτων μάχης. Μερικοί στρατιώτες όπως οι Gueules cassées (ή “Σπασμένα μούτρα”) ενώθηκαν για “το φρικτό μας πρόσωπο” για να γίνουν “ηθικός παιδαγωγός” που “μας επέστρεψε την αξιοπρέπειά μας”. Ενώ οι περισσότεροι πέθαναν ή αποσύρθηκαν από το προσκήνιο, το οπτικό σοκ συσκευάστηκε εκ νέου καθώς καλλιτέχνες και διαφημιστές προσπάθησαν να αναπαραστήσουν μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Μέχρι τη δεκαετία του 1930, η ναζιστική Γερμανία υποστήριζε μια εθνικοποιημένη αισθητική για να λογοκρίνει τους άσχημους ως “εκφυλισμένους”, συσχετίζοντας έργα τέχνης και πολιτιστικές ομάδες ως στόχους δίωξης και εξόντωσης.

Σε περιόδους σύγκρουσης, οποιαδήποτε απειλή ή εχθρός μπορεί να εξευτελιστεί και έτσι να γίνει γενίκευση. Ένα άτομο μπορεί να τσουβαλιαστεί σε μια “άσχημη’ ομάδα από ένα αυθαίρετο χαρακτηριστικό – ένα κίτρινο περιβραχιόνιο ή μια μαύρη μαντίλα – ανάλογα με το μάτι του θεατή. Ενώ το “άσχημο” μπορεί να κολλήσει σχεδόν σε οτιδήποτε, η αβέβαιη κληρονομιά της λέξης χαρακτηρίζει σώματα και μπορεί να προτείνει περισσότερα για τον παρατηρητή παρά για τον παρατηρούμενο. Όπως τραγούδησε ο Φρανκ Ζάπα, το “πιο άσχημο μέρος του σώματός σου” δεν είναι η μύτη ή τα δάχτυλα των ποδιών σου αλλά “το μυαλό σου”.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο Κένεθ και η Μάμι Κλαρκ ταξίδεψαν στον Αμερικανικό Νότο για να μελετήσουν τις ψυχολογικές επιπτώσεις των φυλετικών διακρίσεων και του διαχωρισμού, ζητώντας από τα παιδιά να επιλέξουν ανάμεσα σε λευκές και μαύρες κούκλες. Η λευκή κούκλα χαρακτηρίστηκε συντριπτικά ως “όμορφη”, η μαύρη κούκλα ως “άσχημη”, με συνοδευτικές ιδιότητες “καλή” και “κακή”, “καθαρή” και “βρώμικη”. Ακολουθώντας ένα παρόμοιο θέμα στο μυθιστόρημά της The Bluest Eye (1970), η Τόνι Μόρισον έγραψε για την επίδραση του ρατσισμού στην οικογένεια Μπρίντλαβ:

“Ήταν σαν κάποιος μυστηριώδης παντογνώστης κύριος να είχε δώσει στον καθένα έναν μανδύα ασχήμιας για να φορέσει… Ο κύριος είχε πει, “Είστε άσχημοι άνθρωποι”. Είχαν κοιτάξει τον εαυτό τους και δεν έβλεπαν τίποτα που να αντικρούει αυτή τη δήλωση. Είδαν, στην πραγματικότητα, υποστήριξη γι’ αυτό σε βάρος τους από κάθε διαφημιστική πινακίδα, κάθε ταινία, κάθε ματιά”.

Η τέχνη αποτελεί έναν καθρέφτη για την αλλαγή στάσεων. Οι αρχικές ετικέτες του “άσχημου” μερικές φορές ξεχνιούνται καθώς τα θέματα που κάποτε χλευάζονταν αποκτούν αξία. Ο ιμπρεσιονισμός του 19ου αιώνα – που τώρα εμφανίζεται σε blockbuster θεάματα – συγκρίθηκε αρχικά με πολτοποιημένο φαγητό και σάπιο κρέας. Όταν τα έργα του Ανρί Ματίς παρουσιάστηκαν στις ΗΠΑ στην Έκθεση Armory του 1913, οι κριτικοί χαρακτήρισαν την τέχνη του ως “άσχημη”, ενώ φοιτητές τέχνης στο Σικάγο έκαψαν ένα ομοίωμα του Μπλε Γυμνού του μπροστά από το Ινστιτούτο Τέχνης. Το ίδιο ίδρυμα έκανε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του έναν αιώνα αργότερα. Η τζαζ και το ροκ εν ρολ θεωρούνταν κάποτε “άσχημη” μουσική, που απειλούσε να διαφθείρει ολόκληρες γενιές.

Μπροστά στις “άσχημες” προσβολές, ορισμένοι καλλιτέχνες αγκάλιασαν τη λέξη. Ο ζωγράφος Πολ Γκογκέν αποκάλεσε την ασχήμια “τον λίθο της σύγχρονης τέχνης μας”. Ο ποιητής και μεταφραστής Έζρα Πάουντ ενθάρρυνε μια “λατρεία της ασχήμιας”. Ο συνθέτης Τσαρλς Πάρι εξήρε την ασχήμια στη μουσική, χωρίς την οποία “δεν θα υπήρχε πρόοδος ούτε σε κοινωνικά ούτε καλλιτεχνικά πράγματα”. Ο κριτικός Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ επαίνεσε τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό του Τζάκσον Πόλοκ λέγοντας ότι “δεν φοβάται να φανεί άσχημος – η ολοκληρωτικά πρωτότυπη τέχνη φαίνεται άσχημη στην αρχή”.

Η οικειοποίηση της λέξης βοήθησε στον διασκορπισμό του αρνητικού της φορτίου. Ο Κινέζος ζωγράφος του 17ου αιώνα Σιτάο φαινόταν να προέβλεπε τις δυναμικές πινελιές του Πόλοκ όταν τιτλοφόρησε πίνακά του Δέκα Χιλιάδες Άσχημες Κηλίδες Μελανιού. Προγενέστερη παράδοση της μεσαιωνικής αραβικής ποίησης λειτούργησε για την θετική αναμόρφωση των ανθρώπινων συνθηκών που σχετίζονται με ασθένειες και αναπηρία “εξευτελίζοντας την ομορφιά και ωραιοποιώντας την ασχήμια”. Η γαλλική έκφραση jolie laide, ή “όμορφη άσχημη”, προέρχεται από τον 18ο αιώνα, όταν εμφανίστηκαν στη Βρετανία και τις ΗΠΑ οι “λέσχες ασχήμιας” ως αδελφότητες, των οποίων τα μέλη υποβάθμιζαν με χιούμορ τη δική τους ανομοιογενή ομάδα από μύτες, πηγούνια και στραβισμούς. Πολλές λέσχες υποβαθμίστηκαν και είχαν μικρή διάρκεια “ζωής”, αλλά άλλες – όπως η ακόμη υπάρχουσα festa dei brutti της Ιταλίας ή Φεστιβάλ Ασχήμιας – επέζησαν και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις διακρίσεις βάσει εμφάνισης.

Ακόμη και όταν στην πολιτική και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εμφανίζονται “άσχημες” λογομαχίες, η δημοφιλής ψυχαγωγία έχει αγκαλιάσει την ασχήμια. Η τηλεοπτική εκπομπή Ugly Betty (2006-10) “‘έτρεξε” την καμπάνια “Be Ugly” και ο Σρεκ το Μιούζικαλ έφερε το σύνθημα “Επαναφέροντας την ασχήμια!”. Τα δημοφιλή παιδικά παιχνίδια Uglydolls φέρουν το σύνθημα: “Η ασχήμια είναι η νέα ομορφιά!”. Ενώ κάποια ψυχαγωγικά concept κάνουν φετίχ την ασχήμια, βιβλία όπως τα απομνημονεύματα του Ρόμπερτ Χοτζ Ugly (2013) και το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας για νεαρούς ενήλικες Uglies (2005) του Σκοτ Γουέστερφελντ ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να κοιτάξουν πέρα από την εξωτερική εμφάνιση. Μια οργάνωση κατά του διαδικτυακού εκφοβισμού έχει αναδιατυπώσει το UGLY ως ακρωνύμιο: “Unique, Gifted, Loveable, You” (Μοναδικός, Χαρισματικός, Αξιαγάπητος, Εσύ). Μόλις απομονωθεί κοινωνικά, το “άσχημο” στρέφεται όλο και περισσότερο εναντίον του για να αμφισβητήσει κληρονομικά νοήματα και ακόμη και να αντιμετωπίσει τις αδικίες.

Όταν λέμε κάτι άσχημο, λέμε κάτι για τον εαυτό μας – και γι’ αυτό που φοβόμαστε ή μας τρομοκρατεί σαν ιδέα. Οι διαχειριστές και οι θεατές του freak show του 19ου αιώνα που αποκαλούσαν την Παστράνα “άσχημη” βρίσκονταν στη σκιά του θεάματος. Τα λείψανά της επαναπατρίστηκαν στο Μεξικό το 2012, όταν η Norwegian National Committee for Research Ethics on Human Remains αντέστρεψε την ετικέτα αποκαλώντας αυτούς τους διαχειριστές και τους θεατές “γκροτέσκους”. Το ερώτημα παραμένει: πώς αντιλαμβανόμαστε και πώς αντιδρούμε σε παρόμοιες καταστάσεις ανάμεσά μας; Πώς διαμορφώνουμε τις βάσεις για το μέλλον; Ο Βίκτωρ Ουγκώ προσέφερε μια αποδεκτή άποψη για την ασχήμια όταν έγραψε ότι “το όμορφο” είναι “απλώς η μορφή που εξετάζεται στην απλούστερη όψη του”, ενώ “το άσχημο” είναι “μια λεπτομέρεια ενός μεγάλου συνόλου που μας διαφεύγει και που βρίσκεται σε αρμονία, όχι με τον άνθρωπο αλλά με όλη τη δημιουργία”. Καθώς τα δυαδικά αστέρια της ασχήμιας και της ομορφιάς συνεχίζουν να περιφέρονται το ένα γύρω από το άλλο στο διαστελλόμενο σύμπαν μας, είναι πολύ πιθανό να θυμόμαστε όλα τα άλλα αστέρια να αιωρούνται γύρω τους ως πιθανοί νέοι αστερισμοί.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα