STATION ELEVEN: ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΒΛΕΨΕ ΤΟ ΠΑΝΔΗΜΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΕΓΙΝΕ ΣΕΙΡΑ
Η πρεμιέρα είναι για τις 18 Δεκεμβρίου στην COSMOTE TV, κι αυτά είναι όσα πρέπει να ξέρεις.
«Αυτή θα είναι η ζωή μας τώρα». Μια σκληρή διαπίστωση που ξανά και ξανά έχει πει καθένα από εμάς την τελευταία διετία, με την οποιαδήποτε αφορμή. Κάθε τι που μας κάνει να διαπιστώνουμε, σαν για πρώτη φορά, πως τα πράγματα έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί και πως κάθε προηγούμενο δεδομένο, απαιτεί επανακαλιμπράρισμα, στα νέα δεδομένα.
Έτσι θα κυκλοφορούμε. Έτσι θα διασκεδάζουμε. Έτσι θα επιβιώνουμε. Έτσι θα δουλεύουμε. Έτσι θα κάνουμε -και θα ανακαλύπτουμε- τέχνη.
Στο Station Eleven, που κάνει πρεμιέρα στις 18 Δεκεμβρίου 22.00 στην COSMOTE TV, τα πράγματα είναι κάπως (ακόμα πιο) δραματικά από την πραγματικότητα, μιας και παραδοσιακά στο fiction η ιδέα της φονικής πανδημίας πάντοτε ήταν πιο απότομη και πιο ολοκληρωτική από αυτό που είναι τελικά η αληθινή εμπειρία. Θυμίσου εξάλλου και το Contagion του Στίβεν Σόντερμπεργκ, ένα από τα χιτάκια της πρώιμης πανδημικής περιόδου της ζωής μας: Η διασπορά ήταν πιο απότομη, ο ιός πιο φονικός, αλλά κάπου βαθιά μέσα σε αυτό τον τεταμένη τρόμο, βρίσκονταν βαθιές αλήθειες για την κατάστασή μας αυτή τη στιγμή, εξ ου και οι πάντες δε σταματούσαν να το βλέπουν και να το μοιράζονται.
Η ιστορία του Station Eleven είναι πιο φιλόδοξη, και η πανδημία είναι ακόμα πιο απότομη, ακόμα πιο φονική. Η ιστορία ξεκινά με ένα θάνατο στο σανίδι μιας θεατρικής σκηνής (στον ρόλο ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ) και μέσα σε κλάσματα, η διασπορά είναι παντού και οι μαζικοί θάνατοι αναπόφευκτοι. Το ότι η πανδημική δυστοπία του Station Eleven ξεκινά από μια θεατρική παράσταση δεν είναι καθόλου τυχαίο, μιας και η βασική σύνδεση της ιστορίας με τον κόσμο μας έχει να κάνει με την ύπαρξη της τέχνης.
Για να το πούμε κι αλλιώς: Στην καθοριστική χολιγουντιανή ταινία για την ιστορία του Covid-19 που θα γίνει μια μέρα, κάπου στο ξεκίνημα θα είναι η ακύρωση της σεζόν του ΝΒΑ ή/και η ανακοίνωση πως κόλλησε τον ιό ο Τομ Χανκς. Αυτά τα γεγονότα που είναι σα να μας ξεπερνούν, συνήθως τα επεξεργαζόμαστε και τα κατανοούμε μέσα από το γνώριμο του entertainment και της διασημότητας.
Η εξέλιξη είναι εντελώς άμεση και οι επόμενοι μήνες και χρόνια μοιάζουν να περνάνε σε στιγμές. Ξαφνικά, ο κόσμος είναι διαλυμένος, ο πολιτισμός έχει καταρρεύσει, και στο βαθύ μέλλον δεκαετίες μετά, οι άνθρωποι που έχουν επιβιώσει προσπαθούν να ξαναχτίσουν την κοινωνία, να βρουν κάτι λειτουργικό σε αυτή τη νέα καθημερινότητα. «Αυτή θα είναι η ζωή μας τώρα». Σε αυτό τον κόσμο, ένα γκρουπ από επιζήσαντες έχει σχηματίσει μια περιοδεύουσα θεατρική ομάδα, γιατί φυσικά και η τέχνη, η μετάδοση ιστοριών και εμπειριών, θα ήταν ένα από τα πρώτα μας συλλογικά ένστικτα.
Στο κέντρο βρίσκεται η Κίρστεν, χαρακτήρας-κλειδί τόσο των όσων συμβαίνουν στο σήμερα όσο και των μελλούμενων. Παιδί-ηθοποιός στις πρώτες σκηνές της σειράς, παίζει Σαίξπηρ δίπλα στον διάσημο ηθοποιό που υποδύεται ο Μπερνάλ, και περιοδεύουσα ηθοποιός στην μετα-αποκαλυπτική μας ζωή στη συνέχεια (ερμηνευμένη πια από την Μακένζι Ντέιβις του Halt and Catch Fire και του San Junipero από το Black Mirror). Αυτό που ήταν να γίνει η Κρίστεν, αυτό κι έγινε- απλά σε ένα πλαίσιο και βάσει δεδομένων που ποτέ δε θα φανταζόταν.
Η αφήγηση σε δύο χρόνους (σε πολλαπλούς, στην πραγματικότητα, αλλά ας μην τα μπλέξουμε πολύ τα πράγματα) είναι μια αφηγηματική επιλογή που προέρχεται από το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η σειρά, αλλά ταυτόχρονα κι απόλυτα ταιριαστή στον τρόπο που λειτουργεί το μυαλό μας σε στιγμές κρίσεις, όπου πιάνουμε συχνά τον εαυτό μας σε απόσταση από την -σοκαριστική- πραγματικότητα. Όταν οι παρελθοντικές εμπειρίες μπλέκονται με το τωρινό βίωμα, την ώρα που το παρόν μοιάζει με κάτι σοκ αποστασιοποίησης. Σαν το παρελθόν να είναι αλήθεια και το σήμερα να είναι φαντασία.
Ο Γιάννης Σαχανίδης έγραφε για την έκδοση του Station Eleven στο PopCode πριν 5 χρόνια: «Τα πρώτα κεφάλαια του δυστοπικού μυθιστορήματος της Καναδής συγγραφέως κυλούν σε φρενήρη ρυθμό. Το ξέσπασμα της γρίπης κάνει τα πάντα να κινούνται σαν σε fast forward, η γλώσσα της Μαντέλ δεν είναι φλύαρη και ο τρόπος γραφής της είναι άμεσος, έτσι που η κατάρρευση του κόσμου είναι πραγματικά αγωνιώδης και φτάνει πριν καλά καλά το καταλάβει ο αναγνώστης». Στη συνέχεια όμως, τα πράγματα αλλάζουν, όπως συμβαίνει και στη σειρά: «Η συγγραφέας πατάει φρένο και η πλοκή σπάει συνεχώς. Η Μαντέλ παίζει με το χρόνο, γι’ αυτήν δεν υπάρχουν flashbacks και flash-forwards, τα κεφάλαια του βιβλίου κινούνται ελεύθερα μεταξύ διαφορετικών χρονικών σημείων και χαρακτήρων, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικά ένα μοναδικό κέντρο βάρους της ιστορίας. Κάθε χρονικό σημείο υπηρετεί τη μεγάλη εικόνα του μυθιστορήματος».
Έτσι συμβαίνει κι εδώ, με το επιπλέον στοιχείο της τηλεοπτικής συνέχειας. Η αφήγηση δηλαδή βρίσκει, σε κάθε ένα από τα τρία επεισόδια που διατέθηκαν στους κριτικούς, ένα χαλαρό συνδετικό δραματουργικό στοιχείο, και γύρω από αυτό μετακινείται στον χρόνο. Η σχέση δύο χαρακτήρων αναπτύσσεται όχι γραμμικά, αλλά σαν ζωγραφιά, ή σαν κάποιο κόμικ που ξεφυλλίζεις κοιτάζοντας καρέ. Κοιτάζοντας στο παρελθόν χρόνια πριν την πανδημία, στο μέλλον (ακόμα κι αν οι εν λόγω χαρακτήρες δεν είναι καν εκεί πια οι ίδιοι, αλλά κάποιο κληροδότημά τους ή κάποια ιδέα τους ακόμα ζει), αλλά και στην περίοδο της έξαρσης του ιού, πλέκονται όλα σε ένα στόρι παθιασμένο και συγχυσμένο σαν την ίδια μας την εμπειρία.
Δεν πηγάζουν μάλιστα όλες οι μετακινήσεις από την πλοκή ή από τον χαρακτήρα- συχνά, μοιάζουν σαν θολή εικόνα που βλέπεις πριν τρίψεις τα μάτια σου και δεις ξανά καθαρά. Χαρακτήρες βρίσκονται σε ένα σημείο και έξαφνα, στιγμιαία, κλέβουμε μια γρήγορη ματιά στο ίδιο σημείο στο μέλλον, σαν οράματα άγριας βλάστησης σε αστικά τοπία του σήμερα. Ακόμα και στατικές εικόνες μια χρονικής στιγμής μπορούν να μοιάζουν σε σιωπηλές συνεπαγωγές προς όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, όπως το επίμονο πλάνο ενός σούπερ μάρκετ με γεμάτα ράφια. Το πλάνο κρατά τόση ώρα που είναι σα να σε προκαλεί να ταξιδέψεις μόνο σου στο άμεσο μέλλον, όπου τα πάντα θα είναι άδεια, ρημαγμένα, στο γεμάτο πανικό έλεος της πανδημίας.
Φυσικά το να παρακολουθούμε μια τέτοια ιστορία (και δη Χριστουγεννιάτικη!) τη δεδομένη χρονική στιγμή μοιάζει παράλογο, αλλά ακόμα πιο παράλογη ήταν η εμπειρία των δημιουργών. Η σειρά ξεκίνησε να γυρίζεται τον Ιανουάριο του 2020 και είχαν μόλις ολοκληρωθεί τα δύο πρώτα επεισόδια όταν ξέσπασε η Covid πανδημία. Η παραγωγή συνεχίστηκε σχεδόν ένα χρόνο μετά, σε άλλη περιοχή, και ολοκληρώθηκε πριν λίγους μήνες.
«Οι θεματικές της σειράς αντηχούσαν καθώς προχωρούσαμε, πραγματικά μας έκανε να σκεφτούμε τι είναι σημαντικό στη ζωή, κι αυτό είναι τελικά που αφορά η σειρά», λέει ο παραγωγός και σκηνοθέτης της σειράς, Τζέρεμι Ποντέσουα (Game of Thrones, The Five Senses). «Αυτό που έχει σημασία είναι οι άλλοι άνθρωποι, οι άνθρωποι στη ζωή σου για τους οποίους νοιάζεσαι, η υγεία σου, και επίσης το να δημιουργείς τέχνη, κάτι που τελικά είναι αυτό που κάνουμε στο σόου. Αυτό μας έδωσε αληθινή αίσθηση σκοπού σε μια πολύ δύσκολη περίοδο». Ο Ποντέσουα μοιράζεται τα σκηνοθετικά καθήκοντα με τον Χίρο Μουράι, τον οποίο μάθαμε μέσα από την εκπληκτική δουλειά του στο Atlanta αλλά και άλλες συνεργασίες του με τον Ντόναλντ Γκλόβερ, όπως το σημαδιακό βίντεο για το This Is America.
Τα δύο επεισόδια του Μουράι πετυχαίνουν έναν ιδανικό τόνο μιας ονειρικής (όχι ολοκληρωτικά εφιαλτικής) υφής που περνώντας μέσα από μια βουβή διεργασία καταλήγει σε έναν τόνο όχι ακριβώς αισιόδοξο, αλλά τελοσπάντων με κάτι το χειροπιαστό ως προς το αύριο. Είναι κι αυτό μια μορφή αισιοδοξίας, υποθέτει κανείς. Η σειρά, συγγενική περισσότερο με τη δομή και την προσέγγιση του Leftovers (για το οποίο έγραφε κι ο showrunner του Station Eleven, Πάτρικ Σόμερβιλ) παρά κάποιου ωμού δυστοπικού θρίλερ, προσπερνά τα πρακτικά ερωτήματα, τα ζητήματα προέλευσης, τις μικρο-διαδικασίες αυτούσιας της κατάρρευσης του πολιτισμού, και ασχολείται με ευρύτερα ερωτήματα περί του πώς συνεχίζουμε, και προς τα πού, και τελικά γιατί.
Έχοντας περάσει μια αληθινή διαδικασία μεταδοτικού φονικού ιού, βιώνουμε μια περίεργη εμπειρία ως θεατές, όπου ένα κομμάτι όσων βλέπουμε μοιάζει αφόρητα αληθινό, κι ένα άλλο μοιάζει τελείως πλαστό.
Όχι πως απουσιάζουν οι στιγμές πανικού και τρόμου στο πρόσωπο του αδιανόητου: Μεγάλο μέρος του πρώτου επεισοδίου αφορά το πώς η Κίρστεν σώθηκε, χάρη στη βοήθεια του Τζιβάν (Χίμες Πατέλ, από το Yesterday), και το πώς το ένα άτομο χρειάστηκε το άλλο σε εκείνη τη στιγμή διάλυσης. Μετέπειτα επεισόδια επιστρέφουν σε εκείνο το διάστημα της έξαρσης της πανδημίας, από διαφορετικές οπτικές. Στιγμές, αξίζει να πούμε, που με τη σημερινή μας ματιά μοιάζουν σχεδόν παράλογη εμπειρία θέασης: Υπάρχει σκηνή που μια γιατρός μιλά σε μια αίθουσα γεμάτη παιδιά (των οποίων οι γονείς έχουν προσβληθεί από τον ιό) και βγαίνοντας στον διάδρομο βγάζει κατευθείαν τη μάσκα της, παρά το γεγονός πως έχει έντονο βήχα. Στη μισή διάρκεια του επεισοδίου θες να φωνάξεις στην οθόνη «γιατί δε φοράτε μάσκα!!!» ή «μην ακουμπάτε παντού στο μετρό!!».
Επιπλέον, η ιδέα του εν μια νυκτί ξεσπάσματος, μοιάζει πιο ακραία από ποτέ. Έχοντας περάσει μια αληθινή διαδικασία μεταδοτικού φονικού ιού, βιώνουμε μια περίεργη εμπειρία ως θεατές, όπου ένα κομμάτι όσων βλέπουμε μοιάζει αφόρητα αληθινό, κι ένα άλλο μοιάζει τελείως πλαστό. Είναι κάτι γραμμένο καθαρά ως sci-fi υπόθεση, αλλά τώρα το εξετάζουμε υπό ρεαλιστικούς όρους. Σα να ζούσαμε με τα άλιεν μαζί μας και ξαφνικά να είχαμε σημειώσεις και παρατηρήσεις για το τη συμπεριφορά τους, στην κατά τα άλλα sci-fi ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ.
Ακόμα κι αυτές οι λεπτομέρειες δίνουν κάτι το συναρπαστικό στο Station Eleven. Είναι μια πρωτόγνωρη θέαση για τα δεδομένα μας αυτή τη στιγμή, και καταφέρνει να διατηρεί το βλέμμα του αρκετά ευρύτερο από την ίδια την στιγμή του ξεσπάσματος του ιού και της κατάρρευσης του πολιτισμού. Μέσα από την αναγκαιότητα της τέχνης και της επικοινωνίας, αναζητά ένα κάποιο αύριο. Κι αυτό κάποιες φορές, μοιάζει και να αρκεί.