Τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι. Στη Γαλλία, τίποτα δεν θα ‘ναι όπως πρώτα
Ένας χρόνος από τις επιθέσεις στο Παρίσι, που στοίχισαν τη ζωή σε 130 ανθρώπους. Το NEWS 247 δίνει το λόγο στους ίδιους τους Γάλλους πολίτες. Η νύχτα της 13ης Νοέμβρη, το σοκ, το σήμερα και το αύριο
- 13 Νοεμβρίου 2016 07:41
Στις 13 Νοεμβρίου του 2015, φανατικοί Τζιχαντιστές έβαλαν σε εφαρμογή το δολοφονικό τους σχέδιο. Ξεχύθηκαν στην πόλη του φωτός και σκόρπισαν τον τρόμο, έβαψαν με αίμα τους δρόμους του Παρισιού και άλλαξαν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Ευρώπη, τη Δύση, τη σχέση αυτών με την Ανατολή. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι άφησαν πίσω τους τον πιο φονικό απολογισμό στη Γαλλία από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όξυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις, το αίσθημα του ρατσισμού, γιγάντωσαν το ήδη δυνατό χέρι της ακροδεξιάς, σε μια χώρα που βυθίζεται στην οικονομική αβεβαιότητα.
Οι Τζιχαντιστές έβαλαν στόχο το Σταντ Ντε Φρανς, όπου βρισκόταν και ο πρόεδρος της Γαλλίας, βγήκαν στους δρόμους του 10ου και 11ου διαμερίσματος και γάζωσαν ανυποψίαστους πολίτες που διασκέδαζαν σε καφέ της περιοχής, εισέβαλαν στο Μπατακλάν και το μετέτρεψαν σε πεδίο μάχης.
130 νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες, μια χώρα σε διαρκή κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και ένα πολιτικό προσωπικό πολύ κατώτερο των περιστάσεων να καταχράται του δημοσίου βήματος για να δηλητηριάσει την κοινωνία. Νοσηρά πολιτικά μυαλά που επιδιώκουν να νομοθετήσουν την άρση της εθνικής ταυτότητας από όσους τυγχάνει να έχουν δύο από δαύτες. Κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας να εργαλειοποιούν το φόβο και την ανασφάλεια για να καταπνίξουν την κοινωνική αντίδραση και εν αναμονή πρόεδροι (οι προεδρικές εκλογές είναι την άνοιξη) να φλερτάρουν με τον εθνικισμό, για να αγγίξουν περισσότερους πολίτες σε πανικό.
Το NEWS 247 αποφάσισε να δώσει το λόγο στους ίδιους τους Γάλλους πολίτες. Πώς βίωσαν εκείνη την ατελείωτη νύχτα, τι φέρνουν στο νου πιο έντονα από το βράδυ της 13ης Νοέμβρη και τι παρατηρούν για τη χώρα τους σήμερα, μετά από τρεις απανωτές τρομοκρατικές επιθέσεις;
Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ 13ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Η Νελί, 33 ετών, ζει στο Παρίσι και εργάζεται στον τομέα της επικοινωνίας. Για καλή της τύχη, επέστρεψε στο σπίτι της, στο 15ο διαμέρισμα της πρωτεύουσας νωρίς. “Το βράδυ της 13ης Νοέμβρη ήμουν για ποτό με τον καλύτερό μου φίλο, τον Φλο, κοντά στο μετρό Bonne Nouvelle στο Παρίσι” θυμάται και προσθέτει: “Επέστρεψα σπίτι μου γύρω στις 21.00, στο 15ο διαμέρισμα και ανοίγοντας την τηλεόραση είδα για τις επιθέσεις”.
Η Νορίν, 33 ετών, καθηγήτρια σε Λύκειο της μικρής πόλης Σατορού, θυμάται με κάθε λεπτομέρεια εκείνη τη νύχτα: “Βρισκόμουν σπίτι μου με το σύζυγό μου. Παρακολουθούσαμε έναν αγώνα και εκείνος παρατήρησε κάτι στα social media. Αμέσως αλλάξαμε κανάλι”. Παρόμοια και η αντίδραση του Αντριάν, βιβλιοθηκάριου σε δημόσιο σχολείο: “Ειδοποιηθήκαμε για τα γεγονότα από το μήνυμα ενός φίλου και έτσι γυρίσαμε σε κάποιο ειδησεογραφικό κανάλι”. Ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Πολ Αλιές στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ, βρισκόταν επίσης σπίτι, όταν είδε να περνά μια πρώτη ανακοίνωση για τα χτυπήματα στην οθόνη της τηλεόρασης.
Μιλήσαμε και με τον δημοσιογράφο, φωτορεπόρτερ στη γαλλική εφημερίδα Sud Ouest, Αρνό Μπερνάρ, ο οποίος βρισκόταν στο Μαρόκο και παρακολουθούσε, όπως και οι θαμώνες του Bataclan μια συναυλία στο Εθνικό Θέατρο Μωάμεθ Ε’ της πόλης Ραμπάτ. Η ιστορία που μας περιγράφει δείχνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο, πως η ανασφάλεια είχε εισχωρήσει στη συνείδηση των Γάλλων πολύ πριν την επίθεση. Την παραθέτουμε αυτούσια:
“Καθώς είχα φτάσει με καθυστέρηση και χωρίς να το θέλω, πέρασα από την πίσω πόρτα, την είσοδο των καλλιτεχνών και σε χρόνο μηδέν βρέθηκα στην αίθουσα, όπου βρίσκονταν πολλές μαροκινές οικογένειες, αλλά και Γάλλοι ομογενείς. Θυμάμαι πως σχολίασα με τον φίλο που με συνόδευε: “Τα μέτρα ασφαλείας είναι πραγματικά πολύ ελλιπή. Δεν υπήρχαν παρά δύο φύλακες, χωρίς όπλο, στην αίθουσα. Το Ραμπάτ είναι η διοικητική πρωτεύουσα του Μαρόκου, εκεί γίνονται προεδρικά συμβούλια κάθε μέρα, ο βασιλιάς ο ίδιος ζει εκεί και υπάρχει ιδιαίτερα αυξημένη αστυνόμευση. Αναφερθήκαμε για λίγο στους κινδύνους των τρομοκρατικών επιθέσεων σε συναυλιακούς χώρους και πόσο εύκολο ήταν πραγματικά να εισβάλει κανείς. Στη συνέχεια μας συνεπήρε η μουσική και ξεχαστήκαμε.
Ώσπου η συναυλία διεκόπη από μια ανακοίνωση επί σκηνής: όμηροι στο Bataclan, πυροβολισμοί. Η μισή αίθουσα άδειασε, όλος ο κόσμος παρακολουθούσε τις εξελίξεις στα κινητά του τηλέφωνα. Οι τεχνικοί της συναυλίας εκεί, Γάλλοι όλοι τους, με ορισμένους από αυτούς να γνωρίζουν κάποιους συναδέλφους από το Bataclan ή με γνωστούς που πολύ πιθανόν να βρίσκονταν στη συναυλία. Η νύχτα τελείωσε και για εμάς, ενώ η συζήτηση που είχε προηγηθεί λίγα λεπτά νωρίτερα, μας άφησε μια πικρή γεύση”.
Η ΠΙΟ ΕΝΤΟΝΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Ρωτήσαμε τους συνομιλητές μας, τι είναι εκείνο που θυμούνται πιο έντονα από το βράδυ των επιθέσεων. “Θυμάμαι πως δεν το πιστεύαμε στην αρχή, όπως και κάθε φορά” μας ανέφερε η 33χρονη Ντορίν, αναφερόμενη φυσικά στο Charlie Hebdo που είχε προηγηθεί, αλλά και την επίθεση στη Νίκαια που ακολούθησε. “Σύντομα μας κυρίευσε η αγωνία. Να αναζητήσουμε τους ανθρώπους που γνωρίζουμε, οι οποίοι θα μπορούσαν να βρίσκονται στα σημεία των επιθέσεων” συνέχισε. “Θυμάμαι πόσο με σημάδεψαν οι βουτηγμένες στο αίμα εικόνας. Δούλευα για καιρό σε συναυλιακό χώρο και μπορούσα να φανταστώ πως θα ήταν”.
Δούλευα για καιρό σε συναυλιακό χώρο και μπορούσα να φανταστώ πως θα ήταν
“Τη σύγχυση που επικρατούσε αναφορικά με τις πληροφορίες που μεταδίδονταν λεπτό, το λεπτό από τα ΜΜΕ” μας απαντά ο Αντριάν για το αλαλούμ με τις αντικρουόμενες πληροφορίες που έφταναν από τα ΜΜΕ. “Θυμάμαι ακόμη ένα μήνυμα που με καθησύχαζε, από ένα συνάδελφο που βρισκόταν με τους γιους του στο γήπεδο Stade De France” προσθέτει.
“Θυμάμαι έμεινα μπροστά στην τηλεόραση ως τις 3 ή 4 το ξημέρωμα, χωρίς να λέω τίποτα με τον αγαπημένο μου που καθόταν δίπλα μου, αποσβολωμένη…” σημειώνει η Νελί. “Αναρωτιόμουν πως αυτή η μέρα θα άλλαζε τη χώρα”. “Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, η αύξηση του αριθμού των θυμάτων ήταν συνταρακτική. Αναρωτιόμουν: ‘Πότε θα σταματήσει αυτός ο απολογισμός;’” σημειώνει ο Αντριάν.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, η αύξηση του αριθμού των θυμάτων ήταν συνταρακτική. Αναρωτιόμουν: Πότε θα σταματήσει αυτός ο απολογισμός;
Η ΑΓΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥΣ
Ο Αρνό βρισκόταν μακριά και το πρώτο που θυμάται ήταν η εφαρμογή του Facebook μέσω της οποίας μπορούσε να δει αν όλοι του οι γνωστοί ήταν σώοι και αβλαβείς. “Δεν θέλαμε να περάσουμε όλη τη νύχτα με το φόβο για εκείνους” αναφέρει.
“Ένας φίλος, τεχνικός στο επάγγελμα, που έκανε την πρακτική του λίγους μήνες νωρίτερα στο Bataclan, γνώριζε δύο από τα θύματα” παρατηρεί ο Γάλλος δημοσιογράφος και συμπληρώνει: “Θυμάμαι να σχολιάζουμε: ‘Είναι πραγματικά η δική μας γενιά, είμαστε εμείς εκείνοι που πηγαίνουν σε ροκ συναυλίες’ και ησύχασα από το γεγονός πως δεν γνώριζα το συγκρότημα που έπαιζε εκείνη τη νύχτα. Αν ήταν άλλος στη σκηνή, θα μπορούσα πολύ εύκολα να γνωρίζω τουλάχιστον 30 άτομα μέσα στην αίθουσα. Είχα βρεθεί και ο ίδιος στο Bataclan το περασμένο διάστημα σε τέσσερις συναυλίες”.
Οι πληροφορίες έπεφταν βροχή και ο Αρνό δεν ήταν ο μόνος που γνώριζε κάποιον στον ευρύτερο κύκλο του, που θρηνούσε νεκρούς. “Την επομένη μάθαμε πως οι δύο κόρες ενός καταστηματάρχη στην πόλη μας είχαν πέσει νεκρές κατά τη διάρκεια των επιθέσεων” σχολιάζει ο Αντριάν με αποτροπιασμό.
Η μοναδική κάτοικος της πρωτεύουσας, δίνει και το κλίμα την επομένη της επίθεσης. “Το πρωί μια απίστευτη γαλήνη στο Παρίσι. Θα έλεγε κανείς πως είναι Πρωτοχρονιά. Κανένας ήχος, κανείς στους δρόμους… περίεργο”.
Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ
Λένε πως αν δεν ζήσεις σε ένα μέρος, αν δεν είσαι εκεί, αυτόπτης μάρτυρας της καθημερινότητας ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις τι ακριβώς συμβαίνει μετά από τέτοια γεγονότα. Θυμάμαι φίλους από την Ευρώπη, την περίοδο των Αγανακτισμένων ή και πριν κατά τα Δεκεμβριανά του 2008, να με ρωτούν αν μου επιτρέπεται να κυκλοφορήσω ελεύθερα στην πόλη ή αν κινδυνεύει η ζωή μου.
Η αλήθεια είναι πως στη Γαλλία τίποτα δεν έχει αλλάξει κι όμως τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Τι είναι αυτό που σημειώνουν οι ίδιοι οι Γάλλοι πολίτες ένα χρόνο μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα; Τι άλλαξε, τι έμεινε ίδιο;
Στο όνομα της εθνικής ασφάλειας…
Σταθήκαμε αρχικά στην κοινωνικοπολιτική ανάλυση του Γάλλου καθηγητή, ιδιαίτερα ανησυχητική για τις πρωτοβουλίες που πήρε η κυβέρνηση Μανουέλ Βαλς, με αφορμή αυτές τις επιθέσεις. “Η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, το οποίο και παρατάθηκε τρεις φορές από τότε και είναι σε ισχύ ως και σήμερα” σημειώνει και προσθέτει: “Πρόκειται για μια κατάσταση που υποτιμά το κοινό δίκαιο των δημόσιων ελευθεριών, ελευθερίες που περιορίστηκαν με μεταρρυθμίσεις στην ποινική διαδικασία (μείωση των εξουσιών της δικαιοσύνης) και στο σύστημα της ατομικής ασφάλειας (βασισμένη στην καχυποψία ενός, απέναντι στον άλλο, μεταξύ των πολιτών)”.
Ο κ. Αλιές βάλει όμως και εναντίον των ΜΜΕ που φούντωσαν τον κοινωνικό αυτοματισμό. “Αυτό έφτασε, από τα μεγάλα ΜΜΕ, με έναν τρόπο που σκιαγραφούσε κάθε μουσουλμάνο ως ισλαμιστή, λίγο πολύ, συνδεόμενο με την τρομοκρατία”. Με ιδιαίτερα επικριτικό ύφος, σχολιάζει τις επιθέσεις του Γάλλου πρωθυπουργού ενάντια σε κοινωνιολόγους που επιχειρούσαν να βρουν τις κοινωνικές αιτίες πίσω από τη ριζοσπαστικοποίηση των μουσουλμάνων της χώρας. “Έφτασε στο σημείο να τους κατηγορήσει για συνεργούς στη βία” αναφέρει.
“Πρόκειται λοιπόν γενικά για μια κατάσταση που δεν μπορεί παρά να ευνοεί το Daech (Ισλαμικό Κράτος της Συρίας) ή άλλους που βάζουν στο στόχαστρο τη Γαλλία, τη χώρα της ΕΕ με τη μεγαλύτερη μουσουλμανική κοινότητα, ώστε να ελπίζουν πως μπορούν να στρέψουν τους Γάλλους, τον έναν απέναντι στον άλλο” καταλήγει ο Πολ Αλιές.
Ασκήσεις ετοιμότητας στα σχολεία
Εντύπωση προκαλούν και οι παρατηρήσεις της Ντορίν, για τον τρόπο που αντιμετωπίζει η δημόσια εκπαίδευση την τρομοκρατική απειλή. “Μετά το Charlie, μετά το Bataclan, έπρεπε να δείξουμε τη σωστή στάση στους φοβισμένους νέους, που τους παρακινούσε το μίσος. Να τους εξηγήσουμε το φανατισμό. Να τους μάθουμε να αντιδρούν” λέει και περιγράφει πως τα γαλλικά σχολεία εκτελούν ασκήσεις ετοιμότητας σε περίπτωση εφόδου τρομοκρατών σε σχολεία. “Τους μαθαίνουμε να κρύβονται. Οργανώνουμε μαθήματα παροχής πρώτων βοηθειών. Για να μπορούν να σωθούν. Δεν είναι απαραίτητο πως οι ασκήσεις αφορούν σε μια τρομοκρατική επίθεση, όμως σίγουρα τα πράγματα έχουν αλλάξει”.
Κάτι που μας έκανε επιπλέον εντύπωση ήταν η παραδοχή, πως το εκπαιδευτικό προσωπικό ελέγχει τα προσωπικά αντικείμενα των μαθητών, πριν αυτοί εισέλθουν στα σχολικά κτίρια. “Η αίσθηση της ανασφάλειας εγκαταστάθηκε στην καθημερινότητά μας. Κάθε μέρα είμαστε εκεί να υποδεχτούμε τους μαθητές, να ελέγξουμε τα σακίδιά τους” μας αναφέρει.
Η αίσθηση της ανασφάλειας εγκαταστάθηκε στην καθημερινότητά μας
Αστυνομία και στρατός πάντα στους δρόμους
Η αστυνόμευση είναι πρόδηλη σε κάθε δημόσια εκδήλωση. “Κάθε γεγονός που λαμβάνει χώρα σε δημόσιο χώρο γίνεται πλέον με πιο αυξημένα μέτρα ασφαλείας, παρά το γεγονός πως ζούμε σε μια μικρή πόλη” σχολιάζει η Ντορίν. “Τα μέτρα ασφαλείας έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα, σε κάθε δημόσια διαδήλωση, τόσο σε μεγάλες πόλεις, όσο και στα χωριά, υπενθυμίζοντας χωρίς σταματημό την κατάσταση” παρατηρεί επίσης ο Αντριάν.
Άλλωστε εκτός από τις αστυνομικές δυνάμεις, ενεργό ρόλο στη φύλαξη έχει αναλάβει και ο στρατός. “Οι κοκκινοσκούφηδες του στρατού περιπολούν με τα όπλα ανά χείρας σε διάφορες εκδηλώσεις”σημειώνει ο Αρνό.
Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ, ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙΣ ΝΑ ΖΕΙΣ
Στις απαντήσεις των συνομιλητών μας, ξεπηδά μια αγωνία. Ένας φόβος, μπερδεμένος με την ελπίδα. Δεν πρέπει να υποκύψουν στο φόβο… αν δείξουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν όπως πριν, τότε οι τρομοκράτες έχουν νικήσει. “Πιστεύω ακράδαντα, πως ο περισσότερος κόσμος κατάλαβε ότι ο καλύτερος τρόπος να πολεμήσεις ενάντια στην τρομοκρατία, ήταν να συνεχίσεις να ζεις” λέει ο Αρνό και προσθέτει: “Θα έλεγα πως αυτό είναι που κάνει η “γενιά του Bataclan””.
“Ο κόσμος συνεχίζει τη ζωή του, γιατί νομίζω πως δεν έχουν συνεχώς τα γεγονότα στο μυαλό τους” λέει προσπαθώντας να πείσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό, ενώ αμέσως παραδέχεται: “Ορισμένες φορές, έχω πιάσει τον εαυτό μου να τσεκάρει τις εξόδους κινδύνου σε κάποιο χώρο. Το αμέσως επόμενο διάστημα μετά τις επιθέσεις, ο κόσμος έμοιαζε ευτυχής που έβλεπε τους αστυνομικούς”. Τα οικονομικά προβλήματα και οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης άλλαξαν γρήγορα αυτό το συναίσθημα “και οι Γάλλοι έγιναν και πάλι Γάλλοι. Ξεκίνησαν να αγανακτούν με την αστυνομία” σχολιάζει.
“Τελικά δεν έχω την αίσθηση πως οι τρομοκρατικές επιθέσεις άλλαξαν κάτι, σε ό, τι αφορά τον τρόπο ζωής μας” αναφέρει από την πλευρά της η Νελί για να συμφωνήσει μαζί της και ο Αντριάν: “Προσωπικά, χωρίς να ξεχνώ προφανώς όλα όσα έγιναν, είμαι περισσότερο της λογικής “θα γίνει ό, τι θέλει να γίνει”, με την έννοια πως δεν θα αποτρέψω τον εαυτό μου από κάτι. Παρόλα αυτά, όταν πρόκειται για κοντινούς μου ανθρώπους, ειδικά για παιδιά, οι σκέψεις εκείνης της νύχτας επιστρέφουν”. “Όταν η χώρα υποφέρει από κάποια φυσική καταστροφή είναι συγκινητικό, σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που χάνονται. Αλλά έτσι είναι η φύση, είναι πιο εύκολο να το αποδεχτείς σε σύγκριση με μια τρομοκρατική επίθεση” παρατηρεί η Ντορίν.
“Να λοιπόν, τίποτα δεν άλλαξε, η Γαλλία παραμένει μια ωραία χώρα, που βρίσκεται συνέχεια σε απεργία, η τουριστική κίνηση από το εξωτερικό επανέρχεται σταδιακά, το Παρίσι είναι πεδίο μεγάλων διαδηλώσεων και ο κόσμος συμμετέχει” λέει κλείνοντας ο Αρνό. Κι όμως άλλαξαν πολλά.
Το φάντασμα του εθνικισμού
Όλοι οι συνομιλητές μας, θέλουν και προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους όπως πριν. Στα λόγια τους όμως βλέπεις την αγωνία. Οι εκφράσεις τους, προδίδουν την βαθιά κρυμμένη φρίκη, πως όλα έχουν αλλάξει. “Οι επιθέσεις (σε Charlie Hebdo, 13 Νοέμβρη, Νίκαια) άφησαν τα σημάδια τους” παραδέχεται ο Αρνό, ενώ ο Αντριάν παρατηρεί πως η κατάσταση παραμένει τεταμένη. “Ακόμη και αν οι άνθρωποι λένε πως πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε κανονικά, για πολλούς δεν είναι αυτονόητο.
Έπειτα, υπάρχουν οι εκδηλώσεις μνήμης που βαραίνουν κάθε φορά περισσότερο την ατμόσφαιρα. Τρεις σε ένα χρόνο (Ιανουάριο, Ιούλιο Νοέμβριο), μοιάζουν να βαραίνουν πολύ ψυχολογικά για ορισμένους”.
Κι έπειτα, υπάρχει και η σκιά της πολιτικής στροφής, της γιγάντωσης του εθνικισμού. “Οι προσεχείς προεδρικές εκλογές, θα μας επιτρέψουν να καταλάβουμε που είμαστε, εμείς οι Γάλλοι. Αν θα υποκύψουμε στον πειρασμό της αναδίπλωσης στον εαυτό μας, στον εθνικισμό, κάτι που τείνω να το πιστέψω βλέποντας τις αντιδράσεις στην υποδοχή προσφύγων” αναφέρει ο δημοσιογράφος της Sud Ouest Αρνό, με το βλέμμα στις εκλογικές επιδόσεις της Μαρίν Λεπέν. “Υπάρχουν ίσως περισσότεροι ρατσιστές, αντι-ισλαμιστές, ίσως περισσότερη αστυνόμευση στους δρόμους” σχολιάζει η Νελί που όμως επιμένει: “Αλλά συνεχίζουμε να βγαίνουμε, να διασκεδάζουμε, να ζούμε σαν Γάλλοι”.