Η ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ “ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΘΕΙΣΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΥ” ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ
Για δύο χρόνια, έζησε στην Ελλάδα. Ήρθε για διακοπές και αγάπησε τον καιρό, τη θάλασσα, τα νησιά. Μέχρι να βρεθεί νεκρή.
Ο πιο πιστός φίλος της Γερτρούδης ήταν ένα παλιό τετράδιο. Τσακισμένο στις γωνίες του, με κιτρινισμένα φύλλα και μουτζούρες, μπορούσε σε αυτό να ανοίξει την καρδιά της και να εκμυστηρευθεί τις πιο ενδόμυχες σκέψεις της. Χωρίς να κριθεί, χωρίς να χαρακτηριστεί.
Ο δικοί της στην Αυστρία είχαν για εκείνη την εικόνα της «ανεξάρτητης» αλλά και «ασύδοτης» γυναίκας που δεν είχε φραγμούς. «Την ανεξαρτησία της όμως αυτή, την επλήρωσε δυστυχώς με τη ζωή της και μάλιστα κατά τον πλέον τραγικό τρόπο» θα πει ο αδελφός της. Οι φίλοι της στην Ελλάδα πάλι, μιλούσαν για ένα κορίτσι που ευχαριστιόταν την απλή συντροφιά και τη συζήτηση, για αυτό και συχνά η συμπεριφορά της παρεξηγούταν.
Το δικό της «πιστεύω» δεν θα το μοιραστεί με κανέναν, παρά μόνο με το ημερολόγιό της: «Οι Έλληνες είναι πολύ διαφορετικοί από τους δικούς μας. Μόλις γνωρίζουν μια κοπέλα ξένη της κάνουν τις πιο πρόστυχες προτάσεις. Δεν είναι καθόλου αισθηματικοί. Είναι υλισταί οι περισσότεροι που γνώρισα και γνώρισα πάρα πολλούς. Όλοι τους ζητούν σεξουαλικές σχέσεις. Σπανία θα συναντήσης άνδρα στην Ελλάδα που να είναι ευχαριστημένος να σ’ έχη κοντά του, να κουβεντιάζη μαζί σου, να χορεύη, χωρίς ποτέ να σου ζητήση και κάτι άλλο… Αυτό δηλαδή που θα έλθη μόνο του και όχι με τη βία».
Για δύο χρόνια, έζησε στην Ελλάδα. Ήρθε για διακοπές και αγάπησε τον καιρό, τη θάλασσα, τα νησιά. Η 24χρονη Αυστριακή στα μάτια του μέσου Έλληνα, θα έμοιαζε σωστό κόσμημα. Ψηλή -περίπου 1,80μ-, με γαλανά μάτια και πυρόξανθα μαλλιά. Πλάσμα εξωτικό σε μία χώρα καθ’ όλα μεσογειακή.
Οι αστυνομικοί από την πρώτη στιγμή βασίστηκαν σε αυτό το γεμάτο σκέψεις και ονόματα τετράδιο, για να μπορέσουν να λύσουν το μυστηριώδες τέλος της ζωής της. Μαζί με την αλληλογραφία της κοπέλας, ήταν το μοναδικό τους στοιχείο, αφού κανείς δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό για εκείνο το μοιραίο πρωινό, μερικές ημέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1966.
Χρειάστηκαν τρεις μέρες για να βρεθεί το άψυχο σώμα της στο ρετιρέ της οδού Μακεδονίας 35 στην Αθήνα, όπου διέμενε.
Μόνο η γυναίκα, που έμενε στο διαμέρισμα ακριβώς κάτω από τη Γερτρούδη, κατέθεσε ότι το πρωί της Τετάρτης είχε ακούσει φασαρία από τον πάνω όροφο και είχε βγει στο διάδρομο για να κάνει παρατήρηση. «Εκείνη την ώρα είδα κάποιον άγνωστο άνδρα ηλικίας περίπου 40 χρονών, να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες» υποστηρίζει.
Χρειάστηκαν τρεις μέρες για να βρεθεί το άψυχο σώμα της στο ρετιρέ της οδού Μακεδονίας 35 στην Αθήνα, όπου διέμενε. Ο Γερτρούδη, παιδαγωγός στο επάγγελμα, δεν είχε πάει στα προγραμματισμένα της μαθήματα, ούτε είχε επικοινωνήσει με τους γνωστούς της.
Έτσι, η θυρωρός της πολυκατοικίας αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το αντικλείδι της. Άνοιξε την πόρτα και σήκωσε δύο φακέλους με σημειώματα που η ίδια είχε γράψει εδώ και μέρες, περνώντας τους κάτω από την πόρτα για να τους βρει η 24χρονη κοπέλα όταν θα επέστρεφε σπίτι. Ήταν και οι δύο κλειστοί.
Οι αστυνομικοί που λίγο αργότερα έφτασαν στο σημείο, τράβηξαν το σεντόνι και αποκαλύφθηκε η 24χρονη Γερτρούδη, σε κατάσταση ακαμψίας.
Η ματιά της πλανήθηκε στη συνεχόμενη κρεβατοκάμαρα της άτυχης Αυστριακής. Και πάγωσε. Στο πάτωμα, κάτω από ένα σεντόνι, διέκρινε ένα ανθρώπινο κορμί, ενώ γύρω του επικρατούσε ασυνήθιστη ακαταστασία. Τσάντες, βαλίτσες και ντουλάπια, όλα ανοιγμένα και το περιεχόμενό τους σκορπισμένα παντού. Το πορτοφόλι της ήταν πεταμένο σε μία άκρη, χωρίς το περιεχόμενο του.
Αμέσως έβαλε τις φωνές: «Τη σκότωσαν, βοήθεια!». Οι αστυνομικοί που λίγο αργότερα έφτασαν στο σημείο, τράβηξαν το σεντόνι και αποκαλύφθηκε η 24χρονη Γερτρούδη, σε κατάσταση ακαμψίας. Το μπέιμπι ντολ που φορούσε, ήταν σηκωμένο και ανοιγμένο, αποκαλύπτοντας σημεία του σώματος της. Γύρω από το λαιμό της ήταν ακόμη περασμένο το κομμένο από ένα πορτατίφ καλώδιο, δεμένο σε σφικτό κόμπο.
Ήταν εμφανές πως είχε προηγηθεί μάχη. Η ιατροδικαστική έκθεση έδειξε ότι η κοπέλα ήταν νεκρή τουλάχιστον 48 ώρες, ενώ έφερε τραύματα και εκχυμώσεις στα ούλα, στο άνω χείλος, στο δεξί μάτι, στο θώρακα και σε άλλα σημεί. Επρόκειτο για στραγγαλισμό «επιτευχθέντος μετά πρωτοφανούς μανίας».
Η αστυνομία βασιζόμενη στα αποτελέσματα του πορίσματος, θεώρησε ότι ο δολοφόνος πρέπει να ήταν χειροδύναμος και κατέβαλε προσπάθειες να κρατήσει κλειστό το στόμα της κοπέλας, τοποθετώντας την παλάμη του στο στόμα της.
Κι όμως, 55 χρόνια μετά, ο δράστης αυτής της άγριας δολοφονίας παραμένει ασύλληπτος και η δολοφονία της «στραγγαλισθείσας παιδαγωγού» ανεξιχνίαστη…
Τα σενάρια, οι ύποπτοι και τα λάθη
Τρεις ήταν οι βασικές εκδοχές στις οποίες είχαν καταλήξει οι αρχές. Πρώτον, επρόκειτο για έγκλημα πάθους, αφού η νεαρή βρέθηκε φορώντας ελάχιστα ρούχα. Δεύτερον, ο δράστης είχε σαν στόχο να μπει στο σπίτι και να κλέψει τις οικονομίες της 24χρονης., αφού έλειπαν 15.000 δραχμές. Αν όμως ήταν έτσι, θα έπρεπε να είχε ψάξει και στο μπάνιο, το μοναδικό άλλο δωμάτιο του ρετιρέ. Αντ’ αυτού εκεί όλα ήταν στη θέση τους, ανάμεσά τους και τα δύο χρυσά βραχιόλια του θύματος και το χρυσό του ρολόι. Τρίτον, ο δολοφόνος ήταν ένας από τους ουκ ολίγους φίλους και γνωστούς της Γερτρούδης, ο οποίος τη σκότωσε ενδεχομένως σε μία έκρηξη ζήλειας.
Από τα ανακριτικά γραφεία πέρασαν μαθητές της κοπέλας και δύο άτομα που είχαν διασκεδάσει παρέα στο κέντρο της Πλάκας, το βράδυ πριν τη δολοφονία. Αργότερα, στο σπίτι της, εκτός από το ημερολόγιο, εντοπίστηκε και η αλληλογραφία της, βάζοντας νέα πρόσωπα στο τραπέζι των ερευνών.
Κι όμως, σύμφωνα με δημοσιεύματα, επειδή αρκετά από τα ονόματα αυτά ήταν παντρεμένοι άντρες, «οι περισσότεροι φίλοι της ούτε καν ενοχλήθηκαν από την αστυνομία και να μην διαταραχθεί οικογενειακή τους αρμονία»…
Από τους δεκάδες υπόπτους, η αστυνομία στόχευσε τελικά σε δύο. Έναν Αφρικανό, με τον οποίο διατηρούσε σχέσεις και έναν Κύπριο φοιτητή. Για τον πρώτο, αποδείχθηκε ότι η πληροφορία ήταν λανθασμένη, αν και πρώτα είχαν στοχοποιηθεί Αφρικανοί φοιτητές.
Όταν έφθασαν στην Αθήνα, φιλονίκησαν και τον απείλησε ότι θα τον εγκατέλειπε εάν συνέχιζε τις σκηνές ζηλοτυπίας.
Όσο για το φοιτητή, οι πληροφορίες έλεγαν ότι οι δυο τους είχαν ερωτικές σχέσεις για τουλάχιστον ένα χρόνο και ότι εκείνος ήταν ζηλόφθονος. Εκείνο το καλοκαίρι, είχαν πάει στη Μύκονο, όπου η κοπέλα είχε γνωρίσει έναν Γερμανό ζωγράφο, με τον οποίο και έκανε παρέα. Το αποτέλεσμα ήταν να δυσαρεστηθεί ο Κύπριος και να την εγκαταλείψει όμως, ύστερα από λίγες μέρες τα ξανάφτιαξαν και έφυγαν για την Σαντορίνη. Μία αντίστοιχη κατάσταση φαίνεται να επικράτησε και εκεί κι έτσι εκείνος την πήρε και έφυγαν.
Θα πει μία Γερμανίδα φίλη της: «Όταν έφθασαν στην Αθήνα, φιλονίκησαν και τον απείλησε ότι θα τον εγκατέλειπε εάν συνέχιζε τις σκηνές ζηλοτυπίας. «Να μάθης, του έλεγε, να ζης δίπλα μου όπως εγώ θέλω. Να ανέχεσαι και μια γνωριμία μου. Εσύ δεν μπορείς να επηρεάσης τις δικές μου σχέσεις».» Ο Κύπριος την αγαπούσε και την ήθελε αποκλειστικά δική του: «Δεν εννοούσε να μοιραστεί με άλλον ούτε το χαμόγελο της. Η ζήλεια του ήταν παθολογική».
Ο ηδονοβλεψίας
Λίγο πριν η υπόθεση «παγώσει» και η υπόθεση χαρακτηριστεί ανεξιχνίαστη, ήρθε η κατάθεση ενός άλλου φίλου της Γερτρούδης, η οποία προκάλεσε μία νέα εκδοχή: αυτή του «ανώμαλου ψυχοπαθή τύπου».
«Έχω πάει τρεις ή τέσσερις φορές στο διαμέρισμα της νέας που στραγγαλίστηκε. Έβρισκα πάντοτε γυμνή ή σχεδόν γυμνή την Τούντη -έτσι ήθελε να λέμε χαϊδευτικά το όνομα της. Ένα βράδυ ενώ την αγκάλιασα την είδα να χλομιάζει και να ανοίγει διάπλατα τα πελώρια γαλάζια μάτια της γεμάτα πανικό. Ακολούθησα το βλέμμα της που ήτανε προς το μισάνοιχτο προς την ταράτσα παράθυρο της βεράντας. Είδα ένα σκούρο πρόσωπο και δύο μάτια που λάμπανε παράξενα. Όταν μας είδε ότι αντιληφθήκαμε την παρουσία του, εξαφανίστηκε. Όταν βγήκα στην ταράτσα δεν υπήρχε κανείς. Εκείνο το βράδυ Τούντη μου αποκάλυψε ότι αυτός ο άγνωστος είχε κάνει πολλές φορές την εμφάνιση του στο παράθυρο της βεράντας. «Με ενοχλεί μου είπε και με τρομάζει.» Δεν ξέρω αν αυτός ο τύπος έχει σχέση με το έγκλημα, Αλλά εκείνη τον φοβότανε».