Μάσχα: “Μουδιάσαμε” από τις δεκαετίες άχρηστων αχυρανθρώπων που κυβερνούν
Το "προφητικό" έργο του Ραίη Μπράντμπερυ μεταφέρεται στο θέατρο από τον Θωμά Μοσχόπουλο. Η Άννα Μάσχα, βασική πρωταγωνίστρια της παράστασης, μας "βάζει" στο σύμπαν του μυαλού της.
- 03 Φεβρουαρίου 2019 08:41
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου- Watkinson
Μια ομάδα αντίστασης κρατάει τα βιβλία για να μην καούν από το σύστημα. Η κυβέρνηση κυνηγά τους “αντιστασιακούς της γνώσης”. Μια προδοσία που αποδίδεται στα γραπτά, οδηγεί στην πυρά τα παγκόσμια έργα. Όλα αυτά στο δυστοπικό Φαρενάιτ 451 που μεταφέρεται στο Θέατρο Πόρτα.
Πόσο “μακριά” φαντάζουν όλα αυτά; Ποιοι οι συσχετισμοί με το σήμερα; Η Άννα Μάσχα, ο “κακός” της όλης ιστορίας, είναι μια ηθοποιός που δεν χρειάζεται συστάσεις. Χρόνια στο σανίδι, καταθέτει την άποψή της για την πολιτική, το που οδεύει η ελληνική κοινωνία και η τέχνη, αλλά και για το πώς αλλάζει “ψηφιακά” ο κόσμος αντιμετωπίζοντας μια νέα πραγματικότητα.
Λίγα λόγια για το έργο και πόσο διαφέρει από το μυθιστόρημα που έγραψε αρχικά ο Μπράντμπερι.
«Καταρχήν υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από το μυθιστόρημα, τη λέει ο ίδιος ο Μπράντμπερι: Το 1953, όταν έγραψε το έργο, ήταν σε μια περίοδο που μόλις είχε παντρευτεί, είχε και ένα μωρό. Ήταν ένας φτωχός άνθρωπος, έμεναν σε ένα πολύ μικρό σπίτι και δεν είχε χώρο να γράψει. Είχε λοιπόν αυτές τις ιδέες στο μυαλό του, βασισμένες και σε κάτι διηγήματά του παλαιότερα, σε προσωπικές του εμπειρίες -τον είχαν σταματήσει κάτι μπάτσοι στον δρόμο με έναν φίλο του και τον είχαν ρωτήσει “τι κάνετε εδώ;”. “Περπατάμε” τους απάντησε. “Δηλαδή;” ξαναρωτούν. “Δηλαδή βάζουμε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο”- οπότε ήθελε να γράψει αυτό το έργο. Δεν είχε όμως πού να το γράψει, οπότε στο πανεπιστήμιο, στο οποίο σύχναζε, νοίκιαζαν σε υπόγεια γραφομηχανές με 9 σεντς την ώρα. Κι επειδή δεν είχε πολλά λεφτά στα χέρια του αναγκάστηκε να πυκνώσει πολύ τον χρόνο γραψίματος και το ολοκλήρωσε σε εννέα μέρες, Αναγκάστηκε να το γράψει μια και έξω. Και απρόσμενα έγινε μεγάλη επιτυχία το μυθιστήρημα. Μετά το πήρε ο Τρυφώ τη δεκαετία του ’60, το έκανε ταινία και έγινε γνωστό πολύ.
Νομίζω ότι τώρα πια ανήκει στην τριάδα των κορυφαίων μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας μαζί με το “1984” του Όργουελ ή το “Θαυμαστός καινούργιος Κόσμος” Χάξλεϊ. Βέβαια δεν ξέρω κατά πόσο σήμερα κάποια από αυτά αποτελούν “επιστημονική φαντασία”.»
Εννοείτε ότι στη σύγχρονη πραγματικότητα υπάρχουν στοιχεία αυτής που περιγράφει ο Μπράντμπερι. Βιβλία έχουν καεί στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά αυτό έχει μείνει στο παρελθόν..
«Τη δυσανεξία απέναντι σε οτιδήποτε πρεσβεύει μια μειονότητα, μια μικροομάδα, τη βλέπουμε παντού και πάντα. Αυτή η μισαλλοδοξία δηλαδή που περιγράφεται στο βιβλίο, υπάρχει πάντα. Πολύ σωστά είπατε για το κάψιμο των βιβλίων, σαν πρακτική η ανθρωπότητα το έχει δει στην ιστορία της.
Βλέπω επίσης την απομόνωση των ανθρώπων. Βλέπω την κυριαρχία της οθόνης που συνδυάζεται μαζί με μια ραγδαία αύξηση των αντικαταθλιπτικών, των ψυχολογικών βοηθημάτων. Οι άνθρωποι στον κόσμο του Μπράντμπερι είναι χαπακωμένοι και παρακολουθούν τηλεόραση από το πρωί ως το βράδυ. Νομίζω είναι πολύ σημερινό αυτό, η δύναμη της οθόνης, η αποβλάκωση, η απονέκρωση.»
Μήπως η ανθρώπινη επικοινωνία είναι πλέον συνυφασμένη με την οθόνη του τάμπλετ, του κινητού, του υπολογιστή;
«Καταρχήν να πούμε ότι ο Μπράντμπερι δεν είχε προβλέψει το ίντερνετ. Είχε όμως προβλέψει τους “τηλετοίχους” που είναι τεράστιες οθόνες, και τη δύναμη της τηλεόρασης. Δεν πρόβλεψε ότι ο καθένας σήμερα θα ΄χει την οθονίτσα του και θα συνδέεται παντού. Σήμερα αρκεί ένα GPS να πας όπου θες. Τα κινητά έχουν στίγμα και ανά πάσα στιγμή μπορούν να βρουν την τοποθεσία σου. Δεν μπορείς να κρυφτείς. Κάτι κερδίζεις πάντα και κάτι χάνεις: κερδίζεις σε ταχύτητα, βρίσκεις εύκολα σχεδόν όποια πληροφορία ζητάς, βρίσκεις ανθρώπους, γεφυρώνονται οι αποστάσεις. Κερδίζεις σε ασφάλεια επίσης, μέσα από αυτήν την επίβλεψη, τον έλεγχο που ασκείται. Αλλά από την άλλη χάνεις την ιδιωτικότητά σου. Τα προσωπικά σου δεδομένα είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα, για παράδειγμα η μεγάλη διαρροή δεδομένων που έγινε μέσω Facebook.
Εγώ δεν είμαι πολύ μέσα σε όλα αυτά, δεν το έχω με την τεχνολογία, παρόλα αυτά το πήρα χαμπάρι αυτό που έγινε κι ότι τα δεδομένα αυτά στήριξαν την εκλογή του προέδρου Τραμπ. Οι πιο νέοι από μένα όμως, που είναι πολύ πιο ενεργοί τεχνολογικά από μένα άργησαν να το καταλάβουν αυτό. Πώς γίνεται και αυτή η είδηση δεν κλονίζει τους χρήστες του Facebook;
Υπάρχει άρα ένα “μούδιασμα” στους ανθρώπους. Δεν αντιδρούν σε όσα γίνονται;
«Εγώ διακρίνω μια αποκοπή από πράγματα που κανονικά θα έπρεπε να μας ενδιαφέρουν. Εννοώ και την πολιτική με αυτό. Με τη συναίνεσή μας γίνονται όλα: Θέλουμε να έχουμε GPS, θέλουμε να μας βρίσκουν ανά πάσα στιγμή. Ακούω συχνά την ερώτηση “γιατί έχεις το κινητό σου κλειστό;” είναι κίνηση που προκαλεί έκπληξη. Δικαίωμα του καθενός δεν είναι να το κλείσει; Κι όμως επικρατεί η αντίληψη ότι πρέπει να το ‘χουμε ανοιχτό, ότι πρέπει να είμαστε online όλη την ώρα.
Έρχεται σιγά σιγά η αποκοπή από πολύ σημαντικά πράγματα, όπως το να ξέρεις ποιοι είναι αυτοί που αποφασίζουν τελικά για τις τύχες μας. Δεν παίρνουμε χαμπάρι ποιοι βγαίνουν, ποιοι ανεβαίνουν. Από την άλλη γιατί να πάρουν χαμπάρι οι νέες γενιές: Είναι μπουχτισμένες, δεν πιστεύουν πια σε τίποτα, ότι θα αλλάξει κάτι, ότι μπορούμε να επέμβουμε. Έχουν δίκιο, τους καταλαβαίνω.»
Αυτό οφείλεται σε κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις;
«Φταίνε οι δεκαετίες άχρηστων πολιτικών αχυρανθρώπων που μας κυβερνάνε. Όχι μόνο στην Ελλάδα: διεθνώς.»
Υπάρχει αντίδραση σε αυτό κι όχι πάντα θετική: Μερίδα κόσμου μεταβαίνει τελευταία στα πολιτικά άκρα…
«Είναι μια τάση που με τρομάζει πολύ. Και δυστυχώς την παρατηρώ και στην Ελλάδα. Στο Φάρεναιτ 451″ ο λοχαγός Μπίτι που υποδύομαι είναι ένας τέτοιος ακραίος άνθρωπος. Και έχω συναντήσει και στην καθημερινότητα μερικούς που θυμίζουν τον Μπίτι…»
Να μιλήσουμε για αυτόν τον ήρωα.
«Καταρχήν είναι διαφορετικός στο μυθιστόρημα και στο θεατρικό, αν και μοιράζονται πολλά στοιχεία. Σε αντίθεση με το βιβλίο, στο θεατρικό ο Μπράντμπερι “αφήνει” τον Μπίτι να πει μερικά πράγματα για τη ζωή του. Πάμε στο σπίτι του, βλέπουμε χιλιάδες βιβλία στη βιβλιοθήκη του, κάτι που εκτός από παράδοξο είναι και παράνομο. Και εξηγεί ότι ήταν φανατικός βιβλιοφάγος που έγινε φανατικός πολέμιος των βιβλίων, για τον πολύ απλό λόγο ότι οι προσδοκίες που του δημιουργήθηκαν από τα βιβλία, δεν εκπληρώθηκαν. Η ζωή αντίθετα τον υποβάθμισε, τον υποτίμησε: Ο έρωτας δεν πήγε καλά, η δουλειά πήγε άσχημα, όλα πήγαν άσχημα. Ως ακραίος χαρακτήρας που είναι, είχε πιστέψει στα βιβλία πολύ, οπότε προδώθηκε. Από εκεί που λάτρευε, μίσησε. Ένα άλλο στοιχείο του -που το βλέπουμε όταν προσπαθεί να πείσει τον Μόνταγκ να απομακρυνθεί από τα βιβλία – είναι όταν μας λέει ότι στην πραγματικότητα δεν αρκεί κανείς να διαβάζει: Πρέπει να μπορεί κανείς να φιλτράρει αυτά που διαβάζει και να τα κρίνει. Στην ουσία δηλαδή λέει ότι η ελευθερία της σκέψης και της βούλησης είναι το σημαντικότερο και όχι αυτά που γράφουν τα βιβλία. Γιατί και μέσα στα ίδια τα βιβλία -της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της φιλοσοφίας – οι ίδιοι οι συγγραφείς λένε πολλές φορές αντιφατικά πράγματα.»
Άρα το πιο ισχυρό μήνυμα του έργου είναι η ανθρώπινη βούληση;
«Ναι, πιστεύω τελικά αυτό είναι το πιο βαθύ μήνυμα του έργου, η ελευθερία της βούλησης και της σκέψης. Και όχι ένα απλό διδακτικό μήνυμα τύπου “να αγαπάμε τα βιβλία”.»
Ένας ηθοποιός δεν πρέπει να κρίνει τον ήρωα που υποδύεται. Εσείς πώς προσεγγίσατε τον ακραίο Μπίτι. Συναντηθήκατε μήπως στο αίσθημα της προδοσίας που αναφέρατε;
«Οι “κακοί” χαρακτήρες είναι συναρπαστικοί. Απειλούν τα πιστεύω, την ηθική του θεατή. Έτσι και ο λοχαγός Μπίτι είναι άρα πολύ συναρπαστικός. Έχω την εντύπωση ότι όσο λιγότερο συναντιέται ο ηθοποιός με τον χαρακτήρα, όσο λιγότερα στοιχεία μοιράζονται, τόσο πιο εύκολα μπορεί να τον υποδυθεί. Είναι πιο δύσκολο να αναγνωρίσεις στοιχεία που έχεις του χαρακτήρα σου και ακόμα δυσκολότερο να τα παίξεις. Αγγίζει τα όρια της ψυχανάλυσης, βάζει φρένο ο ίδιος στην πολύ βαθιά αυτογνωσία.
Δεν μπορώ να πω ότι μοιράζομαι πολλά κοινά στοιχεία με τον Μπίτι. Δεν είμαι ακραία προσωπικότητα, δεν φανατίζομαι εύκολα ούτε έχω προδοθεί τόσο πολύ στη ζωή μου ώστε κάτι που λατρεύω να φτάσω να το μισήσω και να θέλω να το καταστρέψω. Αλλά μου αρέσει πάρα πολύ ο κυνισμός του. Έχει χιούμορ, πολύ σκληρό ανά στιγμές. Το οποίο βέβαια οφείλεται στο ότι έχουν προδοθεί οι ρομαντισμοί του.»
Ακούγεται πολύ ρεαλιστικός, όπως τον περιγράφετε. Υπάρχει ο Μπίτι δίπλα μας, τον έχετε συναντήσει σε κάποιον;
«Τόσο ακραίο χαρακτήρα δεν έχω συναντήσει νομίζω. Αλλά στοιχεία του όσο μεγαλώνω εντοπίζω σε πολλούς.»
Ο σκηνοθέτης Θ. Μοσχόπουλος δήλωσε ότι επέλεξε γυναίκα για τον ρόλο ως “σχόλιο” στο θέμα της έμφυλης κατηγοριοποίησης.
«Ίσως εννοεί ότι η εξουσία και η κατάχρησή της είναι στην κοινή συνείδηση ανδρική υπόθεση. Νομίζω ότι και κάποιες γυναίκες που καταλαμβάνουν θέσεις εξουσίας, μπορεί να γίνουν ιδιαίτερα σκληρές. Ένα παράδειγμα είναι η νέα επικεφαλής της CIA: αν διαβάσει κανείς το βιογραφικό της, καταλαβαίνει ότι είναι χειρότερη από πολλούς άνδρες ομολόγους της. Οπότε δεν έχει να κάνει με το βιολογικό φύλο, ότι αν γεννήθηκες γυναίκα, είσαι και πιο δημοκρατικός άνθρωπος ή πιο “μαλακός”.
Το θέμα είναι όμως ότι το παιχνίδι δεν αλλάζει: είναι πατριαρχικό. Και σε αυτό παίζουν αυτές οι παίκτριες, απλά παίζουν το ίδιο καλά αν όχι καλύτερα μερικές από τους άνδρες. Επομένως μπορούν να γίνουν εξίσου τρομακτικές ή και περισσότερο αν σκεφτούμε ότι έχουν κοπιάσει πολύ περισσότερο για να ανέλθουν εκεί, χρειάζεται να αποδείξουν πολύ περισσότερα από ότι ένας άνδρας.»
Τα βιβλία θεωρείτε ότι μια λειτουργία τους είναι να θυμίζουν; Οι Έλληνες έχουμε πρόβλημα με τη μνήμη;
«Δεν ξέρω αν ισχύει μόνο για τους Έλληνες. Σε γενικές γραμμές θα συμφωνήσω, ότι δεν ξέρουμε πολλά πράγματα που συνέβησαν πριν από εμάς, πριν έρθουμε εμείς στη ζωή. Ενώ παλαιότερες γενιές, όπως αυτή του πατέρα μου για παράδειγμα, ενδιαφερόντουσαν τόσο πολύ για την Ιστορία. Ήξεραν πράγματα που διαδραματίστηκαν δύο ή τρεις δεκαετίες πριν γεννηθούν. Πλέον δεν μας ενδιαφέρει πια, δεν ξέρουμε όλοι τι συνέβη πολιτικά τη δεκαετία του ’90.
Νομίζω ότι υπάρχει λόγος, για τον οποίο συμβαίνει αυτό: Ακόμα και η τέχνη είχε κορεστεί στην Ελλάδα, το ελληνικό σινεμά για παράδειγμα είχε ως μόνιμο θέμα τον Εμφύλιο. Μετά αναλωθήκαμε με τη γενιά του Πολυτεχνείου, μετά με τη Μεταπολίτευση, ότι όλα τα κακά έγιναν τότε. Σήμερα όμως κυβερνάει η γενιά του Πολυτεχνείου, και δεν βλέπουμε προκοπή. Επομένως κάπου ο κόσμος, ο νεότερος ειδικά, πιθανολογώ έχει πάρει χαμπάρι ότι όλα είναι τα ίδια χάλια, ότι όλο αυτό είναι λίγο μάταιο. Και έχει στραφεί σε άλλα πράγματα. Σε αυτό βέβαια ρόλο παίζει και το διαδίκτυο.
Είναι ένα περίεργο πράγμα αυτό που γίνεται με το ίντερνετ: Από τη μια είσαι εντελώς αποκλεισμένος από το άμεσο περιβάλλον σου, από την άλλη έχεις ένα παράθυρο στον κόσμο. Μπορεί να μη μιλάς στον διπλανό σου που έχετε βγει για καφέ αλλά να έχεις εικόνα για το τι συνέβη σε ένα χωριό της Ινδίας όπου βίασαν και έκαψαν μια κοπέλα. Νομίζω ότι η σωστή του χρήση είναι το παν, το μέτρο.
Δεν νομίζω ότι μπορεί να κυλήσει πίσω το ποτάμι. Η τεχνολογία μπήκε για τα καλά μέσα στη ζωή μας και θα μείνει.»
Υπάρχει η γνωστή ρήση του Αϊνστάιν ότι “όταν κάτι είναι βιωμένο αποτελεί γνώση, όταν δεν είναι, αποτελεί πληροφορία. Ισχύει αυτό για τα βιβλία, είναι βίωμα η ανάγνωσή τους;
«Είναι μια διαδρομή πιστεύω τα βιβλία, πρέπει να κάτσεις να τα ζήσεις. Γιατί θέλουν χρόνο. Ο χρόνος που ξοδεύει κανείς για να διαβάσει ένα βιβλίο μπορεί να βρεθεί, παρόλο που ο ελεύθερος χρόνος όλων μας ολοένα και λιγοστεύει. Για παράδειγμα μπορεί κάποιος σήμερα να μπει στο Facebook και να βγει μετά από 3 ώρες. Είναι άλλοι οι ρυθμοί που σου επιβάλλει η ανάγνωση. Βεβαίως είναι είναι μια μοναχική διαδικασία. Είναι μια σχέση που αποκτάς με το ανάγνωσμα: Άλλες μέρες μπορεί να διαβάσεις 20 σελίδες με τη μία και άλλες να διαβάσεις μισή παράγραφο και αυτή με το ζόρι. Μπορεί να σε παιδέψει.
Είναι μια σχέση στην ουσία, την οποία νομίζω βαριόμαστε σήμερα όλο και πιο πολύ. Βαριόμαστε να μπούμε σε αυτή τη διαδικασία γιατί πλέον είναι πιο γρήγορα όλα.
Φοβόμαστε την επιβράδυνση πια, είμαστε πιο πολύ της ταχύτητας. Το βλέπεις και στην ειδησεογραφία πόσο διαφορετικοί είναι οι ρυμθοί: Για λίγο διάστημα τα ΜΜΕ μπορεί να σε φλομώσουν με μια είδηση και μετά από λίγο ξεχνιέται τελείως, πάει, γίνεται ένα καινούργιο γεγονός. Όλα σήμερα είναι “μπαμ, μπουμ”, διαρκούν όσο κρατάει ένα τσαφ. Για να μην “κουραζόμαστε” πολύ, να μην σκεφτόμαστε πολύ.»
Τι θα καίγατε αν μπορούσατε;
«Δεν θα έκαιγα τίποτα. Άντε μερικές φωτογραφίες από την εφηβεία μου που φοράω στιλιστικά εγκλήματα.»
Τι σας ενοχλεί;
«Με ενοχλεί πολύ η αγένεια. Με προβληματίζει επίσης η γενική ανημπόρια που όλοι αισθανόμαστε τα τελευταία χρόνια. Και με στεναχωρεί πολύ η ανέχεια, η δυσκολία της επιβίωσης.»
Τι σας αρέσει;
«Μου αρέσει όταν πηγαίνω και παίρνω το παιδί μου από το σχολείο.»
Φαρενάιτ 451
Το 1953, εν τω μέσω της μακαρθικής περιόδου, εμφανίζεται στα αμερικανικά βιβλιοπωλεία ένα βιβλίο που θα αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα δυστοπικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Πρόκειται για το «Φαρενάιτ 451» του Ραίη Μπράντμπερυ. Ο τίτλος δηλώνει τη θερμοκρασία στην οποία αρχίζει να καίγεται το χαρτί και αναφέρεται στην πρακτική της «καύσης βιβλίων», που ταυτίζεται ιστορικά και συμβολικά με την καταστολή της ελευθερίας σκέψης και λόγου. Το 1979, ο ίδιος ο συγγραφέας ξαναγράφει το έργο σε θεατρική μορφή, επεμβαίνοντας σημαντικά στο αρχικό περιεχόμενο του κειμένου και δημιουργώντας έτσι τη βάση για ένα πολύ ενδιαφέρον θεατρικό ανέβασμα.
Υπόθεση: Σε μια μελλοντική κοινωνία «πυροτεχνουργοί», λειτουργώντας ως ένα «Σώμα Κρατικής Ασφάλειας», εντοπίζουν και καίνε όσα βιβλία έχουν σωθεί κρυμμένα από αντιφρονούντες, που αρνούνται να συμμορφωθούν στο δόγμα, ότι τα βιβλία είναι άχρηστα και βλαβερά.
Ο βασικός ήρωας του έργου είναι ένα διακεκριμένο στέλεχος αυτού του «σώματος», όμως, ερχόμενος σε επαφή με το «μυστικό σύμπαν των βιβλίων», αρχίζει να μαγνητίζεται επικίνδυνα απ’ αυτό.
Σιγά σιγά ανακαλύπτει ότι πίσω από τον κόσμο εικονικής πραγματικότητας, στον οποίο οι συμπολίτες του ζουν εφησυχασμένοι, υπάρχει ένα ολόκληρο δίκτυο, που κινείται υπόγεια και σε αντίθετες κατευθύνσεις από τις δικές του επιλογές. Όταν ξυπνήσει η «περιέργειά» του γι’ αυτόν τον κόσμο, είναι θέμα χρόνου να γίνει από διώκτης διωκόμενος.
Συντελεστές
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ρωμανός Μαρούδης
Παίζουν: Αλέξανδρος Λογοθέτης, Άννα Μάσχα, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Κίττυ Παϊταζόγλου, Χάρης Τσιτσάκης, Μάνος Γαλανής, Θάνος Λέκκας, Ξένια Καλογεροπούλου
Πληροφορίες
Θέατρο Πόρτα (Λεωφ. Μεσογείων 59, Αμπελόκηποι, τηλ: 2107711333)
Παραστάσεις: Παρ., Σάβ. 21.15, Κυριακή 19.30
Εισιτήρια: Κανονικό 15€, Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65, ομαδικό (άνω των 10 ατόμων) 12€, Ανέργων 8€