Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ TRASH
Έξω ανθίζουν οι νεραντζιές και στην τηλεόραση επιστρέφουν τα 90s με τα «αστεία» του Σεφερλή, την «καφετζού της Ρούλας» κι ένα έθνος συντονισμένο στην Αγγελική Νικολούλη.
«Βγαίνω μια βόλτα στην Αθήνα και βλέπω φάτσες γελαστές», που λέει κι ο Πορτοκάλογλου (ο μόνος καλλιτέχνης- μετά τον Σαββόπουλο – που δικαιούται να έχει άποψη, σύμφωνα με τους «φιλελεύθερους» συμπολίτες μας που προκαλούν καθημερινό τυμπανισμό στα σόσιαλ μίντια). Ακούγεται σαν το κλισέ που δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα χρησιμοποιήσουμε, αλλά η αλλαγή του καιρού «άλλαξε τη διάθεση». Οι ανθισμένες νεραντζιές και το απογευματινό φως της θερινής ώρας διώχνουν τον Χειμώνα Που Δε Θα Τελείωνε Ποτέ, έναν χειμώνα που σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς κράτησε πάνω από δύο χρόνια.
Οι Αθηναίοι πάνε βόλτες, λιάζονται στο ίνσταγκραμ, πίνουν πολύωρους καφέδες που φρενάρουν την ανάπτυξη, φτιάχνουν δροσερά ποτά και λένε αντίο στο ουίσκι μέχρι το φθινόπωρο (ελπίζοντας χωρίς έκτο κύμα πανδημίας), κανονίζουν κάτι για το Πάσχα, περιμένουν να επισημοποιηθεί το μπόνους πρωτομαγιάτικο τριήμερο. Κάποιος που ξέρει καλό xcel ρωτάει «τι σκέφτεστε για καλοκαίρι;», ενώ τα δελτία ειδήσεων ετοιμάζουν τα πρώτα ρεπορτάζ από τις παραλίες με το θερμόμετρο να σημαδεύει τους 25°C.
Χρειάστηκαν μόλις δύο εβδομάδες για να μας πάρει και (για λίγο) να μας σηκώσει μια επιπόλαιη αισιοδοξία. Αν και τίποτα τριγύρω δε συνηγορεί προς τα κει. Η πανδημία είναι ακόμα εδώ (απλά έγινε τριτοτέταρτο θέμα και κανείς δεν ασχολείται με τους 400+ ανθρώπους που πέθαναν αυτήν την εβδομάδα), τον πόλεμο την Ουκρανία τον κάναμε εμφύλιο με Αζόφ κορδέλα, το άνοιγμα των λογαριασμών μοιάζει με απενεργοποίηση χειροβομβίδας, στην έξοδο από το σούπερ μάρκετ θα έπρεπε να υπάρχουν ειδικοι για το μετατραυματικό στρες των τιμών.
Έξω, λοιπόν, έχει άνοιξη κι αυτό τα κάνει όλα λίγο πιο υποφερτά. Μέσα, όμως, έχει 90’s απελπισία.
Όχι γιατί έχουν επιστρέψει τα χαμηλοκάβαλα ή επειδή συνειδητοποιούμε ότι μεγαλώνουμε βλέποντας τις ιστορίες της εφηβείας μας να γίνονται μυθοπλασία (καλύτερο από ότι φαντάζεστε το Pam & Tommy). Αλλά, γιατί η υπόθεση της Πάτρας ήρθε ως το αποκορύφωμα μιας σαρωτικής επιστροφής του trash. (…«Αν έφυγε ποτέ» πετάγεται μια φωνή, τα βλέπω και διπλασιάζω.)
Δεν είναι παράλογο που 1 στους 2 Έλληνες με ανοιχτή τηλεόραση είδε τη συνέντευξη του Μάνου Δασκαλάκη στην Αγγελική Νικολούλη την Παρασκευή. Είναι πιθανώς η δημοσιογραφική επιτυχία της χρονιάς, επόμενο ότι τρένταρε σε παγκόσμιο level στο Twitter. Αποκρουστικό όμως είναι ό,τι έχει απελευθερώσει αυτή η ιστορία, έτσι όπως έχει μείνει να σέρνεται για πάνω από δύο μήνες. Εκταφές τάμπλετ με τηλεοπτική κάλυψη, χαρτορίχτρες στα πρωινάδικα (ναι, αυτά που υποτίθεται ότι σήκωναν την αφυπνισμένη σημαία του #metoo μέχρι πρότινος), παραψυχολόγοι που γνωμοδοτούν μπούρδες για μερικά likes δημοσιότητας, τοπικοί δημοσιογράφοι-λαμόγια που είδαν φως και μπήκαν, οργισμένοι πολίτες έξω από το σπίτι στην Πάτρα ή στα δικαστήρια της Ευελπίδων, ο Ευαγγελάτος κάθε απόγευμα να κρατάει την μπαγκέτα. Κι ένα έθνος κάθε Παρασκευή συντονισμένο να βλέπει τη Νικολούλη να κάνει μούτες ενώ μιλάει με κάποια πηγή (ή ίσως με τον Θεό;) στο τηλέφωνο.
Έπειτα έχουμε να ξανασυζητήσουμε τα «αστεία» του Σεφερλή για «βιαστές» και «λιπαντικά». Ο οποίος, για πολλοστή φορά, πάτησε εκείνα τα κουμπιά που πρέπει να πατηθούν για να γίνει ντόρος. Όσοι ήταν να τον δουν, τον είδαν (πολύ ικανοποιητικά τα νούμερα του πρώτου επεισοδίου), γενιές και γενιές που έχουν παρακολουθήσει σε επανάληψη τις επιθεωρήσεις του Μάρκου πιο πολλές φορές από όσες έχουν δει τον ήλιο. Όσοι δε θα τον έβλεπαν έτσι κι αλλιώς, τον καταδίκασαν με προοδευτικό woke πρόσημο. Σχεδόν όλοι, δηλαδή, ασχολήθηκαν μαζί του. Κάπου εδώ μπαίνουν στην κουβέντα τα περίφημα «όρια της σάτιρας», μια εθιμοτυπική επίκληση στο «ΕΣΡ που δεν παρεμβαίνει», η σιωπή/έγκριση του καναλιού που προφανώς είναι περήφανο για μια τέτοια σειρά και καταλήγουμε στον γνωστό μύλο που κρατά στη ζωή αυτό το ξεπερασμένο τηλεοπτικό προϊόν και δεν το αφήνει να πεθάνει ήσυχα στην αφάνεια.
Όλα αυτά θυμίζουν τόσο 1995. Τηλεπαράθυρα, «κίτρινος τύπος», λάιβ καλύψεις λεπτό προς λεπτό εξεγέρσεων στον Κορυδαλλό και καταλήψεων του Πολυτεχνείου, η Τζένη Χειλουδάκη κι ο εισαγγελέας, «μάνα ρέιβερ», υπόθεση Δουρή και τηλεοπτική διαπραγμάτευση με Σορίν Ματέι. Τότε όλα αυτά μπορούσαν να θεωρηθούν ίσως και παιδικές ασθένειες της πρώτης δεκαετίας ιδιωτικής τηλεόρασης που είχε ασφαλώς και τις καλές στιγμές της, ειδικά όταν όλα ήταν καινούρια και λιγότερο κουρασμένα. Με την οικονομική κρίση όμως να τσακίζει έναν κατ΄εξοχήν παρασιτικό χώρο όπως τα ελληνικά μίντια, η ελληνική TV παραδόθηκε αμαχητί. ‘Εκανε μια πολύ συνειδητή επιλογή φθήνιας, την ίδια περίοδο μάλιστα που το μέσο απογειωνόταν παγκοσμίως κι αποτελεί σήμερα ίσως ακόμα μεγαλύτερο πεδίο πειραματισμού κι από το ίδιο το σινεμά. Εμείς εδώ μετά από ένα μεγάλο φεγγάρι εμμονής τούρκικων σίριαλ, επιστρέψαμε στην αγκαλιά των ριάλιτι, προσπαθώντας να χωρέσουμε και κάπου όπως όπως την «επιστροφή της ελληνικής μυθοπλασίας».
Το αποτέλεσμα είναι ότι παράγουμε πια τόσο κακής ποιότητας mainstream που δεν μπορεί να αναδείξει σχεδόν τίποτα καινούριο, αντιστέκεται σθεναρά στο φρεσκάρισμα και την ανανέωση.
Μόνιμος αντίλογος; «Αυτά θέλει ο κόσμος».
Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια; «Το κοινό θέλει αυτό που του δίνεις».