ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΡΥΟ ΑΙΜΑ
Επισκεφτήκαμε (με μπουφάν) έναν μικρό κολπίσκο στη Βουλιαγμένη Αττικής και "βουτήξαμε" στα παγωμένα, αχαρτογράφητα νερά των χειμερινών κολυμβητών, που στο τσιμέντο της πρωτεύουσας έχουν βρει καταφύγιο ευεξίας.
Μεσημέρι Κυριακής. Από το παράθυρο του αυτοκινήτου, διασχίζοντας τη Λεωφόρο Ποσειδώνος, μία ματιά στην άκρη του δρόμου ήταν αρκετή για να σε γεμίσει ζωντάνια και επιβεβαίωση πως, για όλο τον κόσμο, μία απλή κυριακάτικη βόλτα είναι η λυτρωτική απόδραση από τη μονοτονία της έγκλειστης καθημερινότητας. Άνθρωποι περπατούσαν, κάθονταν στα παγκάκια, στην άμμο, όλοι με το ίδιο φόντο, με κοινή απόλαυση, τη μυρωδιά, τα χρώματα και την -παράξενα- γοητευτική όψη της Αθηναϊκής θάλασσας.
Στον αριθμό 20 ήταν ο προορισμός που αναζητούσαμε. Απέναντι από τη Λίμνη Βουλιαγμένης, κάτω από τον δρόμο, πίσω από το μουντό της ασφάλτου, εκεί που μόνο πεζός μπορείς να πλησιάσεις για να το δεις, θα διαπιστώναμε την “εγκυρότητα” των πρότερων συστάσεων: “Εκεί, θα συναντήσεις μερικούς από τους πιο αυθεντικούς χειμερινούς κολυμβητές της πόλης. Θα σου πουν όσα θες να μάθεις”. Μερικά σκαλιά χώριζαν τον σκοπό της επίσκεψής μας σε έναν “υπόγειο” κολπίσκο από τη διαπίστωση πως, εκεί που εμείς βλέπουμε “απόκοσμο” τσιμέντο, κάποιοι έχουν βρει τον δικό τους επίγειο, γαλάζιο παράδεισο.
Από ψηλά, μπροστά σου, εκτείνονται δύο διαφορετικοί κολπίσκοι, ο καθένας με ξεχωριστό “χαρακτήρα”. Σαν να σε προκαλούν να διαλέξεις. Αριστερά, διάσπαρτες παρέες, άλλοι μόνοι, λίγα μόλις τετραγωνικά μέτρα μοιάζουν να τους προσφέρουν απλόχερα το “ησυχαστήριο” που αποζητούν. Δεξιά, ο επιβλητικά μεγαλύτερος κόλπος ανοίγει τις αγκάλες του για να χωρέσει κόσμο, θόρυβο, παιχνίδια στη θάλασσα, μέχρι και ρακέτες.
Η εικόνα θυμίζει καλοκαίρι. Το μέρος, μα περισσότερο η θερμοκρασία σε επαναφέρουν γρήγορα στο σήμερα. Επιλέγουμε τον μικρότερο, πιο απόκρημνο κολπίσκο. Κατεβαίνουμε τα σκαλιά για να προσεγγίσουμε τους χειμερινούς “ήρωες” και να ανακαλύψουμε πώς είναι να κολυμπάς με κρύο, βροχές, ακόμη και χιόνια στα νερά της πρωτεύουσας.
Τα μπουφάν και ο ρουχισμός ολόκληρος δημιουργούσε μία άβολη αντίθεση με τα μαγιό των ανθρώπων που ετοιμάζονταν να βουτήξουν ή είχαν μόλις βγει από τη θάλασσα. Κάποιοι, ενδεχομένως και να γέλασαν στη θέα των “χειμωνιάτικα ντυμένων” που ξεχώριζαν μεταξύ χειμερινών κολυμβητών, πολλοί εκ των οποίων είχαν τολμήσει μία παγωμένη βουτιά ακόμη και τις μέρες της “Μήδειας”, έτσι για να της πάνε κόντρα, ή απλά για να κάνουν πιο “τσουχτερή” την πρόκληση.
Πίσω μας, μία τσιμεντένια γέφυρα, βαμμένη στα γκράφιτι, βαβούρα από περαστικά ΙΧ, διάσπαρτο χώμα από έναν μισοτσακισμένο βράχο. “Δεν καθόμαστε εδώ πίσω πια γιατί ο βράχος διαβρώθηκε από τη βροχή και είναι επικίνδυνα. Αφήνουμε τα πράγματά μας στο παγκάκι και βουτάμε”, μας λέει ένας περαστικός.
Χωρίς τους κολυμβητές, η θέα μιας απομονωμένης, ρημαγμένης γωνιάς ίσως και να ήταν αποκρουστική. Για αυτούς, ωστόσο, όλο το νόημα βρίσκεται μπροστά. Ούτε στο background, ούτε στις συνθήκες. Αυτό είναι το κοινό τους μυστικό, αυτό που ενώνει μέχρι και τρεις διαφορετικές γενιές. Συνταξιούχοι, εργαζόμενοι, γονείς, γιαγιάδες, παππούδες, ανήλικα, ένα ετερόκλητο πλήθος λες και απαρτίζεται από την ίδια παρέα. Οι περισσότεροι γνωρίζονται, χαιρετιούνται, συνομιλούν, χαμογελούν σχεδόν συνωμοτικά για τη στιγμή της απόδρασης. Αυτή που, όπως θα διαπιστώσετε στις παρακάτω γραμμές, για κάποιους δεν έχει ημερομηνία λήξης. Δεν χωρίζεται σε εποχές. Διαρκεί 365 μέρες…
“Το καλοκαιρι στο νησι νοσταλγω το κρυο μπανιο στη Βουλιαγμενη”
Η κυρία Πόπη είναι συνταξιούχος. Έχει μόλις τελειώσει το ημίωρο μπάνιο της και ντύνεται για να επιστρέψει σπίτι της. Βρίσκεται λίγα μόλις βήματα μακριά, οπότε μια γρήγορη βουτιά εύκολα χωρά στο καθημερινό πρόγραμμα. Ναι, αλλά για 40 χρόνια;
“Έρχομαι εδώ σχεδόν κάθε μέρα. Μια ζωή σε αυτό το κολπάκι. Το κάνω αυτό πάνω από 40 χρόνια. Κάποτε ερχόμουν ακόμη και με 5 βαθμούς. Πλέον, μεγαλώσαμε λίγο. Θέλουμε να είναι κάπως πιο ευνοϊκός ο καιρός”, λέει πριν μας περιγράψει το “τελετουργικό” της χειμερινής βουτιάς: “Κολυμπάω σταθερά μισή ώρα. Μπαίνω μία φορά όμως. Αλλά κάθομαι ακριβώς μισή ώρα. Το καλοκαίρι μπορεί να μείνω πολύ περισσότερο. Ακόμη και πάνω από μία ώρα”.
Δηλώνει ευλογημένη για τον τόπο καταγωγής της, την Κάλυμνο, μα ακόμη περισσότερο για τον τρόπο ζωής που έχει επιλέξει. Αυτό τουλάχιστον προδίδει η περιγραφή της: “Αυτό είναι υγεία. Ούτε ασπιρίνη δεν παίρνω. Δεν έχω καμία αδιαθεσία μέσα στον χειμώνα. Αλήθεια σου λέω, έχω πολλά χρόνια να αρρωστήσω. Όταν πάω στην Κάλυμνο νοσταλγώ αυτό το κομμάτι“, λέει δίνοντας αποστομωτική απάντηση σε όσους περιφρονούν τις παραλίες της πρωτεύουσας.
Μιλάμε δίπλα στη θάλασσα που, μόνο στην όψη, σου προκαλεί τρέμουλο: “Ναι, είναι κρύα αυτή τη στιγμή πολύ. Το νιώθεις. Αλλά δεν σε ενοχλεί. Συνηθίζεις το αντέχεις. Σε δυναμώνει”.
Λίγο πιο δίπλα, ο κύριος Δημήτρης, επίσης συνταξιούχος, ανταποκρίνεται στο αίτημά μας για μία φωτογραφία πάνω σε ένα μικρό βραχάκι, λίγα μόλις μέτρα από τα βότσαλα, στα ρηχά, εκεί που εμείς οι “κοινοί θνητοί” ίσως και να αντέχαμε. “Η φετινή χρονιά είναι τέτοια που δεν έχει κρυώσει το νερό. Αυτή τη στιγμή είναι γύρω στους 16 βαθμούς”, λέει πριν τη σύντομη αναδρομή αυτής της αγαπημένης του καθημερινής εξόρμησης: “Ακόμη και παλιά, που έμενα στην Κηφισιά, εδώ ερχόμουν. Αγαπώ τη θάλασσα όλο τον χρόνο, γι’ αυτό και δεν μου άρεσε η Κηφισιά”.
Το βασικό κριτήριο για την ιδανική βουτιά που μας περιγράφει το συναντήσαμε στις περιγραφές των περισσότερων χειμερινών κολυμβητών. Δεν είναι το κρύο, οι βροχές, ή ακόμη και το χιόνι. Είναι ο αέρας και το κύμα. “Εμένα με νοιάζει να μην έχει αέρα, ώστε να μπορώ να κολυμπήσω άνετα. Αν δεν είναι ευνοϊκός ο καιρός μπορεί και να μην έρθω. Πολλοί, όμως, έρχονται βρέξει χιονίσει”, λέει για να επιβεβαιώσει την πρώτη διαπίστωση σχετικά με τις ηλικίες των ατόμων γύρω μας: “Εδώ βλέπεις να παρασύρει ο ένας τον άλλο να κολυμπήσει. Και θα δεις ανθρώπους από κάθε ηλικία. Ακόμη και ανήλικα παιδιά”.
“Μεχρι και τρεις συγκοινωνιες για μια βουτια”
Όντως, λίγο αργότερα, μία παρέα πέντε νεαρών, συγκεκριμένα μαθητών, εμφανίστηκε στον κολπίσκο. Τους κοιτάζαμε τη στιγμή που συνομιλούσαμε με τον Μάκη, ίσως τον καταλληλότερο από τους ανθρώπους γύρω μας για να μας “μυήσει” στον κόσμο των χειμερινών κολυμβητών. Προσφάτως μυημένος και ο ίδιος, επιχειρηματολογούσε με σιγουριά για μία απόφαση που, όχι μόνο δεν μετάνιωσε, αλλά στα “πόδια” της, θα πάρει μέχρι και τρεις συγκοινωνίες για μία γρήγορη βουτιά.
“Κολυμπάω τα τελευταία δύο χρόνια. Με παρακίνησε η κοπέλα μου να το ξεκινήσω και πραγματικά δεν το μετάνιωσα. Παίρνουμε μετρό, λεωφορείο, μπορεί να πάρουμε δύο-τρεις συγκοινωνίες, να κάνουμε μία ώρα να έρθουμε. Αλλά αυτή η ευεξία που νιώθεις για δύο ολόκληρες μέρες μετά τη βουτιά αξίζει το… ταξίδι. Σου φτιάχνει την ψυχολογία.”
Στο -εύλογο- ερώτημα για την αίσθηση της πρώτης κρύας βουτιάς, ο Μάκης είχε “φρέσκια” την ανάμνηση και έτοιμη την απάντηση: “Σίγουρα στην αρχή είναι δύσκολο. Την πρώτη φορά που έκανα θυμάμαι πόσο κρύο είχε έξω. Θέλει λίγο χρόνο για να το συνηθίσεις. Και κυρίως να μη σταματήσεις. Σκέψου πως ακόμη και με την κακοκαιρία Μήδεια, που ήρθαμε εδώ για περπάτημα, αν είχα μαγιό θα είχα βουτήξει”, εξηγεί και συνεχίζει: “Έρχομαι 2-3 φορές την εβδομάδα. Συνήθως δύο φορές το Σαββατοκύριακο και άλλη μία, καθημερινή μετά τη δουλειά μου. Η κοπέλα μου έρχεται ακόμη περισσότερες”.
Εκείνη, δίπλα του, χαμογελαστή, δείχνει… περήφανη που τον παρακίνησε στο δικό της αγαπημένο δρομολόγιο Κυψέλη-Βουλιαγμένη, το οποίο ακολουθεί πιστά και απαρέγκλιτα εδώ και έξι χρόνια.
Στην Πολωνια ηθελα 12 ωρες για να δω θαλασσα
“Εγώ είμαι από την Πολωνία. Τη θάλασσα την έβλεπα στον χάρτη. Ήταν 12 ώρες ταξίδι για να πάμε για μπάνιο, μιας κι εμείς μέναμε στο βουνό. Τα τελευταία έξι χρόνια έρχομαι από την Κυψέλη τουλάχιστον τέσσερις φορές τη βδομάδα. Είναι στο πρόγραμμά μου. Σήμερα για παράδειγμα, επειδή δουλεύω μετά,. θα πρέπει να φύγω πιο νωρίς’. Για έναν άνθρωπο που χρειαζόταν 12 ώρες για να ζήσει την ομορφιά της θάλασσας, η ερώτηση για την ταλαιπωρία της διαδρομής είναι μάλλον αφελής: “Και στην Κυψέλη τι να κάνω; Να κάτσω στους τέσσερις τοίχους; Εδώ αναπνέω καθαρό αέρα. Γνωρίζεις ανθρώπους, μιλάς μαζί τους. Φτιάχνει η διάθεσή σου, σφίγγει το δέρμα, παίρνεις βιταμίνες, μειώνεται το άγχος. Στη δουλειά μου λένε, καλά κάνεις ολόκληρη φασαρία να πας μέχρι εκεί για να κάτσεις 10 λεπτά; Ναι θα το κάνω, γιατί μου προσφέρει όλα αυτά”.
Όσο για τη δική της πρώτη “δοκιμασία”; “Πήγαινα στη Βούλα και έβλεπα κάτι μεγάλες κυρίες που έμπαιναν κανονικά. Εγώ τσίριζα. Λέω δεν μπορεί, αφού το κάνουν εκείνες θα μπορώ κι εγώ. Ε, μετά συνήθισα”.
Τα μυστικα της χειμερινης βουτιας απο τους “ειδικους”
Στον μεγαλύτερο κόλπο, η περισσότερη ένταση γίνεται απευθείας αισθητή από τον σαφώς περισσότερο κόσμο που απολαμβάνει το μπάνιο του και τον κυριακάτικο ήλιο. Η διαφορά στο “κοινωνικό” προφίλ των δύο κόλπων είναι ένα ακόμη κοινό μυστικών των κολυμβητών της περιοχής: “Πολλοί πηγαίνουν πρώτα για μία βουτιά δίπλα, αν θέλουν να καθίσουν λίγο μόνοι ή να είναι πιο ήσυχα και μετά μπορεί να έρθουν κι εδώ. Άλλωστε, οι περισσότεροι γνωριζόμαστε”, μας λέει θαμώνας και σταθερός χειμερινός κολυμβητής της Βουλιαγμένης, πριν μας παραπέμψει στον “εκπρόσωπο”, έτσι μας τον συνέστησε ως τον “παλιό” της παρέας, για να μας λύσει κάθε απορία για το κολύμπι στις κρύες εποχές του έτους.
Κρατά έναν μετρητή και υπολογίζει τη θερμοκρασία του νερού: “Το πρώτο βασικό είναι ότι το κολύμπι θα πρέπει να διαρκεί τόσα λεπτά, όση και η θερμοκρασία του νερού. Αν αυτή είναι για παράδειγμα 16 βαθμοί, 16 λεπτά πρέπει να μείνεις μέσα και να κολυμπήσεις”.
Όσο για αυτά που θα πρέπει να προσέξει όποιος θελήσει να ξεκινήσει το κολύμπι και τους χειμερινούς μήνες: “Θα πρέπει να έχει καλή υγεία. Να έχει κάνει εξετάσεις. Έχουμε δει περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν προβλήματα και έπαθαν ζημιές. Λιποθυμίες, ακόμη και θανάτους”, συνεχίζει για να μας δώσει το ηλικιακό στίγμα της παραλίας, αλλά και της μεγάλης παρέας που χτίστηκε σε αυτή χάρη στη θάλασσα: “Είμαστε μια παρέα που κολυμπάμε 365 μέρες τον χρόνο, με βροχές και χιόνια. Φέρνουμε τα φαγητά μας, καθόμαστε ώρες εδώ. Εγώ το κάνω αυτό το πράγμα εδώ και 10 χρόνια. Όταν είχα ένα ιατρικό πρόβλημα και έκανα φυσικοθεραπείες. Τότε, ο ορθοπεδικός μου είπε: ‘ εγώ να σου γράψω χίλιες τέτοιες. Κολύμπα, όμως, και θα δεις.’ Θυμάμαι ήταν Φεβρουάριος. Σκέφτηκα πως για να μου το λέει κάτι θα ξέρει. Το ξεκίνησα και πραγματικά με βοήθησε.
Πλέον, έχουμε γίνει μια μεγάλη παρέα. Εδώ θα δεις ανθρώπους να κολυμπάνε όλο τον χρόνο από 3 μέχρι και 90 ετών. Υπάρχει άνθρωπος που είναι 90 ετών, κολυμπά και παίζει και ρακέτα. Οι περισσότεροι βέβαια είναι άνω των 40-45 ετών”.
Λίγο παραδίπλα, αν ρωτήσεις, θα βρεις και τα γραφεία του ομίλου Κολυμβητών Βουλιαγμένης “Ποσειδών”. Ο κύριος Γιώργος Αργυράκης, πρόεδρος του ομίλου τα τελευταία 10 χρόνια, μοιράστηκε μαζί μας μερικά ακόμη tips, αλλά και ορισμένα πειστικά επιχειρήματα για να ενθαρρύνει τους διστακτικούς: “Αρχικά, όποιος θέλει να γίνει χειμερινός κολυμβητής πρέπει απαραίτητα να κάνει τεστ κοπώσεως. Αν ένας σταματήσει να κολυμπά τον Οκτώβριο και ξεκινήσει πάλι τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο μπορεί να υπάρξει πρόβλημα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά στη θερμοκρασία. Κάτω από τους 15 βαθμούς είναι επικίνδυνο το νερό. Επίσης, είναι σημαντικό να υπάρχει ευνοϊκός άνεμος. Αν έχει νοτιά και υπάρχει κύμα, είναι επίσης επικίνδυνο”, λέει και συνεχίζει: “Ωστόσο, είναι πραγματικά ευεργετικό το κολύμπι. Φτιάχνει η ψυχολογία σου, το ανοσοποιητικό σου σύστημα, αποκτάς αυτοπεποίθηση”.
Όσο γι’ αυτούς που θεωρούν πως “οι καιροί πέρασαν” για τέτοια χόμπι, το παράδειγμα του κ. Γιώργου Αργυράκη είναι το πλέον ενδεδειγμένο για να δηλώσει με τρόπο εμφατικό πως… ποτέ δεν είναι αργά: “Εγώ, μέχρι τα 20 μου χρόνια, δεν είχα καμία σχέση με τη θάλασσα. Ζήτημα να είχα κολυμπήσει μία φορά. Πρώτη φορά κολύμπησα στα 20, στον στρατό και έτυχε να είναι χειμώνας. Δεν είχα σχέση με το αντικείμενο. Έπειτα, έγινε η καθημερινότητά μου”.