ΤΖΟΡΤΖ ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ: “ΟΙ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΡΟΠΑΡΙΟ, ΔΕΝ ΒΑΖΟΥΝ ΕΥΚΟΛΑ ΜΥΑΛΟ”
Ο καταξιωμένος συγγραφέας μιλάει στο Magazine με αφορμή το "We Own This City", την πιο πολυαναμενόμενη σειρά της χρονιάς που συνδημιούργησε για το HBO με τον Ντέιβιντ Σάιμον. Είκοσι χρόνια μετά το αξεπέραστο "The Wire", ήρθε η ώρα της μεγάλης τους επιστροφής στη Βαλτιμόρη.
Το πρωί της 12ης Απριλίου 2015 ο 25χρονος Αφροαμερικανός Φρέντι Γκρέι, κάτοικος της υποβαθμισμένης δυτικής Βαλτιμόρης, συνελήφθη για κατοχή μαχαιριού, οι αστυνομικοί τον έβαλαν στο περιπολικό με σκοπό τη μεταγωγή του στο τμήμα, όμως 45 λεπτά αργότερα τον παρέδωσαν αναίσθητο στους γιατρούς των επειγόντων περιστατικών ενός τοπικού νοσοκομείου, οι οποίοι αμέσως διαπίστωσαν βαριές κακώσεις στη σπονδυλική του στήλη και στο λάρυγγα. Ο Γκρέι έπεσε σε κώμα και παρά τις προσπάθειες των χειρουργών πέθανε μετά από μία εβδομάδα, στις 19 Απριλίου.
Οι αστυνομικοί αμέσως αρνήθηκαν ότι τον είχαν κακοποιήσει, όμως ανάμεσα στις ουκ ολίγες προφορικές μαρτυρίες από πολίτες που ήταν παρόντες στο συμβάν και ισχυρίζονταν το αντίθετο, υπήρξαν και βίντεο που έδειχναν τον ακινητοποιημένο και σιδηροδέσμιο πολίτη να ουρλιάζει από τον πόνο πριν καν οδηγηθεί στο περιπολικό.
Ακολούθησαν δύο εβδομάδες αλλεπάλληλων μαζικών και κατά βάση ειρηνικών διαδηλώσεων, με την οργή της αφροαμερικανικής κοινότητας να κορυφώνεται στις 27 Απριλίου, ημέρα της κηδείας του Φρέντι Γκρέι, οπότε και γενικεύτηκαν οι μικρής μέχρι τότε κλίμακας ταραχές και βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία, με αποτέλεσμα ο κυβερνήτης του Μέριλαντ (της Πολιτείας στην οποία υπάγεται η Βαλτιμόρη) να κηρύξει την πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, επιβάλλοντας απαγόρευση κυκλοφορίας τις νυχτερινές ώρες ενώ ζήτησε και τη συμβολή 3.000 μελών της εθνοφρουράς μέχρι να ελεγχθεί τελικά η έκρυθμη κατάσταση λίγες μέρες αργότερα.
Η είδηση τόσο του θανάτου ενός ακόμη Αφροαμερικανού πολίτη λίγο μετά τη σύλληψή του όσο και της επακόλουθης, ραγδαίας κοινωνικής αναταραχής έκανε αμέσως το γύρο του κόσμου, με τον Μπαράκ Ομπάμα να στηρίζει τις ειρηνικές διαδηλώσεις και να επικρίνει δημόσια τον συστημικό ρατσισμό γενικά της αστυνομίας και ειδικά του σώματος της Βαλτιμόρης που μέχρι τότε είχε κατηγορηθεί κατ’ εξακολούθηση για υπέρμετρη βία κυρίως εις βάρος της αφροαμερικανικής κοινότητας της πόλης.
Η τεταμένη ατμόσφαιρα άρχισε να αποφορτίζεται μόλις ανακοινώθηκε από τη γενική εισαγγελέα του Μέριλαντ, Μέριλιν Μόσμπι, η άσκηση δίωξης για τον θάνατο του Γκρέι στους έξι αστυνομικούς που συμμετείχαν στη σύλληψη και τη μεταγωγή του, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε σπάσει -άγνωστο πώς, σύμφωνα με τους ένστολους- η σπονδυλική του στήλη. Ενώ και το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ανακοίνωσε τη διεξαγωγή ομοσπονδιακής έρευνας όσον αφορά τις κατηγορίες για κρούσματα βίας και παραβίαση θεμελιωδών πολιτικών δικαιωμάτων από την αστυνομία της Βαλτιμόρης, μία «έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η αστυνομία της Βαλτιμόρης επιδίδεται σε πρακτικές που παραβιάζουν το Σύνταγμα», όπως δήλωσε η τότε υπουργός (και πρώτη Αφροαμερικανή γυναίκα σε αυτή τη θέση) Λορέτα Λιντς.
Όντας υπό εντονότερες από ποτέ πιέσεις για εσωτερική κάθαρση αλλά και ουσιαστική πάταξη της καλπάζουσας εγκληματικότητας οι ιθύνοντες της αστυνομίας της Βαλτιμόρης τοποθέτησαν στην αιχμή του δόρατος αυτής της προσπάθειας τον αρχιφύλακα Γουέιν Τζένκινς, ηρωική και «μπαρουτοκαπνισμένη» μορφή του Σώματος όντας επικεφαλής της ελίτ ομάδας Gun Trace Task Force.
«Πίσω όμως από αυτές τις νέες προσπάθειες, εκτυλισσόταν μία εγκληματική συνωμοσία πρωτοφανούς κλίμακας στις τάξεις της αστυνομίας. Έχοντας αναλάβει την αντιμετώπιση της κρίσης, ο Τζένκινς αντί αυτού επέλεξε να την εκμεταλλευτεί. Με άλλα μέλη της ενδυναμωμένης Gun Trace Task Force, κατάκλεψε τους πολίτες της Βαλτιμόρης – ξαφρίζοντας τα χρήματα που εντόπιζαν σε εφόδους σε χώρους διακίνησης ναρκωτικών, τσεπώνοντας χιλιάδες δολάρια ρευστού από ιδιωτικές κατοικίες, και φυτεύοντας πλαστά αποδεικτικά στοιχεία ώστε να αποπροσανατολίσουν τις Εσωτερικές Υποθέσεις. Το ξεδιάντροπο εγκληματικό σερί τους θα συνεχιζόταν ανεξέλεγκτο για χρόνια. Οι συνέπειες ήταν αμέτρητες άδικες καταδίκες, ο θάνατος ενός αθώου πολίτη, και ο μυστηριώδης θάνατος ενός αστυνομικού που πυροβολήθηκε στο κεφάλι και σκοτώθηκε μία μόλις ημέρα πριν την προγραμματισμένη του κατάθεση κατά της Μονάδας». Αυτά αναφέρονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου We Own This City: A True Story of Crime, Cops and Corruption in an American City («Η πόλη μας ανήκει: Μία αληθινή ιστορία εγκλήματος, μπάτσων και διαφθοράς σε μία αμερικανική πόλη) του Τζάστιν Φέντον, φιναλίστ για βραβείο Πούλιτζερ για τη δημοσιογραφική κάλυψη των ταραχών που διαδραματίστηκαν στη Βαλτιμόρη μετά τον θάνατο του Φρέντι Γκρέι, για λογαριασμό της εφημερίδας Baltimore Sun. Στο συναρπαστικό βιβλίο ο Φέντον «αποκρυσταλλώνει εκατοντάδες συνεντεύξεις, χιλιάδες δικαστικά έγγραφα και αμέτρητες ώρες βιντεοσκοπημένων πλάνων για να παρουσιάσει την οριστική καταγραφή του όλου σκανδάλου. Το αποτέλεσμα είναι ένα καταπληκτικό, καθηλωτικό κατόρθωμα σε επίπεδο ρεπορτάζ για μία επίορκη αστυνομική μονάδα, την πόλη που κρατούσαν σε ομηρία και τη συνεχιζόμενη πάλη ανάμεσα σε όσους επιβάλλουν το νόμο και τις κοινότητες που υποτίθεται ότι πρέπει να υπηρετούν».
Kυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2021, εννιά μήνες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ που οδήγησε στην (μέχρι τότε) κορύφωση του κινήματος Black Lives Matter, όμως τα δικαιώματά για την τηλεοπτική μεταφορά του είχαν ήδη αγοραστεί από το HBO δύο χρόνια νωρίτερα. Στις αρχές του 2019 το τηλεοπτικό δίκτυο χτύπησε την πόρτα του ελληνικής καταγωγής Τζορτζ Πελεκάνος, ενός από τους καλύτερους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας όλων των εποχών. «Η Kary Antholis, επί χρόνια στέλεχος του HBO και φίλη, μου έστειλε το υλικό, δηλαδή το ανέκδοτο ακόμη τότε βιβλίο του Justin Fenton, και με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να αναλάβω τη μεταφορά του στην τηλεόραση με τη μορφή μιας σειράς λίγων επεισοδίων» λέει στο Magazine. «Αφού θα γυριζόταν στη Βαλτιμόρη, σκέφτηκα ότι ήταν καρμικά σωστό να ζητήσω από τον Ντέιβιντ Σάιμον να συμμετάσχει στο εγχείρημα ως ισότιμος συνεργάτης – άλλωστε η καριέρα μου στην τηλεόραση ξεκίνησε μαζί του στο The Wire».
Εκείνη την περίοδο ολοκληρώνονταν τα γυρίσματα της σειράς The Deuce, της τρίτης συνεργασίας των δύο αντρών επί της μικρής οθόνης. Ο Ντέιβιντ Σάιμον, ο οποίος άλλωστε είχε εργαστεί στην εφημερίδα Baltimore Sun ως αστυνομικός ρεπόρτερ από το 1982 ως το 1995, δέχθηκε αμέσως. Έγραψε μάλιστα και ένα από τα blurbs που φιγουράρουν στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Μια δημοσιογραφική δουλειά που όχι μόνο καταγράφει το χρονικό της ανόδου και της πτώσης μιας διεφθαρμένης μονάδας της αστυνομίας αλλά μπορεί να σταθεί ως η αναπόφευκτη κατακλείδα στην πενηντακονταετή καταστροφή που αποτελεί ο αμερικανικός πόλεμος κατά των ναρκωτικών».
«Ήταν μία συναρπαστική ιστορία, πολύ καλογραμμένη από τον Τζάστιν, αλλά ο Ντέιβιντ κι εγώ δεν θέλαμε ιδιαίτερα να κάνουμε μία σειρά μόνο για τη διεφθαρμένη αστυνομία. Έχει ξαναγίνει στο παρελθόν, για παράδειγμα στο The Shield, και μάλιστα πολύ καλά. Το είδαμε λοιπόν σαν σημείο αφετηρίας για να μιλήσουμε για την κολοσσιαία αποτυχία του πολέμου κατά των ναρκωτικών» λέει ο Πελεκάνος, «αλλά και γενικότερα για την αστυνόμευση στην Αμερική». Ένα ζήτημα με το οποίο έχουν καταπιαστεί και στο παρελθόν, σε κάθε τους δουλειά. Αυτό που αλλάζει κάθε φορά είναι το χωροχρονικό πλαίσιο.
Στο Treme (2010-2013) ήταν η λαβωμένη Νέα Ορλεάνη στα μέσα της δεκαετίας του 2000, αμέσως μετά το σαρωτικό πέρασμα του τυφώνα Κατρίνα. Στο The Deuce (2017-2019) ήταν η κακόφημη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, λίγο πριν ξεσπάσει η επιδημία του AIDS και ταυτόχρονα αποχαλινωθούν οι μηχανισμοί του gentrification. Δηλαδή τότε που, όπως μου είχε πει στο παρελθόν, «οι περισσότεροι πολιτικοί αντιμετώπισαν την αποσύνθεση της Times Square ως μια ευκαιρία να ξαναχτίσουν και να παρουσιάσουν ως κάτι νέο το συγκεκριμένο τμήμα του Μανχάταν. Ο δήμαρχος Koch χρησιμοποίησε την κρίση του AIDS για να κλείσει τα λουτρά και τα στούντιο μασάζ, τόσο των στρέιτ όσο και των γκέι. Εν ολίγοις, η πολιτική και το χρήμα νίκησαν. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Times Square τώρα είναι ένα πολύ πιο ασφαλές μέρος. Σηκώνει όμως μεγάλη συζήτηση το αν είναι ένα «καλύτερο» μέρος. Όταν περπατώ στην πόλη, την αποφεύγω με κάθε κόστος». Και στο The Wire (2002-2008) ήταν η δυστοπική Βαλτιμόρη της δεκαετίας του 2000, με ολόκληρες περιοχές της παραδομένες στην εγκληματικότητα και τους θεσμούς να παραπαίουν εξαιτίας μιας πολυπλόκαμης, παραλυτικής διαφθοράς.
Είκοσι χρόνια μετά την προβολή του πρώτου επεισοδίου και δεκατέσσερα αφότου με το εξηκοστό έπεσε η αυλαία της μνημειώδους σειράς, μιας από τις καλύτερες στην ιστορία της αμερικανικής τηλεόρασης (αν όχι η καλύτερη) ο Ντέιβιντ Σάιμον και ο Τζορτζ Πελεκάνος επιστρέφουν με το We Own This City στη Βαλτιμόρη, γεγονός που οι ίδιοι πρώτοι απ’ όλους γνωρίζουν ότι εντείνει για ευνόητους λόγους την προσμονή κοινού και κριτικών. «Όσον αφορά την όλη εμπειρία, ψυχικά ήταν πολύ ιδιαίτερη. Καταρχάς καταφέραμε να δουλέψουμε με αρκετούς παλιούς συνεργάτες, τους οποίους τόσο εγώ όσο και ο Ντέιβιντ θεωρούμε πια οικογένεια» λέει ο Πελεκάνος στο Magazine.
Σκηνοθετεί ο Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν, πρόσφατα υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας για την ταινία H Μέθοδος των Γουίλιαμς. Τον διεφθαρμένο αρχιφύλακα Γουέιν Τζένκινς υποδύεται ο Τζον Μπέρνθαλ (The Many Saints of Newark, The Walking Dead, The Punisher), τη δικηγόρο για λογαριασμό του Τμήματος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Νικόλ Στιλ η Γούνμι Μοσάκου (Loki, I Am Slave) ενώ στο πολυπληθές καστ εξέχουσα θέση έχει και ως ντεντέκτιβ του τμήματος ανθρωποκτονιών ο Τζέιμι Χέκτορ, παλιός γνώριμος από το The Wire ως ο έμπορος ναρκωτικών Μάρλο Στάνφιλντ. «Στη σειρά δούλεψαν επίσης και οι δύο μου γιοι. Είναι ευλογία αυτό, ξέρεις» λέει ο Πελεκάνος. «Ομολογουμένως ήταν όμως λίγο ζόρικο να βλέπεις ότι η Βαλτιμόρη δεν έχει βελτιωθεί μετά από είκοσι χρόνια όσον αφορά αυτά που προσφέρει στους πολίτες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Οι συνθήκες στις υποβαθμισμένες γειτονιές όπου κάναμε τα γυρίσματα είναι θλιβερές. Όμως οι κάτοικοι της Βαλτιμόρης αγαπούν το σπίτι τους και δεν το βάζουν κάτω».
Υπάρχουν προφανώς δύο σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο The Wire και το We Own This City. Αφενός το πρώτο διήρκεσε πέντε σεζόν και η υπόθεση ξετυλίχτηκε σε εξήντα επεισόδια ενώ τώρα πρόκειται για μία μίνι σειρά έξι επεισοδίων. «Προτιμώ αυτό το φορμά στη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μου γιατί δεν με καθηλώνει σε μία σειρά για πολλά χρόνια» λέει ο Πελεκάνος. «Και μου άρεσε η πρόκληση να χωρέσουμε μια απίστευτα πολυδαίδαλη ιστορία με πάρα πολλές λεπτομέρειες σε μόλις έξι επεισόδια. Οφείλεις να είσαι πολύ προσεκτικός και πειθαρχημένος, δεν έχεις το περιθώριο να πλατιάσεις». Αφετέρου οι δύο δημιουργοί δεν είχαν στα χέρια τους μία ιστορία μυθοπλασίας αλλά μία πραγματική υπόθεση για να δημιουργήσουν μία σειρά που ο Πελεκάνος τονίζει ότι «αποτυπώνει την πραγματικότητα στη Βαλτιμόρη είκοσι χρόνια μετά το The Wire. Είκοσι χρόνια διαφθοράς και κακοδιαχείρισης». Οι αριθμοί που παραθέτει στο Magazine σοκάρουν: «Για να καταλάβεις τι εννοώ, αναφέρω ενδεικτικά ότι μέσα σε μόλις πέντε χρόνια η αστυνομία σταμάτησε και έκανε έλεγχο στο δρόμο σε 300.000 πολίτες της Βαλτιμόρης, αλλά λίγοι συνελήφθησαν ή κατηγορήθηκαν για κάτι. Μέσα σε ένα χρόνο, ένας στους έξι πολίτες της Βαλτιμόρης συνελήφθη, αλλά λίγοι δικάστηκαν. Μπορείς να διανοηθείς τη ζωή υπό αυτές τις συνθήκες; Κανονικά δεν θα έπρεπε να μιλάμε ακόμη για τέτοια ζητήματα. Όμως δεν μπορείς να αγνοήσεις αυτό που συμβαίνει».
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν λίγο πριν το καλοκαίρι του 2021. «Η πανδημία μας καθυστέρησε. Έπρεπε να κάνουμε πολλά τεστ κάθε βδομάδα, να φοράμε συνέχεια μάσκα και δεν μπορούσαμε καν να καθίσουμε όλοι μαζί για φαγητό στα διαλείμματα. Ευτυχώς αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε τα γυρίσματα μόνο μία φορά, για μία εβδομάδα, όταν βγήκε θετικό το τεστ ενός από τους πρωταγωνιστές. Όμως το ξεπεράσαμε και συνεχίσαμε τη δουλειά» λέει ο πολυγραφότατος συγγραφέας που υποστηρίζει ότι δεν έχει βιώσει ποτέ writer’s block, γιατί αντιμετωπίζει το γράψιμο σαν μια οποιαδήποτε δουλειά που πρέπει να γίνει, οπότε απλά κάθεται και την κάνει.
Εν όψει της πρεμιέρας στις 25 Απριλίου ο συνδημιουργός του We Own This City τονίζει ότι η σειρά δεν έχει να κάνει σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο ενδεχομένως να πιστεύουν κάποιοι με τον Φρέντι Γκρέι: «Το κατηγορητήριο όμως κατά των αστυνομικών που ενεπλάκησαν στο συμβάν ήταν σημαντικό για την ιστορία μας. Αφού κατηγορήθηκαν οι συγκεκριμένοι αστυνομικοί, πολλοί συνάδελφοί τους στη Βαλτιμόρη σταμάτησαν να βγαίνουν από τα περιπολικά και να κάνουν συλλήψεις. Ήταν δηλαδή σαν να η αστυνομία να μπήκε σε αργή κίνηση. Μόνο τα μέλη της Gun Trace Task Force συνέχισαν σαν να μη συμβαίνει τίποτα, και γι’ αυτό τους εγκωμίαζε το Σώμα, αν και συνέχιζαν να κλέβουν, να πληρώνονται για υπερωρίες που ποτέ δεν έκαναν και να μεταπωλούν στο δρόμο τα ναρκωτικά που μάζευαν σε εφόδους σε σπίτια και κρησφύγετα εμπόρων».
Όλα αυτά μέχρι την 1η Μαρτίου 2017 οπότε και ο αρχιφύλακας Γουέιν Τζένκινς και οι υφιστάμενοί του από την Gun Trace Task Force μπήκαν στο κτίριο του τμήματος Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας της Βαλτιμόρης νομίζοντας ότι θα κάνουν άλλη μία ψευδή κατάθεση ρουτίνας για να γλιτώσουν από άλλη μία καταγγελία για ατασθαλίες κατά την τέλεση του καθήκοντός τους. Όταν όμως άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ στο δεύτερο όροφο, τους περίμεναν πάνοπλοι πράκτορες του FBI και τους πέρασαν αμέσως χειροπέδες. Κανείς από την πολυσυζητημένη μονάδα δεν είχε υποπτευθεί ότι βρίσκονταν υπό παρακολούθηση για μήνες. Έξι αστυνομικοί, μεταξύ των οποίων και ο Τζένκινς, παραδέχθηκαν αμέσως την ενοχή τους. Οι υπόλοιποι δύο κρίθηκαν τελικά ένοχοι από το δικαστήριο. Όλοι τους σήμερα είναι έγκλειστοι σε διάφορες φυλακές των ΗΠΑ. Στον Τζένκινς επιβλήθηκε ποινή 25 ετών, η μεγαλύτερη απ’ όλους.
Στις 29 Οκτωβρίου 2019 εγκρίθηκε από το δικαστήριο η πρόταση της αστυνομίας της Βαλτιμόρης για τη διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας γύρω από τα συστημικά ζητήματα που οδήγησαν στο σκάνδαλο της Gun Trace Task Force. Το πόρισμα για «το πιο σοκαριστικό σκάνδαλο διαφθοράς στην ιστορία της Βαλτιμόρης, το οποίο δυσχέρανε επιπλέον την ιστορικά προβληματική σχέση ανάμεσα στην Αστυνομία της Βαλτιμόρης και τους πολίτες, ειδικά στις κοινότητες των έγχρωμων» δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο Ιανουάριο.
Είναι πολλές οι λεπτομέρειες της υπόθεσης που αφήνουν ακόμη και σήμερα άφωνο τον Τζορτζ Πελεκάνος, καμία όμως περισσότερο από την διπροσωπία του αρχιφύλακα Γουέιν Τζένκινς. «Λειτουργούσε σαν να ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι», λέει. Μάλιστα ο συγγραφέας του βιβλίου We Own This City, Τζάστιν Φέντον, έχει δηλώσει ότι τη μέρα της ανακοίνωσης της ποινής του, η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο που φώναζε ότι είναι υποδειγματικός πατέρας, σύζυγος και φίλος, ενώ οι συνάδελφοί του εξήραν την εργατικότητά του.
«Σε ό,τι έχει να κάνει με την ιστορία μας, ήταν για παράδειγμα σοκαριστικό ότι ο αρχηγός της ομάδας την πρώτη μέρα των ταραχών μετά το θάνατο του Φρέντι Γκρέι συνέβαλε με υποδειγματικό τρόπο στον έλεγχο της έκρυθμης κατάστασης. Και το βράδυ λήστεψε ένα φαρμακείο! Ναι, για να πουλήσει την επόμενη μέρα τα ναρκωτικά στο δρόμο» λέει ο Πελεκάνος. Κατά τη γνώμη του οι ταραχές ήταν «κοστοβόρες μεν, απαραίτητες δε, όπως είναι μερικές φορές οι εξεγέρσεις των πολιτών -για παράδειγμα στην Ουάσιγκτον το ’68. Η εξέγερση τράβηξε την προσοχή όλης της χώρας στο ζήτημα».
Του αναφέρω αυτό που μου είχε πει ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Γ’, γιος του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ, τον Ιούνιο του 2020, λίγες μόλις μέρες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και μερικούς μήνες από τη λήξη της προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ: «Δεν νομίζω ότι σήμερα στις ΗΠΑ υπάρχουν περισσότεροι ρατσιστές από ποτέ. Ακούγονται όμως πολύ γιατί επαναλαμβάνουν αυτά που λέει ο Πρόεδρος της χώρας». Έχει αλλάξει η κατάσταση από τότε που τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο Τζο Μπάιντεν; «Όχι. Οι ρατσιστές δεν αλλάζουν τροπάριο, δεν βάζουν εύκολα μυαλό μόνο και μόνο γιατί αλλάζει ο Πρόεδρος» λέει και σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη γέννηση του κινήματος Black Lives Matter μάλλον κρατάει μικρό καλάθι: «Ναι, πιστεύω ότι έχει υπάρξει πρόοδος. Όμως για να επιτευχθεί μια πραγματικά μεγάλη αλλαγή, πρέπει να υπάρξει συνεργασία. Πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι αστυνομικοί, τα συνδικάτα και οι ενώσεις τους, πρέπει να θελήσουν την αλλαγή. Διαφορετικά δεν θα γίνει απολύτως τίποτα».
Για την ιστορία, η δίκη των έξι αστυνομικών που κατηγορήθηκαν για το θάνατο του Φρέντι Γκρέι διήρκεσε δύο χρόνια. Ένας αφέθηκε ελεύθερος εξαιτίας κακοδικίας, δύο γιατί αποσύρθηκαν οι κατηγορίες, και τρεις κρίθηκαν αθώοι.