Ντέιβιντ Μπάουι: Η μπουνιά που παραλίγο να τον τυφλώσει και οι αποτυχίες πριν τον “θρόνο”
Η επιρροή της μουσικής του Μπάουι στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα του 21ου αιώνα είναι ανεκτίμητη. Ο μύθος ωστόσο που κατάφερε να χτίσει έπεται μια ιστορίας γεμάτη αποτυχίες, επανεφεύρεσης και αποφασιστικότητας.
- 09 Φεβρουαρίου 2019 08:09
«Είμαι ένας έτοιμος αστέρας: Απλά προσθέστε λίγο νερό και ανακατέψτε» είχε δηλώσει ο Ντέιβιντ Μπάουι το 1975. Παρότι ήταν μια εξαιρετικά πιασάρικη ατάκα, στην πραγματικότητα δεν ίσχυε.
Η επιρροή της τέχνης και της μουσικής του Μπάουι στον ιστό της ποπ κουλτούρας του 21ου αιώνα είναι ανεκτίμητη. Ο μύθος ωστόσο που κατάφερε να χτίσει έπεται μια ιστορίας γεμάτη αποτυχίες, επανεφεύρεσης και αποφασιστικότητας.
Ακολουθώντας τα δύο προηγούμενα ντοκιμαντέρ “Five Years” (το οποίο κυκλοφόρησε το 2013 κι αναφέρεται στη μετάβαση του Μπάουι από την εποχή του Ziggy Stardust μέχρι τη δεκαετία του ’80 με τις ποπ συναυλίες στα γήπεδα, την “εξορία του στο Βερολίνο) και “The last five years” (κυκλοφόρησε το 2017 και καταπιάνεται με τις τελευταίες δισκογραφικές δουλειές του μεγάλου καλλιτέχνη, μέχρι το “Black Star”) το “Αναζητώντας τη δόξα” έρχεται να συμπληρώσει την τριλογία του Φράνσις Γουάτλι. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ξανά υλικό από συνεντεύξεις του Μπάουι, σπάνια πλάνα αρχείου και μαρτυρίες από οικείους του σε μια προσπάθεια να ρίξει φως στις ανθρώπινες “ρίζες” του… εξωγήινου μουσικού αστέρα.
“Ήμουν κομμάτια. Νόμισα ότι τον τύφλωσα”
Η πρώτη δισκογραφική δουλειά του Μπάουι με τίτλο “Lisa Jane” είχε κυκλοφορήσει με το πραγματικό του όνομα, Ντέιβιντ Τζόουνς, και σε αυτή συμμετείχαν η μπάντα του “The King Bees” και ο παιδικός του φίλος Τζορτζ Άντεργουντ. Η μπάντα του δεν συνάντησε επιτυχία, ο Άντεργουντ ωστόσο ήταν εκείνος που έδωσε στον Μπάουι τα “εξωγήινα” μάτια του: «Ήταν ένα παιδί με αυτοπεποίθηση, μπροστά από την εποχή του ως προς το μουσικό γούστο και ταλέντο του. Μας άρεσε οτιδήποτε αμερικάνικο ή εναλλακτικό» δηλώνει. «Εκείνη ήταν η εποχή που ερχόταν στο προσκήνιο το rock n’ roll και θέλαμε να είμαστε μέρος του.»
Το 1962, άρεσε και στους δύο ένα κορίτσι εν ονόματι Κάρολ. Ο Ντέιβιντ σαμπόταρε το ραντεβού που είχε κλείσει μαζί της ο Τζορτζ, λέγοντάς του ότι τάχα άλλαξε γνώμη και το ακύρωσε. Εκείνη ωστόσο περίμενε κανονικά στο σημείο που είχαν ορίσει, όπου και πήγε ο Μπάουι αντί για τον Άντεργουντ.
«Με έβαλε σε αυτή τη θέση και σκέφτηκα “Τι μπάσταρδος”» δήλωσε ο Άντεργουντ. Μετά από μια μέρα, άκουσε τον Μπάουι να καυχιέται μέσα στο λεωφορείο για την κατάκτησή του. Σηκώθηκε από τη θέση του και τον χτύπησε.
«Μια εβδομάδα μετά, όταν γύρισα σπίτι, ο πατέρας μου μού είπε: “Δεν μου είπες ότι χτύπησες τον Ντέιβιντ Τζόουνς. Μίλησα με τον πατέρα του, τον πήγε εσπευσμένα στο νοσοκομείο Moorfields. Μπορεί να χάσει την όραση στο ένα του μάτι”» συνεχίζει ο Άντεργουντ.
«Ήμουν κομμάτια, ήταν φρικτό. Πήγα στο νοσοκομείο να τον δω, έκλαιγα μπροστά στον πατέρα του αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά». Το ένα μάτι του Μπάουι ωστόσο θα είχε έκτοτε μια μόνιμα διεσταλμένη κόρη, ένα γνώρισμα που έγινε σήμα κατατεθέν του. «Αργότερα μου είπε ότι του έκανα χάρη» σημειώνει ο Άντεργουντ.
Ο Τζορτζ κατάφερε να γίνει στην πορεία διάσημος καλλιτέχνης και μαζί με τον συγγραφέα και τραγουδιστή Τζεφ ΜακΚόρμακ (γνωστό και ως Γουόρεν Πις) παρέμειναν σταθεροί φίλοι του Μπάουι μέχρι και τον θάνατό του.
“Δεν είχε προσωπικότητα. Δεν ήταν ιδιαίτερα συναρπαστικός”
Μια επιστολή απόρριψης που ήρθε στο φως της δημοσιότητας από το BBC, μετά από μια αποτυχημένη ακρόαση που είχε ο Μπάουι το 1965, τον περιγράφει ως έναν καλλιτέχνη με “εντελώς διαφορετικό ήχο” από τους άλλους, που ωστόσο “δεν είχε προσωπικότητα” και “δεν ήταν ιδιαίτερα συναρπαστικός”. Επισημαίνεται μάλιστα ότι είναι δύσκολο να “βελτιωθεί μέσα από την εξάσκηση”.
Παρόλο που -είτε έπαιζε με μπάντες όπως οι “Konrads”, οι “King Bees”, οι “Riot Squad” είτε έκανε σόλο εμφανίσεις – δεχόταν για πολλά χρόνια απορρίψεις, ο Μπάουι διακατεχόταν από μικρός από μια έντονη ανάγκη για προσοχή. «Δεν είχα μια ιδιαίτερα ευχάριστη παιδική ηλικία» είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του. «Οι γονείς μου ήταν συναισθηματικά ψυχροί. Δεν υπήρχαν πολλές αγκαλιές. Πάντα λαχταρούσα να νιώσω αγάπη, εξαιτίας αυτής της κατάστασης.»
«Ήταν εξαιρετικά ανθεκτικός, ακόμα και σε αυτά τα πρώτα χρόνια – Είχε την ικανότητα να σηκώνεται πάντα από το πάτωμα, όταν κάτι πήγαινε στραβά» δηλώνει ο σκηνοθέτης Φράνσις Γουάτλι. «Ήταν ένας από τους λόγους που ξεχώρισε. Όταν δεχόταν “χτυπήματα”, μπορούσε να δει πίσω από αυτά και να αντιληφθεί ότι ήταν απλά μια φάση. Τα “χτυπήματα” που δέχτηκε θα μπορούσαν να είχαν τρομάξει οποιονδήποτε δεν είχε δεχθεί τόσο μεγάλη απογοήτευση στο ξεκίνημα της καριέρας τους».
Το “Finding Fame” στέκεται και στη σχέση που είχε ο Μπάουι με την ξαδέρφη του, Κριστίνα Αμαντέους και τον μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό του, Τέρι Μπερνς (ο οποίος του έμαθε την τζαζ μουσική). Δυστυχώς ο Τέρι διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια όταν ο Μπάουι ήταν ακόμη μικρός, και πέρασε τη ζωή του σε ψυχιατρικά ιδρύματα, προτού αυτοκτονήσει το 1985. Ο θάνατός του επηρέασε βαθιά τον Μπάουι και η ψυχική υγεία θα γινόταν ένα θέμα που θα εμφανιζόταν συχνά στα τραγούδι του (χαρακτηριστικό παράδειγμα το σινγκλ του 1993 “Jump They Say”). Ο αποχωρισμός του από τον Τέρι ενίσχυσε τη μοναχικότητά του και την ανάγκη να δραπετεύσει.
«Πήγαινα συχνά να τον δω στο Μπρόμλεϊ» λέει η πρώην σύντροφός του, ηθοποιός και τραγουδίστρια Ντείνα Τζάιλσπαϊ. «Ερχόταν και με έπαιρνε από το σχολείο. Ήταν αρκετά ασυνήθιστος όταν το γνώρισα για πρώτη φορά, με τα μακριά κίτρινα μαλλιά του. Ακούγεται ανόητο τώρα, αλλά κανείς δεν είχε τόσο μακριά μαλλιά τότε. Ο πατέρας μου πίστευε αρχικά ότι ήταν κορίτσι.»
«Ήμουν 14 ή 15 ετών και δεν είχα μέχρι τότε επισκεφτεί το σπίτι μιας οικογένειας της εργατικής τάξης, (οπότε όταν πήγα στο σπίτι του Μπάουι) έπαθα σοκ. Μου κόπηκε η ανάσα, το σπίτι ήταν τόσο κρύο. Μια φορά που ήμασταν στο σπίτι του θυμάμαι ο Ντέιβιντ μου είπε “θέλω να φύγω από εδώ. Θα κάνω ό,τι χρειαστεί”».
Το “ό,τι χρειαστεί” περιελάμβανε και… αγγαρείες: Ο “άνθρωπος που έπεσε στη Γη” θα καθαρίζει πατώματα σε παρτ-τάιμ δουλειές, ενώ περίμενε την κλήση για ακρόαση: «Ένας από τους φίλους που είχε την περίοδο εκείνη μάς αποκάλυψε ότι ο Ντέιβιντ ήταν πολύ καλός με τους γονείς του και βοηθούσε τη μητέρα του στις δουλειές του σπιτιού. Μάλιστα ο Μπάουι τη δεκαετία του ’60 είχε πιάσει δουλειά ως καθαριστής, προκειμένου να συντηρηθεί» αναφέρει ο Γουάτλι.
Η επιστολή στην Ερμιόνη
Η ενασχόληση του Μπάουι σε συνεργεία καθαρισμού συνέπεσε με τον πρώτο μεγάλο του έρωτα, τη χορεύτρια Ερμιόνη Φάρδινγκεϊλ. Γνωρίστηκαν το 1967, όταν τους επέλεξαν να παίξουν σε ένα θεατρικό έργο που είχε γράψει ο στενός φίλος του Μπάουι, Λίντσεϊ Κεμπ. Ερμιόνη και Ντέιβιντ “πίεζαν” ο ένας τον άλλο να εξελιχθούν καλλιτεχνικά. Κάποια στιγμή συνεργάστηκαν με τον κιθαρίστα Τζον “Χατς” Χάτσινσον, και συγκρότησαν το σχήμα “Feathers”, ένα καλλιτεχνικό τρίο που ασχολούταν με τη μουσική, την ποίηση, την Τέχνη, τον χορό (σ.σ.: ένα πρώιμο δείγμα των περφόρμανς που θα χαρακτήριζαν τον Μπάουι από την εποχή του “Ziggy” και μετά). Ο δυο τους χώρισαν δύο χρόνια αργότερα, γιατί η Ερμιόνη ήθελε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για να παίξει στην ταινία “Song of Norway”.
«Πρόκειται για μια πραγματική ιστορία αγάπης. Επηρεάστηκε πολύ όταν την είδε στη μεγάλη οθόνη, αρκετά χρόνια μετά και συνειδητοποίησε τι σήμαινε για αυτόν. Ήταν η κλασική μετεφηβική ερωτική σχέση που όλοι είχαμε και μας πλήγωσε. Το γεγονός ότι γνωρίζουμε για εκείνον τον μεγάλο έρωτα του Μπάουι είναι συναρπαστικό, δεδομένου ότι σήμερα τον αντιμετωπίζουμε σαν είδωλο. Ήταν ένας θνητός που έτρεφε αγάπη θνητού για μια καταπληκτική γυναίκα» σημειώνει ο Γουάτλι.
Ο χωρισμός τους σημάδεψε τον Μπάουι. Τα τραγούδια του “Letter to Hermione” και “An occasional dream” είναι αφιερωμένα σε εκείνη. Για την Ερμιόνη μιλά όταν αναφέρει “το κορίτσι με τα μαλλιά ποντικιού” στο “Life On Mars”. Το 2013 απέτισε φόρο τιμής στον έρωτά του φορώντας ένα t-shirt της ταινίας “Song Of Norway” στο βίντεο κλιπ για το τραγούδι “Where Are We Now?”.
Η ίδια η Ερμιόνη θα δηλώσει: «Ήμασταν αδελφές ψυχές και έλειψε ο ένας από τον άλλο με κάθε τρόπο. Νιώθαμε μοναξιά όταν δεν ήμασταν μαζί. Ήταν απόλυτα αμοιβαία τα αισθήματα». Όσο για το πώς αντέδρασε όταν πρωτοάκουσε το “Letter to Hermione”, λέει: «Το άκουσα με έναν χρόνο καθυστέρηση. Ο Ντέιβιντ παντρεύτηκε την Άντζι (μοντέλο και σύζυγός του από το 1970 μέχρι το 1980) τρεις εβδομάδες αργότερα. Δεν ήταν μια αληθινή επιστολή με σφραγίδα που ζητούσε μια απάντηση, ήταν ρητορική από εκείνο το σημείο και μετά. Όλα όσα έγραφε ο Ντέιβιντ είχαν εξαιρετική οξύτητα και ακρίβεια. Περιγράφει τα πράγματα ακριβώς όπως είναι και με όμορφο τρόπο. Επομένως για αυτό τον λόγο εκτιμώ το τραγούδι.»
Η έκπληξη μιας μεμονωμένης επιτυχίας
Ο Μπάουι είχε ταλέντο στη “δραματική” αφήγηση και στο να διευρύνει τους ορίζοντες μέσα από τα τραγούδια του. Αυτό ήταν εμφανές από τις πρώτες δουλειές του κιόλας, οι οποίες δε συνάντησαν τρελή επιτυχία.
Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε το τραγούδι «Space Oddity» του 1969 που μιλούσε για τις ανησυχίες του Μπάουι γύρω από την απομόνωση και το οποίο θα γινόταν το πρώτο νο 1 single του τραγουδιστή. Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια μέχρις ότου ο Μπάουι γνωρίσει ξανά επιτυχία, μέσα από την περσόνα του Ziggy Stardust.
«Πιστεύω ότι τα πρώτα του χρόνια ήταν παρόμοια με τα τελευταία του χρόνια. Άλλαζε συνεχώς χαρακτήρα, άλλαζε στυλ, ρόλους, όπως έκανε πάντα. Είχαμε γνωρίσει τον R n’ B Ντέιβιντ, τον Ντέιβιντ της τζαζ, τον Ντέιβιντ με την κιθάρα, τον χεβιμεταλά Ντέιβιντ… Κανένας από αυτούς όμως δεν συνάντησε επιτυχία πρίν τον Ziggy. Πέρασε όλες αυτές τις διαφορετικές φάσεις, προσπαθώντας να βρει τι λειτουργεί» λέει ο Γουάτλι.
Λέγεται ότι η άνεση και ο εφησυχασμός σκοτώνουν τη δημιουργία. Αυτό είναι κάτι που ο Μπάουι πίστευε ακράδαντα.
«Δεν θεωρώ ότι κάποια από τις φάσεις αυτές ήταν αποτυχία» ισχυρίζεται η Τζάιλσπαϊ. «Ο Ντέιβιντ έπρεπε να εξελίσσεται συνεχώς μέχρι κάποιος να καταλάβει τι κάνει. Για όνομα του Θεού, δεν επρόκειτο να σταματήσει και να βρει δουλειά σε ένα μαγαζί. Μου φαινόταν φυσιολογικό να τον βλέπω να συνεχίζει. Αν κάποιος δεν τον καταλάβαινε, γιατί του φαινόταν λίγο περίεργος ή γιατί τα τραγούδια του δεν ήταν συνηθισμένα, τότε εκείνος έχει το πρόβλημα, όχι ο Ντέιβιντ. Είναι υπέροχο που δεν είχε μεγάλη επιτυχία όταν ήταν πολύ νέος. Λυπάμαι μάλιστα όποιον έχει. Πώς αλλιώς θα μάθεις την τέχνη σου;»