Η “Ιστορία Γάμου” με Άνταμ Ντράιβερ και Σκάρλετ Γιόχανσον ετοιμάζεται για τα Όσκαρ
Η «Ιστορία Γάμου» είναι το οικογενειακό δράμα της χρονιάς. Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 28 Νοεμβρίου 2019 07:20
Οι κριτικές της εβδομάδας:
Ιστορία Γάμου
*****
(“Marriage Story”, Νόα Μπόμπακ, 2ω16λ)
Καστ: Άνταμ Ντράιβερ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Λόρα Ντερν, Άλαν Άλντα, Ρέι Λιότα
Εκείνος, σκηνοθέτης που θέλει διακαώς να ζήσει και να δημιουργήσει στη Νέα Υόρκη (Άνταμ Ντράιβερ, ένα από εκείνα τα αδιανόητα πρόσωπα που υπήρξαν για να σχεδιάσουν πάνω τους δράμα και εναλλαγές συναισθημάτων οι μεγαλύτεροι των σκηνοθετών), εκείνη ηθοποιός που θέλει να εξασκήσει τη δημιουργικής της φλέβα μακριά από τη φτερούγα εκείνου, στο Λος Άντζελες (Σκάρλετ Γιόχανσον, σε μια δυνατή νατουραλιστική ερμηνεία). Οι δυο τους είναι ζευγάρι. Στις πρώτες στιγμές της ταινίας, αφηγούνται τι είναι αυτό που αγαπούν και θαυμάζουν ο ένας στην άλλη. Λίγες στιγμές μετά, μαθαίνουμε τι αφορά πραγματικά αυτή η ιστορία: Βρισκόμαστε εν μέσω διαδικασίας διαζυγίου.
Ο Μπόμπακ κουβαλά στο σινεμά του κάτι από την ενέργεια και την αισθητική των νεοϋρκέζικων διατριβών του Γούντι Άλεν (αλλά με μια, ειλικρινά, πολύ πιο τίμια και ενδοσκοπική διάθεση), όσο κι από τις δραματουργικά λεπτομερείς σπουδές χαρακτήρων του Μπέργκμαν- ο οποίος επίσης μπορούσε να διασπάσει χαρακτήρες στα ελάχιστά τους σωματίδια κάνοντας το να τους αφουγκράζεσαι ως θεατής κάτι το σχεδόν συνταρακτικό. Παρουσιάζει συναισθηματικές περιπλοκότητες με μια επίφαση απλότητας, σαν οδοστρωτήρας που τσουλάει διακριτικά πάνω σε ένα σχοινί από βελούδο. Αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα δράμα χωρισμού, στα χέρια του γίνεται mastercalss αφήγησης.
Η οπτική εναλάσσεται ανάμεσα στα δύο κεντρικά πρόσωπα φαινομενικά δίχως μαθηματική δομή ή οποιοδήποτε τέχνασμα, ένα διαρκές παιχνίδι έντασης ανάμεσα σε οπτικές γωνίες. Οι δύο χαρακτήρες παρουσιάζονται ο ένας μέσα από τα μάτια του άλλου αλλά και μέσα από τα δικά τους, κι εμείς παρατηρούμε μέσα από την έντεχνη μετακίνηση εστιάσης, όχι μόνο το ποιοι είναι αυτοί οι δύο άνθρωποι, αλλά και ποιοι γίνονται, ο ένας για τον άλλον. Πώς διαφέρουν ανάλογα το πού βρίσκονται. Τι είναι αυτό που τους έφερε μαζί, τι είναι αυτό που τους απομακρύνει, και πώς αυτό μπορεί να είναι το ίδιο πράγμα.
Στην πορεία, μεταπηδώντας ανάμεσα στις οπτικές, ο Μπόμπακ μας οδηγεί σε μια δίνη, με τη θεατρικότητα του διαζυγίου να οδηγεί σε όλο και πιο φορτισμένες, όλο και πιο έντονες καταστάσεις. Αποκαλύπτει τους χαρακτήρες περισσότερο, αναγκάζοντάς τους να υποδυθούν ρόλους που άλλοι τους επιβάλλουν. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, τους αναδεικνύει ως πληρέστατα σχηματισμένους ανθρώπους. Ο έλεγχος της δραματουργίας, αλλά και των εναλλαγών στη διάθεση, το πώς το φαρσικό χιούμορ διαχέεται μες στην πιο εκρηκτικά επιθετική στιγμή, κάνουν το “Marriage Story” μια ταινία πλασμένη μέσα από διαρκείς ανθρώπινες εκρήξεις, όπου όμως τίποτα δεν κορυφώνεται, τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο, τίποτα δεν τελειώνει. Εμφανώς δανεισμένο από προσωπικές εμπειρίες του σκηνοθέτη, σε αυτό το φιλμ ωστόσο κανείς δεν είναι ήρωας, κανείς δεν έχει την μία και μοναδική οπτική, όλοι είναι άνθρωποι.
Ό,τι αφορά απευθείας τους δυο τους χαρακτηρίζεται από μια στόφα αγνότητας (ακόμα και οι πιο σκληρές στιγμές), κάτι που τονίζεται ακόμα περισσότερο από το πώς ο Μπόμπακ επιλέγει να αποτυπώνει τον κόσμο γύρω τους, ιδίως τους δικηγόρους που επιχειρούν να δημιουργήσουν καρτουνίστικες αφηγήσεις για δύο χαρακτήρες των οποίων την πολυπλοκότητα παρατηρούμε σκηνή μετά τη σκηνή. Εκεί, ο Άλαν Άλντα δανείζει την σεβάσμια περσόνα του στον Τίμιο Δικηγόρο, η Λόρα Ντερν (σε μια απολαυστικά αβανταδόρικη περφόρμανς-οσκαρικό φαβορί) γίνεται κάτι σαν την Εκμεταλλεύτρα Τηλε-δικηγόρο που θα θαυμάζαμε σε κάποιο δικαστικό σίριαλ, κι ο Ρέι Λιότα δίνει ακίνητη ορμή στην ανηθικότητα και τη γλίτσα. Όμως όσο κι αν μοιάζει να χαρτογραφεί το σύμπαν των δύο ηρώων τους μέσα από παλαβές, διασταυρούμενες τροχιές κάθε λογής διαστημικών σωματιδίων, ο Μπόμπακ δεν χάνει ούτε για μια στιγμή το κέντρο βάρους αυτού του κόσμου. Το “Marriage Story” είναι ένα υπομονετικό κέντημα, ένα ώριμο, πολυεπίπεδο δράμα από αυτά που το Χόλιγουντ μοιάζει τα τελευταία χρόνια να μην ενδιαφέρεται να παράξει πλέον. “Το έχουμε ξαναδεί”; Μακάρι να το βλέπαμε συχνότερα.
Η Ανιές με τα Λόγια της Βαρντά
*****
(“Varda par Agnès / Agnes by Varda”, Ανιές Βαρντά, 1ω55λ)
Αφήγηση: Ανιές Βαρντά
«Έτσι θα τελειώσω αυτή την κουβέντα. Καθώς εξαφανίζομαι στη θολούρα, αφήνοντάς σας πίσω». Βέβαιη προσθήκη στη λίστα των σημαντικών τελευταίων φίλμ μεγάλων κινηματογραφικών auteurs, το ντοκιμαντέρ-επίλογος του έργου και της ζωής της Ανιές Βαρντά βασίζεται σε ένα μονόλογο-αναδρομή στην καριέρα της αλλά αγγίζει κάτι περισσότερο. Για σχεδόν δύο ώρες, η Βαρντά πρωταγωνιστεί στην οθόνη, έχοντας σε αυτά τα τελευταία στάδια της ζωής της πλήρη συναίσθηση τόσο του τέλους που έρχεται όσο και της εικόνας της ως πρωταγωνίστρια του ίδιου της του έργου- ή για την ακρίβεια, ως καλλιτεχνικό στοιχείο του!
Αλλά συνεχίζει μέχρι τελευταία στιγμή να εμπλουτίζει την εικόνα και τις ιδέες της, διαπερνώντας τα όρια ανάμεσα στις τέχνες. Σε αυτή την τελευταία ματιά στην καλλιτεχνική της πορεία, η Βαρντά έρχεται σε διάλογο με το έργο της, εξερευνώντας διαρκώς γιατί συνέβη η κάθε της επιλογή, γιατί τότε, γιατί έτσι. Αναρωτιέται, παίζει με τα μέσα, μπλέκει φωτογραφία, βίντεο και σινεμά, επιμένοντας μέχρι τελευταίας της κινηματογραφικής ανάσας περί σύνδεσης τεχνοτροπιών και μιας ενιαίας θεώρησης κόσμου, έργου, ζωής ως κάτι μη διαχωρίσιμο. Στο τέλος, αφήνει την κινηματογραφική εικόνα της, δηλαδή την ταυτόχρονη ενσάρκωση του έργου και του εαυτού της, να χαθεί στη θολούρα μιας θύελλας. Γνωρίζοντας πως κάθε τι στην τέχνη και στην ζωή είναι παροδικό και αναγκαίο. Μια αναγκαία τελευταία δουλειά για τη Βαρντά, σαν μια αυτο-νεκρολογία που μας έστειλε από τον άλλο κόσμο, μια από τις μεγαλύτερες δημιουργούς στην ιστορία του σινεμά.
Διαβάστε επίσης: Μια ματιά στο έργο και τη σημασία της Ανιές Βαρντά, λίγο μετά το θάνατό της
Επίσης κυκλοφορούν
Ψυχρά κι Ανάποδα ΙΙ
*****
(“Frozen II”, Κρις Μπακ, Τζένιφερ Λι, 1ω43λ)
Η Έλσα και η Άννα ξεκινούν για ένα περιπετειώδες ταξίδι με στόχο όχι μόνο να σώσουν το βασίλειό τους αλλά, στην πορεία, να μάθουν και όλη την αλήθεια για την προέλευσή τους. Η ακριβέστερη συνοπτική αντίδραση στην ερώτηση «πώς ήταν το “Frozen II”» είναι, με κάθε ειλικρίνεια, ένα απορημένο πρόσωπο κι ένα ξεψυχισμένο «…οκ, ό,τι πείτε…;». Η ταινία, σίκουελ μιας γλυκύτατης μοντέρνας εκδοχής του κλασικού ντισνεϊκού πριγκιπισοπαραμυθιού (που έγινε φαινόμενο, κι ας μην είναι καλύτερο από -ας πούμε- το «Tangled») ξεφεύγει από το πρώτο φιλμ σε βαθμό που ο θεατής αναρωτιέται τι ακριβώς και γιατί ακριβώς το βλέπει. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, αλλά η ταινία ποτέ δεν καταφέρνει να μοιάζει με οργανικά γεννημένη ιστορία, κάτι αναμφίβολα προβληματικό.
Αντ’αυτού, το σίκουελ λέει μια ιστορία που απαντά σε ερωτήματα που ποτέ δε θα σας πέρασαν καν από το μυαλό βλέποτνας (και ξαναβλέποντας) το πρώτο φιλμ, φτάνοντας ως μια αλληγορική περιπέτεια πάνω στις αποζημιώσεις που διεκδικούν οι απόγονοι των μαύρων σκλάβων στις ΗΠΑ. Η έμφαση στην Έλσα αυτή τη φορά είναι πιο αποτελεσματική ωστόσο, έστω κι αν το γύρω της καστ χαρακτήρων μοιάζει σε πολλές στιγμές ψυχαναγκαστικά γραμμένο, και τα τραγούδια σαφώς πιο μηχανικά. Όμως ο κόσμος της ταινίας παραμένει πανέμορφος, ίσως η ομορφότερη ταινία καθαρά ψηφιακού animation, και τα επιμέρους επεισόδια δράσης πάντα κρατούν το ενδιαφέρον.
Φαντασία (Αλέξης Καρδαράς, 1ω40λ). Νεαρή τραγουδίστρια με εντυπωσιακή φωνή φτάνει από την επαρχία στην Αθήνα του 1993, καθώς το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές και το Ciao Antenna μεσουρανεί στις τηλεοράσεις. Ένας τραγουδιστής την ερωτεύεται παράφορα σε κλασικό λαϊκό μελόδραμα με τους Ρένα Μόρφη, Στέλιο Μάινα και Βίκυ Παπαδοπούλου.
Οι Σκιές του Μπρούκλιν (“Motherless Brooklyn”, Έντουαρντ Νόρτον, 2ω24λ). O Έντουαρντ Νόρτον παθιάζεται και προσπαθεί αγωνιωδώς πολύ να αποτίσει φόρο τιμής στο κλασικό φιλμ νουάρ, σε αυτή τη διασκευή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Τζόναθαν Λέθεμ. Πρωταγωνιστεί ο ίδιος μαζί με τους Μπρους Γουίλις και Γουίλεμ Νταφόε.