Δημοψήφισμα στην Ιταλία: Οι επιδιώξεις Ρέντσι θέτουν σε κίνδυνο όλη την Ευρώπη
Μια υπόθεση που θα έπρεπε να απασχολεί αποκλειστικά το ιταλικό ακροατήριο, έχει αναχθεί σε πολιτικό και οικονομικό ζήτημα βιωσιμότητας της ιταλικής και κατ' επέκταση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το NEWS 247 έχει στα χέρια του το ψηφοδέλτιο και αναλύει ένα προς ένα, τα ζητήματα που θέτει αυτό
- 30 Νοεμβρίου 2016 12:05
Εύη Κιόρρι, Λευτέρης Σαββίδης
Η Ιταλία μετρά αντίστροφα ως την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου, ημέρα που θα διεξαχθεί το κρίσιμο ιταλικό δημοψήφισμα. Μια εκλογική διαδικασία που αν και αφορά σε εσωτερική λειτουργία και άσκηση εξουσίας στη χώρα, έχει αναχθεί από την κεντρική πολιτική σκηνή στην Ευρώπη, ως καθοριστικής σημασίας ακόμη και για το μέλλον της ευρωζώνης. Αρχικά, ο ίδιος ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι συνέδεσε το αποτέλεσμα του με τη θητεία του στον πρωθυπουργικό θώκο, γεγονός που ήρθε να αναιρέσει ο ίδιος, με μεταγενέστερες δηλώσεις του. Το NEWS 247 διαθέτει το ψηφοδέλτιο που θα καθορίσει την πολιτική καριέρα του εν ενεργεία Ιταλού πρωθυπουργού και μοιάζει να επηρεάζει σημαντικά το τραπεζικό σύστημα της χώρας, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι ειδικοί βλέπουν περίοδο πολιτικής αστάθειας, η οποία θα φέρει ακόμη μεγαλύτερη αναταραχή στις ιταλικές τράπεζες που έχουν ήδη χτυπήσει ‘κόκκινο’, με κίνδυνο να συμπαρασύρουν την εύθραυστη οικονομία της ευρωζώνης και πάλι στην ύφεση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη να αυξήσει προσωρινά τις αγορές των ιταλικών κρατικών ομολόγων, εάν το αποτέλεσμα του κρίσιμου δημοψηφίσματος της Κυριακής οδηγήσει σε άλμα το κόστος δανεισμού της χώρας, η οποία έχει το υψηλότερο χρέος στην ευρωζώνη, δήλωσαν πηγές της κεντρικής τράπεζας στο Reuters. Οι ίδιες πηγές μάλιστα προειδοποιούσαν για είσοδο και της Ιταλίας σε μνημόνιο και επιτροπεία, σε περίπτωση που τα έκτακτα μέτρα δεν λειτουργήσουν ανασταλτικά.
Οι αλλαγές που επιχειρεί να φέρει ο Ματέο Ρέντσι, κρίνονται ως οι πιο ριζικές από την περίοδο του Β’ ΠΠ και έχουν προκαλέσει έντονη πόλωση και αντιπαράθεση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και τριβές στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος από τη λεγόμενη αριστερή πτέρυγα. Μάλιστα εικάζεται πως σε περίπτωση ήττας στο συνταγματικό δημοψήφισμα ο Ρέντσι αναμένεται να κατηγορήσει την εσωτερική αριστερή μειοψηφία των «Δημοκρατικών», ότι «τον μαχαίρωσε πισώπλατα», όπως είχαν κάνει δηλαδή οι σύμμαχοι το 1998 με τον τότε πρωθυπουργό Ρομάνο Πρόντι.
Το ερώτημα του ιταλικού δημοψηφίσματος
Τι περιλαμβάνει όμως αυτό το περιβόητο δημοψήφισμα; Η ερώτηση του, όπως αναγράφεται στο ψηφοδέλτιο που έχει στα χέρια του το NEWS 247 είναι η εξής:
Εγκρίνετε το κείμενο του Συντάγματος που αφορά στις ‘Διατάξεις για την κατάργηση της ισοτιμίας μεταξύ των δύο σωμάτων της Ιταλικής Βουλής, τη μείωση του αριθμού των βουλευτών, τον περιορισμό των λειτουργικών εξόδων των θεσμών, την κατάργηση του Εθνικού Συμβουλίου για την Εργασία και την Οικονομία (CNEL) και την επανεξέταση του σημείου V του Β’ μέρους του Συντάγματος’, όπως εγκρίθηκε από τη Βουλή και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ αριθμ. 88 της 15ης Απριλίου 20016;
Ψηφίζοντας ‘ΝΑΙ’, ο ψηφοφόρος εγκρίνει τη συνταγματική αναθεώρηση που ψήφισε η Βουλή.
Ψηφίζοντας όχι, ο ψηφοφόρος δεν εγκρίνει τη συνταγματική αναθεώρηση που ψήφισε η Βουλή.
Ας δούμε όμως, κομμάτι, κομμάτι, τι σημαίνουν οι αλλαγές που επιχειρεί η ιταλική κυβέρνηση:
1. Η κατάργηση της ισοτιμίας των δύο σωμάτων
Σε ό, τι αφορά στο πρώτο σκέλος της ερώτησης, ο Ματέο Ρέντσι και η κυβέρνησή του, επιδιώκουν μια δομική αλλαγή στην εκτελεστική εξουσία της χώρας. Όπως σε αρκετές από τις δυτικές δημοκρατίες, έτσι και στην Ιταλία, το σύστημα προβλέπει την ύπαρξη δύο σωμάτων, της βουλής των αντιπροσώπων (σε αντιστοιχία με το ελληνικό κοινοβούλιο) και της Γερουσίας. Το ιταλικό σύνταγμα προβλέπει πως τα δύο σώματα έχουν απολύτως ίσες εξουσίες και αρμοδιότητες και αποτελούνται αντίστοιχα από τον ίδιο αριθμό εκπροσώπων.
Με τη ρύθμιση, επιδιώκεται η δραστική μείωση, τόσο των εξουσιών, όσο και των μελών της Γερουσίας. Συγκεκριμένα, η συνταγματική αναθεώρηση προβλέπει την μείωση των Γερουσιαστών σε 100, από 315. Αυτοί, στο εξής θα επιλέγονται από την ίδια την κυβέρνηση και δεν θα εκλέγονται, ενώ παράλληλα νομοσχέδια της κυβέρνησης δεν θα πρέπει να εγκρίνονται και από τα δύο σώματα, αλλά μόνο από τους βουλευτές (όπου φυσικά η εκάστοτε κυβέρνηση διαθέτει την πλειοψηφία των εδρών). Ακόμη, η κυβέρνηση δεν θα έχει ανάγκη της ψήφου εμπιστοσύνης της Γερουσίας, προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα, αλλά μόνο της βουλής.
Η ρύθμιση προβλέπει πως η Γερουσία θα αποτελείται από 74 τοπικούς συμβούλους και 21 δημάρχους, ενώ πέντε γερουσιαστές θα διορίζονται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι Γερουσιαστές δεν θα έχουν ισόβια θητεία όπως ισχύει σήμερα, αλλά η θητεία τους θα είναι επταετής, με δυνατότητα ανανέωσης.
2. Το Εθνικό Συμβούλιο Οικονομίας και Εργασίας (CNEL)
Το δεύτερο μέρος της ερώτησης, αφορά στην κατάργηση του συμβουλίου CNEL, το οποίο και λειτουργεί στη χώρα από το 1957. Συγκεκριμένα, συστήθηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1957 και κατοχυρώθηκε με το άρθρο 99 του Συντάγματος. Το συμβούλιο έχει συμβουλευτικό ρόλο προς το κοινοβούλιο, αποτελείται από ειδικούς και αντιπροσώπους των παραγωγικών τομέων της χώρας και ως εκ τούτου λαμβάνει μέρος στο σχεδιασμό των νομοθετικών πρωτοβουλιών σε οικονομικό και κοινωνικό πεδίο.
Συγκεκριμένα οκτώ από του εκπροσώπους του CNEL αυτούς επιλέγονται από τον Αρχηγό του Κράτους, δύο από τον Πρόεδρο του ίδιου του Συμβουλίου και 48 μέλη εκπροσωπούν τις οικονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας. Η θητεία των μελών διαρκεί 5 έτη.
3. Το σημείο V του Β’ Συντάγματος
Τέλος, η ερώτηση αναφέρεται σε μια διάταξη του Β’ Συντάγματος. Το πέμπτο σημείο, συγκεκριμένα, αναφέρεται στις αρμοδιότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως αναθεωρήθηκε στην τελευταία του συνταγματική αναθεώρηση το 2001. Σύμφωνα με αυτό, Δήμοι, Μητροπολιτικοί Δήμοι και Περιφέρειες φαίνεται να αποκτούν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, η οποία ανά περιπτώσεις αγγίζει και τα όρια της νομικής αυτονομίας από την κεντρική εξουσία. Έτσι συχνά, φαίνεται πως υπερισχύει ο νόμος του Δήμου ή της Περιφέρειας, έναντι εκείνων του ιταλικού κράτους.
Η νομοθετική αυτή αυτονομία διακρίνεται σε αποκλειστική ή πλήρης (όπου η Περιφέρεια έχει μόνη αυτή τη δικαιοδοσία), ταυτόχρονη ή κοινόχρηστη (όπου μπορεί να επιλεγεί ανά περίπτωση περιφερειακή ή κρατική διάταξη) και κεντρική όπου το κράτος διαθέτει αποκλειστική ή πλήρης εξουσία για ζητήματα που καλύπτονται από το άρθρο 117 του 2ου και 3ου συντάγματος και που σχετίζονται με την ταυτόχρονη νομοθετική εξουσία μεταξύ κράτους και περιφερειών.
Η μεταρρύθμιση αυτή, στοχεύει στη μείωση των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης, με αποτέλεσμα φυσικά την διεύρυνση της επιρροής της κεντρικής εξουσίας. Πάντως, η κυβέρνηση Ματέο Ρέντσι δεν είναι η μόνη που διαπιστώνει δυσλειτουργία σε αυτή τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Συγκεκριμένα, η αναθεώρηση έχει χαρακτηριστεί από παρελθούσες κυβερνήσεις ως “μεγάλο λάθος του 2001”, αφού με αυτή το κράτος δεν έχει καμιά εξουσία στις περιφέρειες, ούτε στον τρόπο με τον οποίο θα διανείμει τα κονδύλια σε αυτές.