Μηχανή του Χρόνου: Πάμπλο Εσκομπάρ, ο ‘βαρώνος της κοκαΐνης’ που ήθελε να χτίσει αρχαιοελληνικό ναό
Η αγάπη του Πάμπλο Εκσομπάρ για την Αρχαία Ελλάδα.. Έγινε βουλευτής, έκανε δωρεές και εκτελούσε όσους του έφερναν αντίρρηση και ήθελε να αποπληρώσει το χρέος της Κολομβίας
- 02 Δεκεμβρίου 2016 09:13
Από τη Μηχανή του Χρόνου:
Ο Πάμπλο Εμίλιο Εσκομπάρ Γκαβιρία γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1949 στο Ριονέγρο, ένα φτωχικό προάστιο του Μεντεγίν της Κολομβίας. Ο πατέρας του ήταν αγρότης και η μητέρα του, Εμίλδα, δασκάλα. Η Εμίλδα παραπονιόταν πολύ συχνά για την έλλειψη χρημάτων και τις κακουχίες της οικογένειας και ο Πάμπλο με την αθωότητα του 5χρονου, την καθησύχαζε πως «όταν μεγαλώσει, θα της δώσει τα πάντα». Όταν ο Πάμπλο και ο αδερφός του Ρομπέρτο, αποβλήθηκαν από το σχολείο επειδή δεν είχαν λεφτά να αγοράσουν παπούτσια και κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Η ανάγκη να εξασφαλίσει άμεσα χρήματα για τον ίδιο και την οικογένειά του σύντομα τον οδήγησαν στην παρανομία.
Ο νεαρός Πάμπλο μαζί με τον αδερφό του ξεκίνησαν να κλέβουν ταφόπλακες, που τις έδιναν σε μαυραγορίτες από τον Παναμά, πουλούσαν λαθραία τσιγάρα και ψεύτικα εισιτήρια για τη λοταρία, ενώ μαζί με τη συμμορία που είχαν δημιουργήσει, έκλεβαν και αυτοκίνητα. Το αγαπημένο τραγούδι του Πάμπλο είχε τίτλο «Si yo fuera rico» (‘Αν ήμουν πλούσιος) μια και από μικρός ήθελε να αποκτήσει δύναμη και επιρροή. Έλεγε σε συγγενείς και φίλους ότι ήθελε να γίνει πρωθυπουργός της Κολομβίας. Μπορεί να μην έγινε τελικά, αλλά ο Εσκομπάρ εξελίχθηκε σε έναν από τους πλουσιότερους Κολομβιανούς, με τεράστια δύναμη, που δωροδοκούσε και έλεγχε σχεδόν όλα τα μέλη των κυβερνήσεων της χώρας του. Τα μικροεγκλήματα δεν ήταν αρκετά για να χρηματοδοτήσουν τις φιλοδοξίες του Εσκομπάρ. Τα ναρκωτικά όμως ήταν.
Το Καρτέλ του Μεντεγίν περνά στα χέρια του και ελέγχει τη διακίνηση κόκας σε όλη την Αμερική
Τη δεκαετία του ‘70,ο Εσκομπάρ, με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως κάνναβης, είχε καταφέρει να δημιουργήσει όνομα στον υπόκοσμο της Κολομβίας. Καθώς οι απαιτήσεις συνεχώς αυξάνονταν, ο Εσκομπάρ με τον Ρομπέρτο συνεργάστηκαν με άλλες συμμορίες της πόλης τους και μαζί έφτιαξαν το καρτέλ του Μεντεγίν. Τα πράγματα άλλαξαν όμως, όταν ο έμπορος ναρκωτικών Φάμπιο Ρεστρέπο δολοφονήθηκε και ο Πάμπλο έγινε επικεφαλής του καρτέλ το 1975. Παρά τις υποψίες ότι ο ίδιος ο Εσκομπάρ σχεδίασε τη δολοφονία του Ρεστρέπο, κατάφερε μέσα σε δύο δεκαετίες να φτιάξει μια αυτοκρατορία και να ελέγχει το 80% του συνόλου της κοκαΐνης που μεταφερόταν στην Αμερική. Το καρτέλ έπαιρνε φύλλα κόκας από τη Βολιβία και το Περού, καθώς η ποιότητα ήταν καλύτερη από αυτών της Κολομβίας, τα επεξεργαζόταν στην πατρίδα του και τα έστελνε στις αγορές της νότιας και κεντρικής Αμερικής.
Η «ιπτάμενη» κοκαΐνη και η μεταφορά ακόμα και με τηλεκατευθυνόμενα υποβρύχια
Ο Εσκομπάρ ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά και τη διανομή της κοκαΐνης. Δημιουργικός και απρόβλεπτος, πάντα έβρισκε τρόπο να μεταφέρει την κοκαΐνη από την Κολομβία. Στην αρχή μετέφερε μικρές ποσότητες μέσα στις ρόδες των αεροπλάνων ή σε μικρές επιβατικές πτήσεις. Όταν η δύναμη του έφτασε στο ζενίθ, στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ο Εσκομπάρ γέμιζε ολόκληρα αεροπλάνα με κοκαΐνη που ανενόχλητα έφταναν στις ΗΠΑ. Η ζήτηση ολοένα και αυξανόταν και ο Εσκομπάρ διακινούσε κοκαΐνη ακόμα και με τηλεκατευθυνόμενα υποβρύχια.
Διέγραφε το 10% των χρημάτων του ετησίως γιατί μούχλιαζαν ή τα έτρωγαν τα ποντίκια
Η ποσότητα που διακινούσε η εγκληματική οργάνωση του Εσκομπάρ έφτανε τους 80 τόνους τον μήνα. Κάθε πτήση ήταν ικανή να μεταφέρει ακόμη και 11 τόνους και η εισροή κεφαλαίων ήταν αδιανόητη. Σύμφωνα με τον Ρομπέρτο, επικεφαλής «λογιστή» του καρτέλ, κάθε μήνα σπαταλούσαν περισσότερα από 2.500 δολάρια σε λάστιχα για να συλλεχθούν και να τακτοποιηθούν τα χρήματα, ενώ κάθε χρόνο διέγραφαν το 10% του συνολικού ποσού που κέρδιζαν είτε γιατί τα χρήματα μούχλιαζαν από την υγρασία είτε επειδή τα έτρωγαν ποντικοί. Για να ξεπλύνει τα χρήματα των ναρκωτικών, το καρτέλ έλεγχε μεγάλη μερίδα από διεφθαρμένους εργαζόμενους σε υψηλές θέσεις, όπως τραπεζίτες, δικηγόρους, αλλά και πολυμελείς οικογένειες με επιρροή στην υψηλή κοινωνία. Το 1976, ο Εσκομπάρ και μερικοί από τους άνδρες του συνελήφθησαν στα σύνορα του Εκουαδόρ για κατοχή κοκαΐνης. Η ποσότητα ξεπερνούσε τα 15 κιλά – κάτι που, σε άλλη περίπτωση, θα σήμαινε το τέλος για κάποιον έμπορο ναρκωτικών. Ο Εσκομπάρ όμως δεν δικάστηκε ποτέ. Τουλάχιστον εννέα δικαστές αρνήθηκαν να ασχοληθούν με την υπόθεσή του, ενώ λίγο καιρό αργότερα, δύο από τους αστυνομικούς που συνέλαβαν τον Εσκομπάρ πέθαναν μυστηριωδώς.
Το πολυτελές ράντζο με τις ταυρομαχίες και τον ζωολογικό κήπο. Τα σχέδια για αρχαιοελληνικό ναό
Το 1978 ο Πάμπλο Εσκομπάρ έφτιαξε ράντσο 20 τετραγωνικών χιλιομέτρων και το ονόμασε Hacienda Napoles. Ήταν ο προσωπικός παράδεισός του, το σύμβολο όλων όσα είχε «κατορθώσει» με το καρτέλ. Το ράντσο περιλάμβανε ό,τι μπορούσε να βάλει ο νους του «βασιλιά της κοκαΐνης». Διέθετε από γήπεδα γκολφ, πισίνες και λίμνες μέχρι αρένες ταυρομαχιών και ζωολογικό κήπο που φιλοξενούσε πάνω από 1.900 διαφορετικά είδη ζώων. Πάνω από την είσοδο του ράντσου δέσποζε το πρώτο αεροπλάνο που μετέφερε κοκαΐνη από την Κολομβία στις ΗΠΑ, ενώ στα σχέδια του Εσκομπάρ ήταν να χτίσει αρχαιοελληνικό ναό, καθώς ήταν λάτρης της ελληνικής μυθολογίας. Σταδιακά, ο Εσκομπάρ αποσύρθηκε από την ενεργό δράση και δεν εμπλεκόταν άμεσα με την διακίνηση της κοκαΐνης. Επέβαλε ωστόσο ένα είδος φόρου στους έμπορους ναρκωτικών που δρούσαν στην περιοχή και επικεντρώθηκε στο να βρει μια λύση, ώστε να ακυρωθεί η συμφωνία μεταξύ Κολομβίας και ΗΠΑ που επέτρεπε την έκδοση κρατουμένων στην Αμερική. Εκείνη περίπου την περίοδο, τα μέλη της οικογένειάς του που δεν γνώριζαν τις βρώμικες δουλειές του άρχισαν να αναρωτιούνται από πού έβρισκε τόσα πολλά χρήματα.
Ο έμπορος ναρκωτικών που έγινε βουλευτής και ευεργέτης των φτωχών
Το 1976 είχε παντρευτεί την μικρότερη αδερφή του καλύτερου του φίλου, Μαρία Βικτόρια Ενάο Βεγιέχο που τότε ήταν 15 ετών. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, τον Χουάν Πάμπλο και την Μανουέλα. Παρόλο που ο Εσκομπάρ φημιζόταν για τις πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις, σαν πατέρας ήταν πολύ προστατευτικός. Το 1982 εκλέχθηκε αναπληρωτής εκπρόσωπος στη Βουλή των Αντιπροσώπων του Κογκρέσου της Κολομβίας ως μέλος του Φιλελεύθερου Κόμματος.
Ο κολομβιανός μεγαλέμπορος δεν ξέχασε την πόλη του Μεντεγίν και τους ανθρώπους που τον στήριξαν όταν οι οικονομικές δυσκολίες βάραιναν απειλητικά την οικογένειά του και τους ενίσχυσε οικονομικά. Αγόρασε μεγάλες εκτάσεις και έχτισε κατοικίες για να μένουν αφιλοκερδώς άποροι και άστεγοι. Έφτιαξε σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες και μεγάλους χώρους πράσινου, ενώ υπήρξε και ο μεγαλύτερος χρηματοδότης της ομάδας ποδοσφαίρου του Μεντεγίν Atlético Nacional. Τα τεράστια κεφάλαια που έδινε για την ενίσχυση της κολομβιανής οικονομίας μαζί με την εικόνα ενός καλού οικογενειάρχη, είχαν ως αποτέλεσμα μερίδα του λαού να τον λατρεύει τον Εσκομπάρ. Αποκορύφωμα αποτέλεσε η δήλωση του Εσκομπάρ πως ήταν διατεθειμένος να αποπληρώσει το χρέος της Κολομβίας που άγγιζε τη δεκαετία του 1980 τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Μπορεί ο μακροχρόνια ταλαιπωρημένος λαός της Κολομβίας να πίστεψε τις προθέσεις του Εσκομπάρ, ωστόσο τα στοιχεία εκείνης της περιόδου μαρτυρούν ότι η Κολομβία στα μέσα του 1980 είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης.
Η ανέλιξη του Εσκομπάρ στην πολιτική του έδωσε ακόμη μεγαλύτερη δύναμη. Έκανε τα πάντα για να περάσει αυτό που εκείνος ήθελε. «Plata o plomo» ονομάστηκε ο τρόπος που δρούσε Στην αρχή επιχειρούσε να δωροδοκήσει όποιον του στεκόταν εμπόδιο. Ο Εσκομπάρ προσέφερε plata, δηλαδή ασήμι και εξαγόραζε ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού συστήματος της χώρας. Δικαστές, δικηγόροι, αστυνομικοί και πολιτικά στελέχη ήταν πιόνια του Εσκομπάρ. Αυτοί που δεν συμμορφώνονταν και δεν δωροδοκούνταν αντιμετωπίζονταν με plomo, με μόλυβδο που παρέπεμπε στις μολύβδινες σφαίρες, δηλαδή στη δολοφονία των πολιτικών του αντιπάλων.
Πολιτική σύγκρουση και αιματηρά αντίποινα με απαγωγές και δολοφονίες
Η παράνομη δράση του Εσκομπάρ ενόχλησε πολιτικά στελέχη του κόμματος του οποίου ήταν μέλος. Κατήγγειλαν τον ναρκέμπορο και διαγράφηκε από το κόμμα. Τα αντίποινα που ξέσπασαν ήταν βίαια. Το 1989 ο υποψήφιος πρόεδρος Λουίς Κάρλος Γκαλάν βρέθηκε δολοφονημένος. Η πολιτική ατζέντα του, μεταξύ άλλων, περιείχε μια σειρά από αυστηρά μέτρα κατά των καρτέλ και της διακίνησης των ναρκωτικών. Μοναδικός ύποπτος θεωρήθηκε ο Εσκομπάρ και η εικόνα του πλούσιου που βοηθά τους φτωχούς γκρεμίστηκε μονομιάς. Ο Εσκομπάρ δεν φοβήθηκε να πολεμήσει ανοιχτά την κυβέρνηση και μια αιματηρή περίοδος ξεκίνησε για την Κολομβία.
Η εγκληματικότητα άγγιξε κόκκινο με απαγωγές, μαζικές επιθέσεις και δολοφονίες να καταγράφονται καθημερινά. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1992, οι άνδρες του Εσκομπάρ είχαν δολοφονήσει περισσότερα από 27.100 άτομα. Θύματα υπήρξαν περισσότεροι από 600 αστυνομικοί, δικαστές, δημοσιογράφοι και απλοί πολίτες. Οικειοθελής «εγκλεισμός» στις φυλακές που έχτισε Μπορεί ο Εσκομπάρ να μη φοβόταν την κολομβιανή κυβέρνηση, έτρεμε όμως το αμερικανικό σύστημα Δικαιοσύνης. Όταν τα πράγματα χειροτέρεψαν αρκετά και πολύς κόσμος ξεσηκώθηκε εναντίον του βαρόνου των ναρκωτικών, ο Εσκομπάρ για να ηρεμήσει τα πνεύματα και να αποφύγει την έκδοση του στις ΗΠΑ, έκλεισε συμφωνία με την κυβέρνηση της Κολομβίας. Πρότεινε τον πενταετή εγκλεισμό του σε φυλακή «ύψιστης ασφαλείας» που είχε χτίσει εκείνος. Το κοινοβούλιο με νόμο ακύρωσε την συμφωνία έκδοσης κρατουμένων σε άλλες χώρες και ο Εσκομπάρ έμεινε στην «La Catedral» – Καθεδρικός Ναός ονομαζόταν η φυλακή που βρισκόταν λίγο έξω από το Μεντεγίν. Ο Εσκομπάρ, ουσιαστικά, διέμεινε σε ένα υπερπολυτελέστατο ξενοδοχείο με όλες τις ανέσεις. Είχε τη δική του προσωπική ασφάλεια, ενώ συνέχιζε να διευθύνει με επιτυχία το καρτέλ από απόσταση.
Τα πράγματα σύντομα άλλαξαν και ύστερα από τη δολοφονία των αδερφών Μοσκάντα, συνεργατών του Εσκομπάρ μέσα στη φυλακή, η κολομβιανή κυβέρνηση αποφάσισε να τον μεταφέρει σε κρατικές φυλακές. Ένα χρόνο έμεινε τελικά ο Εσκομπάρ στην Catedral και στις 22 Ιουλίου 1992 δραπέτευσε με τη βοήθεια συνεργατών του, εξερχόμενος ανενόχλητος από την κεντρική πύλη της φυλακής.
Το ανθρωποκυνηγητό και ο θάνατος του «βαρόνου»
Το 1990 το περιοδικό Forbes κατέταξε τον Εσκομπάρ στην έβδομη θέση με τους πιο πλούσιους εγκληματίες – η προσωπική του περιουσία υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσε τα 25 δισεκατομμύρια δολάρια. Η επιρροή του και η δύναμη που είχε αποκτήσει μέσα από τη διακίνηση των ναρκωτικών τράβηξε την προσοχή των αμερικανικών αρχών και τη δεκαετία του 1990 κλείσθηκε συμφωνία συνεργασίας με την Κολομβία με στόχο να σκοτώσουν τον περιβόητο εγκληματία. Δεκαέξι ολόκληρους μήνες διήρκεσε το ανθρωποκυνηγητό μετά την απόδραση του Εσκομπάρ. Το αντίκτυπο ήταν τεράστιο, καθώς χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το καρτέλ του Μεντεγίν έχανε σταδιακά τη δυναμικότητα του και πολλοί πιστοί άνδρες του ναρκω-βαρόνου δολοφονήθηκαν. Στα τέλη του 1992, η αστυνομική οργάνωση Search Bloc αποτελούμενη από Κολομβιανούς αστυνομικούς που εκπαιδεύτηκαν από Αμερικανούς, οι «Los Pepes» ( Los Perseguidos por Pablo Escobar/ Αυτοί που κυνηγήθηκαν από τον Πάμπλο Εσκομπάρ) και η Delta Force, ομάδα με αστυνομικούς και στρατιώτες υπό τις οδηγίες του αστυνομικού Ούγκο Μαρτίνεζ και υποστηριζόμενη από την αμερικανική Δίωξη Ναρκωτικών, τη CIA και τους Αμερικανούς «βατραχανθρώπους», συνεργάστηκαν για να βρουν τον φυγά Εσκομπάρ.
Οι αρχές ανίχνευσαν την τηλεφωνική γραμμή του Εσκομπάρ, την ώρα που ο Πάμπλο είχε ολιγόλεπτη συνομιλία με τον γιο του. Στις 2 Δεκεμβρίου 1993, μια μέρα μετά τα 44α γενέθλια του, ο μεγαλέμπορος ναρκωτικών έπεφτε νεκρός από σφαίρες αστυνομικών την ώρα που προσπαθούσε να ξεφύγει από την σκεπή του σπιτιού του στο Μεντεγίν. Πυροβολήθηκε στα πόδια και τον κορμό προτού δεχθεί την τελική βολή στο κεφάλι, δίπλα στο αυτί του. Υπάρχει, βέβαια, και η εκδοχή ότι δεν σκοτώθηκε, αλλά αυτοκτόνησε.
Ο έμπορος είχε εκμυστηρευτεί στον αδερφό του ότι αν τα πράγματα αγριέψουν πολύ και φτάσουν στο σημείο να τον πιάσουν, ο ίδιος θα αυτοκτονούσε «φυτεύοντας» μια σφαίρα στο ύψος του αυτιού του. Η έκβαση της δολοφονίας Μετά τη δολοφονία του Πάμπλο Εσκομπάρ το καρτέλ του Μεντεγίν συρρικνώθηκε, αλλά τη θέση του πήρε το Καρτέλ Κάλι που συνέχισε να διακινεί κοκαΐνη στις μεγαλύτερες αγορές της Αμερικής. Από την άλλη, ο λαός του Μεντεγίν έχασε το αγαπημένο του παιδί. Στην κηδεία του Εσκομπάρ παρευρέθηκαν περισσότεροι από 25.000 κάτοικοι. Μέχρι σήμερα, η ζωή ενός εκ των πλέον διαβόητων εγκληματιών της εποχής μας αποτελεί πηγή έμπνευσης. Αμέτρητα βιβλία, ταινίες και ντοκιμαντέρ έχουν προσπαθήσει να αναλύσουν την πολύπλευρη προσωπικότητά του. Το ράντζο Hacienda Napoles λειτουργεί ως θεματικό πάρκο. Το 2006, ύστερα από εντολή του ανιψιού του Εσκομπάρ, Νίκολας η σωρός εκταφιάστηκε για να γίνει εξέταση DNA ώστε να εξακριβωθεί και επιστημονικά ότι ανήκε όντως στον «βαρόνο της κοκαΐνης».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: