ALAMY/VISUALHELLAS.GR/24 MEDIA CREATIVE TEAM

ΤΑ 12 ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΜΠΛΟΚΜΠΑΣΤΕΡ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Κάποια έχουν βρεθεί στην κορυφή της λίστας με τις εμπορικότερες ταινίες όλων των εποχών. Κάποια έσβησαν καριέρες και γκρέμισαν franchise. Κάποια έφτασαν μέχρι και στο Διαγωνιστικό των Καννών!

Κινηματογραφικά μιλώντας, το καλοκαίρι ήταν και παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με μεγάλες χολιγουντιανές παραγωγές. Κάποτε αυτό μπορεί να σήμαινε πολλά διαφορετικά πράγματα, σήμερα πια είναι σχεδόν αποκλειστικά ισοδύναμο με σίκουελ πηγμένα στο CGI.

Θα παρατηρήσει κανείς πως, μιλώντας για τα χειρότερα μπλοκμπάστερ όλων των εποχών, σπανίως ταινίες της Marvel βρίσκονται εκεί μέσα. Όχι πως δεν έχει κακές ταινίες κι η Marvel, όμως ως στούντιο αντιπροσωπεύουν απόλυτα την μοντέρνα λογική στη δημιουργία μπλοκμπάστερ. Που θα πει, λιγοστά ρίσκα και παραγωγές φτιαγμένες με προσοχή και (δημιουργική) ασφάλεια πάνω σε φόρμουλα που έχει αποδειχθεί λειτουργική ξανά και ξανά.

Αυτή η λογική έχει κυριεύσει το Χόλιγουντ, μιας και όλο και πιο εξωφρενικά ποσά παίζονται σε αυτές τις παραγωγές. Όταν κάθε ταινία κοστίζει 250-300 εκατομμύρια δολάρια και πάνω στην επιτυχία της κρίνεται η πορεία μιας ντουζίνας εμπορικών συνεργειακών συμφωνιών, δύο spin-off τηλεοπτικές σειρές και τρία brands ένδυσης, πολύ απλά δεν υπάρχει περιθώριο αποτυχία. Η ασφάλεια είναι πρώτη προτεραιότητα.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς τι θεωρούσαμε διαβόητα κακό μπλοκμπάστερ στα ‘90s και τι θεωρούμε διαβόητα κακό μπλοκμπάστερ σήμερα. Στα ‘90s είχαμε κάτι σαν το Super Mario Bros. (μια ταινία οπωσδήποτε κακή, λες και γυρισμένη από ανθρώπους που έκαναν ναρκωτικά σε κάθε δευτερόλεπτο της διάρκειας της παραγωγής) ή το Wild Wild West (στυλιστικά ακραία σάτιρα-παστίς ειδών). Θα έβγαινε τέτοια ταινία από το σημερινό εμπορικό Χόλιγουντ; Το κοντινότερο παράδειγμα είναι το Cats, αλλά αυτό ήταν αποτυχημένο οσκαρικό φιλμ κι οπωσδήποτε όχι καλοκαιρινό μπλοκμπάστερ.

Αντιθέτως, τα κακά μπλοκμπάστερ σήμερα δεν χαρακτηρίζονται από ακρότητες στη σύλληψη ή από εντυπωσιακές αστοχίες. Αν μη τι άλλο, αποτελούν μονότονα συνοθυλεύματα ταινιών που όχι απλά δεν παίρνουν το παραμικρό ρίσκο, αλλά δεν δικαιολογούν καν το γιατί υπάρχουν. Και το χειρότερο; Κάποιες από αυτές τις ταινίες είναι μερικές από τις εμπορικά πιο πετυχημένες όλων των εποχών!

Μπαίνοντας λοιπόν για τα καλά στο κινηματογραφικό καλοκαίρι, και με τα φετινά μπλοκμπάστερ επιτέλους να κυκλοφορούν (τα περισσότερα με ένα χρόνο καθυστέρηση), ρίχνουμε μια ματιά προς τα πίσω. Και θυμόμαστε μερικά από τα χειρότερα μπλοκμπάστερ των τελευταίων δεκαετιών. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

The Last Airbender

Η κινηματογραφική, live action διασκευή της φανταστικής σειράς κινουμένων σχεδίων Avatar: The Last Airbender αποτέλεσε τη μοναδική φορά στην καριέρα του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν που ο διάσημος σκηνοθέτης γύρισε μια ανώνυμη μεταφορά αντί να δουλέψει σε δικό του σενάριο. (Το φετινό Old επίσης βασίζεται σε προϋπάρχουσα ιστορία όμως είναι μια 100% αναγνωρίσιμη δουλειά του Σιάμαλαν.) Το καστ είναι φυλετικά άστοχο σε βαθμό διπλωματικού επεισοδίου, η πυκνή μυθολογία της σειράς ασφυκτιά στο σύντομο διάστημα της μίας ταινίας, η χρωματική παλέτα είναι στη γνωστή νεκρουλί απόχρωση των κάκιστων 3D conversions της περιόδου και κάθε απόπειρα ζωντάνιας ή ενθουσιασμού μοιάζουν σβησμένες πριν καν μπούμε στο ζουμί της ιστορίας. Ήταν το δημιουργικό ναδίρ για τον Σιάμαλαν, που ύστερα από αυτό το αίσχος κι από το επίσης άνευρο After Earth που ακολούθησε, κατάφερε να ξαναβρεί τον δημιουργικό εαυτό του αφήνοντας πίσω αγχωμένες απόπειρας σαν αυτή, να ικανοποιήσει το σύνολο του κοινού.

Suicide Squad

Ο David Ayer, σκηνοθέτης ατελών-αλλά-με-ενδιαφέρον ματσό περιπετειών σαν το Σαμποτάζ ή το Fury, αναλαμβάνει να μεταφέρει αυτή του την τραχιά αισθητική στο σύμπαν της DC μεταφέροντας στην οθόνη τις περιπέτειας μιας ομάδας αποτελούμενη από τους πιο σκοτεινούς χαρακτήρες αυτού του κόσμου. Πιθανότητα η ταινία που εξαρχής παρέδωσε στη Warner δεν θα ήταν κάτι αληθινά αξιόλογο, αλλά σε κάθε περίπτωση τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν το στούντιο πρακτικά παρέδωσε το final cut της ταινίας στην εταιρεία που ήταν υπεύθυνη για το viral αρχικό τρέιλερ.

Σε μια περίοδο που η Marvel σκίζει με τα αστειάκια των Avengers, η Warner πετσοκόβει την ταινία του Ayer, την παραγεμίζει με προφανή και ανόητα μουσικά needle drops, και επιχειρεί να την πλασάρει ως κάτι το χιουμοριστικό και αναρχικά ανάλαφρο. Το αποτέλεσμα είναι ένα μπλοκμπάστερ χάος, χωρίς ρυθμό, ουσία ή συνοχή.

Alice in Wonderland

Άλλος ένας αγαπητός σκηνοθέτης με πολύ χαρακτηριστική υπογραφή πέφτει θύμα του Μεγάλου Franchise. Θύμα βέβαια είναι πολύ σχετική έννοια μιας κι η ταινία του Τιμ Μπέρτον παραμένει μια από τις εμπορικότερες όλων των εποχών, οπότε κάπου φταίμε κι εμείς για αυτή την κατάσταση. Πρόκειται χωρίς συζήτηση για μια από τις πιο αποκρουστικές ταινίες του 21ου αιώνα, ένα πολύχρωμο γκροτέσκο χάος όπου δεν ξέρει ανά πάσα στιγμή αν είναι μεγαλύτερη αισθητική επίθεση το ψεύτικο περιβάλλον ή η ερμηνεία του Τζόνι Ντεπ ως Τρελός Καπελάς. Σε αντίθεση με τον Σιάμαλαν, ο Μπέρτον ποτέ δεν επέστρεψε σε κάτι αληθινά κοντά στο αποκορύφωμα του ξεκινήματος της καριέρας του. Αλλά όσο ζούμε ελπίζουμε.

 

Jurassic World

Μιλώντας για μεγάλους auteurs ας πιάσουμε την περίπτωση του Κόλιν Τρέβοροου, που είναι ακριβώς το αντίθετο. Ο Τρέβοροου είναι ένας ακόμα από τους πολυάριθμους σκηνοθέτες κάποιας ελαφρώς πετυχημένης ταινιούλας του ανεξάρτητου κινηματογράφου (Safety Not Guaranteed, εν προκειμένω, το έχουμε δει στις Νύχτες Πρεμιέρας κι είχαμε διασκεδάσει) που παίρνει αμέσως τα κλειδιά κάποιου τιτάνιου franchise χωρίς άλλο δείγμα γραφής. Ο Τρέβοροου δεν είναι Σπίλμπεργκ και Λούκας, δυστυχώς για όλους, κι έτσι το Jurassic World του κατέληξε μια κάκιστη και παραφουσκωμένη αναβίωση του κλασικού franchise των ‘90s. Όπου αναχρονιστικές δυναμικές μεταξύ των φύλων ανταγωνίζονται με την άνευρη επαναδιατύπωση της πανομοιότυπης παλαίοτερης περιπέτειας (απλώς τα πάντα είναι πιο μεγάλα και πιο χαζά) για το τι είναι τελικά το πιο ενοχλητικό πράγμα στην οθόνη. Η ταινία κατέληξε να κάνει πάταγο φυσικά στα ταμεία οπότε το franchise είχε και συνέχεια- σοκαριστικά, η λιγότερο γνωστή συνέχεια (Jurassic World: Fallen Kingdom) είναι μια απείρως καλύτερη ταινία, πιο κοντά στην σπιλμπεργκική παράδοση.

X-Men: The Last Stand

Το franchise των X-Men έχει γενικά μια πάρα πολύ περίεργη διαδρομή, ατυχώς άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Μπράιαν Σίνγκερ, κι επίσης ατυχώς με κορύφωση ένα από τα πιο άδεια μπλοκμπάστερ της πρόσφατης μνήμης, με το περσινό Dark Phoenix. Απίστευτα όμως, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που η σειρά ταινιών είχε αποτύχει να μεταφέρει με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη την εμβληματική ιστορία The Dark Phoenix Saga. Η πρώτη ήρθε σχεδόν 15 χρόνια νωρίτερα, όταν ο Σίνγκερ παρέδωσε τα ηνία του franchise στον Μπρετ Ράτνερ, κι από το κατά βάση τέλειο μπλοκμπάστερ που ήταν το Χ2 πέσαμε απότομα στο εκπληκτικά άνευρο αυτό κλείσιμο της ορίτζιναλ τριλογίας. Με την κοσμική οντότητα της Dark Phoenix να καταντά απλώς ένα θυμωμένο πλάσμα που αναποδογυρίζει αυτοκίνητα σε κάποιο αισθητικά ανώνυμο πάρκινγκ.

Star Trek Into Darkness

Πολλές από τις χειρότερες τάσεις του μοντέρνου μπλοκμπάστερ σινεμά συναντώνται σε αυτό το σίκουελ του Τζ. Τζ. Έιμπραμς, που νωρίτερα είχε γυρίσει το αληθινά εξαιρετικό revival Star Trek. Στο σίκουελ όμως ήταν εμφανώς βαριεστημένος και δίχως έμπνευση. Μια αποτυχημένη, στα όρια του εμπαιγμού, μιντιακή καμπάνια απόκρυψης της ταυτότητας του χαρακτήρα του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς (που όλοι ξέραμε ότι έπαιζε τον διάσημο αντίπαλο του Κερκ, τον Καν) έδρασε εντελώς αποσυντονιστικά, η ταινία όταν δεν λειτουργούσε ως όχημα διαρκών αναφορών στο κλασικό Wrath of Khan έμοιαζε να μην έχει την παραμικρή δική της ιδέα και η φασαριόζικη, γεμάτη πανάσχημα εφέ καταστροφής τρίτη πράξη βασίζεται στην ισοπέδωση πόλεων, που για ένα διάστημα εμφανιζόταν σε κάθε αμερικάνικο μπλοκμπάστερ. Μετά την αρνητική αντίδραση απέναντι στο φιλμ, ο Έιμπραμς παρέδωσε το franchise (στον Τζάστιν Λιν, του υποτιμημένου Star Trek Beyond) και προχώρησε στην αναβίωση του Star Wars, που πάντα έτσι κι αλλιώς είχε περισσότερο στο μυαλό του από ό,τι το Trek.

The Rise of Skywalker

Μιλώντας για το οποίο. Όχι, δεν είναι hit piece απέναντι στον Έιμπραμς αυτό το άρθρο, στην πραγματικότητα είναι ένας ικανός σκηνοθέτης-μαθητής που βγάζει εξαιρετικά διασκεδαστικά μπλοκμπάστερ όταν είναι παθιασμένος με το υλικό του (Mission: Impossible 3, Star Trek, Super 8, The Force Awakens), όμως όταν απλώς μετράει μέρες ως το τέλος της δουλειάς τα πράγματα είναι ζόρικα. Ακόμα χειρότερα, στο Rise of Skywalker ανέλαβε την άχαρη δουλειά του να «τακτοποιήσει» όλα όσα υποτίθεται πως ανατίναξε ο Ράιαν Τζόνσον με το The Last Jedi- μια πολύ καλή ταινία που αναστάτωσε την πιο ηχηρή μερίδα των φανς. Η Disney έφερε πίσω τον Έιμπραμς όχι για να δώσει νέα πνοή στη σειρά (κάτι στο οποίο έχει αποδειχθεί ξανά και ξανά αποτελεσματικός) αλλά για να διορθώσει υποτιθέμενα λάθη, να μπαλώσει τρύπες, να δικαιολογήσει πράγματα που δε ζητούσαν δικαιολόγηση, και εν τέλει να παρουσιάσει μια σειρά από εγκεκριμένες ιδέες μυθολογίας σε μορφή ταινίας. Δε θα γινόταν ποτέ να λειτουργήσει.

The League of Extraordinary Gentlemen

Ο θρύλος λέει πως ο Σον Κόνερι αρνήθηκε τόσο τον ρόλο του Γκάνταλφ στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, όσο και του Μορφέα στο Matrix, επειδή του φαίνονταν -βασικά- σαχλαμάρες. Ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα για αυτή τη νέα εποχή που ξημέρωνε στην ποπ κουλτούρα και αυτό καθόλου παράλογο δεν είναι. Βλέποντας όμως τη σαρωτική, καθοριστική επιτυχία αυτών των φιλμ, δέχτηκε να πρωταγωνιστήσει ως Άλαν Κουότερμεϊν στην διασκευή του πολυβραβευμένου κόμικ του Άλαν Μουρ και του Κέβιν Ο’Νιλ, το οποίο δένει μεταξύ τους μυθικά πρόσωπα και λογοτεχνικές αναφορές δημιουργώντας κάτι σαν Βικτωριανούς Avengers για το σκεπτόμενο αναγνωστικό κοινό. Όλα αυτό στα κόμικ, γιατί η ταινία δεν διαθέτει την παραμικρή κατανόηση του κειμένου και είναι απλώς ένα μονότονο μπαράζ αδιάφορης δράσης δίχως καμία απολύτως λογοτεχνική ή κινηματογραφική έγνοια. Μετά την ταινία, ο Σον Κόνερι αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Πιθανώς μουρμουρίζοντας πως δεν καταλαβαίνει τίποτα πια. Τον αδικείς;

Pirates of the Caribbean: Dead Men Tell No Tales/ Pirates of the Caribbean: On Stranger Tides

Διπλό entry για το franchise των Πειρατών της Καραϊβικής, το οποίο δεν έπρεπε ποτέ να έχει επεκταθεί πέραν της αρχικής τριλογίας. Τα πρώτα φιλμ του Γκορ Βερμπίνσκι είναι στην πραγματικότητα εντυπωσιακά σκηνοθετημένες και χορογραφημένες σλάπστικ κωμικές περιπέτειες δράσης, ρομάντζου και εκδίκησης, με πολύ πιο πλούσια μυθολογία από όσο χρειαζόταν να έχουν, απίστευτα set pieces και μια όσο περιφερειακή και καρτουνίστικη ερμηνεία έπρεπε να δίνει ο Τζόνι Ντεπ για να λειτουργεί μες στο σύνολο. Τα δύο αχρείαστα σίκουελ, στο απέναντι άκρο, μετακινούν τον Τζακ Σπάροου στο κέντρο του στόρι, αλλάζουν σκηνοθέτες και είναι από τα χειρότερα μπλοκμπάστερ που έχουμε ποτέ υποστεί: Το πρώτο, σε σκηνοθεσία Ρομπ Μάρσαλ, παραμένει μέχρι και σήμερα η ακριβότερη παραγωγή στην χολιγουντιανή ιστορία, ένα μυθικό μπάτζετ χαραμισμένο σε μια περιπέτεια γυρισμένη από έναν σκηνοθέτη που δεν ξέρει (ούτε ενδιαφέρεται) να γυρίσει δράση. Το δεύτερο είναι τόσο κενό και αναίτιο, που ενδέχεται και να έβαλε ταφόπλακα στο franchise παρά την εμπορική του επιτυχία- μια ταινία που κανείς απολύτως δεν θυμάται να έχει δει.

The Mummy

Από τα αστειότερα πράγματα που έχουν συμβεί στο μοντέρνο Χόλιγουντ είναι ο πανικός κάθε στούντιο να καταφέρει να στήσει το δικό του «όπως το κάνει η Marvel» σύμπαν ταινιών, χρησιμοποιώντας ό,τι τίτλους έχει καθένας στην κατοχή του. Ανάμεσα στις απόπειρες αυτή που ξεχωρίζει αρνητικά είναι το επονομαζόμενο Dark Universe της Universal, που επρόκειτο να είναι η αναβίωση όλων των κλασικών τεράτων της Universal (Φρανκενστάιν, Μούμια, Αόρατος Άνθρωπος, Λυκάνθρωπος, κλπ) σε ένα κοινό σύμπαν.

Η αρχή θα γινόταν με την νέα Μούμια, όχι εκείνη του 1999 με τον Μπρένταν Φρέιζερ που όντως ήταν διασκεδαστική, αλλά η καινούρια με τον Τομ Κρουζ που δεν άρεσε σε απολύτως κανέναν. Η επιτυχία της Marvel ήταν πως το σύμπαν της γεννήθηκε οργανικά επειδή ο κόσμος το ήθελε κι επειδή οι ταινίες και οι ιστορίες της προσφέρονταν γι’αυτό- όλες οι άλλες απόπειρες απέτυχαν γιατί το προσέγγισαν αντίστροφα: «Να φτιάξουμε ένα σύμπαν και μετά θα αποφασίσουμε ποιες θα είναι οι επιμέρους ταινίες». Φυσικά οι πάντες αδιαφόρησαν και το Dark Universe πέθανε πριν καν γεννηθεί.

The Lion King

Και κλείνουμε με άλλη μια περίπτωση ενδεικτική μιας ολόκληρης προβληματικής τάσης του εμπορικού σινεμά που επίσης έσπασε τα ταμεία (μάλλον διακρίνουμε εδώ ένα άσχημο pattern, σωστά;). Η Disney αποφάσισε να προχωρήσει σε live action ριμέικ σχεδόν κάθε κλασικού τίτλου από την βιβλιοθήκη των κλασικών της κινουμένων σχεδίων και το πλάνο απέδωσε καρπούς. Οι πάντες πήγαν να δουν αυτές τις ταινίες επειδή τις θυμόντουσαν ήδη από τα παιδικά τους χρόνια. Αλλά ενώ κάποιες από αυτές τις ταινίες είχαν κρυφά ενδιαφέροντα στοιχεία (όπως το Dumbo του Τιμ Μπέρτον που αναφέρθηκε παραπάνω), άλλες όχι απλά δεν είχαν λόγο ύπαρξης, αλλά κατέστρεφαν κι ότι γοητευτικό υπήρξε ποτέ στο εκάστοτε στόρι. Η μετατροπή του πανέμορφου, συναισθηματικού, εκφραστικού animation του Βασιλιά των Λιονταριών σε μια συναισθηματικά νεκρωμένη, φωτορεαλιστικά ψηφιακή ξεπατικωσούρα θα αποτελεί για πάντα ένα δημιουργικό ναδίρ του Χόλιγουντ του 21ου αιώνα. Αν φυσικά θυμάται ποτέ κανείς ότι υπήρξε αυτή η ταινία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα