Μηχανή του Χρόνου: ‘Εάν δε φύγεις μέσα σε 24 ώρες, θα σε εκτελέσουν’
Οι απόπειρες δολοφονίας Αλβανών εθνικιστών εναντίον του δικηγόρου Ιωάννη Διαμαντή από τη Δερβιτσάνη, που αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία της β. Ηπείρου
- 14 Νοεμβρίου 2016 07:28
Από τη Μηχανή του Χρόνου:
Ο Ιωάννης Διαμάντης υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και πιο εμβληματικές προσωπικότητες όχι μόνον της Δερβιτσάνης, αλλά και όλου του ελληνισμού της βόρειας Ηπείρου. Μια μορφή δυναμική, αποφασιστική, με πνεύμα δικαιοσύνης και θυσίας. Γεννήθηκε το 1910 στη Δερβιτσάνη, μέλος εφταμελούς οικογένειας (έξι αγοριών και ενός κοριτσιού). Οικογένεια πραγματικά από τις λίγες, η οποία ήταν όχι μόνον αρχοντική – καθότι ασχολούνταν με τα κτήματα και το εμπόριο – αλλά στήριζε με την παρουσία της και την τοπική οικονομία.
Ο ίδιος όντας φιλομαθής, το έτος 1935 αποφοιτά από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αφού ολοκλήρωσε τις πανεπιστημιακές του υποχρεώσεις, επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Δερβιτσάνη, ασκώντας την νομική του ιδιότητα στα δικαστήρια της πόλεως του Αργυροκάστρου. Δυσκολευόταν επειδή δεν γνώριζε την αλβανική γλώσσα, και γι’ αυτό πήγε ένα χρόνο στα Τίρανα, με στόχο την εκμάθησή της. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί δεν έμεινε άπραγος, αλλά αντιθέτως ασχολήθηκε με θέματα των Ελλήνων της περιοχής, δίνοντας σημαντικό παρόν στην ελληνική πρεσβεία των Τιράνων. Επιστρέφει ξανά στο Αργυρόκαστρο, όπου και ανοίγει το δικό του δικηγορικό γραφείο. Αξίζει να σημειωθεί η μεγάλη του επιτυχία, κατά την περίφημη αγόρευσή του στο Στρατοδικείο Αργυροκάστρου, όταν είχε αναλάβει την υπεράσπιση Τότου και Γκιουλέκα, παρομοιάζοντας το κίνημα τους με εκείνο του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μαζί με το γιατρό Α. Καλυβόπουλο, τον επίσης Δερβιτσιώτη Γεώργιο Παπαδόπουλο και τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα, υπήρξαν στενοί φίλοι του Βασίλειου Σαχίνη.
«Εάν δε φύγεις μέσα σε 24 ώρες, θα σε εκτελέσουν»
Ωστόσο το μένος των αλβανών εθνικιστών τον οδηγεί τον Οκτώβριο του 1940 μαζί με το θείο του Σπυρίδωνα Διαμάντη και άλλους Έλληνες της περιοχής μας, εξόριστο στην Ιταλία για έναν χρόνο. Μετά την επιστροφή του από την εξορία εγκαθίσταται μόνιμα στο Αργυρόκαστρο. Το ίδιο έκανε και η οικογένεια της γυναίκας του, Όλγας, η οποία οδηγήθηκε αναγκαστικά στη Δερβιτσάνη, λόγω της τότε κατεχόμενης Αθήνας. Ο Διαμάντης συντηρεί την οικογένεια της συζύγου του, ως ανταπόδοση για την βοήθεια που του είχαν παράσχει κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα. Μαζί με τους συμπατριώτες του, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Μ.Α.Β.Η.» (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου) και κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος στη χώρα, στήριξε όλον τον ελληνισμό μαζί με τους Καλυβόπουλο και Ν. Τόλια, ως αντιπρόσωποι της Ελληνικής μειονότητας, σε συζήτηση με τα όργανα του «Balli Kombetar» (Εθνικό Μέτωπο Αλβανίας), οι οποίοι ζητούσαν την συμμετοχή των Ελλήνων της Δερόπολης σε πόλεμο κατά του Γερμανού κατακτητή.
Είχε πει: «Κύριοι. Οι δρόμοι μας είναι τελείως διαφορετικοί και δεν συναντώνται. Εσείς μεν θέλετε να δημιουργήσετε Αλβανία με τα προπολεμικά της σύνορα και αν είναι δυνατόν μέχρι την Πρέβεζα και την Άρτα, εμείς θέλομε την Ελλάδα να έλθει μέχρι το Τεπελένι και βορειότερα, επομένως η συνεργασία μας είναι αδύνατη και ας ακολουθήσει ο καθένας τον εθνικό του δρόμο».
Κατόπιν αυτών των δηλώσεων συνελήφθη και φυλακίστηκε στις φυλακές της Αυλώνας για ένα εξάμηνο. Μετά την αποφυλάκισή του, εγκαταστάθηκε στη Σωτήρα της Άνω Δερόπολης μαζί με τη σύζυγό του και την οικογένειά της. Ακολούθησαν αρκετές απόπειρες δολοφονίας εναντίον του από κομμουνιστές Αλβανούς και «ελλασίτες» Έλληνες, στήνοντάς του διάφορες παγίδες. Αφού του πρόσφεραν θέση στο στρατιωτικό απόσπασμα της Δερόπολης με σκοπό να ελέγχουν τις ενέργειές του, ο Γιάννης κατάλαβε την όλη παγίδα καταφέρνοντας να δραπετεύει μαζί με την οικογένειά του, μετά από τη προειδοποίηση κάποιου «ελλασίτη» με το επώνυμο Γιάνναρης, ο οποίος έτρεφε για το Γιάννη φιλικά αισθήματα. Χαρακτηριστικά του είπε: «Εάν δε φύγεις μέσα σε 24 ώρες, θα σε εκτελέσουν».
Έτσι λοιπόν διαφεύγοντας τον κίνδυνο, εγκαθίσταται στα Ιωάννινα όπου ασχολήθηκε ενεργά με το Βορειοηπειρωτικό, συντάσσοντας έκθεση για τους φονευθέντες, σφαγιασθέντες, εκτοπισθέντες, καταδικασθέντες σε θάνατο βορειοηπειρωτών και περί της δημεύσεως της περιουσίας των. Αργότερα επιστρέφει στην Αθήνα, ασκώντας τη νομική του ιδιότητα και ασχολούμενος ενεργά με τα θέματα του τόπου μας ως πρόεδρος της «Ένωσις Δροπολιτών». Στις 7 Οκτωβρίου του 1955 ο Ιωάννης Διαμάντης ύστερα από επιδείνωση της υγείας του από τις πολλές κακουχίες, αφήνει την τελευταία του πνοή στο Ερυθρό Σταυρό Αθηνών σε ηλικία μόλις 45 ετών. Πίσω του άφησε δύο ανήλικα παιδιά και τη γυναίκα του.
Η μητέρα του και τα αδέρφια του εξορίστηκαν στο Φίερι, καταφέρνοντας να επισκεφθούν το χωριό τους τη Δερβιτσάνη έπειτα από 35 χρόνια εξορίας. Ωστόσο δεν εγκαταστάθηκαν στη Δερβιτσάνη, διότι το σπίτι τους είχε γίνει νηπιαγωγείο από το καθεστώς σε συνεργασία με «κομματικούς» της Δερβιτσάνης. (Το λεγόμενο «Τσιέρδε») Η κόρη του Ανθούλα Κιπιώτη – Διαμάντη υπήρξε καθηγήτρια Πανεπιστημίου, ενώ ο γιος του Μιχάλης, χειρουργός ιατρός στην Αθήνα. Την ημέρα της αναγγελίας του θανάτου του Ενβέρ Χότζα, έστησε ολόκληρο γλέντι ως ανάμνηση της νίκης τους έναντι των δεινών του πατέρα του και όλου του ελληνισμού.
Πηγή: dervitsani.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ:
«Πώς καταφέρνετε οι Έλληνες και είστε έτσι ροδοκόκκινοι; Τρώμε μπισκότα Παπαδοπούλου!»