Dance me to the end…
Ο Θανάσης Κρεκούκιας αποχαιρετά την απόμακρη σιλουέτα του Λέοναρντ Κοέν, γράφοντας μερικές σκέψεις για τον ποιητή που έδειξε στον άκαμπτο κόσμο πως όλα λυγίζουν, αρκεί η τελετουργία της προσέγγισης να είναι γνήσια.
- 19 Νοεμβρίου 2016 11:18
Το άπειρο είναι δομημένο όπως μια γλώσσα. Και γνωρίζει πώς να οδηγεί τις αισθήσεις στις διαστάσεις της χαμένης αμεσότητας. Αν βρεθείς σ’ αυτή τη “διαδρομή”, δεν θα συναντήσεις προκαθορισμένες δομές, παρά μόνο παραβάσεις, διαπεραστικές φαντασιώσεις, παραμυθένιους τόπους μεταμόρφωσης, όπου λέξεις και νότες συμφιλιώνονται, σμίγοντας μέσα σε ένα φόντο έμπνευσης, γεμάτης από σύμβολα και χρώματα. Δεν υπάρχει αφηγηματική τυποποίηση, αντίθετα, αυτό που κυριαρχεί είναι μια σύνθεση εικόνων και ήχων, ρομαντικά ακατέργαστων, παθιασμένα διεισδυτικών, τρυφερά εμπνευσμένων. Αν κλείσω τα μάτια, αυτός είναι ο δικός μου Λέοναρντ Κοέν.
Η μέθη αιχμαλωτίζεται βαθμιαία από τη γοητεία βελούδινων αρπισμάτων, η μουσική είναι μια αινιγματική αλήθεια που υπηρετεί την κατανόηση του θαύματος, αυτούς τους σπάνιας αισθητικής στίχους. Μια ποίηση που συνεχώς αναζητά τον άνθρωπο, πετυχαίνοντας με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια να περιγράψει συγκινητικές στιγμές, προσηλωμένη στους “μορφασμούς” της ψυχής, τα δάκρυα της αγωνίας, την άβυσσο της μοναξιάς, την αβάσταχτη οικειότητα της αυταπάτης, την έλλειψη της επικοινωνίας, την ομολογία της εγκατάλειψης, τα κλεμμένα όνειρα, την πρόκληση της ευτυχίας, την άρνηση της συμμόρφωσης, την μέχρι εξάντλησης “ανάλυση” της καταδίωξης, τον σπαραγμό της σκιάς, το ανελέητο ψυχόδραμα, τον φόβο για τον χρόνο που καλπάζει.
And Jesus was a sailor when he walked upon the water. And he spent a long time watching from his lonely wooden tower. And when he knew for certain only drowning men could see him. He said all men will be sailors then until the sea shall free them. “Suzanne”, 1967
Η “εξομολόγηση” του Κοέν δεν μένει καθηλωμένη σε πλαίσια, αντίθετα περιπλανιέται σε μια αέναη “παρανομία” λυρισμού και αυθορμητισμού, ψάχνοντας μορφές, δονήσεις και συμβολισμούς. Εξερευνά και καταγράφει τα προσωπικά του μανιφέστα, πρώτα στο χαρτί, κατόπιν στο πεντάγραμμο, πάντοτε όμως μέσα στην “καρδιά της μάχης”, ανοίγοντας συνεχώς καινούργια κεφάλαια στην μυστικιστική τροχιά του. Επινοεί, εκπλήσσει, ενίοτε ενοχλεί, αναρωτιέται, δημιουργεί, “μοντάρει” την μοναξιά με το σκοτάδι, τον έρωτα με τον χωρισμό, τη θρησκεία με την αναχώρηση, το φως με το άγνωστο, τον οίκτο με την ελπίδα, το μακελειό με την άρνηση, την κάθε υπόσταση με την διαδρομή της. Παραβιάζει, αλλά με τον πλέον αφοπλιστικό τρόπο, με στίχους στους οποίους οι αισθήσεις δεν μπορούν να αντισταθούν.
I saw a beggar leaning on his wooden crutch. He said to me, “you must not ask for so much”. And a pretty woman leaning in her darkened door. She cried to me, “hey, why not ask for more?” “Bird on the wire”, 1969
Ολόκληρη η πορεία των έξι δεκαετιών, από τον πρώτο στίχο του “Let us compare mythologies”, μέχρι την τελευταία νότα του “String reprise/Treaty”, είναι μια μίνιμαλ περιπέτεια, που την χαρακτηρίζει η τελετουργική συνέπεια. Η κιθάρα και τα πλήκτρα, πλαισιωμένα από την πιο ζεστή σκοτεινή φωνή που γνώρισε η μουσική απαγγελία. Οι ερμηνείες, σκηνές από λατρευτικό θέατρο. Οι συγχορδίες, ατέρμονη ταύτιση με τους ταπεινούς. Πότε δέσμιες μιας τραγικής ουσίας, πότε πανέμορφα οχυρά του μυθιστορηματικού λόγου, αλλά ποτέ συμβατικές. Ο ρυθμός των τραγουδιών, ένα αισθησιακό χάδι του αναγεννησιακού τροβαδούρου, που κήρυξε στον άκαμπτο κόσμο πως όλα λυγίζουν, αρκεί η τελετουργία της προσέγγισης να είναι γνήσια. Αρκεί το φωτοστέφανο των αγνών προθέσεων να μεταμορφώνει την ποίηση σε εξιλέωση.
Everybody knows that the boat is leaking. Everybody knows that the captain lied. Everybody got this broken feeling. Like their father or their dog just died. “Everybody knows”, 1988
Η πρώτη αποκάλυψη άργησε να βρει τον δρόμο της προς την ελευθερία, ξεφεύγοντας από τα επίγεια δεσμά των σελίδων του πιστού σημειωματάριου, μέσα στο οποίο ο Κοέν “φυλάκιζε” τις σκέψεις και την φαντασία του. Ήταν ήδη 33 ετών, όταν αποφάσισε ότι είχε φτάσει η στιγμή να μετατρέψει τα αγχωτικά τηλεφωνικά σύρματα της Ύδρας σε λυτρωτικά πεντάγραμμα, αφήνοντας εκεί τους στίχους του να πετάξουν και να ερωτευτούν τις νότες σε ένα ταξίδι που θα διαρκούσε μισό αιώνα και θα μετέτρεπε την διαχρονική ψευδαίσθηση της φαντασίωσης σε έργο τέχνης. Η Suzanne ήταν ο πρώτος καρπός εκείνου του ανυπότακτου έρωτα και την ακολούθησε η (so long) Marianne, με την Μαριάνε Ιλέν να τον ρωτάει με παιχνιδιάρικη αφέλεια και ανυπόκριτη ανασφάλεια “για ποιαν γράφεις αυτό το τραγούδι;” Η μούσα του, η μεγάλη ιέρεια, η εικόνα του αιώνιου θηλυκού που έρχεται να άρει τις αμαρτίες του κόσμου…
Well you know that I love to live with you, but you make me forget so very much. I forget to pray for the angels and then the angels forget to pray for us. “So long, Marianne”, 1967
Από εκεί και μετά, η ποίηση του Κοέν ενσωματώνεται στον χρόνο και τον πόθο των ανθρώπων, με την αίσθηση εκλεπτυσμένων ενορχηστρώσεων, που απορροφούν μέσα τους, τους “κραδασμούς” της κομψότητας, της αρμονίας, της προοπτικής, της έντασης, περιτριγυρισμένοι από όμορφους, καθησυχαστικούς κήπους, απλές, γεωμετρικές μορφές και μια ονειρική κανονικότητα στον χώρο. Η φωνή δίνει το φινίρισμα σε μια μουσική αυτονομία που διαρκώς επεκτείνεται, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον το οποίο ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στα παιχνίδια του ασπρόμαυρου και την γοητεία του κιαροσκούρο. Ενδοσκοπικός, αφηγηματικός, ατμοσφαιρικός, κριτικός, καταγγελτικός, ασυνήθιστος αλλά και παραδοσιακός, ο λόγος του Κοέν είναι άναρχος και αρχιτεκτονικός μαζί. Οι μινιμαλιστικές φόρμες δεν εγκλωβίζουν τα νοήματα και τα σύμβολα, όπως ίσως θα φοβόταν κανείς, αλλά στην πραγματικότητα τα εξακοντίζουν στο άπειρο με την “θεολογική ευσέβεια” ενός άδειου πίνακα που σιγά σιγά αποκτά χρώματα και βρίσκει τη θέση του στον φυσικό χώρο.
As someone long prepared for the occasion, in full command of every plan you wrecked. Do not choose a coward’s explanation that hides behind the cause and the effect. “Alexandra leaving”, 2001 (βασισμένο στο “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον” του Κ. Καβάφη)
Στα 50 χρόνια της δισκογραφικής του παρουσίας, ο Κοέν δεν “έγραψε” με ξέφρενους ρυθμούς. Αντίθετα, έγραψε όποτε είχε να προσφέρει κάτι. Κάθε φορά όμως που συγκέντρωνε υλικό για ένα καινούργιο άλμπουμ, ο ρυθμός – όσο οξύμωρο και αν ακουστεί αυτό – ήταν καταιγιστικός. Όχι της “πανοπλίας”, δηλαδή του μουσικού περιβλήματος, αλλά της δύναμης και της λεκτικής πολυπλοκότητας, της μοναδικής αίσθησης χτισίματος ενός παραμυθιού, μιας εικόνας, ενός συμβολισμού, με τέτοιο αντικομφορμιστικό τρόπο ώστε αν χρειαζόταν να ρίξει μια στο τέλος και να γκρεμίσει το δημιούργημά του, οι έννοιες να είναι ικανές να σταθούν όρθιες η καθεμιά από μόνη της στο δάπεδο, χαμογελώντας η μια στην άλλη με αναρχικό παρορμητισμό και με ένα ξεκάθαρο “όχι” σε οποιαδήποτε τυχόν ετικέτα θα σκεφτόταν κάποιος να τους επιβάλλει. Όποιο από τα 14 LPs και αν τοποθετήσετε στο πικάπ, η περιφρόνηση για την υλιστική άποψη είναι εμφανής. Ο Κοέν διοχετεύει το ταλέντο του σε μια από τις βαθύτερες πνευματικές ανταρσίες που γνώρισαν η θρησκεία, η πολιτική, η περιθωριοποίηση, η σεξουαλικότητα, η απελπισία, ο θάνατος, το όνειρο και η αποκάλυψη.
It’s coming through a hole in the air, from those nights in Tiananmen Square. It’s coming from the feel that this ain’t exactly real, or it’s real, but it ain’t exactly there. “Democracy”, 1992
Ο Κοέν είναι απεριόριστα απαλός, βελούδινα παρορμητικός, αβάσταχτα ονειροπόλος, πρωτόγνωρα οικείος, αυθόρμητα αληθινός. Ποιητής της ευγλωττίας και της φαντασίας, συνθέτης της μελαγχολίας και της διαφάνειας, τραγουδοποιός της μορφής και της ψυχής, ακούραστα πρωτοπόρος και ανήσυχος στο να αφουγκράζεται και να αφηγείται τους εσωτερικούς κόσμους, αποκρυπτογραφώντας κάθε πιθανό “κώδικα” με αισθητικά και εικαστικά κριτήρια που αν δεν αγγίζουν την τελειότητα, σίγουρα φλερτάρουν μαζί της, με την ίδια ένταση κάθε ανθρώπινης “μυθολογίας” που συναντάει την αιωνιότητα. Οι στίχοι του Κοέν μοιάζουν γραμμένοι στο βαθύ φθινόπωρο, αποπνέουν όμως την ομορφιά της άνοιξης, την ελπίδα, την αισιοδοξία, την “μελωδία” της αναγέννησης της φύσης, εσωτερικής και εξωτερικής, πάντα με ευαισθησία και ρομαντισμό. Η απόμακρη σιλουέτα του, χλωμή, αυστηρή, μισοσβησμένη μέσα στη βροχή και τον άνεμο, ντυμένη το Famous blue raincoat, να απομακρύνεται από το Chelsea Hotel, ζητώντας συγνώμη για την αδιακρισία του από το φάντασμα της Joplin, αυτή είναι η λυπημένη εικόνα του πιο beautiful loser που περπάτησε στη λεωφόρο των στίχων.
Ah, the last time we saw you you looked so much older. Your famous blue raincoat was torn at the shoulder. You’d been to the station to meet every train, and you came home without Lili Marlene. “Famous blue raincoat”, 1971
Η γενναιότητα του να “συνομιλήσεις” με τον ίδιο τον θάνατο, λίγο πριν πεθάνεις, είναι προορισμένη για εκείνους τους λίγους που ξέρουν βαθιά μέσα τους ότι θα φύγουν, αλλά τα σκοτάδια δεν θα τους αφήσουν να ξεχαστούν. Ο Λέοναρντ Κοέν αντιμετώπισε το πεπρωμένο του στο “You want it darker”, αποχαιρετώντας πρώτα την αγαπημένη του Μάριαν με λόγια που ραγίζουν την ψυχή όποιου τα διαβάσει, αλλά που σίγουρα γέμισαν λουλούδια την δική της καρδιά: “Να ξέρεις ότι είμαι τόσο κοντά σου, που αν απλώσεις το χέρι σου, θα αγγίξεις το δικό μου”. Οι δυο τους θα χορεύουν τώρα βαλς στη δίνη του έρωτά τους, γιατί όπως έγραψε και μια φίλη πριν λίγες μέρες, “Παράδεισος είναι όταν ένας άνθρωπος φεύγει αφού έχει γράψει ένα τέτοιο γράμμα όπως αυτό που έγραψε ο Κοέν στην Μάριαν”. Εγώ θα τον θυμάμαι πάντα μέσα από τα υπέροχα τραγούδια του, μέσα από το διαμαντένιο μέταλλο της μικρής Βιργινίας όταν “αγκάλιαζε” με τη φωνή της την Suzanne και μέσα από τα μελαγχολικά αρπίσματα της “Θοδωρούλας” όταν ο Παναγιώτης έπαιζε το So long Marianne.
Όπως πολύ τρυφερά έγραψε πριν λίγες μέρες ο Ρούφους Γουέινραϊτ, “στο καλό Λέοναρντ, σε χρειαζόμαστε εκεί ψηλά τόσο, όσο σε είχαμε ανάγκη εδώ κάτω”. Γι’ αυτό κι εσείς, τις μαύρες νύχτες, αν κοιτάξετε στον ουρανό και αφουγκραστείτε, ίσως ακούσετε τη μαγεία του Hallelujah να αντηχεί στο σύμπαν…