Η Μαρία Μήτσορα στο σπίτι της Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

ΜΑΡΙΑ ΜΗΤΣΟΡΑ: “ΕΧΩ ΤΗΝ ΑΠΟΡΙΑ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΖΩΝΤΑΝΗ”

Κάθε νέο της βιβλίο φέρει τον αέρα μιας απρόσμενης επιστροφής. Ίσως γιατί πάντα η σπουδαία συγγραφέας ήθελε, όπως λέει στο Magazine, να φεύγει μακριά. Και το γράψιμο όμως είναι ένα είδος φυγής. Δεν είναι;

Τα εξώφυλλά της γράφουν Μαρία Μήτσορα, περίεργα ντυμένη, ζει στους πρόποδες του Λυκαβηττού, κάθεται και κοιτάζει την οροσειρά της Πάρνηθας.

Κάποτε ήταν νέα, της άρεσε η πρόκληση, οπωσδήποτε, της άρεσε το σκάνδαλο, αλήθεια είναι αυτό, παλιά δεχόταν να ουρλιάζει ο κόσμος γύρω της για χάρη της επανάστασης που φανταζόταν, ήταν όμως και ντροπαλή, πάρα πολύ ντροπαλή, αλήθεια είναι και αυτό, ακόμη είναι, ακόμη δεν έχει καταλάβει πώς τη βλέπουν οι άλλοι, πάντα την απασχολούσε, πάντα είχε τάσεις φυγής από τους άλλους, από την Ελλάδα, από την πραγματικότητα. Και το γράψιμο είναι ένα είδος φυγής. Δεν είναι;

Σήμερα το εξώφυλλο γράφει Μαρία Μήτσορα – «Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος», μια μοδίστρα κι ένας γάτος έχουν ανοίξει ένα γραφείο ευρέσεως φαντασμάτων, τελικά της οργανώνουν το Δείπνο της Εκάτης, νομίζει ότι σε αρκετά σημεία έχει πλάκα, τα φαντάσματα είναι δικά της, το βλέπει σαν παραμύθι για μεγάλους, δυσκολεύτηκε να το τελειώσει, για να ανέβει στην επιφάνεια και να αναπνεύσει, κάθισε και το τελείωσε.

Σήμερα δεν είναι πια νέα, βλέπει μια απότομη ανηφόρα και τρομάζει ενώ άλλοτε την προκαλούσε να κάνει γυμναστική, έχει την απορία πώς είναι ακόμα ζωντανή, πώς δεν έχει περάσει σε κάποια παράλληλη διάσταση, πώς δεν έχει γίνει κι αυτή σκόνη, πραγματική σκόνη, σαν τη σκόνη των προγόνων μας που κάθεται στα έπιπλα. Από το παράθυρο βλέπει τις ανεμογεννήτριες μακριά, φαντάζεται ότι είναι πέντε σταυρωμένοι, σαν τον Χριστό με δύο όμως ληστές εκ δεξιών και εξ ευωνύμων, όπως λέγανε παλιά, και μετά αρχίζει να φαντάζεται ότι κάποια στιγμή θα δει όλη την κορυφογραμμή γεμάτη με σταυρωμένους κλέφτες.

Πάντα είχε υπερβολική φαντασία, πάντα ήταν πολύ αφηρημένη, το μυαλό της τρέχει διαρκώς κάπου αλλού, «σήμερα είναι η πρώτη φορά που σημείωσα ορισμένα πράγματα που θέλω να σου πω».

Για να τα έχετε σημειώσει, θα είναι σημαντικά. Σας ακούω.
Θέλω να ξεκινήσω από το ότι υπάρχουν άλλοι που μιλάνε και γράφουν για μένα πολύ καλύτερα από μένα. Σε βαθμό που μου φαίνεται ότι αναφέρονται σε κάποια άλλη Μαρία. Είναι μερικά σχόλια που με αφήνουν άφωνη. Όπως αυτά που έγραψε τώρα στην ΕφΣυν για το νέο βιβλίο ο Κώστας Καραβίδας. Με ξετρέλανε ειδικά αυτό το «gothic κόμικ». Μικρή, ξέρεις, ντυνόμουν gothic. Ή σαν διαστημική χανούμισσα. Μη με ρωτήσεις πώς ήταν αυτό. Κάπως ήταν. Εγώ τουλάχιστον έτσι το έβλεπα. Πέραν αυτού, φαίνεται ότι ο Καραβίδας κατάλαβε το βιβλίο καλύτερα από μένα. Ή το άλλο που έγραψε ο Μισέλ Φάις: «Η οικειότητα του αλλόκοτου». Πραγματικά νομίζω ότι προσδίδω στο φάντασμα της Κυρίας Τασίας και στον Γουλιέλμο Καταβάθος, αλλά και στα παράξενα που συμβαίνουν σε αυτή την καινούρια γειτονιά, μία οικειότητα με το αλλόκοτο. Την έχω και σαν άνθρωπος δηλαδή. Δεν με εκπλήσσει τίποτα. Θυμάμαι μια φορά στην Αίγινα αγόραζα τσιγάρα και κοιτάζοντας λοξά τον τίτλο μιας εφημερίδας νόμιζα ότι διάβασα ότι βρέθηκε ένα ιερό του Δία στον πλανήτη Δία -δεν ξέρω τι έγραφε στην πραγματικότητα- και δεν μου έκανε καμία απολύτως εντύπωση. Είπα: Α! Το ‘ξερα εγώ!

"Τα βιβλία μου θέλουν μία -μικρή; μεγάλη; δεν ξέρω- προσπάθεια από τη μεριά του αναγνώστη. Να συγκεντρωθεί ώστε -ακριβώς επειδή είναι λεπτοδουλεμένα- να μπορέσει να παρακολουθήσει τη φαντασία μου." Ανδρέας Σιμόπουλος

Ανέκαθεν ήταν τόσο έντονη αυτή η οικειότητά σας με το αλλόκοτο;
Νομίζω ναι. Ξέρεις τι; Έχω υπερβολική φαντασία. Θυμάμαι κάποτε στο Παρίσι είχε έρθει ένας γνωστός μου με τη φίλη του στο σπίτι, η οποία ήταν κατάξανθη με μπλε μάτια και μου λέει: «Είναι Θιβετιανή». Αμέσως το πίστεψα. Δηλαδή πιστεύω το οτιδήποτε. Δεν μου φαίνονται περίεργα τα πράγματα. Ίσως μόνο μερικά απλά να μου φαίνονται περίεργα.

Όταν λέτε απλά;
Ε, δεν ξέρω. Για να καταλάβεις, τότε που ντυνόμουν τελείως τρελά συνάντησα μια φίλη μου με ένα αδιάβροχο και της είπα: Πω πω, τι παράξενο που είναι αυτό που φοράς! Με κοίταξε που φορούσα κάτι περίεργα κασκόλ με πον πον στην άκρη, κάτι ριγέ κάλτσες πάνω από το γόνατο, τέλος πάντων κάτι ανεκδιήγητα, και μου είπε το εξής: «Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα». Κι όμως, με είχε καταπλήξει το απλό, μεσάτο αδιάβροχό της. Κάτι τέτοια νομίζω ότι με εκπλήσσουν. Ξέρεις όμως τι άλλο ήθελα να σου πω; Ξέρω ότι λένε για μένα ότι γράφω ποιητικά. Στην αρχή με ενοχλούσε γιατί νόμιζα ότι αναφέρονταν σε κάτι σαν «ποιητικούρα». Κι επειδή κάποτε, παλιά, έγραφε ποιήματα και τα εξέδιδε στη Νέα Εστία ο πατέρας μου, με τον οποίο είχα μια προβληματική σχέση, μόνο ποίηση δεν ήθελα να γράφω. Τώρα τελευταία όμως κατάλαβα ότι αναφέρονται στο ότι τα κείμενα που γράφω έχουν ένα ρυθμό, ότι τα δουλεύω πολύ, δηλαδή τις παρηχήσεις, ή αναρωτιέμαι μήπως στο τάδε σημείο χρειάζεται μια μετοχή, τέτοια πράγματα.

Κάθε σας κείμενο δηλαδή είναι προϊόν λεπτοδουλειάς.
Ναι, τα δουλεύω πολύ. Στην πραγματικότητα μπορεί να πρόκειται και για κείμενα που, σε ορισμένα σημεία τουλάχιστον, πρέπει να τα διαβάσει κανείς δυνατά. Χωρίς να μεγαλοπιάνομαι, εννοώ ότι για παράδειγμα το τελευταίο κομμάτι του Τζόις, τον μονόλογο της Molly Bloom, το έχω διαβάσει δυό-τρεις φορές δυνατά. Υπάρχουν κείμενα που το θέλουν αυτό. Κείμενα που είναι σαν κέντημα. Για μένα το κέντημα είναι το ευχάριστο κομμάτι. Το δυσάρεστο είναι η αρχή που είναι ένα χάος στο οποίο πρέπει να δώσεις μορφή. Σιγά σιγά προχωράει, γίνεται πιο συγκεκριμένο και όταν φτάσεις στο κέντημα, εκεί είναι η απόλαυση.

Άρα δεν πετάτε από χαρά τη στιγμή που συλλαμβάνετε την ιδέα ενός βιβλίου.
Όχι, όχι, η ιδέα έρχεται συγκεχυμένη και μπορώ να πω ότι κατά κάποιο τρόπο, μέχρις ενός σημείου, σχεδόν μέχρι το κέντημα, αισθάνομαι σαν να γράφω καθ’ υπαγόρευση. Δηλαδή δεν είναι ότι αποφασίζω ξεκάθαρα να γράψω ένα βιβλίο. Μου έρχονται φράσεις, σκηνές, βρίσκω σημειωμένα πράγματα που ταιριάζουν μεταξύ τους. Κάπως έτσι γίνεται. Όπως και το πρώτο μου βιβλίο («Άννα, να ένα άλλο») στην τύχη το έγραψα. Είχα δημοσιεύσει ένα διήγημα και μου ζήτησαν ένα βιβλίο. Δεν το είχα γράψει. Κάθισα και το έγραψα. Έτσι βρέθηκα γενικά να γράφω μετά. Θέλω να πω ότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή σύλληψης της ιδέας. Μάλλον προκύπτει από διάχυτα πράγματα, ένα παζλ από εικόνες που μπαίνουν σε τάξη.

Κοίταξε, προφανώς πιστεύω ότι υπάρχει ο ιός, γι’ αυτό έκανα και τα εμβόλια. Αυτό που με ενόχλησε είναι η συνεχής αλλαγή των κανόνων, με τα ωράρια κλπ. Αισθάνθηκα ότι είναι σαν ασκήσεις υπακοής.

Δεν σας κρύβω ότι μου έκανε εντύπωση που ένα από τα πρώτα πράγματα που μου είπατε στο τηλέφωνο ήταν ότι σας έχει «νταουνιάσει» πολύ η περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Μα αφού με έχει νταουνιάσει. Βγαίνω με δυσκολία πια από το σπίτι. Νομίζω ότι θα είναι απαίσια εκεί έξω. Μπορεί να ετοιμαστώ από το πρωί για να βγω και τελικά να μην πάω πουθενά, ούτε την επόμενη. Κοίταξε, προφανώς πιστεύω ότι υπάρχει ο ιός, γι’ αυτό έκανα και τα εμβόλια. Αυτό που με ενόχλησε είναι η συνεχής αλλαγή των κανόνων, με τα ωράρια κλπ. Αισθάνθηκα ότι είναι σαν ασκήσεις υπακοής. Δηλαδή ειδικά τα νέα παιδιά συνηθίζουν στο να δείχνουν χαρτιά και ταυτότητες για να κάνουν το παραμικρό. Ο χειρισμός όλης αυτής της κατάστασης με έχει ενοχλήσει πολύ.

Για εσάς όμως βγήκε κάτι καλό από αυτή τη δύσκολη διετία: το νέο σας βιβλίο.
Μισο-υπήρχε και το τρέναρα στην αρχή όλης αυτής της κατάστασης. Όμως επειδή μερικές μέρες ξυπνούσα στις 5 το πρωί μέσα στη «μαυρίλα», για να σωθώ το τελείωσα.

Πόσο καιρό χρειαστήκατε συνολικά για να το γράψετε;
Δεν μπορώ να το πω αυτό. Μπορεί να κρατάω σημειώσεις για δύο χρόνια και ξαφνικά να καθίσω και να τελειώσω σε τρεις-τέσσερις μήνες. Αυτό δυσκολεύτηκα πολύ να το τελειώσω. Νόμιζα ότι δεν θα το τελείωνα ποτέ. Ξαφνικά, όπως σου είπα, προκειμένου να ανέβω στην επιφάνεια και να αναπνεύσω, κάθισα και το τέλειωσα. Πάντοτε παίζω με τους τίτλους. Εκτός από το «Από τη μέση και κάτω», που ήταν ιδέα του Πατάκη γιατί ήταν ο τίτλος ενός διηγήματος και αναφέρεται σε ένα μυθιστόρημα που μένει στη μέση. Εγώ θα το είχα βγάλει «Καφέ σκυλί το Νοέμβρη». Για αυτό το βιβλίο είχα σκεφτεί πρώτα ένα τίτλο στα αγγλικά -Ghosts for guests- γιατί έχει ωραία παρήχηση. Μετά έγινε «Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος». Ήθελα να έχει και κάτι παιχνιδιάρικο. Η κυρία Τασία είναι μια πραγματική μοδίστρα. Επίσης εδώ γύρω έχει τρίστρατα. Όπως ξέρεις, τα Δείπνα της Εκάτης συνδέονται με τα τρίστρατα. Ο Γουλιέλμος Καταβάθος είναι η μετεμψύχωση κάποιου από τη Βιέννη, από παλιά στρατιωτική οικογένεια, φιλέλλην αερομάχος που τον κατέρριψαν οι δικοί του και τώρα με την κυρία Τασία, τις ώρες που είναι ελεύθερη από τον κάτω κόσμο, έχουν ανοίξει ένα γραφείο ευρέσεως φαντασμάτων. Τελικά μου οργανώνουν το Δείπνο της Εκάτης στο κηπάκι που έχω εδώ πίσω και είναι περίκλειστο, σε αντίστιξη με μια αυλή που μου έχει μείνει στο μυαλό σαν μία χαρά προς τη ζωή, σαν ένα άνοιγμα προς τον κόσμο.

Ο τίτλος θυμίζει παιδικό παραμύθι.
Ναι! Μα εγώ το βλέπω σαν παραμύθι για μεγάλους αυτό το βιβλίο.

Ένα παραμύθι που όμως, όπως έχετε πει και για τα προηγούμενα βιβλία σας, δεν προσφέρεται για να το πάρει κάποιος και να το διαβάσει στην παραλία κάνοντας σκιά στο κεφάλι του.
Όχι. Τα βιβλία μου θέλουν μία -μικρή; μεγάλη; δεν ξέρω- προσπάθεια από τη μεριά του αναγνώστη. Να συγκεντρωθεί ώστε -ακριβώς επειδή είναι λεπτοδουλεμένα- να μπορέσει να παρακολουθήσει τη φαντασία μου. Γιατί έχω αυτή την υπερβολική φαντασία που είναι και ευχή και κατάρα.

Γιατί;
Γιατί αν ας πούμε κάθομαι και κοιτάζω από το παράθυρο την οροσειρά της Πάρνηθας και βλέπω πέντε ανεμογεννήτριες και φαντάζομαι ότι είναι πέντε σταυρωμένοι, σαν τον Χριστό με δύο όμως ληστές εκ δεξιών και εξ ευωνύμων, όπως λέγανε παλιά, και μετά αρχίσω να φαντάζομαι ότι κάποια στιγμή θα δω όλη την κορυφογραμμή γεμάτη με σταυρωμένους κλέφτες, καταλαβαίνεις ότι το μυαλό μου τρέχει διαρκώς κάπου αλλού. Και είμαι πάντα πολύ αφηρημένη.

"Κάποτε ευχόμουν μέχρι και να σκοτωθούν οι γονείς μου. Όχι γιατί τους μισούσα. Ειδικά τη μητέρα μου την αγαπούσα πολύ. Με τον πατέρα μου είχαμε κάποια προβλήματα. Δεν το ευχόμουν από κακία. Νόμιζα απλώς και αφελώς ότι θα μεγάλωνα τον εαυτό μου." Ανδρέας Σιμόπουλος

Από μικρή ήσασταν πολύ αφηρημένη;
Εννοείται! Μπορεί να το ανέπτυξα γιατί φοβόμουν να με αφήνουν μόνη στο σπίτι. Το πρώτο σπίτι που μέναμε ήταν ο πάνω όροφος ενός νεοκλασικού στη Νέα Σμύρνη. Πάνω από το μπάνιο είχε ένα δωματιάκι, το οποίο είχε ένα παραθυράκι και έβλεπε κάτω από τα κεραμίδια. Ούτε που θέλησα να κοιτάξω εκεί ποτέ. Ανησυχούσα. Και όταν έφυγαν δύο υπηρέτριες που είχαμε στο σπίτι -οι οποίες μετά από δύο χρόνια μας έστειλαν μια φωτογραφία, πάνω σε μια Κάντιλακ, καλό ε;- η ιδέα του να μένω μόνη μου με τρόμαζε πάρα πολύ. Οπότε για να με παίρνουν μαζί τους οι γονείς μου ήμουν πάρα πολύ ήσυχη και έφτιαχνα ιστορίες με το μυαλό μου.

Μου λέτε ότι μικρή δεν θέλατε να σας αφήνουν μόνη στο σπίτι, αλλά σύντομα αναπτύξατε μια έντονη τάση φυγής από την οικογενειακή εστία.
Οπωσδήποτε. Καλέ κάποτε ευχόμουν μέχρι και να σκοτωθούν οι γονείς μου. Όχι γιατί τους μισούσα. Ειδικά τη μητέρα μου την αγαπούσα πολύ. Με τον πατέρα μου είχαμε κάποια προβλήματα. Δεν το ευχόμουν από κακία. Νόμιζα απλώς και αφελώς ότι θα μεγάλωνα τον εαυτό μου. Βέβαια τότε δεν ήξερα ότι θα με παραλάμβαναν και θα με παρέδιδαν σε κάποιον.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι μια άβολη φάση από την οποία περνάει η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών σε σχέση με τους γονείς τους.
Ναι, θες να φύγουν από τη μέση. Αυτό ήθελα για να ασχολούμαι μόνο εγώ με τον εαυτό μου. Γιατί να μου λένε εκείνοι τι να κάνω; Ο πατέρας μου συνέχεια με έκρινε και με νευρίαζε αυτό το πράγμα.

Ήταν δηλαδή αυστηρός ο μπαμπάς και πιο χαλαρή η μαμά;
Περίεργος ήταν, μπορώ να πω λίγο ανισόρροπος. Μπορεί να με μάλωνε για κάτι ασήμαντο και να μην έλεγε τίποτα για κάτι σημαντικό. Δεν τον έπιανες από πουθενά. Τον κατάλαβα όμως μεγαλώνοντας. Έφερνε και μια βαριά σκιά στο σπίτι. Ήταν σίγουρα από τον ετεροθαλή αδερφό μου που είχε σύνδρομο Down.

Μικρή ήσασταν καλή μαθήτρια;
Καθόλου. Δεν μου άρεσε τίποτα που μου επέβαλλαν. Στο πανεπιστήμιο όμως που το επέλεξα εγώ, ήμουν πολύ καλή.

Δεν είναι αντιφατικό ένας άνθρωπος τόσο αντιδραστικός και ανήσυχος, που ασφυκτιά εντός οικογενειακού πλαισίου, να αποφασίζει να αποδεσμευτεί υποκύπτοντας σε μία τόσο μεγάλη σύμβαση, όπως φαντάζομαι ότι βλέπατε τότε τον γάμο, και μάλιστα στην τρυφερή ηλικία των 19;
Μα εγώ παντρεύτηκα στα 19 γιατί ήθελα με την πρώτη ευκαιρία να φύγω μακριά από τον πατέρα μου. Μόνο έτσι θα έφευγα. Και μόλις έγινα 21 χώρισα.

Ήταν προσυμφωνημένο;
Εκείνος μπορεί να με είχε ερωτευτεί κιόλας, δεν ξέρω, αλλά από τη δική μου μεριά ήταν βάσει σχεδίου.

Πολύ καλοδουλεμένο σχέδιο για μια κοπέλα μόλις 19 ετών.
Σατανικό θα έλεγα. Έτσι όμως ησύχασα.

Θυμάμαι κάποτε το είχα σκάσει από το σπίτι μου, 16 χρονών, με δύο φίλες μου και πήγαμε στο σπίτι της μίας στην Πελλοπόνησο. Άφησα το σημείωμα στη σελίδα που είχε το τηλέφωνο των γονιών της. Ήξερα ότι εκεί θα έψαχναν όταν θα αργούσα. Ο πατέρας μου μόλις το διάβασε έγινε θηρίο και είπε στη μητέρα μου: «Πάρε ένα ταξί να κυνηγήσεις το τρένο». Όπως σε κάτι ταινίες. «Σιγά, να πάρεις εσύ ταξί να το κυνηγήσεις», είπε η μητέρα μου. Τελικά ήρθε με το πάσο της και κάθισε μια-δυο μέρες γιατί πέρναγε καλά.

Ένας γάμος και ένα διαζύγιο σε τόσο μικρή ηλικία δεν σας άφησαν καμία «ουλή»;
Τι να μου αφήσουν; Σιγά. Θυμάμαι όμως ότι πήγα με κάτι φοβερά μούτρα στο γάμο, παρόλο που το συμπαθούσα το παιδί -Γάλλος ήταν- γιατί μου φαινόταν πολύ γελοίο όλο αυτό με τους παπάδες, τα μυστήρια κλπ. Τέλος πάντων, το υπέστην. Φόρεσα κάτι που δεν έμοιαζε καθόλου με νυφικό, ένα μεσαιωνικό φουστάνι με μακριά μανίκια και μία εσάρπα στο κεφάλι. Κάποια στιγμή ο Πολ Φρανσουά συμφώνησε με τον πατέρα μου να αλλάξω το επίθετο μου. Εκεί βρήκα την ευκαιρία να χτυπήσω το χέρι μου στο τραπέζι -κάτι που δεν κάνω πολύ συχνά- και να πω: Μου πήρε 21 χρόνια να συνηθίσω αυτό το απαίσιο επίθετο, δεν θα το αλλάξω τώρα. Οπότε λέει ο πατέρας μου, που πιάστηκε στην παγίδα: «Ε, τότε να χωρίσεις». Και του λέω θα χωρίσω. Και χώρισα.

Οι γονείς σας ήταν σύμφωνοι με αυτό το γάμο;
Τη μητέρα μου που ήταν αυτό που λέμε αμοράλ -όλα τα έβρισκε, όπως κι εγώ, σαν παιχνίδι- δεν την απασχόλησε. Ο πατέρας μου στην αρχή δεν ήθελε καθόλου. Όταν τον γνώρισε και του είπε όχι, εκείνος έφυγε λέγοντας: «Έτσι κι αλλιώς η κόρη σας είναι νευρωτική». Μετά όμως ήρθε η μητέρα του, η οποία ήταν μια πάρα πολύ σικ Γαλλίδα, με μπριγιάν από του Καρτιέ, άσπρα μεταξωτά ταγιέρ κλπ, και στο τέλος μπορεί ο πατέρας μου να νόμιζε ότι με πάντρεψε με εκείνη. Έτσι την πάτησε. Ο Πολ Φρανσουά ήταν από τη Νίκαια. Δηλαδή η μητέρα του δεν άντεχε το Παρίσι και έμενε με τα δύο της παιδιά εκεί. Ο πατέρας του είχε μια επιχείρηση στο Παρίσι και κατέβαινε τα Σαββατοκύριακα. Με τον Πολ Φρανσουά έχω μείνει στο Λονδίνο, λίγο στη Νίκαια και τον περισσότερο καιρό εδώ.

Μέχρι τα 21 που…
Φτου ξελευτερία! Μετά άρχισα να μαζεύω λεφτά να φύγω στις Ινδίες και τότε ο πατέρας μου αρρώστησε και μας είπε ότι έχει έξι μήνες ζωής, οπότε έμεινα για να κάνω παρέα στη μητέρα μου. Δηλαδή ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 22 ετών, αλλά ήταν ήδη άρρωστος εννέα μήνες.

Παρά τη συγκρουσιακή σχέση σας, δεν ήταν τραυματικό γεγονός ο χαμός του σε τόσο μικρή ηλικία;
Καθόλου τραυματικό. Με καταπίεζε πάντα πάρα πολύ. Μια φορά πήγα να βγω, δεν του άρεσε το ντύσιμο μου και κλείδωσε μέσα τη φίλη μου, την πήρε όμηρο για να γυρίσω. Ή από πιο μικρή, στην εφηβεία, σατανικά καταλάβαινε ποιος μου αρέσει και μου έλεγε «ξέρω ότι είναι ο γελοίος ο τάδε». Αρρώστησε πριν κλείσω τα 21 και πέθανε πριν κλείσω τα 22. Πέθανε το Φεβρουάριο και τα γενέθλια μου είναι το Μάιο. Στεκόμουν λοιπόν στην άκρη του κρεβατιού του στον Ευαγγελισμό και μου είπε: «Τι δώρο θες να σου κάνω τώρα που θα γίνεις 21;» Αχ, φοβάμαι ότι αυτό θα ακουστεί πολύ άσχημο τώρα, αλλά ας το πω. Κοιτάζοντας τον στα μάτια είπα: Δεν θέλω τίποτα, θέλω μόνο να γίνεις καλά. Κι από μέσα μου έλεγα θέλω να πεθάνεις. Πέντε μέρες μετά μας είπαν ότι ο καρκίνος είχε πάει παντού. Όλο αυτό το πλήρωσα πολύ μετά. Έπαθα διάφορες φοβίες. Μου δημιούργησε πολλές τύψεις. Αυτό ήταν το τραυματικό: ότι το ευχήθηκα πραγματικά, όχι σαν παιχνίδι, όπως έλεγα μικρή ότι θα ήταν ωραία αν μεγάλωνα μόνη μου τον εαυτό μου, κάτι που σκεφτόμουν συνήθως όταν ήμουν ξαπλωμένη κάτω από ένα στολισμένο δέντρο. Ήταν δηλαδή μια ονειροπόληση του πώς θα μπορούσα να ζήσω διαφορετικά. Αλλά αυτή η στιγμή στο νοσοκομείο ήταν πολύ σκληρή και πραγματικά είχα πολλές τύψεις. Κατάλαβα τον πατέρα μου πολύ μετά. Όπως κατάλαβα και ότι μόνο εκείνος πήρε σωστές αποφάσεις για μένα.

Δηλαδή ήταν σωστές οι αποφάσεις του που σας έκαναν να ασφυκτιάτε;
Η μητέρα μου έκανε απλώς όλα τα χατίρια. Δεν είναι ο σωστός τρόπος να μεγαλώσει ένα παιδί. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να μην είναι τόσο επικριτικός, αλλά οι αποφάσεις που πήρε ήταν σωστές.

Πότε συμφιλιωθήκατε με τους γονείς σας;
Ποτέ. Απλώς κατάλαβα τον πατέρα μου μετά από πολλά χρόνια.

Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή μεγαλώνοντας που να νιώσατε ξαφνικά ότι τους μοιάζετε;
Δεν το έχω αισθανθεί ακριβώς έτσι. Θα έλεγα ότι έχει έρθει σιγά σιγά. Άλλωστε ένα συγνώμη θα ήθελα να ανταλλάξω μαζί του όταν τον καλώ στο πίσω κηπάκι. Τώρα πια ναι, θα το ήθελα. Γιατί καταλαβαίνω ότι είχε να κάνει με ένα τέρας. Ήταν κι αυτός έτσι όπως ήταν, αλλά αντιμετώπισε κάτι πολύ δύσκολο. Νομίζω ότι ήμουν πολύ δύσκολη. Θυμάμαι κάποτε το είχα σκάσει από το σπίτι μου, 16 χρονών, με δύο φίλες μου και πήγαμε στο σπίτι της μίας στην Πελλοπόνησο. Άφησα το σημείωμα στη σελίδα που είχε το τηλέφωνο των γονιών της. Ήξερα ότι εκεί θα έψαχναν όταν θα αργούσα. Ο πατέρας μου μόλις το διάβασε έγινε θηρίο και είπε στη μητέρα μου: «Πάρε ένα ταξί να κυνηγήσεις το τρένο». Όπως σε κάτι ταινίες. «Σιγά, να πάρεις εσύ ταξί να το κυνηγήσεις», είπε η μητέρα μου. Τελικά ήρθε με το πάσο της και κάθισε μια-δυο μέρες γιατί πέρναγε καλά. Το μόνο που κέρδισα από τον πατέρα μου είναι τα ποιήματα που μου έδινε να διαβάσω, η σχέση με τη λογοτεχνία κλπ. Η μητέρα μου άνοιγε τα δικά μου βιβλία και ξέρεις τι μου έλεγε; «Βρε Μαρία, να σου πω κάτι; Δεν τα καταλαβαίνω».

"Πάω μετά στον πατέρα μου και του λέω: Τι είναι χασικλής; Είχε τη φαεινή ιδέα να μου πει: «Όταν μεγαλώσεις θα διαβάσεις τον θαυμάσιο Γάλλο ποιητή (σ.σ. Σαρλ Μποντλέρ) που περιέγραφε τους τεχνητούς παραδείσους». Τι ήταν να πει αυτή τη φράση; Είναι φοβερό να πεις σε ένα παιδί πέντε χρονών ότι υπάρχουν τεχνητοί παράδεισοι, έτσι δεν είναι; Και όχι ότι πρέπει να βασανιστείς σε όλη σου τη ζωή με νηστείες, προσευχές και κομποσκοίνια για να πας εκεί." Ανδρέας Σιμόπουλος

Διαβάζατε από πολύ μικρή;
Ναι και κάποτε ήξερα όλο τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη απ’ έξω.

Ο Γκυ Ντεμπόρ έλεγε ότι για να ξέρεις να γράφεις, πρέπει να έχεις διαβάσει και για να ξέρεις να διαβάζεις πρέπει να έχεις ζήσει.
Εντάξει, ωραία είναι να έχεις ζήσει επαναστάσεις, καταδιώξεις, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, αλλά μπορείς να ζήσεις με πολλούς τρόπους. Ακόμη και με το μυαλό σου. Δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα γιατί νομίζω ότι γράφω λίγο σαν αυτή, αλλά η Βιρτζίνια Γουλφ δεν ξέρω τι έζησε. Μπορεί απλά να ζεις πολύ έντονα μέσα σου κάποια πράγματα. Αυτή είναι η ένσταση μου ως προς τον Ντεμπόρ.

Εσείς όμως έχετε ζήσει, και μάλιστα έντονα, τόσο στο μυαλό όσο και στο σώμα.
Ναι, εγώ έτσι έχω ζήσει. Τότε που διάβαζα όμως, δεν είχα ζήσει και τίποτα σπουδαίο ακόμη, ήμουν πολύ μικρή.

Η στιγμή της ουσιαστικής ενηλικίωσης για εσάς πότε ήρθε;
Στα 19. Τότε που έφυγα από το σπίτι. Τότε που κατηφόριζα ένα δρόμο στο Λονδίνο, στο Notting Hill Gate, και ξαφνικά μου ήρθε κατακούτελα τι θέλω να γίνω στη ζωή μου, αλλά αυτό θα σου το πω μόλις κλείσεις το μαγνητόφωνο. Μικρή έμενα στη Νέα Σμύρνη και η γιαγιά και ο παππούς στην Καλλιθέα. Είχα δει στην πλατεία ένα τύπο που τότε φαινόταν πολύ παράξενος, με μακριά μαλλιά, πράσινο φωσφορικό πουκάμισο και μούσι. Λέω στον παππού μου: Τι ειν’ αυτός; Με τα πολλά μου είπε: «Χασικλής». Πάω μετά στον πατέρα μου και του λέω: Τι είναι χασικλής; Είχε τη φαεινή ιδέα να μου πει: «Όταν μεγαλώσεις θα διαβάσεις τον θαυμάσιο Γάλλο ποιητή (σ.σ. Σαρλ Μποντλέρ) που περιέγραφε τους τεχνητούς παραδείσους». Τι ήταν να πει αυτή τη φράση; Είναι φοβερό να πεις σε ένα παιδί πέντε χρονών ότι υπάρχουν τεχνητοί παράδεισοι, έτσι δεν είναι; Και όχι ότι πρέπει να βασανιστείς σε όλη σου τη ζωή με νηστείες, προσευχές και κομποσκοίνια για να πας εκεί.

Τις περιπέτειες σας στους διάφορους τεχνητούς παραδείσους τις έχετε αποκηρύξει εντελώς;
Είναι ένας κύκλος που έκλεισε. Η αποκήρυξη είναι βαριά λέξη. Με κατανόηση τα βλέπω όλα αυτά. Αλλά όχι για μένα πια.

Αν μπορούσατε, θα θέλατε να τις είχατε αποφύγει;
Κοίταξε, όπως όλοι, πολλά θα άλλαζα. Ένα από αυτά είναι και η σχέση μου με τη σκόνη. Δηλαδή δε θα το απαρνιόμουν αλλά θα προτιμούσα να είχε κρατήσει πολύ πολύ λιγότερο. Οπωσδήποτε σου μαθαίνει πολλά πράγματα, όπως όλα, αν είσαι δεκτικός. Βέβαια μου έμαθε και κάτι που δεν είναι πολύ καλό να το μαθαίνει κανείς. Μου έδωσε μια απέραντη κατανόηση, δηλαδή μπορεί κάποιος να με κλέψει και να πω έλα μωρέ, δεν πειράζει, αφού τον βλέπεις, χάλια είναι. Ίσως είναι υπερβολική κατανόηση στην αδυναμία του άλλου. Από την άλλη αναμετρήθηκα με αυτή και για πρώτη φορά στη ζωή μου κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι πιο δυνατό από μένα, κάτι που μπορεί να με ρίξει στα γόνατα. Ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Και πάρα πολύ δύσκολο.
Στην αρχή δεν το καταλαβαίνεις. Όταν είναι αργά καταλαβαίνεις ότι είναι δύσκολο. Κατάλαβες;

Και πώς σηκώνεσαι αφού, όπως λέτε, σε έχει ρίξει στα γόνατα;
Μετά είναι ένα μαρτύριο. Αυτό.

Ποιο είναι το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα του να μεγαλώνει κανείς;
Το να μεγαλώνει κανείς βρίσκω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο. Το χειρότερο είναι η φθορά του σώματος, κουράζεσαι όλο και πιο εύκολα, βλέπεις μια απότομη ανηφόρα και τρομάζεις ενώ άλλοτε σε προκαλούσε να κάνεις γυμναστική, είσαι πολύ προσεκτική για να μην πιαστείς κτλ. Θυμάμαι ότι όταν έκλεισα τα 25, γονάτισα, μου φαινόταν πολύ το 1/4 του αιώνα. Στα 50 ξαναγονάτισα – μισός αιώνας. Τώρα έχω την απορία πώς είμαι ακόμα ζωντανή, πώς δεν έχω περάσει σε καμιά παράλληλη διάσταση, πώς δεν έχω γίνει κι εγώ σκόνη, με την έννοια της πραγματικής σκόνης. Της σκόνης των προγόνων μας, που κάθεται στα έπιπλα.

«Τα γηρατειά είναι μακελειό», δηλαδή, που λέει και ο Φίλιπ Ροθ.
Μπράβο, αυτό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, στο λέω.

Δεν υπάρχει τίποτα καλό;
Τι να σου πω. Δεν νομίζω πως έγινα πιο σοφή. Πιο αδιάφορη έγινα, πιο απαθής, νομίζω για να δεχτώ τα σημάδια πάνω μου ότι γερνάω. Αρχίζεις να λες δε βαριέσαι για το ένα και για το άλλο και στο τέλος το λες για πάρα πολλά πράγματα.

Ώσπου τελικά;
Ε, όταν έρθει το τέλος ή θα βαριέσαι ή δεν θα βαριέσαι.

Νιώθετε κάποιου είδους συγκατάβαση απέναντι στο πώς ήσασταν ως νέα;
Όχι, όχι… Τη διασκέδασα πολύ εκείνη την εποχή. Πώς να σου πω, για πολλά χρόνια διασκέδαζα με το ότι περνούσα από κάπου και άκουγα συνέχεια ένα ψίθυρο: «Κοίτα τι ωραία που είναι αυτή». Μου άρεσε. Ήμουν νάρκισσος. Έπαιζαν βέβαια μεγάλο ρόλο τα ρούχα, δηλαδή ήξερα και να πλασάρω την εμφάνιση μου. Μου άρεσε η ζωντάνια…

Και η πρόκληση;
Οπωσδήποτε!

"Πώς να σου πω, για πολλά χρόνια διασκέδαζα με το ότι περνούσα από κάπου και άκουγα συνέχεια ένα ψίθυρο: «Κοίτα τι ωραία που είναι αυτή». Μου άρεσε. Ήμουν νάρκισσος. Έπαιζαν βέβαια μεγάλο ρόλο τα ρούχα, δηλαδή ήξερα και να πλασάρω την εμφάνιση μου. " Ανδρέας Σιμόπουλος

Όλα αυτά κάποτε. Σήμερα που κάθεστε περισσότερο στο σπίτι, πόσες ώρες τη μέρα διαβάζετε;
Να σου πω το κακό που έπαθα; Δεν έβλεπα ποτέ τηλεόραση. Στην αρχή του lockdown είχα μια μικρή που την άνοιγα μόνο όταν γίνονταν λοιμοί, καταποντισμοί, στυγερά εγκλήματα, όλα αυτά. Αγόρασα όμως μια καινούρια και από τότε βλέπω με τις ώρες. Πριν μπορούσα να διαβάσω 300 σελίδες τη μέρα. Τελείωνα πολύ γρήγορα τα ελληνικά βιβλία, γι’ αυτό διάβαζα στα αγγλικά. Άσε που έτσι κι αλλιώς οι γλώσσες με γοητεύουν.

Μιας και αναφέρατε λοιμούς και καταποντισμούς, θυμάμαι να λέτε για το «Καλός καιρός/μετακίνηση» ότι γράφτηκε στη σκιά των απειλών για πολέμους και συμφορές ανά τον πλανήτη, οπότε χρησιμοποιήσατε τον έρωτα ως λογοτεχνικό εύρημα για να πείτε μια αισιόδοξη ιστορία. Το νέο σας βιβλίο είναι αισιόδοξο ή απαισιόδοξο;
Εγώ είμαι γενικά απαισιόδοξη γιατί έχω μια αίσθηση -από παιδί την είχα- ότι όλα έχουν ήδη γίνει. Είναι κάτι που πάντα με έκανε να βλέπω το τέλος συγχρόνως με την αρχή. Οπότε λίγο πολύ όλα τα βιβλία μου έχουν κάτι απαισιόδοξο. Από την άλλη, σε αντίθεση με το «Καλός καιρός/μετακίνηση» που είχα όντως προσπαθήσει να γράψω ένα αισιόδοξο βιβλίο, το καινούριο δεν είναι, αλλά νομίζω ότι σε αρκετά σημεία έχει πλάκα. Δηλαδή κάτι διάλογοι με την κυρία Τασία, κάτι καταστάσεις με τον Γουλιέλμο Καταβάθος, αυτή η περιπέτεια της ψυχής κατά τη μετακόμιση που εξελίσσεται ώστε να μου φαίνεται η γειτονιά περίεργη, να φαντάζομαι ότι περνάει κάποιος το απόβραδο φωνάζοντας «Βοήθεια! Νυχτώνει!» και διάφορα άλλα, νομίζω ότι είναι αστεία στοιχεία.

Γράφετε: «Υπάρχει μια ερώτηση, καλή ερώτηση, που δεν βγαίνει από το στόμα αγαθής γριούλας, ούτε από τα χείλη μικρού παιδιού σγουρομαλλινού και λουλουδοπρόσωπου. Είναι τρεις λέξεις που τις φέρνει και τις παίρνει ο αέρας: “Πώς έφτασες εδώ;” – κάτι με ρωτάει από μέσα μου κι απ’ έξω». Κάθε βιβλίο σας αποτελεί μια προσπάθεια να απαντήσετε σε αυτή την ερώτηση;
Ναι, φυσικά. Διαρκώς αναρωτιέμαι πώς έφτασα εδώ διότι πάντοτε υπήρχαν άπειρες επιλογές. Με απασχολεί πολύ το τυχαίο και το προδιαγεγραμμένο. Κάτι άλλο που με απασχολεί είναι αν υπάρχει η έννοια της ελεύθερης επιλογής. Δεν νομίζω ότι υπάρχει απάντηση. Αν και τώρα τελευταία έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι μάλλον η μόνη ελεύθερη επιλογή είναι να διαλέξει κανείς τη στιγμή του θανάτου του, μπορεί να μην υπάρχει άλλη.

Εννοείτε την αυτοχειρία;
Ναι, κάποια ανώδυνη.

Λίγες σελίδες μετά γράφετε το εξής: «Αυτό το “εδώ” αναφέρεται σε κάτι ψυχικό κι αόριστο, και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί βλέπω κάθε τόσο, με την άκρη του ματιού, να σωριάζεται φαρδύς πλατύς ο κόσμος». Είναι αυτή η θεώρηση που δεν σας επιτρέπει, αν και θα μπορούσατε, όπως έχετε τονίσει στο παρελθόν, να γράψετε κάτι λίγο πιο ελαφρύ;
Οπωσδήποτε!

Επιστρέφετε στα παλιά βιβλία σας;
Κοίταξε να δεις, το «Άννα να ένα άλλο», παρόλο που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στην εποχή του, βρίσκω ότι έχει πολλά ελαττώματα. Θα διόρθωνα πολλά τώρα. Παρασυρόμουν στο παιχνίδι της φαντασίας με ένα τρόπο που με έκανε να φεύγω από την κυρίως διήγηση και να λέω κάτι από ‘δω και κάτι από ‘κει. Τα άλλα βιβλία μου ναι, θα μπορούσα να τα διαβάσω. Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν έχω γράψει τόσο καλά βιβλία, όμως έχω γράψει εξαιρετικές παραγράφους στην ελληνική γλώσσα. Έτσι νομίζω. Για παράδειγμα στο «Άννα να ένα άλλο» δύο σημεία μου άρεσαν πολύ. Το ένα είναι ο μαγευτικός φακός με τα τρία κοριτσάκια που τα δύο είναι φανταστικά, και το άλλο είναι το Ξενοδοχείο των Δυτών που γράφω για τον αδελφό μου. Εκεί ειδικά υπάρχουν τρεις σελίδες κάπου και άλλες δύο στο τέλος που με συγκινούν πάρα πολύ.

Κάποιος που δεν έχει διαβάσει τίποτα δικό σας, από που θα έπρεπε να ξεκινήσει;
Η «Σκόρπια δύναμη» θα ήταν μια καλή αρχή. Η μυθιστορηματική βιογραφία μου θα ήταν καλή, το «Με λένε λέξη». Το «Από τη μέση και κάτω» γιατί νομίζω ότι μου πάει το διήγημα και το τελευταίο που είναι πάλι μικρή φόρμα. Το «Ο ήλιος δύω» είναι υπερβολικά σκοτεινό. Το ξαναδιάβασα μετά από χρόνια και έγινα λίγο κουρέλι.

Θυμηθήκατε πώς ήσασταν όταν το γράφατε;
Ναι, δεν ήταν εύκολη περίοδος.

Πήγα να αλλάξω ταυτότητα στην Υψηλάντου και μου λέει ο αξιωματικός υπηρεσίας: «Μπορώ να σας τη φέρω σπίτι». Όχι δε χρειάζεται, λέω, θα περάσω να την πάρω. Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες χτύπησε το κουδούνι στις 8 το πρωί. Θυμάμαι ότι φορούσα ένα μίνι φουστάνι με κάτι ρίγες οριζόντιες φαρδιές κίτρινες και μαύρες. Του ανοίγω την πόρτα, μπαίνει, στρογγυλοκάθεται κι αρχίζει να μου λέει ότι είναι μεν παντρεμένος -«έντιμος» άνθρωπος- αλλά με τη γυναίκα του έχουν μία πολύ ελεύθερη σχέση κλπ. Το πήγαινε δηλαδή προς κάτι ερωτικό.

Κάποτε είπατε ότι μέχρι τα 17 κλίνατε προς το να γίνετε παραδοσιακά αριστερή, αλλά τελικά δεν γίνατε γιατί φοβόσασταν μην τυχόν ο Στάλιν σας στείλει για λοβοτομή.
Σκέφτηκα και κάτι άλλο και δεν έγινα παραδοσιακά αριστερή. Ότι η Σοβιετική Ένωση τότε ήταν μια χώρα από την οποία δεν μπορούσες να βγεις, ενώ στην Αμερική ήταν πιο δύσκολο να μπεις. Οπότε γιατί να τείνω προς κάπου που είναι πιο δύσκολο να βγεις; Εδώ παρκάρει κάποιος το αυτοκίνητο μπροστά μου κι εγώ κοιτάζω αμέσως πώς θα μπορέσω να φύγω. Μετά από πολλά χρόνια το είχα πει όλο αυτό σε μια φίλη μου και έβαλε τα γέλια. «Εσύ», μου λέει, «παραδοσιακή αριστερή»; Κι όμως τότε αγόραζα την Αυγή και την έκρυβα. Τότε που για να αγοράσεις τέτοιες εφημερίδες πήγαινες σε μακρινό περίπτερο για να μη σε δει ο χαφιές της γειτονιάς σου. Σε εκείνη τη φάση είχα γνωρίσει και τον Ρίτσο, νομίζοντας ότι θα μπορούσε να με γοητεύσει προς μια τέτοια κατεύθυνση. Αλλά θυμάμαι ότι άρχισε αμέσως να μου μιλάει γαλλικά και εκνευρίστηκα, δεν του ζήτησα καν αφιέρωση. Μπορεί τελικά να είναι καλύτερα να μην γνωρίζεις αυτούς που θαυμάζεις. Ηταν βέβαια υπερβολικός ο Ρίτσος, ήθελε μοντάζ για να είναι καλός. Ήταν ένας μεγάλος ποταμός που παρέσυρε πολλά πράγματα.

Τότε δεν ήταν που σας «έσωσε τη ζωή» το rock ’n’ roll;
Τότε που άρχισαν οι κακές παρέες, που λένε. Δηλαδή οι καλύτερες. Με τα χριστά ήθη θα ασχολούμαστε; Τι είναι δηλαδή αυτά; Πάντως διασκεδαστικά δεν είναι.

Νιώθατε δακτυλοδεικτούμενη ως νεαρή -να το πω απλά- ρόκερ στην Ελλάδα των 60s και 70s;
Για πάρα πολλά χρόνια ήμουν δακτυλοδεικτούμενη. Στην αρχή ήταν για τη μίνι φούστα, που ανάλογα με τους πόντους που ήταν πάνω από το γόνατο, ούρλιαζαν οι γύρω και οι απέναντι. Και για πάρα πολλά άλλα.

Ο Πουλικάκος, με τον οποίο έχουμε μιλήσει επανειλημμένα, μου έχει πει ότι τότε, εννοώντας λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της Χούντας, «σου κόβανε τα μαλλιά ή την καμπάνα από το μπλουτζίν, πράγματα λίγο ωμά αλλά και ταυτόχρονα λίγο αγαθά. Δεν υπήρχε η σημερινή πονηράδα. Όχι πως δεν ήταν και τότε ορισμένοι, αλλά η γενικότερη ατμόσφαιρα ήταν εν τέλει κάπως πιο “αθώα”».
Με τον Πουλικάκο ήμασταν κολλητοί τότε. Είναι ο άνθρωπος με τον οποίο έχω μείνει μαζί στα περισσότερα σπίτια. Δεν έχει άδικο. Έτσι ήταν, εκτός κι αν έπεφτες σε κάποιον πολύ βιτσιόζο. Τώρα δεν υπάρχει ίχνος αθωότητας. Τουλάχιστον τα χειρότερα που θα έρθουν δεν θα τα ζήσω και αυτό είναι παρήγορο σε σχέση με αυτό που λέγαμε πριν για το να μεγαλώνεις. Ή τουλάχιστον δεν θα τα ζήσω σε όλη τους την ακμή. Αχ, τώρα που λέμε για τους μπάτσους, μου είχε συμβεί κάποια στιγμή το εξής ανήκουστο. Πήγα να αλλάξω ταυτότητα στην Υψηλάντου και μου λέει ο αξιωματικός υπηρεσίας: «Μπορώ να σας τη φέρω σπίτι». Όχι δε χρειάζεται, λέω, θα περάσω να την πάρω. Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες χτύπησε το κουδούνι στις 8 το πρωί. Θυμάμαι ότι φορούσα ένα μίνι φουστάνι με κάτι ρίγες οριζόντιες φαρδιές κίτρινες και μαύρες. Του ανοίγω την πόρτα, μπαίνει, στρογγυλοκάθεται κι αρχίζει να μου λέει ότι είναι μεν παντρεμένος -«έντιμος» άνθρωπος- αλλά με τη γυναίκα του έχουν μία πολύ ελεύθερη σχέση κλπ. Το πήγαινε δηλαδή προς κάτι ερωτικό. Ξέρεις τι έκανα για να γλιτώσω; Άρχισα να του λέω κάτι περίεργα: Αυτά που μου λέτε δεν με απασχολούν καθόλου, με απασχολεί μόνο η καινούρια ιδέα ότι όταν πεθαίνεις σε βάζουν σε μια κατάψυξη και σε ξυπνάνε μετά από χίλια χρόνια. Έφυγε τρέχοντας το όργανο.

Τότε, με εκείνες τις «κακές παρέες» είχατε στα σοβαρά την αίσθηση ότι αλλάζετε τον κόσμο ή είναι απλά ένα αφήγημα που έχει υιοθετήσει η γενιά σας εκ των υστέρων;
Δεν ξέρω αν ήταν για όλους, φυσικά όμως υπήρχε η αίσθηση και η αισιοδοξία ότι θα τα καταφέρουμε και θα είναι για καλό. Ότι θα είναι ένας κόσμος χωρίς σύνορα κλπ. Χωρίς να εννοούμε ότι θέλουμε να γίνουν όλα ίδια, όπως είναι τώρα. Εκ των υστέρων νομίζω ότι δουλεύαμε σαν πράκτορες της παγκοσμιοποίησης. Όμως ναι, σαφέστατα είχα αυτή την αίσθηση. Γι’ αυτό και ανεχόμουν να με ενοχλούν τόσο πολύ στο δρόμο. Νόμιζα ότι έκανα μια επανάσταση που θα άλλαζε τον κόσμο. Οπότε κάτι έπρεπε να υποφέρω.

"Αν πίστευα στα ζώδια θα έλεγα ότι μπορεί και να με έχει σώσει μια Σελήνη που είναι στην Παρθένο, που υποτίθεται είναι της λεπτομέρειας." Ανδρέας Σιμόπουλος

Πότε αποφασίσατε να ζήσετε εκτός Ελλάδας;
Πηγαινοερχόμουν ήδη αρκετούς μήνες από τα 21. Για σπουδές Κοινωνιολογίας στο Παρίσι πήγα στα 25. Τότε το αποφάσισα για τα καλά. Τότε συνήλθα από την καταπίεση του πατέρα μου που ήθελε να σπουδάσω μόνο και μόνο γιατί με φανταζόταν ιδιαιτέρα κάποιου μεγάλου διευθυντή, να είμαι στο πίσω κάθισμα μιας Bentley και να γράφω σε στενογραφία κλπ. Τέλος πάντων, στα 25 αποφάσισα να σπουδάσω και άρχισα να οργανώνω τον εαυτό μου από αυτή την άποψη. Μέχρι τότε ήταν όλα ένα γλέντι. Και παρά το ότι μέχρι τα 20 είχα διαβάσει πολύ, μέχρι τα 25 το να διαβάσω λογοτεχνία μου φαινόταν εγκληματικό. Πίστευα ότι έπρεπε να διαβάσω μόνο επιστημονικά και θεωρητικά βιβλία.

Για ποιο λόγο;
Πίστευα ότι έπρεπε να μορφωθώ, να υπάρχει και η άλλη πλευρά από το γλέντι και τη λογοτεχνία.

Στο εξωτερικό φύγατε και ως φέρελπις συγγραφέας;
Μα δεν ήμουν ακόμη συγγραφέας. Στα 30 άρχισα να γράφω σοβαρά. Πήγα απλά να σπουδάσω, να βάλω το μυαλό μου σε μία τάξη.

Τα καταφέρατε;
Αρκετά. Με βοήθησε το πανεπιστήμιο.

Ήσασταν καλή φοιτήτρια;
Βέβαια. Με άριστα τελείωσα. Γιατί το είχα διαλέξει εγώ. Όχι όπως στο σχολείο. Κέρδισα μια ικανότητα οργάνωσης του μυαλού μου. Πριν ήμουν πάρα πολύ χύμα. Είναι και η πολλή φαντασία που σου λέω… Αλλά μετά δεν έκανα το διδακτορικό που ήθελα πάνω στη θανατολογία, στο πώς αντιμετωπίζουν οι διάφορες κοινωνίες το θάνατο και την ταφή. Μου αρέσει αυτό που κάνουν οι ζωροάστρες, που φτιάχνουν ξύλινους πύργους της σιωπής και τους αφήνουν να ξεραίνονται στη φύση, να τους τρώνε τα πουλιά κλπ.

Πώς ήταν το Παρίσι τότε;
Πάρα πολύ ωραίο. Πήγα μόνιμα το ’70 αν δεν κάνω λάθος. Είχα όμως περάσει και τον Μάη του ’68 εκεί, απλά δεν σπούδαζα. Δηλαδή τότε βρισκόμουν στο Λονδίνο και έφυγα επί τούτου, τρόμαξα να φτάσω στο Παρίσι με οτοστόπ. Κάπως είχα καταφέρει να γραφτώ σε μια σχολή για να μπορώ να μένω στη Ναντέρ και ευτυχώς γιατί μία νύχτα ήρθαν αστυνομικοί και τσέκαραν ποιοι είναι γραμμένοι και ποιοι όχι. Είδες; Μέσα στο χάσιμο ήμουν και λίγο σχολαστική. Αν πίστευα στα ζώδια θα έλεγα ότι μπορεί και να με έχει σώσει μια Σελήνη που είναι στην Παρθένο, που υποτίθεται είναι της λεπτομέρειας. Μου τα έχουν πει πολλές φορές όλα αυτά αλλά τα ξεχνάω, δεν δίνω σημασία. Θυμάμαι όμως ότι έχω την Αφροδίτη στους Δίδυμους. Αυτό σημαίνει ότι ήμουν πάντα πολύ άπιστη. Είχα όμως την τιμιότητα να το λέω από πριν. Το εξηγούσα.

Το δέχονταν;
Άλλοι το δέχονταν, άλλοι δεν το έπαιρναν στα σοβαρά και όταν έλεγα όλο χαρά ότι δεν ήρθα χθες το βράδυ γιατί συνάντησα ένα παλιό φίλο, γίνονταν θηρία. Τους έλεγα όμως: Το είχα ήδη πει!

Όπως και να ‘χει, είναι σκληρό να το λέτε τόσο χύμα σε κάποιον.
Μα γιατί το λες αυτό;

Νομίζω ότι σε κανέναν δεν αρέσει να το μαθαίνει.
Μα αν το έχεις πει εξαρχής;

Στοιχηματίζω ότι στην πλειοψηφία τέτοιων συμφωνιών υπάρχει πάντα η ανομολόγητη άρνηση τουλάχιστον από τη μία πλευρά – αν όχι και από τις δύο.
Αυτό ακριβώς ανακάλυψα. Τι να πω. Πάντως ο Γάλλος που παντρεύτηκα ήταν όπως φανταζόμαστε τους Γάλλους: ο πιο ελεύθερος σε αυτά τα θέματα άνθρωπος που θα μπορούσε να υπάρξει.

Μια φορά έκοψα την ταυτότητα μου με ψαλίδι, πέρασα με ταξί από την πλατεία Κολωνακίου και την πέταξα σε κάποιον, σε στιλ ότι τώρα μπορεί να γίνει οτιδήποτε, ακόμη και μολότοφ από το παράθυρο.

Εσείς δεν έχετε ζηλέψει ποτέ;
Εγώ; Μου έχει τύχει να ζηλέψω, αλλά σε κάτι πολύ μπερδεμένες ιστορίες. Αν μου το έλεγε ο άλλος από πριν, δεν θα ζήλευα ποτέ.

Δεν θα ζηλεύατε ή δεν θα το λέγατε ότι ζηλεύετε;
Όχι, δεν θα ζήλευα. Με κάτι «σουρπουίτσες» που φαίνονταν πολύ αφοσιωμένοι και ξαφνικά έκαναν κάτι μυστηριώδεις κινήσεις, μπορεί να νευρίαζα. Αν το ξεκαθάριζε ο άλλος από την αρχή, κανένα πρόβλημα.

Εκδηλώνατε αυτή τη ζήλια ή δεν δίνατε στον άλλο τη χαρά να σας δει στα πατώματα;
Καλέ πώς δεν την εκδήλωνα; Μια φορά έκοψα την ταυτότητα μου με ψαλίδι, πέρασα με ταξί από την πλατεία Κολωνακίου και την πέταξα σε κάποιον, σε στιλ ότι τώρα μπορεί να γίνει οτιδήποτε, ακόμη και μολότοφ από το παράθυρο. Κατάλαβες; Βλέπω έχεις τατουάζ. Ωραία είναι. Εγώ το είχα κάνει αυτό (σ.σ. ένα μικρό αστέρι στην παλάμη της) όταν ακόμη δεν έκανε κανείς τατουάζ. Θα ήταν γύρω στο ΄80 -θα γυρίσουμε σε αυτό που λέγαμε, αν θυμηθούμε ποιο ήταν- στην πλατεία της Βαστίλης.

Ένα και μοναδικό;
Ναι, ένα, γιατί άρχισα να σκέφτομαι ότι μεγαλώνοντας μπορεί να κρεμάσει λίγο το μπράτσο και να αλλάξουν τα σχέδια.

Εγώ δεν έχω τέτοιο άγχος.
Νομίζεις ότι θα πεθάνεις νέος, ε; Όλοι αυτό νομίζουμε αλλά καμιά φορά, όπως στην περίπτωση μου, έρχεται μία μεγάλη απογοήτευση. Έχω περάσει δυο φορές καρκίνο -μία φορά στο στήθος και μία στο έντερο, από τέτοιο καρκίνο πέθανε ο πατέρας μου- και τις πρόλαβα εγκαίρως. Η αλήθεια είναι ότι και τις δύο φορές ήμουν αποστασιοποιημένη από το γεγονός. Δεν είναι γενναιότητα. Είναι μία ιδιότητα να αποστασιοποιείσαι από πράγματα που μπορεί να είναι δυσάρεστα. Μπορεί αυτό να έπαιξε ρόλο στο ότι δεν ήταν σοβαρά εν τέλει. Ποιος ξέρει;

Δεν είχατε ποτέ μέσα σας τον φόβο του θανάτου;
Είναι άλλο ο φόβος του θανάτου και άλλο ο φόβος των εγχειρήσεων. Στην εγχείρηση έχεις και την ελπίδα ότι μπορεί να μείνεις πάνω στη νάρκωση, που είναι σαν ευθανασία. Το φόβο του θανάτου τον είχα πολύ μικρή. Τον ξεπέρασα όταν σκέφτηκα την αιωνιότητα. Εκτός κι αν ήταν μια αιώνια νεότητα. Μπορεί να υπάρχουν δύο ειδών αιωνιότητες. Η μία είναι να τα ζήσεις όλα, τα χειρότερα και τα καλύτερα. Η άλλη είναι να είσαι εσύ ο ίδιος αιώνιος. Μέχρι όμως να ξεπεράσω το φόβο του θανάτου, μπορεί να νόμιζα ότι δηλητηριάζομαι με το παραμικρό. Ή επειδή μπορεί να τραβούσα ένα σύρτη και να μάτωνε το δάχτυλο μου, ξυπνούσα μέσα στη νύχτα νομίζοντας ότι είχα πάθει τέτανο. Τώρα πια φοβάμαι μόνο αυτό που φοβούνται όλοι: μήπως ο θάνατος είναι κάτι βασανιστικό. Το γεγονός καθαυτό το φαντάζομαι λυτρωτικό. Εκτός κι αν μας περιμένει καμία περίεργη έκπληξη.

Σαν τι;
Δεν ξέρω, πού μπορεί να βρεθούμε…

"Σε ένα τοίχο στα Εξάρχεια είχα διαβάσει ότι και το σφύριγμα στο δρόμο είναι προσβλητικό και καταπιεστικό. Δεν νομίζω όμως ότι είναι τόσο άσχημο να περνάς από κάπου και να σφυρίξει κάποιος. Μην τρελαθούμε κιόλας. Μπορεί και μια γυναίκα να κάνει κοπλιμέντο σε έναν άντρα. Όταν μπήκες σου είπα αμέσως «είσαι πολύ νόστιμος». Ήταν προσβλητικό; " Ανδρέας Σιμόπουλος

Πιστεύετε στον παράδεισο και στην κόλαση;
Όχι βέβαια, αλλά ποιος ξέρει, μπορεί να βρεθούμε σε καμιά περίεργη παράλληλη διάσταση με άλλους που δεν μας αρέσουν. Το ξέρει κανείς; Το είδε κανείς;

Κι αν το είδε, δεν ήρθε να μας το πει.
Ακριβώς. Γι’ αυτό και ως προς την αυτοκτονία έχω μία πολύ μικρή ανησυχία, επειδή όλες οι θρησκείες τη θεωρούν κάτι φοβερό. Λες να βασανίζεσαι μετά, να μην ησυχάζεις για χιλιετίες; Δεν ξέρω. Τίποτα δεν ξέρουμε από αυτά.

Η πίστη έπαιξε ποτέ κάποιο ρόλο στη ζωή σας;
Αν εννοείς πίστη με την έννοια της ορθοδοξίας, όχι, ποτέ. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι πια, χωρίς να είναι σίγουροι, πιστεύουν με ένα πολύ αόριστο τρόπο ότι ενδεχομένως να υπάρχει και κάτι άλλο.

Από τα ταξίδια σας σε χώρες κοντινές και μακρινές, από τη Γαλλία ως τη Νικαράγουα, έχετε καταλήξει αν τελικά υπάρχουν εγγενή χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τους λαούς;
Οπωσδήποτε. Για παράδειγμα οι Γάλλοι είναι διαφορετικοί από τους Άγγλους, πολύ πιο ανοιχτοί και ερωτόληπτοι – ή τουλάχιστον ήταν, δεν ξέρω πώς είναι τώρα. Έχει τύχει να βρεθώ σε τόπους με πολύ μικρό μέσο όρο ηλικίας. Αυτό κάνει μια κοινωνία πολύ διαφορετική από τις γερασμένες της Ευρώπης.

Ποιο είναι το εγγενές χαρακτηριστικό των Ελλήνων;
Μου αρέσει το χιούμορ. Πιστεύω ότι έχουμε. Όχι όλοι φυσικά.

Το χειρότερο μας χαρακτηριστικό;
Αυτό το «όσα κλείνει η πόρτα μας». Υπάρχει μια αγένεια, μια ωμότητα. Με κουράζει πολύ το political correctness, αλλά καμιά φορά εδώ είμαστε υπερβολικά politically incorrect.

Γιατί σας κουράζει η πολιτική ορθότητα;
Με κουράζει όταν είναι υπερβολική. Οτιδήποτε γίνεται σε υπερβολικό βαθμό, καταλήγει κουραστικό. Μου έλεγε ένας φίλος που μένει στη Σουηδία ότι δεν μπορείς να πεις σε μια γυναίκα «είσαι στις ομορφιές σου», γίνονται όλοι έξαλλοι, ξέρεις, ποιος είσαι εσύ που θα το κρίνεις κλπ. Σε ένα τοίχο στα Εξάρχεια είχα διαβάσει ότι και το σφύριγμα στο δρόμο είναι προσβλητικό και καταπιεστικό. Δεν νομίζω όμως ότι είναι τόσο άσχημο να περνάς από κάπου και να σφυρίξει κάποιος. Μην τρελαθούμε κιόλας. Μπορεί και μια γυναίκα να κάνει κοπλιμέντο σε έναν άντρα. Όταν μπήκες σου είπα αμέσως «είσαι πολύ νόστιμος». Ήταν προσβλητικό; Δεν ήταν. Αυτό εννοώ.

Κάποτε -θα ήμουν 31-32, είχα δηλαδή γράψει το πρώτο βιβλίο- που άρχισε να ακούγεται για μένα η λέξη περιθώριο, με πήρε τηλέφωνο αυτός ο ξάδερφος της Μιμής, ο Λιάνης, που τότε ήταν απλός δημοσιογράφος. Και μου λέει: Μπορείτε να μου δώσετε μια συνέντευξη για το περιθώριο; Του λέω ναι, βεβαίως, αλλά πού γράφετε; Δεν θυμάμαι αν μου είπε για το Βήμα ή τα Νέα, αλλά του είπα ότι πρέπει να πάρω πρώτα την εφημερίδα, να δω πώς είναι. Φυσικά την ήξερα, αλλά εκεί τελείωσε το πράγμα. Σου λέει αυτή παραείναι περιθώριο.

Η Αθήνα πώς σας φαίνεται τώρα σε σχέση με την εποχή που ήσασταν νέα;
Τώρα βγαίνω πολύ λιγότερο για να μπορέσω να σου απαντήσω. Μου φαινόταν πιο ζωντανή τότε. Τώρα που είναι όλοι με ένα κινητό ακόμη κι αν κάθονται μαζί, δεν ξέρω αν έχει τόση ζωντάνια. Σίγουρα υπάρχουν «τσέπες», όπως θα λέγαμε, μεγάλης ζωντάνιας.

Σας λείπουν οι φίλοι της νεότητάς σας που έχουν φύγει, κυριολεκτικά ή μεταφορικά;
Ήταν πολύ ωραία. Ξέρεις τι γίνεται; Νομίζω συμβαίνει σε όλες τις γυναίκες μεγαλώνοντας, κάνουμε παρέα κυρίως με άλλες γυναίκες. Κι αυτό όμως είναι κουραστικό, χρειάζεται η ποικιλία, οι άντρες σκέφτονται λίγο διαφορετικά, χρειάζεται αυτό το μπλέξιμο. Εγώ μικρή με άντρες έκανα συνήθως παρέα και μάλιστα μεγαλύτερούς μου. Με τον Πουλικάκο για παράδειγμα, περνάγαμε καταπληκτικά, γελάγαμε συνέχεια. Και ο Κουτρουμπούσης είχε πάρα πολύ χιούμορ, αν και μετά έγινε φοβερό στραβόξυλο. Και με τον Τάσο Φαληρέα περνούσαμε καλά. Ήταν πολλοί…

Και συνεργαζόσασταν σε περιοδικά όπως ο «Κούρος» και το «Σήμα», όπου δημοσιεύτηκαν τα πρώτα σας διηγήματα.
Και μετά μου είπαν το εξής: «Αν έχεις βιβλίο, θα το εκδώσουμε». Τους είπα ότι θέλω μερικούς μήνες να το γράψω. Έτσι το έγραψα. Παρόλο που σε όλη μου τη ζωή κυκλοφορούσα με χαρτί και στυλό, αλλά έγραφα μονίμως την ίδια φράση: Αύριο το βράδυ θα φύγω. Πάντα είχα τάσεις φυγής. Και το γράψιμο είναι ένα είδος φυγής. Δεν είναι;

Στην κριτική του νέου σας βιβλίου στην ΕφΣυν υπάρχει η εξής αποστροφή: «Η συγγραφέας δεν έχει πάψει από το ξεκίνημά της να αυτοβιογραφείται ποιητικά από τη θέση ενός ευγενούς περιθωρίου».
Δεν ήταν πάντα ευγενές. Αλλά ήταν πάντα περιθώριο.

Αυτή η διαρκής σύνδεσή σας με το ευγενές ή μη περιθώριο δεν σας έχει κουράσει καθόλου;
Όχι, καθόλου δεν με έχει κουράσει. Δεν θα μπορούσα διαφορετικά. Άσε που παλιά, παρόλο που δεχόμουν να ουρλιάζει ο κόσμος γύρω μου για χάρη της επανάστασης που φανταζόμουν, ήμουν και πάρα πολύ ντροπαλή. Και τώρα είμαι. Θα σου πω κάτι αστείο. Κάποτε -θα ήμουν 31-32, είχα δηλαδή γράψει το πρώτο βιβλίο- που άρχισε να ακούγεται για μένα η λέξη περιθώριο, με πήρε τηλέφωνο αυτός ο ξάδερφος της Μιμής, ο Λιάνης, που τότε ήταν απλός δημοσιογράφος. Και μου λέει: Μπορείτε να μου δώσετε μια συνέντευξη για το περιθώριο; Του λέω ναι, βεβαίως, αλλά πού γράφετε; Δεν θυμάμαι αν μου είπε για το Βήμα ή τα Νέα, αλλά του είπα ότι πρέπει να πάρω πρώτα την εφημερίδα, να δω πώς είναι. Φυσικά την ήξερα, αλλά εκεί τελείωσε το πράγμα. Σου λέει αυτή παραείναι περιθώριο. Σου είπα, άλλοτε ήταν ευγενές και άλλοτε όχι τόσο. Υπήρχαν και κακοποιά στοιχεία. Όχι πώς στερούνται ευγένειας τα κακοποιά στοιχεία. Εξαρτάται. Δηλαδή κάποτε είχα φίλους που σπάγανε φαρμακεία. Ίσως όμως να εννοούν κάτι άλλο στην εφημερίδα με το «ευγενές».

Σαν τι άλλο;
Επειδή γράφει ότι είναι αριστοκρατική η απόσταση που χωρίζει τα βιβλία μου, μπορεί να με είδε σαν κάτι πιο λεπτεπίλεπτο και ποιητικό. Ενώ έχω και μια ωμότητα πού και πού…

Δηλαδή η εικόνα που έχουν οι άλλοι για εσάς απέχει πολύ από την πραγματικότητα;
Αν μου την πεις, θα σου απαντήσω.

Ας το θέσω αλλιώς. Διαβάζοντας κάποιος τα βιβλία σας θα αποκτήσει μια καλή ιδέα του ποια είναι πραγματικά η Μαρία Μήτσορα;
Όχι, μόνο μιας πλευράς μου. Δεν θα είναι πλήρης η εικόνα. Αλλά νομίζω ότι αυτό συμβαίνει με όσους γράφουν.

"Πολλοί άνθρωποι ζουν για πάντα με ένα αίσθημα έλλειψης. Αυτό που ξέρω πια είναι ότι δεν θα σε κάνει η αγάπη των άλλων να αγαπήσεις τον εαυτό σου. " Ανδρέας Σιμόπουλος

Ποια είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση που έχετε αντιληφθεί ότι κυκλοφορεί για εσάς;
Δεν ξέρω. Αν ήξερα θα σήμαινε ότι έχω καταλάβει πώς με βλέπουν οι άλλοι. Είναι κάτι που πάντοτε με απασχολούσε φοβερά. Εσένα δεν σε απασχολεί;

Σε λογικό πλαίσιο, θέλω να πιστεύω.
Είδες; Γιατί αλλιώς τυχερός θα ήσουν. Πολύ μικρή, σε προεφηβική ηλικία, αγχωνόμουν όταν έμπαινα σε λεωφορεία. Τα χείλη μου από κατασκευή δεν έκλειναν τελείως και δεν ήξερα τι να τα κάνω. Να τα κρατήσω σφιχτά ή όχι; Μερικές φορές κατέβαινα από το λεωφορείο. Πάθαινα μια αμηχανία, τι να σου πω; Είχα δηλαδή πάντα πολύ έντονη την αίσθηση της εικόνας μου, του πώς φαίνομαι.

Από τη μία σας άγχωνε αυτή η αίσθηση, από την άλλη με το στιλ και τη συμπεριφορά σας αποζητούσατε την προσοχή.
Υπάρχουν πολλές πλευρές σε έναν άνθρωπο. Μ’ άρεσε και το σκάνδαλο, είναι η αλήθεια. Αλλά ήμουν όντως ντροπαλή. Δηλαδή στο πανεπιστήμιο δεν σήκωσα ούτε μια φορά το χέρι μου για να κάνω ερώτηση. Το να γυρίσουν όλοι προς εμένα μου φαινόταν ανησυχητικό.

Γίνατε συγγραφέας επειδή κάποιος σας ζήτησε να γράψετε ένα βιβλίο. Σκέφτεστε ποτέ πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή σας σήμερα αν είχατε αρνηθεί;
Δεν ξέρω. Είχα ήδη γράψει μερικά διηγήματα, οπότε είναι πιθανό τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα είχα στρωθεί να το γράψω τόσο γρήγορα.

Όταν στρώνεστε τώρα, ο γάτος σας κάθεται στα πόδια σας;
Ξέρεις πώς τον λένε; Λουρ, βγαίνει από το Λουρίδας αλλά και από τον Λου Ριντ, που είναι ο αγαπημένος μου. Δεν υπάρχει για μένα άλλος σαν κι αυτόν. Απίστευτος. Κατάφερα κάποια στιγμή να τον γνωρίσω στη Νέα Υόρκη. Είχαν διαλυθεί οι Velvet Underground, έμενε στο Λονγκ Άιλαντ με τους γονείς του κι έπαιρνε βάλιουμ – όπως κι εγώ τότε. Θυμάμαι να μου λέει μεταξύ άλλων ότι ήθελε να γράψει κάτι όμορφο κι εγώ τρόμαξα γιατί μου άρεσαν τα «γκάπα γκούπα», το «Sister Ray» κλπ. Είχα βάλει σε ένα Κουβανό να τα ακούσει και δεν καταλάβαινε. Ξέρεις τι του είχα πει; Αυτή είναι η καλύτερη δυτική μουσική. Τότε που βρέθηκα στη Νέα Υόρκη η πόλη δεν μου άρεσε καθόλου. Όλο σειρήνες και φασαρία… Οι Αμερικανοί, σε αντίθεση με τους Γάλλους, ήταν φοβικοί. Ζήτησα -μικρή, νόστιμη και καλά ντυμένη- από έναν το ποδήλατο του για να κάνω μια βόλτα στο Σέντραλ Πάρκ κι έφυγε τρέχοντας. Ο Λου Ριντ ήταν ο μόνος που με ενδιέφερε να γνωρίσω εκεί. Είχα μια φίλη Αμερικανίδα, τη Λέσλι, που είχε ένα φίλο εκατομμυριούχο γιατί ο πατέρας του είχε εφεύρει κάτι απαραίτητο για τις πετρελαιοπηγές. Αυτός αμέσως βρήκε το τηλέφωνο του Λου Ριντ και όταν τον πήρα του είπα απλά: Είσαστε η Νέα Υόρκη για μένα. Κλείσαμε ένα ραντεβού και καθίσαμε 30-40’ σε ένα πεζοδρόμιο, δίπλα σε ένα κρουνό, και μιλάγαμε. Στη Νέα Υόρκη γνώρισα και την Candy Darling -Τζέιμς ήταν το βαφτιστικό της- σε ένα παλιατζίδικο στην 6η Λεωφόρο. Ακόμη έχω ένα-δυο κοσμήματα από εκεί. Της άρεσαν τα ρούχα μου, με βουτούσε αγκαζέ, μου έλεγε κάτι περίεργα, ότι ήθελε να βρει πλούσιους τύπους να την πηγαίνουν ταξίδια και απομακρύνθηκα. Όχι όμως γι’ αυτό, αλλά γιατί φοβήθηκα μην την ερωτευτώ. Αυτό μου έλειπε. Στη συλλογή των παράξενων, να προσθέσω και τραβεστί.

Τώρα που τελειώνει η χρονιά, σας πιάνει κάποια τάση για απολογισμό;
Όχι καλέ, δεν κάνω ποτέ απολογισμό. Δεν μου αρέσουν γενικά οι μεγάλες ανισορροπίες στην πόλη, είτε εορταστικές, είτε όπως τον Αύγουστο που αδειάζει εντελώς η Αθήνα.

Έχετε κατά νου μεγάλα σχέδια για τη νέα χρονιά;
Όχι, δεν κάνω τέτοια. Ίσως να επισκέπτομαι περισσότερο τη φύση. Από μικρή όλως περιέργως, αν και ανέκαθεν ήμουν ένας ποντικός της πόλης, η φύση με μάγευε. Τώρα με μαγεύει ακόμη περισσότερο το μέγεθός της που κατά κάποιο τρόπο συνθλίβει ένα μεγάλο μέρος του εγώ σου και καμιά φορά έχεις την τύχη να γίνεις ένα με το τοπίο. Με βγάζει από τον εαυτό μου, από ένα πηγάδι στο οποίο πέφτω καμιά φορά.

Πότε θα στρωθείτε ξανά για να γράψετε;
Νωρίς είναι αλλά μου μπήκε λίγο ο διάολος να γράψω τη βιογραφία του γάτου μου. Μπορεί να είναι ωραίο. Μπορεί να είναι παραμύθι. Ή μπορεί να γράψει ο γάτος τη βιογραφία μου. Δεν ξέρω τι θα γίνει.

Μιλάτε πολύ με τον γάτο;
Παλιά μίλαγα εντελώς μόνη μου. Με τις γάτες έχεις τη δικαιολογία ότι μιλάς σε κάποιον.

Όπως ένας μεγάλος μου έρωτας που πήγε να με σφάξει. Ήταν σχιζοφρενής και τη γλίτωσα παρά τρίχα. Δηλαδή το μαχαίρι τρύπησε μια χοντρή δερμάτινη ζώνη και τη ζώνη του λαδί κοτλέ Levi’s που φορούσα, το θυμάμαι σαν τώρα, και βγήκε λίγο αιματάκι. Τρία δάχτυλα παραπάνω ή παρακάτω, δεν ξέρω τι θα μου είχε φάει…

Ποια είναι αγαπημένη σας λέξη;
Έχω; Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Η λέξη. Σαν λέξη.

Έχετε αγωνία για το πώς θα φανεί στον κόσμο το νέο βιβλίο;
Όχι, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν φαντάζομαι ότι θα με διαβάσουν πάρα πολλοί. Από την άλλη ξέρω ότι υπάρχει ένα κοινό στο οποίο αρέσω. Υποθέτω ότι ούτε θα πάει χαμένο, ούτε θα υπάρξει θρίαμβος.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Με το χέρι στην καρδιά, αν η σημερινή Μαρία Μήτσορα γνώριζε τη νεαρή, θα συμπαθούσε η μία την άλλη;
Νομίζω ναι. Θα της έβρισκα ελαττώματα, ένα ναρκισσισμό, κι εκείνη μπορεί να με έβρισκε πολύ βαριεστημένη. Θα της έλεγα όμως να προσπαθήσει να κάνει καλύτερες επιλογές. Να μην την ελκύουν μόνο παράξενοι άνθρωποι. Αυτό μου συνέβαινε πάντα και είχε περίεργα αποτελέσματα. Όπως ένας μεγάλος μου έρωτας που πήγε να με σφάξει. Ήταν σχιζοφρενής και τη γλίτωσα παρά τρίχα. Δηλαδή το μαχαίρι τρύπησε μια χοντρή δερμάτινη ζώνη και τη ζώνη του λαδί κοτλέ Levi’s που φορούσα, το θυμάμαι σαν τώρα, και βγήκε λίγο αιματάκι. Τρία δάχτυλα παραπάνω ή παρακάτω, δεν ξέρω τι θα μου είχε φάει…

Πώς συνήλθατε από αυτό;
Δεν ξέρω. Συνήλθα. Τον βάλανε μέσα και για ένα μήνα γυρνούσα σπίτι φοβισμένη και μιλούσα με γλυκιά φωνή μην τυχόν είχε δραπετεύσει και ήταν κάτω από κάνα κρεβάτι. Όταν αυτοκτόνησε ήμουν ακόμη ερωτευμένη μαζί του. Αλλά χωρίσαμε όταν ο ψυχίατρος του μου είπε ότι δεν θα μπορούσε να προβλέπει πάντα αυτές τις κρίσεις. Ήμουν περίπου 25 χρονών. Είχα θαμπωθεί με αυτόν, αισθανόμουν ότι περπατάμε και δεν αγγίζουμε τη γη. Τόσο πολύ είχα μαγευτεί. Δυο χρόνια κράτησε ο έρωτας. Τον θυμάμαι να καθόμαστε στο σπίτι και να κάνει σαν να παρακολουθεί τηλεόραση στην πλάτη μιας πολυθρόνας. Ή μια άλλη φορά που είχαμε ξεχάσει τα κλειδιά και αναγκάστηκε να πηδήξει από τον πάνω όροφο, με κατηγορούσε ότι το είχα κάνει επίτηδες. Ξέρεις τι έκανα; Είχαμε ένα εξαγωνικό τραπέζι με ένθετα από φίλντισι. Σήκωσα τα μαλλιά μου, ακούμπησα το κεφάλι μου και του είπα: αν νομίζεις αυτό, κόψε μου το κεφάλι. Έτσι ηρέμησε. Μια άλλη φορά με είχε κλειδώσει σε ένα δωμάτιο και μου έλεγε: «Δεν θα βγεις ζωντανή από δω μέσα αν δεν μου πεις σε ποια οργάνωση ανήκεις και πώς επικοινωνείς τηλεπαθητικά με τους άλλους». Ξέρεις όμως κάτι; Όταν ήταν στα καλά του, ήταν βαρετός. Στο βιβλίο είναι ο Θήτα Ζήτα. Τα αρχικά είναι πραγματικά.

«Έχω γυρίσει όλα τα παζάρια του κόσμου ψάχνοντας να βρω αυτό που μου λείπει», γράφετε στο βιβλίο. Τι θα κάνετε αν δεν το βρείτε ποτέ, κυρία Μήτσορα;
Τίποτα. Πολλοί άνθρωποι ζουν για πάντα με ένα αίσθημα έλλειψης. Αυτό που ξέρω πια είναι ότι δεν θα σε κάνει η αγάπη των άλλων να αγαπήσεις τον εαυτό σου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα