Ο Γιώργος Κιμούλης ξέρει ότι δεν είναι αρεστός
Ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή θεατρανθώπους μιλά στο News247 από το ΣΥ.ΡΙΖ.Α και το νεοσυντηρητισμό μέχρι το Facebook και τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις του Χόλιγουντ
- 09 Δεκεμβρίου 2017 09:45
Επτά χρόνια πίσω, το Θέατρο Αθηνών, ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο έβλεπε για δεύτερη σεζόν τα ταμεία του να σπάνε. Στη μαρκίζα που έκανε τη Βουκουρεστίου ένα τσακ πιο φωτεινή ήταν δύο ονόματα. Το ένα ήταν του Γιώργου Κιμούλη και το άλλο του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.
Όποιος είχε την τύχη τότε να δει την παράσταση Sleuth ή Σλουθ όπως μεταφράζεται στα ελληνικά, τότε κατά τη διάρκεια του χειροκροτήματος σίγουρα θα καταλάβαινε ότι ένα από τα ταλέντα του Γιώργου Κιμούλη είναι και να αντικατοπτρίζει τον εαυτό του στους θεατρικούς του παρτενέρ. Γιατί πραγματικά, σε εκείνη την παράσταση είδαμε δύο Κιμούληδες. Έναν ορίτζιναλ και έναν που ακολουθώντας τις σκηνοθετικές κατευθύνσεις του πρώτου, κατάφερε να τον υποδυθεί πραγματικά πολύ καλά.
Έκτοτε, κατά κάποιον τρόπο, ταύτισα τον Γιώργο Κιμούλη με το κινηματογραφικό τέρας που ακούει στο όνομα Γούντι Άλεν και που ακόμα και αν δεν πρωταγωνιστεί η φάτσα του σε ένα έργο ή παίζει κάποιον δευτερότριτο ρόλο, οι κινήσεις του, το νεύρο του, τα πάντα του είναι σε πρώτο πλάνο. Όπως συμβαίνει και με το Γιώργο Κιμούλη στο θέατρο. Ωστόσο, δεν τον είχα συναντήσει ποτέ εκτός αυλαίας.
Αν μου ζητούσαν να δώσω μία περιγραφή του θεατρανθρώπου που έπειτα από αρκετή πίεση δική μου (ελπίζω να μην του έσπασα τα νεύρα) απεδέχθη την πρόταση να τα πούμε από κοντά τότε οι λέξεις που θα χρησιμοποιούσα είναι τέσσερις: Οξυδερκής, ‘θεατρίνος’, αριστερών πεποιθήσεων.
*Όπου θεατρινός, με την καλύτερη δυνατή ερμηνεία της λέξης.
Το ‘Μαυροπούλι’, η παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί θα ξεκινούσε σε λίγη ώρα στο Θέατρο Άλμα. Είχαμε στη διάθεσή μας, περίπου 40 λεπτά. Σταματήσαμε να μιλάμε στα 32.
Τίτλος εργασίας: ‘Ο Γιώργος Κιμούλης δεν πιστεύει ότι χρειάζεται να είναι αρεστός’
Ούτε ότι χρειάζεται να είναι. Ούτε τίποτα.
Στο καμαρίνι, οι σιωπές καλύπτονται από τον ήχο του έργου που γεμίζει όλο το χώρο με μουσική αγωνίας και ατάκες. Παρά το γεγονός ότι τα τσιγάρα ακολουθούν το ένα το άλλο σε αριθμητική πρόοδο ο χώρος μυρίζει μόνο φρέσκο καφέ. Τον ρώτησα αν πιστεύει ότι είναι αρεστός. Έκανε μία πίσω στην καρέκλα και σαν φιλόσοφος που θέλει να αναλύσει το πόνημά του στους μαθητές του, απάντησε.
“ Μα, δεν μπορεί ένας άνθρωπος να είναι αρεστός σε όλους. Είναι μία φαντασιακή σχέση με την πραγματικότητα το να πιστεύει κάποιος ότι είναι αρεστός. Τεράστια ευθύνη για αυτό έχει το Facebook και όλο αυτό το συστηματάκι της προσομοίωσης της πραγματικότητας που νομίζεις ότι ο μικρόκοσμος μέσα στον οποίο κινείσαι είναι ίδιος με τον υπόλοιπο κόσμο”.
“ Στον καλλιτεχνικό χώρο για να επιτύχει κάποιος δεν χρειάζεται να είναι αρεστός. Τα έργα του είναι αυτά που πρέπει να ενδιαφέρουν”.
Και με τους συνεργάτες τι γίνεται; Σε αυτούς πρέπει να είναι αρεστός; Μπα. “ Αυτό που πρέπει να νιώθουν είναι ότι η συνεργασία τους μαζί του θα τους δώσει κάποια θετικά στοιχεία ή θα προσφέρει κάτι στην τέχνη τους”.
“ Η δημιουργία δεν κινείται μόνο στα πλαίσια μίας ευγένειας γενικής και αόριστης. Η δουλειά μας έχει σχέση με το σύνολο του ανθρώπου και ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ευγενικός. Όπως δεν είναι μόνο καλός. Όπως δεν έχει μόνο πρώτα πράγματα, έχει και δεύτερα πράγματα”.
Οι συμβουλές που δεν δίνει στους νέους ηθοποιούς
“ Σήμερα, ένας νέος ηθοποιός είναι πράγματι, πιο εύκολο να εκφραστεί κάποια στιγμή. Το δύσκολο είναι το να διατηρήσει την έκφρασή του στη διάρκεια του χρόνου”.
“ Μόνο ο ίδιος ο ηθοποιός ξέρει αν αξίζει να βρίσκεται απάνω στη σκηνή ή όχι. Μπορεί να σε ρωτήσει στην αρχή λόγω ανασφάλειας, ωστόσο, όταν η ανασφάλεια αυτή δεν είναι τροχοπέδη και βλέπει ότι ο εαυτός του έχει ανάγκη με α κεφαλαίο να υπάρχει σε αυτό το χώρο, τότε θα υπάρξει”.
Μία κραυγή από το έργο τάραξε τη σιωπή και την ψυχική μου ισορροπία. Εκείνος γέλασε και με ένα ‘ κάτσε μια στιγμή να το κλείσω γιατί θα μας ζαλίσει αυτό’ έφερε την ησυχία.
“ Μισώ τις συμβουλές. Αν υπάρχει μία συμβουλή είναι ‘να μην ακούς συμβουλές’”.
“ Η ίδια μας η κοινωνία απέκτησε μία αξία θεάματος. Κατ’επέκταση, όποιος συμμετέχει σε αυτό το θέαμα, φαίνεται και πιο σημαντικός”.
“ Πάρα πολλά νέα παιδιά αν τα ρωτήσει κανείς στο Γυμνάσιο ‘τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις’, θα σου απαντήσουν ‘διάσημος’. Όχι κάποια επιστήμη, κάποιο επάγγελμα ή κάποια τέχνη”.
Το Θέατρο ως τόπος και η δημοσιότητα
“ Από τη στιγμή που το θέατρο είναι μία δημόσια πράξη, δεν μπορείς στη συνέχεια να έχεις την απαίτηση να ελέγχεις πλήρως τη δημοσιότητά σου. Είσαι ο θύτης λόγω της πράξης και το θύμα της δημοσιότητάς της”.
“ Η δημοσιότητα δεν κινείται πάνω σε μία γραμμή ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας πάει μαζί με το επάγγελμά μου”.
Προσοχή, προσοχή: Ακολουθεί μάλλον ακατανόητος διάλογος.
-Όταν δεν ασχολείστε με το θέατρο, τι κάνετε;
-Ασχολούμαι με το θέατρο.
-Δηλαδή δουλεύετε ακατάπαυστα;
Και συνεχίζουμε με μονόλογο: “ Δεν δουλεύω, εργάζομαι δηλαδή παράγω έργο. Τόπος μου είναι το θέατρο. Φίλοι, οικογένεια δεν είναι ότι έρχονται δεύτεροι απλώς γνωρίζουν πως κι αυτοί είναι μέσα σε αυτόν τον τόπο”.
“ Η ανάγκη του ανθρώπου κρυφά ή και φανερά είναι η εμμένεια. Δηλαδή να έχει έναν τόπο να μένει. Εγώ έχω βρει τον δικό μου”.
Το η ‘Κάθε παράσταση έχει το κοινό που της αξίζει και ποιοτικά και ποσοτικά’
“ Μου έχουν συμβεί όλα. Έχω δει και το ενδιαφέρον του κοινού πάνω σε κάτι που κάνω και το μη ενδιαφέρον του. Η προσέλευση του κόσμου είναι ένα τελείως διαφορετικό θέμα από την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία”.
“ Το ανέβασμα μίας παράστασης ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να κινηθεί στα πλαίσια του εύκολου ή του δύσκολου”.
Επιτυχία ή αποτυχία είναι ο τρόπος που βλέπουν οι άλλοι τις πράξεις μας
“ Ένας καλλιτέχνης μπορεί να θεωρήσει επιτυχία κάτι το οποίο να μην είναι καλό σε επίπεδο εμπορευματικής αξίας”.
“ Υπάρχει μία πολύ σωστή φράση του Σαίξπηρ στον Άμλετ που μετέφρασε ο Γιώργος Χειμωνάς που λέει ότι ‘η τέχνη δεν είναι για τους πολλούς ούτε για τους λίγους. Είναι για τον καθένα ξεχωριστά’”.
“ Δεν υπάρχει κοινό με την έννοια ενός συνόλου στο θέατρο. Οι θεατές έρχονται πάντα χωριστά. Ένας ένας. Κι ας έρχονται σε παρέες. Έτσι και φεύγουν. Χωριστά. Για δική μας διευκόλυνση χρησιμοποιούμε στο θέατρο τη λέξη: κοινό. Άλλωστε αν η ζωή μας είχε αποκτήσει τον χαρακτήρα μιας κοινότητας, ενός κοινού τρόπου ζωής, δε θα χρειαζόταν το θέατρο. Το θέατρο ήταν, είναι και θα είναι ένας χώρος, που θα αγωνίζεται να πείσει τους ανθρώπους να ζουν κοινά”.
“ Οι περισσότεροι ηθοποιοί – ίσως όχι κι όλοι πληρώνονται στα θέατρα. Απλώς, πληρώνονται άσχημα”.
“ Το να μιλάμε ωστόσο μόνο εμείς από το δικό μας επάγγελμα και να σχολιάζουμε το πόσο άσχημα πληρωνόμαστε δεν το θεωρώ πολυτέλεια μεν, αλλά πιστεύω ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε και τι γίνεται γύρω μας”.
Η μία παράσταση: Το ‘Μαυροπούλι’
Όταν του ζήτησα να μου μιλήσει λίγο για την παράσταση στην οποία παίζει και σκηνοθετεί στο Θέατρο Άλμα, με ρώτησε σχεδόν αυτόματα: “ Την έχετε δει;” Του έγνεψα όχι και είναι η μοναδική φορά σε όλη τη συζήτηση που φοβήθηκα. “ Ε, τότε τι θέλετε να πω;” είπε και άναψε το τσιγάρο του. Του εξήγησα. Πήρε ύφος διδακτικό και ξεκίνησε.
“ Η έννοια της ερωτικής επιθυμίας ως θέμα του έργου είναι που με τράβηξε στο Μαυροπούλι. Η ιστορία σχολιάζει τη σχέση ενός 45αρη και μίας 12χρονης και σε ένα πρώτο επίπεδο ασχολείται με το θέμα της παιδοφιλίας. Από εκεί και πέρα ο συγγραφέας βλέπουμε ότι ασχολείται με τη σύνολη έννοια της ερωτικής επιθυμίας την οποία ο κόσμος αποφεύγει. Το αποτέλεσμα είναι όλα αυτά τα φαντάσματα που καταπιέζονται μέσα μας κατά καιρούς, κάποια στιγμή εμφανίζονται στη σκηνή της ζωής μας”.
Το κοινό του κοινού που δεν βλέπει ριάλιτι με όσους δεν ψηφίζουν
“ Λένε 60 ή 62% ακροαματικότητα αλλά δεν λένε και πόσοι είναι αυτοί που βλέπουν ή πόσοι είναι αυτοί που κρατάνε κλειστή την τηλεόραση. Δεν αναφέρονται στο σύνολο. Αυτή η αποσιώπηση της ειδοποιού αν θέλετε διαφοράς είναι σημαντική και αρκετά επικίνδυνη. Για να νομίζουμε όλος ο κόσμος ότι το 60% του πληθυσμού βλέπει το ένα ή το άλλο. Όλες αυτές είναι κάποιες μετρήσεις για να μπορούν οι διαφημιστικές εταιρείες να αιτιολογούν στον πελάτη τους ότι ορθώς επένδυσαν σε αυτήν την εκπομπή και όχι στην άλλη”.
“ Οι δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα έχουν πετύχει ό,τι καλύτερο μπορούσαν: πέφτουν εντελώς έξω”.
Φοβού του διαδικτύου και ελευθερίας φέροντας
“ Με τα social media ασχολούμαι αναγκαστικά”. Ρούφηξε μία απολογητική τζούρα από το τσιγάρο του και συνέχισε: “Λέω αναγκαστικά γιατί μαζί με τα θετικά στοιχεία, το διαδίκτυο κουβαλάει και τα αρνητικά του”. Από θετικά, είχε να μου παραδεχθεί ότι υπάρχει μία ελευθερία λόγου. Αν και, αυτό το τελευταίο μία που το είπε και μία που το διόρθωσε: “ Δεν εννοώ σε όλο το μήκος και το πλάτος, υπάρχουν άπειρα sites τα οποία είναι ελεγχόμενα και κατευθυνόμενα”.
Από αρνητικά στοιχεία τώρα, κράτα μεγάλο καλάθι γιατί έχουμε πολλά. Η φλυαρία και η ευκολία με την οποία μπορεί να εκφράζεται κάποιος “λειτουργεί παράλληλα ως μπούμερανγκ”. Ξεροβήχει και συνεχίζει: “ Αποκτά μία αδυναμία ο ίδιος του ο λόγος του ομιλούντος. Μιλά σαν να μην μιλά”.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, η ελπίδα, όλοι οι άλλοι
Θυμήθηκα την μπλε περίοδο του Δημοψηφίσματος. Όπου μπλε, δεν εννοώ τα κομματικά αλλά τα facebookικά. Τότε που τα notifications είχαν γκώσει με τεράστιες παραγράφους που εξηγούσαν ένα ‘ΝΑΙ’ ή ένα ‘ΟΧΙ’. Αναρωτήθηκα αν του έκανε εντύπωση όλη αυτή η οχλοβοή, όλο αυτό το σούσουρο. Γέλασε. “ Εδώ ο κόσμος βγαίνει και μιλάει στο διαδίκτυο για το σκυλάκι του, για τις σχέσεις του και για προσωπικά θέματα. Πώς δεν θα έχει λόγο για τον κοινωνικό χώρο; Όταν ουσιαστικά εκθέτει τη γνώμη του στον κοινωνικό χώρο;”
“ Όταν κάποιος εκφράζεται κοινωνικά, εκφράζεται κοινωνικά. Κατανοώ το να διαχωρίζει κάποιος την πολιτική από την κοινωνική έκφραση, ωστόσο εγώ δεν μπορώ να το δω έτσι. Για μένα είναι ενιαίο όλο αυτό”.
Το 2014, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α ήταν ‘η μόνη ελπίδα της Ελλάδας’. Τρία χρόνια αργότερα, συνεχίζει να πιστεύει το ίδιο; Ξεγλίστρησε όπως ο καπνός από το τσιγάρο του μέσα στον εξαερισμό. Αλλά απάντησε. Και πήγε το θέμα ένα βήμα πιο μπροστά από τα κόμματα και τα χρώματα.
Η ελπίδα της Ελλάδας είναι ότι η ιστορία των πραγμάτων κάνει κύκλους. Ακόμη και αν εγώ λοιπόν δεν προλάβω να το δω, οι επόμενες γενιές θα αντισταθούν σε όλον αυτόν τον ακραίο νεοσυντηρητισμό τον οποίο βιώνουμε και ο οποίος είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνος
“ Τα ακραία φαινόμενα με θυμώνουν όπως κάνουν και με τους περισσότερους”.
“ Η αντίσταση και η αδιαφορία πηγαίνουν μαζί. Όταν φτάσει η ζωή των πολιτών σε ένα σημείο που νιώθουν ότι ματαιοπονούν και ότι πλέον τα πάντα κινούνται σε ένα μονόδρομο τότε είναι φυσικό επακόλουθο η ατονία, η αδιαφορία, η απομάκρυνση. Μέχρι να αρχίσει ν’ ανοίγει πάλι ο κύκλος“.
Συμπλήρωση κενού: Όταν το σκάνδαλο του Χόλιγουντ, σκάσει στην Ελλάδα
“ Μεταχρονολογημένα, μπορεί να έρθουν και στην Ελλάδα οι κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση στον καλλιτεχνικό χώρο, δεν πιστεύω όμως ότι θα πάρουν τέτοιες διαστάσεις ή ότι θα επιβάλλουν τέτοιες κυρώσεις. Θα βρεθεί ένας ακόμη τόπος για να ασχοληθείτε και εσείς οι δημοσιογράφοι. Μέχρι εκεί”.
Άραγε αν ο Kevin Spacey ήταν Έλληνας, θα είχε την ίδια αντιμετώπιση από τον ελληνικό κόσμο του θεάματος; “ Η περίφημη βιομηχανία του θεάματος στην Αμερική δεν έχει καμία σχέση με τη βιομηχανία του θεάματος στην Ελλάδα πρώτα από όλα γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχει βιομηχανία. Βιοτεχνίες υπάρχουν”.
“ Όταν στην Αμερική ακούγεται ότι ο τάδε ηθοποιός κόβεται από το ένα και το άλλο ουσιαστικά, γίνεται μία διαφήμιση πάνω στο πόσο ορθά λειτουργεί και σκέπτεται σύνολη η βιομηχανία θεάματος σ’ αυτή τη χώρα. Αυτοδιαφημίζονται δηλαδή, δυσφημώντας έναν άνθρωπο”.
Ο ελληνικός κινηματογράφος και οι σειρές που δεν βλέπει
Ο σύγχρονος κινηματογράφος έχει πάρα πολλούς και ταλαντούχους κινηματογραφιστές σύμφωνα με το Γιώργο Κιμούλη. Έπεσα στην παγίδα του ‘εννοείται τον Λάνθιμο;’ Εκείνος κούνησε το κεφάλι προς τα πάνω. “ Όχι μόνο ο Λάνθιμος. Είναι και ο Γιάνναρης, ο Οικονομίδης, ο Αβρανάς. Πάρα πολλοί”.
Από ξένες σειρές έβλεπε πολλές παλιά. Αυτήν την περίοδο δεν προλαβαίνει με τίποτα. Στο ερώτημα εάν αυτές είναι η νέα τάση που τείνει να ξεπεράσει τον κινηματογράφο, γελάει ειρωνικά. “ Οι ξένες σειρές είναι ένα άλλο είδος τέχνης, όχι μία κινηματογραφική τάση”.
Κάπου εδώ και ενώ άναβε το επόμενο τσιγάρο με τις στάχτες του προηγούμενου, το ρώτησα εάν θα μετέφερε το σενάριο μίας τηλεοπτικής σειράς στο θεατρικό σανίδι. Με την έκφραση του ‘μπα, μωρέ’ στο πρόσωπο, με κοίταξε και μου είπε: “ Έχουν γραφτεί τόσο σπουδαία έργα που σχεδόν δεν υπάρχει αιτία να μεταφέρεις μία σειρά στο θέατρο. Ωστόσο, θα το σκεφτώ και θα σας πω μία άλλη φορά”.
Ο ηθοποιός που ήθελε να γίνει έτσι όπως ήταν μία φορά κάποιος άλλος
Με την υποκριτική ασχολήθηκε εντελώς τυχαία αν και όπως σπεύδει να εξηγήσει στην αμέσως επόμενη πρότασή του “ βέβαια, τίποτα δεν είναι τυχαίο”. Ωστόσο ακόμα δεν έχει βρει την αιτία που του συνέβη. Μία παράσταση, ο ‘Κάσπαρ’ του Πίτερ Χάντκε, ήταν η αφορμή. “ Είπα ότι αυτό που βλέπω θέλω να το κάνω και εγώ. Τόσο απλά”.
Από εκείνη την παράσταση, του τριβελίζει το μυαλό μία φράση. Το ‘Θα ήθελα να γίνω έτσι όπως ήταν μια φορά κάποιος άλλος’. “ Στη διάρκεια του χρόνου κατάλαβα ότι αυτός ο άλλος ήμουν εγώ τελικά”.
Μέχρι τα 17 του δεν είχε δει καν θέατρο. Στην αρχή δεν ήξερε ούτε γιατί το έκανε ούτε πώς το έκανε. Περισσότερο οι άλλοι προσδιόριζαν αυτό το οποίο του συνέβαινε. “ Για αρκετά χρόνια λειτουργούσα ετεροπροσδιορισμένος. Σιγά σιγά και όσο έμπαινα μέσα στο χώρο έβλεπα ότι μπορούσα να καλύψω πάρα πολλές δικές μου ανάγκες, ως επί το πλείστον στο επίπεδο της έκφρασης σκέψεων, συναισθημάτων. Άρχισα λοιπόν, σιγά σιγά να αυτοπροσδιορίζομαι”.
Όχι, δεν ξέρει αν ακόμα τα έχει καταφέρει πλήρως.
(Φωτογραφίες: Θεοφύλακτος Μιχαήλ)