Ο Αμερικανός που σώζει την παραδοσιακή μας μουσική μέσω White Stripes
Η δισκογραφική Third Man Records, η οποία ανήκει στον Jack White, κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες συλλογή Ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Το news 247 μίλησε με τον βραβευμένο με Grammy, Christopher King, που ανέλαβε το όλο project. Ακούστε σπάνιες ηχογραφήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά στα χρονικά (Ηχητικά ντοκουμέντα)
- 29 Φεβρουαρίου 2016 08:45
Ένας βραβευμένος Αμερικανός ιστορικός μουσικής, 28 ακυκλοφόρητα παραδοσιακά ηπειρώτικα και όχι μόνο, κομμάτια, η κουλτούρα των Βαλκανίων, η μοντέρνα ελληνική τραγουδοποιία και οι… White Stripes. Το πώς συνδέονται τα παραπάνω, θα το διαβάσετε στις παρακάτω γραμμές.
Πριν λίγες ημέρες έλαβα ένα mail από φίλο που μου παρουσίαζε μια πολύ ιδιαίτερη μουσική συλλογή. Διάβασα τον τίτλο της και αυτομάτως ενεργοποιήθηκε το ενδιαφέρον μου. “Why the mountains are black – Primeval Greek Village Music: 1907 – 1960”.
Το “Why The Mountains Are Black” είναι μια διπλή συλλογή, “ανοιχτόμυαλη και αφροδισιακή, απευθείας από την αγροτική ενδοχώρα της ηπειρωτικής Ελλάδας και των ελληνικών νησιών”, όπως αυτοπροσδιορίζεται. Η δισκογραφική που ανέλαβε την κυκλοφορία, είναι η Third Man Records του Jack White που μεταξύ άλλων, έχει συνδέσει το όνομα και τη φήμη του με τους White Stripes οι οποίοι δεν είναι ενεργοί πια (σε αντίθεση με τον Jack φυσικά).
Η συλλογή συμπεριλαμβάνει 28 ακυκλοφόρητα μέχρι τώρα τραγούδια “village music”, που έχουν ηχογραφηθεί σε Ελλάδα, Νέα Υόρκη και Σικάγο, και δημιουργήθηκε με οδηγό την προσωπική συλλογή με σπάνιους δίσκους 78 στροφών του παραγωγού Christopher King, ο οποίος επιμελήθηκε το trackist και ανέλαβε το remastering. Το εξώφυλλο είναι σχέδιο του σκιτσογράφου Robert Crumb.
Βάλτε ένα ποτήρι ρακή και πατήστε Play. Ρεθυμνιώτικη σούστα σε μια εκπληκτική εκτέλεση:
Δείγμα Καλαματιανού, όπως δεν τον έχετε ακούσει ποτέ ξανά:
Όπως αναφέρεται στο site της εταιρείας, ο King επέλεξε ηχογραφήσεις από την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά, από την περίοδο 1907-1960, ή αλλιώς το “άλφα και το ωμέγα της ελληνικής δημοτικής μουσικής, δείγματα χορευτικής μουσικής, που αυξάνουν τη λίμπιντο και διευρύνουν το μυαλό”.
Ο βραβευμένος με Grammy Christopher King, στο news 247:
Ψάχνοντας παραπάνω στοιχεία για την κυκλοφορία-ορόσημο για την παραδοσιακή μας μουσική, μίλησα με τον ίδιο τον Christopher King. Ο βραβευμένος με Grammy, ιστορικός της μουσικής, χαρακτηρίζει τη συλλογή των σπάνιων τραγουδιών ως “αρχέγονη, free jazz, doom folk, αιθέρια και υπερβατική”.
“Οι περισσότεροι δίσκοι 78 στροφών που έχω στη συλλογή μου αποκτήθηκαν κατά τις επισκέψεις μου στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη. Κάποιους τους βρήκα στην Αμερική. Τους περισσότερους τους αγόρασα από άλλους συλλέκτες ή τους αντάλλαξα. Λίγα “78αρια”, τα βρήκα στο εμπόριο σε Αθήνα και Αμερική”, λέει ο King.
“Ξεκίνησα να συλλέγω από τα 13 μου. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος μουσικής, έπαιζε μουσική και ήταν και ο ίδιος συλλέκτης. Έτσι, ήταν φυσικό να ακολουθήσω τα βήματα του”, προσθέτει.
Τον ρωτάω γιατί επικεντρώθηκε στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. “Εδώ και έξι χρόνια ασχολούμαι με την ελληνική παραδοσιακή μουσική και ιδίως με τα ηπειρώτικα. Όλα άρχισαν όταν πήγα στην Κωνσταντινούπολη σε ένα από τα ταξίδια μου και βρήκα έναν σωρό από ηπειρώτικα δισκάκια 78 στροφών που ήταν στο ίδιο σημείο με δίσκους παραδοσιακής αλβανικής μουσικής από τις νότιες περιοχές της χώρας. Ανάμεσα σε αυτά τα δισκάκια ήταν και ένα βινύλιο του Κίτσου Χαρισιάδη, που είναι ο “νονός” της ηπειρωτικής παραδοσιακής μουσικής, ο “νονός” του κλαρίνου. Αγόρασα αυτά τα άλμπουμ και τα πήρα πίσω στις ΗΠΑ. Με το που άρχισα να τα ακούω, με υπνώτισαν, με “άρπαξαν” κατ’ ευθείαν. Με γοήτευσε αυτή η μουσική με έναν τρόπο πνευματικό, προκαλώντας μου ταυτόχρονα και χαρά και λύπη. Με έκανε να θέλω να μάθω περισσότερα για αυτό το είδος, να καταλάβω γιατί έγραψαν αυτά τα κομμάτια με αυτόν τον τρόπο. Ήθελα να αποκτήσω όσο το δυνατόν περισσότερους δίσκους παραδοσιακής ηπειρωτικής μουσικής. Προσπαθούσα να μάθω την ιστορία και να καταλάβω την κουλτούρα πίσω από αυτό το ιδίωμα. Απέκτησα μια εμμονή με αυτή τη μουσική εξαιτίας της επίδρασης της πάνω μου”.
Πώς θα περιέγραφε τη συγκεκριμένη συλλογή;
“Είναι μια μεγάλη και βαθιά επισκόπηση των απαρχών της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, από την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά της χώρας σας. Κάθε κομμάτι θα μπορούσα να το περιγράψω σαν μια ανθρώπινη έκφραση της μουσικής δημιουργίας που λειτουργεί σαν γιατρικό. Είναι αγνή, ανθρώπινη μουσική, έτσι ακριβώς όπως πρέπει να είναι η μουσική από τη φύση της”.
Ποια είναι όμως η ιδιαιτερότητα της μουσικής της Ηπείρου; Γιατί τη θεωρεί “μοναδική”;
“Γιατί πολύ απλά αντανακλά τα πιο βαθιά αισθήματα, τη συγκίνηση. Η μουσική αυτή παίζεται με συναίσθημα και απαλύνει την ψυχή. Γι’ αυτό προορίζεται. Ποτέ δεν άκουσα πιο “βαθιά” μουσική από αυτή που παίζεται στο Κεντρικό Ζαγόρι. Αυτά τα τραγούδια αγκαλιάζουν το μυαλό και το σώμα μαζί. Η μουσική της Ηπείρου ξεδιπλώνει όλο τον πόνο και το κακό, την οδύνη που έφερε η ζωή. Νομίζω ότι όλο αυτό προέρχεται από τα βουνά της περιοχής, από την απομόνωση και την ιστορία του τόπου. Είναι μοναδική αυτή η μουσική”.
“Καμία μουσική δεν είναι καθαρή”
Η επόμενη ερώτηση έχει να κάνει με το αν υπάρχουν ομοιότητες με παραδοσιακές μουσικές που έρχονται από άλλα γειτονικά μας κράτη.
“Φυσικά. Πολλοί “δρόμοι” είναι όμοιοι. Βλέπεις ομοιότητες στην ελληνική παράδοση με αντίστοιχες μουσικές που έρχονται από την Τουρκία, τον αραβικό κόσμο και τη Συρία. Αυτό οφείλεται σε κοινές μουσικές διδαχές και τεχνοτροπίες που υπήρχαν σε όλα αυτά τα μέρη πριν την έλευση του Χριστιανισμού και του Ισλάμ. Βλέπεις κοινούς ρυθμούς στη Μέση Ανατολή και στα Νότια Βαλκάνια. Υπάρχουν ομοιότητες στην γενικότερη αίσθηση, στον ρυθμό, το tempo, ενώ εντοπίζονται μεταγενέστερες, σλαβικές κυρίως επιρροές, δεδομένου ότι οι Σλάβοι μετανάστευσαν στην Ελλάδα τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Τίποτα δεν είναι πραγματικά καθαρό, ιδιαίτερα στη μουσική. Δανείζεται όπου χρειάζεται να δανειστεί”.
Ελληνική, αλβανική και βαλκανική μουσική. Υπάρχουν λοιπόν κοινές “ρίζες”;
“Ναι, φυσικά. Προέρχονται από την ίδια πηγή, σαν ένας ποταμός που παρέχει νερό για όλα τα εδάφη γύρω του. 1500 χρόνια πριν, οι ρυθμοί, η προσέγγιση, ο τρόπος που έπαιζαν, ήταν κοινοί. Ήταν πολύ κοντά. Σαν να έρχονταν όλοι αυτοί οι ρυθμοί από μια αρχέγονη πηγή. Φαντάζομαι πως οι βαθύτερες ρίζες εντοπίζονται στην Αίγυπτο, στην Ινδία, ή και στις δύο αυτές χώρες”.
Ομοιότητες της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής και της μοντέρνας λαϊκής μουσικής, όπως παίζεται σήμερα, υπάρχουν;
“Όχι, δεν βρίσκω ομοιότητες. Η σύγχρονη μουσική δεν έχει ψυχή. Δεν έχει αυτό το βάθος. Η παλιά ελληνική μουσική προέρχεται όπως σας είπα από τον πόνο. Ο πόνος είναι η ρίζα. Η βαριά ιστορία και το ακαταμάχητο πνεύμα των Ελλήνων. Η σύγχρονη μουσική είναι σαν να τρως φαγητό που απλά σε παχαίνει, που σου δίνει έξτρα θερμίδες. Δεν περιέχει καμία “θρεπτική αξία” για το πνεύμα. Οι παλιοί οργανοπαίκτες ήταν δεξιοτέχνες και έμπειροι, αλλά έπαιζαν για τους χωρικούς, για το κοινό τους, όχι για τη δισκογραφική τους. Είχαν ένα αίσθημα ατομικής ευθύνης μέσα από αυτό που έπρατταν. Οι Έλληνες οργανοπαίκτες παραδοσιακής μουσικής δεν ήταν απλά θαυμάσιοι, δεν ήταν απλά παραδείγματα ζωής. Ήταν οι ίδιοι ζωή”.
Ρεμπέτικο και μπλουζ του Δέλτα
Η επόμενη ερώτηση έχει να κάνει με τις ομοιότητες του “δικού” μας ρεμπέτικου, και των μπλουζ του Αμερικανικού Νότου, όπως παιζόταν αρχικά από τους μαύρους.
“Μου αρέσει πάρα πολύ το ελληνικό ρεμπέτικο και ιδίως εκείνο του Πειραιά. Το στυλ του Βαμβακάρη, του Γιώργου Μπάτη, ο τρόπος που έπαιζε ο Ανέστος Δελιάς. Πράγματι, η όλη αίσθηση που αντηχεί το ρεμπέτικο μοιάζει με τα λεγόμενα “μπλουζ του Δέλτα”, σαν εκείνα που έπαιζαν οι Charley Patton, Son House, Skip James, και Robert Johnson”.
Τέλος, ρωτάω τον Christopher King, τί ετοιμάζει για το επόμενο διάστημα.
“Επικεντρώνομαι στο να γράψω ένα βιβλίο για τη μουσική της Ηπείρου για λογαριασμό της νεοϋορκέζικης W.W. Norton & Company. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εκδοτική εταιρεία στις ΗΠΑ. Θα εκδοθεί του χρόνου και αποτελεί μια καταγραφή της μουσικής παράδοσης της περιοχής μέσα από τα μάτια ενός συλλέκτη δίσκων 78 στροφών. Επίσης, ετοιμάζω μια συλλογή που κι αυτή θα κυκλοφορήσει του χρόνου για το έργο του Κίτσου Χαρισιάδη*, που ήταν αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο κλαρίνο της Ηπείρου. Μετά από αυτά, θα ετοιμάσω μια ακόμη συλλογή που θα εστιάζει στη Μικρά Ασία και θα περιέχει έργα Ελλήνων, Τούρκων και Αρμενίων. Μέσα στα επόμενα χρόνια θα κυκλοφορήσω τέσσερις συλλογές για την ελληνική μουσική. Και φυσικά, σε κάθε ευκαιρία θα επισκέπτομαι την Ήπειρο για περισσότερη έρευνα, για γράψιμο και για το τσίπουρο της!”.
* Ο Κίτσος Χαρισιάδης ήταν διάσημος Ηπειρώτης λαϊκός οργανοπαίκτης (κλαριντζής) που όσο ζούσε, είχε τη φήμη του καλύτερου ηπειρώτικου κλαρίνου. Γεννήθηκε γύρω στο 1885 στη Ζαραβίνα (Λίμνη) από πατέρα σιδερά. Στην αρχή έπαιζε φλογέρα και μετά πήρε στα χέρια του το κλαρίνο. Πήγε στη Ζίτσα και μαθήτευσε στον ονομαστό Θαν. Γιαννόπουλο, που έπαιζε με μπρούτζινο κλαρίνο. Το 1912 παντρεύτηκε στη Βελτσίτσα (Κληματιά) και εγκαταστάθηκε εκεί. Έργο του περιλαμβάνεται και στον δίσκο: “Μουσική της Ηπείρου, Vol. 2: 1926-37” (1999). Ο γιος του Γιάννης Χαρισιάδης έγινε κι αυτός αξιόλογος κλαριντζής και έπαιζε μαζί με τον πατέρα του. Υπήρξε δάσκαλος και του Πέτρου Λούκα Χαλκιά.