23 ηθοποιοί θυμούνται την πρώτη τους φορά (στη σκηνή)

23 ηθοποιοί θυμούνται την πρώτη τους φορά (στη σκηνή)

Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου σήμερα και 23 καλλιτέχνες μοιράζονται στο NEWS 247 την αίσθηση που τους άφησε η πρώτη τους παράσταση

Εγκώμια και διθύραμβοι. Ωδές και χειροκρότημα. «Η πρώτη μου φορά». Έγραψα αυτή τη φράση τόσες φορές στο αφιέρωμα που ακολουθεί, που πίστευα ότι πλέον δεν θα μου κάνει καμία αίσθηση.

Εγκώμια και διθύραμβοι. Ωδές και χειροκρότημα. «Η πρώτη μου φορά». Έγραψα αυτή τη φράση τόσες φορές στο αφιέρωμα που ακολουθεί, που πίστευα ότι πλέον δεν θα μου κάνει καμία αίσθηση. Θα σταματήσει να μου δημιουργεί εκείνο το γαργάλημα λίγο κάτω από το στομάχι και εκείνη τη γλυκιά αγωνία του τι πρόκειται να ακολουθήσει μετά από τις τέσσερις αυτές απλές -απλούστατες- λέξεις. Ίσως και να τη σιχαθώ.

Λάθος (αυτο) κριτική.

Στο θέατρο όπως και στο μυαλό, λάθη συμβαίνουν.

Στο θέατρο όπως και στο μυαλό, τα λάθη διορθώνονται.

Στο θέατρο όπως και στο μυαλό, τα λάθη χειροκροτούνται.

Πρώτο, δεύτερο, τρίτο κουδούνι και αυλαία. Με δυνατό χειροκρότημα…

Γιώργος Χρυσοστόμου

Βρισκόμαστε στην Τρίτη Γυμνασίου. Ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων αποφασίζει να ανεβάσει το «Ζητείται ψεύτης» του Δημήτρη Ψαθά και μία σκηνοθέτιδα από τον πολιτιστικό οργανισμό Ρόδου αποφασίζει να κάνει οντισιόν σε δεκαπέντε αγόρια για τον κεντρικό ρόλο. Με διάλεξε κατευθείαν. Ένιωσα υπέροχα. Έγινα καμπόσος στο σχολείο. Ήμουν εκείνος που θα ερμηνεύσει τον κεντρικό ρόλο. Για αρκετές μέρες μέχρι την παράσταση, ήμουν ο «πρωταγωνιστής». Ώσπου φτάνει η ώρα να τον υποδυθώ. Δεν είχα καμία αίσθηση για το πώς θα ανταποκριθεί το κοινό σε όλο αυτό που είχαμε ετοιμάσει. Δεν ήξερα εάν θα αρέσει ή όχι.

Βγαίνω και ξαφνικά, αρχίζουν να γελάνε. Μετά όποια ατάκα και αν έλεγα, γέλαγαν. Πήρα θάρρος. Πήρα τόσο θάρρος που σχεδόν μπορώ να πω ότι αλώνιζα πάνω στη σκηνή. Θυμάμαι να τρέμει το αριστερό μου πόδι έντονα –πράγμα που συμβαίνει ακόμα και τώρα- και τον ιδρώτα να με έχει καταμουσκέψει. Έσταζα ολόκληρος. Ωστόσο, αυτό που συνέβη στο μυαλό μου, ήταν φεστιβαλικό. Χειροκρότημα, συγχαρητήρια έρχονταν από παντού. Τον πατέρα, τη μητέρα μου. Ήταν ένα τόσο όμορφο συναίσθημα που δεν μπορώ να το περιγράψω. Παρά μόνο να το θυμάμαι.

Ο περσινός νικητής του βραβείου «Χορν» Γιώργος Χρυσοστόμου εμφανίζεται στην παράσταση «Λίλιομ»στο Θέατρο Πόρτα

Γιώργος Νανούρης

Γιορτή 17 Νοέμβρη. Στοιχισμένο όλο το σχολείο στο πραύλειο. Οι χορωδίες των μεγάλων τάξεων ανεβαίνουν η μια μετά την άλλη στο βάθρο και τραγουδούν. Ένα παιδί απ την τρίτη δημοτικού ρωτά ξαφνικά και απροειδοποίητα τη δασκάλα του αν μπορεί να βγει απ τη γραμμή και να πάει να πει ένα τραγούδι! Η δασκάλα τον αφήνει. Ο διευθυντής στο μικρόφωνο τον ρωτά: -Ποιος σ έστειλε να τραγουδήσεις, η δασκάλα σου; -Όχι. -Η μαμά σου; -Όχι. -Πώς ήρθες; -Μόνος μου. Του δίνει το μικρόφωνο. Ο 8χρονος Γιώργος ανεβαίνει στο βάθρο και σαν σε όνειρο μπροστά σε όλο το παραταγμένο σχολείο τραγουδά ολομόναχος το “γελαστό παιδί”.

 

Ο Γιώργος Νανούρης παίζει και σκηνοθετεί στο Θέατρο «Θησείον» την παράσταση Κατερίνα ( Κριτική της παράστασης) και στο Θέατρο «Πορεία» την παράσταση «Από τι ζουν οι άνθρωποι»

Βλαδίμηρος Κυριακίδης

Η πρώτη μου επαφή ήταν με την πειραματική σκηνή της τέχνης στη Θεσσαλονίκη εν έτει 1979. Πριν καλά καλά τελειώσω το λύκειο βοηθούσα στο ανέβασμα της παράστασης “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας” κρατώντας το ηχητικό μέρος της παράστασης. Τότε ήταν που πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με την υποκριτική τέχνη. Αμέσως μετά το 1980 άρχισε και η συνεργασία μου με τον εν λόγω θίασο στην “Οδύσσεια”, μια μεταφορά για παιδική παράσταση και όχι μόνο. Είχα τον ρόλο του “Τηλέμαχου” και με βάρκα την ίδια την παράσταση ταξίδεψα το πρώτο μου σκηνικό ταξίδι. Γνωρίζοντας πλέον από κοντά το κείμενο και την ποίηση που έβγαινε μέσα από αυτό, κατάλαβα πώς η τέχνη που αποφάσισα να ενστερνισθώ δεν ήταν καθόλου απλή. Δεν είχε να κάνει με τρέχοντες κανόνες καθημερινότητας, ούτε με διαπροσωπικές σχέσεις της διπλανής πόρτας, αλλά με κάτι πιο βαθύ που χρειαζόταν αφοσίωση και μελέτη. Σε αυτό το πρώτο βάπτισμα οφείλω το μέλλον μου και θα είμαι πάντα ευγνώμων διότι μου άνοιξε ορίζοντες που δεν θα μου επιτρέψουν να γεράσω μέσα μου ποτέ.

Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης εμφανίζεται στην παράσταση «Οι Τενόροι» στο Θέατρο ΖΙΝΑ

Παναγιώτης Σούλης

Πρώτη επίσκεψη στην Επίδαυρο. Πρώτη εμφάνιση στη σκηνή (της). Πρώτο χειροκρότημα από το κοινό (της). Ένιωσα τόσο δέος. Τέτοια τιμή. Ποιος να μου έλεγε ότι μετά από εκείνη την κλασική εκδρομή -που φαντάζομαι όλοι μας έχουμε πάει με το σχολείο- ότι η επόμενη φορά που θα επισκεπτόμουν την Επίδαυρο, θα ήταν για να παίξω. Η αίσθηση μόλις φτάσαμε ήταν μαγευτική. Με θυμάμαι να κοιτάζω χαζεμένος και καταγοητευμένος όλο αυτό που με περιέβαλλε. Πρωτοετής μαθητής στο Θέατρο Τέχνης. Πολύ άπειρος, πολύ μικρός –παραδομένος στην άγνοια κινδύνου. Η πρώτη πρόβα δεν μπορεί με τίποτα να φύγει από το μυαλό μου. Δεν θέλω να φύγει.

Θυμάμαι ότι βγήκα στη σκηνή χωρίς άγχος. Γιατί να έχω άλλωστε; Αποτελούσα κομμάτι ενός εκ των εμπειρότερων θιάσων. Το μόνο που ήθελα ήταν να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα. Αριστοφάνης-Κουν. Ήταν κάτι σαν διαδραστικό σεμινάριο για εμένα. Ήταν όλα ονειρικά. Ήταν μία ευκαιρία. Μία ευκαιρία που μετά το πρώτο χειροκρότημα κατάλαβα ότι πράγματι, είχα αρπάξει.

Ο Παναγιώτης Σούλης εμφανίζεται στην παράσταση «Πλατόνοφ» του Τεχνοχώρου Καρτέλ

( Κριτική της παράστασης)

Γιάννης Βόγλης

Είχα μόλις τελειώσει την Σχολή του Κατσέλη όταν συμφώνησα να παίξω στο Θέατρο Τέχνης με τον Κάρολο Κουν. «Η άνοδος και η πτώση του Αρτούρο Ούι» του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ο ρόλος μου δεν ήταν μεγάλος, ωστόσο ήταν αρκετά σημαντικός. Μέχρι το πρώτο χειροκρότημα, το μόνο που θυμάμαι είναι το τρακ. Ήταν τόσο έντονο. Όταν έπεσε η αυλαία το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν ικανοποίηση. Ότι τα κατάφερα. Πιστεύω ότι δεν μπορούσα να έχω καλύτερο ξεκίνημα ή δάσκαλο. Ύστερα ήρθαν οι Όρνιθες και άλλα πολλά έργα. Άλλα πιο εύκολα άλλα πιο δύσκολα. Πάντοτε όμως θυμάμαι εκείνη την πρώτη φορά που κατάλαβα τι σημαίνει τρακ και κυρίως πώς αντιμετωπίζεται: Με καλή προετοιμασία. Με δουλειά. Όχι ότι έτσι θα καταφέρεις βέβαια να το εξαφανίσεις, ωστόσο, είναι ένας καλός τρόπος να μην το αφήσεις να σε κυριεύσει.

Ο Γιάννης Βόγλης εμφανίζεται στην παράσταση « Θείος Βάνιας» στο Θέατρο Δημήτρης Χορν

Στέλιος Μάινας

Σε κάποια από τις άκρως ερασιτεχνικές παραστάσεις μου, κάποιος με φώναξε: «Ε, εσύ ψηλέ», καθότι παλαιότερα οι άνθρωποι ήταν πιο κοντοί και με έπαιρναν για ψηλό. «Ε, εσύ ψηλέ με τα φουντωτά μαλλιά», ναι τότε είχα και μαλλιά. «Ε εσύ ψηλέ με τα φουντωτά μαλλιά, έλα εδώ. Θες να κάνεις κομπαρσαρία στην Αγγέλα του Σεβαστίκογλου;» Έγνεψα θετικά. «Εντάξει, θα κάνεις. Από αύριο θα είσαι μαζί μας». Και έτσι έκανα. Στο Θεσσαλικό Θέατρο. Και δεν κατάλαβα τίποτα. Σαν να μην ανέβηκα. Σαν να μην έπαιξα πρώτη φορά δίπλα σε επαγγελματίες. Σαν να μην υποκλίθηκα.

Όταν πια κατέβηκα, άρχισα να σκέφτομαι το κοινό. Τη συμμετοχή του. Την αγάπη που ένιωθε για το θέατρο και το θαυμασμό προς τους συντελεστές του. Τότε κατάλαβα ότι θέλω να γίνω κομμάτι του θεάτρου. Και θέλω να πιστεύω ότι έγινα.

Ο Στέλιος Μάινας εμφανίζεται στην παράσταση « Θείος Βάνιας» στο Θέατρο Δημήτρης Χορν

 

Χάρης Χαραλάμπους

Οκτώβριος 2004.  «Η Πρόβα» του Γιώργου Αρμένη.  Σκηνοθεσία Γιώργου Αρμένη.  Στο Νέο Ελληνικό Θέατρο του Γιώργου Αρμένη!  Φρεσκότατος «αρμενιστής» (!) τότε, μόλις είχα αποφοιτήσει από τη Δραματική Σχολή,  κλήθηκα να σαλπάρω!  Στο τιμόνι του καραβιού, καπετάνιος, ο δάσκαλος μου Γιώργος Αρμένης και στο πλήρωμα μαζί αγαπημένοι φίλοι και συμμαθητές (ο Στέλιος, ο Μάνος, η Άννα, ο Γιάννης).  Ο καπετάνιος και το πλήρωμα αποτελούσαν ένα πολύ γερό δίχτυ ασφαλείας και έκαναν τις σωστικές λέμβους να φαίνονται αχρείαστες.  Και πέρασαν οι μέρες, και τελείωσαν οι πρόβες και ήρθε η μέρα της πρεμιέρας! Με την αγωνία όλων μας στο κατακόρυφο γιατί για τους περισσότερους ήταν η «πρώτη μας φορά»!  Η παράσταση ξεκινούσε με τους ηθοποιούς να εισέρχονται στη σκηνή και να τακτοποιούν κάποια αντικείμενα στο σκηνικό.  Εγώ έπρεπε να τοποθετήσω στη θέση της τη βάση της κιθάρας μου, να καθίσω, να πάρω την κιθάρα και να πω ένα τραγούδι, «το» τραγούδι!  Χτύπησε δεύτερο κουδούνι και όπως συνήθως γίνεται  ακολούθησε το τρίτο και η κάθοδος από τα καμαρίνια στη σκηνή.  Κατεβαίνοντας τις σκάλες οραματίστηκα ότι γλυστράω, πέφτω, κάνω το break a leg πραγματικότητα, την κιθάρα θρύψαλα και την πρεμιέρα όνειρο απατηλό!  Μάλλον υπήρξε το πιο αργό κατέβασμα σκάλας που έχω κάνει ποτέ! Σκαλοπάτι και ανάσα, ανάσα και σκαλοπάτι! Κάποια στιγμή, εμένα μου φάνηκε ότι πέρασαν χρόνια αλλά τελικά στην ώρα μου έφτασα, με την ανάσα να έχει πάει από το πολύ αργό στο πάρα πολύ γρήγορο σε χρόνο μηδέν, μπήκα στη σκήνη, έβαλα τη βάση της κιθάρας στη θέση της, κάθισα και πήρα την κιθάρα στα χέρια για να αρχίσω το τραγούδι. Μπαίνει και η Άννα, με κοιτάει με φανερή περιφρόνηση (μέσα στο ρόλο) και κρυφή αγωνία (έξω από το ρόλο), πηγαίνει προς τη σιδερώστρα κι αρχίζει να σιδερώνει κάτι ρούχα.  Αυτό ήταν και το σήμα για να αρχίσω εγώ το τραγούδι! Το τραγούδι που ήταν το αγχολυτικό μου γιατί αν είχα να ξεκινήσω με κάποια ατάκα τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα! Και ήταν το αγχολυτικό μου γιατί δεν ήταν όποιο κι όποιο τραγούδι… Ήταν το «Γιατί γλυκό μου sweet heart» των Café Aman America και αυτό το τραγούδι από όταν το πρωτοάκουσα μου προκαλούσε απίστευτη ευφορία και μου ανέβαζε τη διάθεση.  Μάλλον γι’ αυτό και το πρότεινα μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια των προβών και για καλή μου τύχη έγινε το εναρκτήριο τραγούδι της παράστασης και της επαγγελματικής μου πορείας σαν ηθοποιός!  Πήρα βαθιά ανάσα λοιπόν, Φα ματζόρε δύο μέτρα εισαγωγή περίπου αργό τσιφτετέλι και πάμε!  Θυμάμαι ότι το τραγούδι πήγε καλά, η Άννα το χόρεψε, μπήκαν ο Μάνος, ο Στέλιος, ο Γιάννης, ο κύριος Αρμένης, ο κύριος Παντελής Παπαδόπουλος, κοιταχτήκαμε, σιάξαμε τα άρμενα και το ταξίδι ξεκίνησε.Το επόμενο που θυμάμαι είναι οι αγκαλίες στα καμαρίνια μετά το τέλος της παράστασης…

Αφιερωμένοι σε όλες τις πρεμιέρες που πέρασαν και σε αυτές που θα έρθουν οι στίχοι του «τραγουδιού»:

Αφού ακόμα δε μου λες

με την καρδιά σου ένα yes

γιατί αγάπη μου γιατί

αφού το βλέπεις πως πονώ

I don’t know

γιατί δε μου λες το no

Ax Γιατί γλυκό μου sweet heart

Ax να με πληγώνεις τόσο hard

Να λες πως είσαι μέρα νύχτα busy

μα μη θαρρείς η καρδιά μου πως ραΐζει

μες της αγάπης τα καφέ

τα ψέματα δεν είναι εφέ

from my heart στο λέω I don’t care

Αχ ποιον άλλονε φωνάζεις honey

Ax αρχίζει ο νους μου και τα χάνει

Να βγαίνεις day every night

στο ξαναλέγω black and white

να σου ζητάω ένα φιλάκι

και να μου λες πως έχεις τράκι

α yes I can’t αυτά δεν είναι right

Αχ μη με πληγώνεις τόσο hard

Ax μικρό γλυκό μου sweet heart

Ο Χάρης Χαραλάμπους εμφανίζεται στην παράσταση « Θείος Βάνιας» στο Θέατρο Δημήτρης Χορν

Γιώργος Λυκιαρδόπουλος

Όταν η Λάγια Γιούργου το 2004 μου πρότεινε να κάνουμε μία θεατρική παράσταση, την κοίταξα περίεργα. Ωστόσο την άφησα να μου εξηγήσει περί τίνος πρόκειται. Μου είπε ότι θέλει να κάνουμε την ταινία Tape του Λινκλάτερ. Η μέχρι τότε εμπειρία μου από τις κινηματογραφικές παραγωγές με έκανε να θέλω αμέσως να πω το ναι, ωστόσο συγκρατήθηκα. Της ζήτησα περισσότερες πληροφορίες. Εκείνη μου είπε ότι έχει να κάνει με σχέσεις και ότι χρειάζεται τρεις νέους ηθοποιούς ώστε να μπορέσει να το αποδώσει θεατρικά. Στην αρχή πρότεινε έναν «άγνωστο αλλά που δείχνει να είναι καλός ηθοποιός» ονόματι Αλέξη Γεωργούλη. Δεν έκατσε ωστόσο με τον Αλέξη. Η παράσταση ανέβηκε με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο, τον Κώστα Κάππα και τη Γωγώ Μπρέμπου και εγώ «μπήκα» σε αυτήν έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου. Θυμάμαι σαν τώρα τον φίλο και συμμαθητή μου Κωνσταντίνο (Μαρκουλάκη) να προσπαθεί μετά βδελυγμίας να με αποτρέψει από το να ασχοληθώ με το θέατρο. «Είσαι τρελός. Μην κάνεις θέατρο. Έχει φοβερό ρίσκο», μου έλεγε. Δεν τον άκουσα. Έκλεισα το Υπόγειο του Ιλίσια Βολανάκης. ΔευτερόΤριτο και Παρασκευή μεταμεσονύχτια. Πήγε ανέλπιστα καλά.

Τι και αν δεύτερη δεν είχε την ίδια τύχη. Το μικρόβιο του θεάτρου είχε μπει μέσα μου για τα καλά. Η περίπτωσή μου κρίνεται πλέον ανίατη.

Ο Γιώργος Λυκιαρδόπουλος είναι θεατρικός παραγωγός και ιδρυτής της εταιρείας Λυκόφως

Μάκης Παπαδημητρίου

Θέατρο Αμόρε. «Οι μέρες πριν έρθεις». Εγώ μόλις έχω τελειώσει τη Σχολή. Σκηνοθέτης μου είναι ο Γιάννης Μόσχος. Μαζί μου παίζουν ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ο Μενέλαος Χαζαράκης, η Αμάντα Πιπερίδη, η Σοφία Μουτίδου, η Μαρία Καλλιμάνη. Υποδύομαι το δολοφόνο. Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την παράσταση είναι την ερωτική μας σκηνή με την Καλλιμάνη κατά τη διάρκεια της οποίας γελούσαμε συνέχεια, τον απολαυστικό μονόλογο της Μουτίδου με ένα ψάρι και την μπλούζα του Πάτρικ Κλάιφερτ από την Εθνική Ολλανδίας που φορούσα μέσα από το κουστούμι μου. Παίξαμε δώδεκα παραστάσεις. Και οι δώδεκα ήταν μοναδικές.

Ο Μάκης Παπαδημητρίου εμφανίζεται στην παράσταση «Immanuel Kant» στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν

( Κριτική της παράστασης)

Σύρμω Κεκέ

Μέλος της ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας του Δήμου Κορυδαλλού, ετών 18. Είχα μόλις τελειώσει το σχολείο και βρισκόμουν εκεί περισσότερο για την παρακολούθηση και το «χάζεμα». Ε, παρακολούθηση στην παρακολούθηση, κάποια στιγμή, ήρθε η ώρα να πάρω και εγώ κείμενο. Δεν το περίμενα. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ακούσω αυτό το «Τώρα θα παίξεις».

Ο πρώτος μου ρόλος ήταν η «Ψεύτρα» του Κοκτώ. Με άλλα λόγια, ο πρώτος μου ρόλος, ήταν μία πόρνη. Ο πρώτος μου ρόλος ήταν ένας μονόλογος.

Πλησιάζω στη σκηνή. Βγαίνω με βήματα αργά, δειλά. Δεν προλαβαίνω να σταθώ και από δίπλα μου περνά μία γάτα σαν τρελή. Τα επόμενα λεπτά βρίσκουν εμένα μουσκμένη από ιδρώτα και τη γάτα παγιδευμένη στο θέατρο. Εκείνη την ημέρα ένιωσα ότι έχασα 80 κιλά. Θυμάμαι αποσπασματικά σκηνές με τη γάτα να περνάει κάτω από τα πόδια μου, εγώ να προσπαθώ να πω τα λόγια μου και τον κόσμο να γελάει. Να γελάει πάρα πολύ. Όχι με την υποκριτική μου, ευτυχώς. Η πρώτη αίσθηση που ένιωσα ήταν η έκθεση. Ένιωσα ότι ήμουν εκτεθειμένη. Μετέωρη. Ευάλωτη. Με θυμάμαι να παίζω να παίζω να παίζω. Σαν σε όνειρο. Σαν να αιωρούμαι κάπου ψηλά. Όχι τόσο ώστε να μην με φτάνει το βλέμμα και η κριτική των θεατών.

Επέστρεψα στο καμαρίνι με τα ρούχα μου μουσκεμένα. Βγήκα στον κόσμο και πριν προλάβω να τον ευχαριστήσω για τα καλά λόγια που είχε να μου πει, έβαλα τα κλάματα. Έκλαιγα, έκλαιγα. Από χαρά. Από ανακούφιση. Από ευχαρίστηση.

Η Σύρμω Κεκέ εμφανίζεται στην παράσταση «Περσινή Αρραβωνιαστικιά» του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και την παράσταση «Immanuel Kant» στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν

Ανθή Ευστρατιάδου

Στα πλαίσια των μαθημάτων της Σχολής Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης -όπου και φοιτούσα- μαζί με τις φίλες και συμφοιτήτριές μου Κορίνα Βασιλειάδου και Στέφη Μουλοπούλου, αποφασίσαμε να κάνουμε μόνες μας μία ερευνητική δουλειά πάνω στο «Λαχταρώ» της Σάρα Κέιν. Το μεταφράσαμε (δηλαδή η Κορίνα το μετέφρασε) και αρχίσαμε να το δουλεύουμε. Πολύ καιρό. Πρέπει να ήταν περισσότερο από ένα χρόνο. Το δουλέψαμε τόσο, που κάποια στιγμή, πήραμε τη μεγάλη απόφαση να το παρουσιάσουμε -σε ένα διαμέρισμα που νοίκιαζε το Τμήμα Θεάτρου πάνω στην Εγνατία.

Παρά την τόση προετοιμασία και δουλειά, την πίστη και τη συγκίνηση που μου έβγαζε το έργο, δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνη την παράσταση. Το σοκ που υπέστηκα ήταν τεράστια. Ένιωσα σαν να πέρασε από πάνω μου ένα τρένο. Δεν ήμουν σε θέση καν να αντιληφθώ αυτό που μου συνέβαινε. Οι αναμνήσεις μου ξεκινούν μετά την πρώτη υπόκλιση. Για παράδειγμα, θυμάμαι το Βίκτορα Αρδίτη που να μας προτείνει να τη συνεχίσουμε σε άλλο χώρο. Θυμάμαι τον κόσμο. Τον τρόπο με τον οποίο του απευθυνόμουν.

Η Ανθή Ευστρατιάδου εμφανίζεται στην παράσταση «Περσινή Αρραβωνιαστικιά» του Θεάτρου του Νέου Κόσμου

 

Τατιάνα Πίττα

Πρώτο έτος στη Δραματική Σχολή του Γιώργου Αρμένη. Όχι μεγάλη αλλά ούτε και πολύ μικρή. Έχω πατήσει τα 25. Ο Αρμένης μου δίνει ένα μικρό ρολάκι στην παράσταση που ανεβάζει τότε. Νιώθω τόση χαρά. Και επειδή με τιμά ο δάσκαλός μου και επειδή παίζω μαζί με ένα συμφοιτητή του (τον Πέτρο Σπυρόπουλο) και επειδή τότε ήμουν ερωτευμένη με έναν από τους συντελεστές της παράστασης. Αυτό το τελευταίο, υπερίσχυε. Ο έρωτας, με έκανε τόσο δυνατή πάνω στη σκηνή που δεν με ένοιαζε τίποτα.

Η Τατιάνα Πίττα εμφανίζεται στην παράσταση «Περσινή Αρραβωνιαστικιά» του Θεάτρου του Νέου Κόσμου 

Δημήτρης Αγαρτζίδης

Το πρώτο πράγμα που ένιωσα και ένιωθα κατά τη διάρκεια των πρώτων μου παραστάσεων, ήταν τρόμος. Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός αυτό καθεαυτό δεν το λες και ιδιαιτέρως θετικό. Και σίγουρα, δεν το λες ενθαρρυντικό. Ωστόσο, υπήρχε μία υπόκωφη ευχαρίστηση. Αυτή νομίζω το «έσωσε» το όλο θέμα.

Η πρώτη μου παράσταση, δεν ήταν ακριβώς επαγγελματική. Είχε όμως το ίδιο άγχος. Τον ίδιο τρόμο. Και την ίδια γλυκιά ευχαρίστηση με την αμέσως επόμενη -πλέον επαγγελματική- που ανέβασα λίγο αργότερα, στην Επίδαυρο.

Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης σκηνοθετεί την παράσταση «Περσινή Αρραβωνιαστικιά» του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και παίζει στην παράσταση «Παραλήπτης Άγνωστος» στον Πολυχώρο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων

Δέσποινα Αναστάσογλου

Τι και αν ήμασταν ακόμα στο σχολείο. Τι και αν αυτό που ανεβάζαμε ήταν εντελώς χαζό και άνευ ουσιαστικής σημασίας. Στα μάτια μου, ήταν κάτι κοσμικό. Φάνταζε υπέροχο. Μοναδικό. Ήθελα να το ξανακάνω και να το ξανακάνω. Ε, και το ξαναέκανα…

Η Δέσποινα Αναστάσογλου σκηνοθετεί την παράσταση «Περσινή Αρραβωνιαστικιά» του Θεάτρου του Νέου Κόσμου

Κώστας Γάκης

Το «Χωρίς Μουσική» υπήρξε η πρώτη μου σκηνοθεσία. Είχε βεβαίως προηγηθεί η συν-σκηνοθεσία μου στην παράσταση “Κατσαρίδα” αλλά το έργο που καθόρισε πιο αποφασιστικά την πορεία μου, στο οποίο αισθάνθηκα ότι βρήκα το σκηνοθετικό μου στίγμα, στο οποίο γεννήθηκε η καλλιτεχνική μου ταυτότητα,  στο οποίο βρήκα ουσία και εκπλήρωση υπήρξε αδιαμφισβήτητα το «Χωρίς Μουσική». Σε αυτό το έργο βρέθηκε μια χρυσή τομή πολιτικού, μουσικού αφηγηματικού και ποιητικού θεάτρου και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που γνώρισε τόση μεγάλη επιτυχία για τρία χρόνια σε τρία διαφορετικά θέατρα. Ό, τι κι αν πω, ό, τι κι αν γράψω δεν θα είχε συμβεί και εκπληρωθεί αν δεν είχα την τύχη να δουλέψω με έναν υπέροχο θίασο και να συμπράξω μαζί του ως δημιουργός σε πολλαπλά πεδία:

α/ κεντρική ιδέα και συγγραφή του έργου

Ενώ δουλεύαμε για ένα άλλο έργο με το θίασο, κάποια μέρα, πάνω σε έναν πυρετώδη αυτοσχεδιασμό είχα μια ξαφνική έμπνευση της ιστορίας ενός εξόριστου πιανίστα που τιμωρείται για τα πολιτικά του φρονήματα και τελεί χρέη φαροφύλακα σε ένα ερημονήσι. Αυτή την αγάπη για τους φάρους, τους φαροφύλακες κι όλους τους αναχωρητές κι ερημίτες αυτού του κόσμου μου την είχε εμφυσήσει ένας πολύ αγαπημένος συγγενής που είχα χάσει την εποχή που γράφαμε το έργο. Μαζί με το θίασο υπήρξαμε οι συν-συγγραφείς του έργου μέσα σε έναν πυρετό εμπνεύσεων. Η περιπέτεια αυτή της συλλογικής γραφής ήταν τότε κάτι πρωτοφανέρωτο και απίστευτα συγκινητικό. Το έργο ολοκληρώθηκε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και θυμάμαι πόσο περήφανοι και χαρούμενοι ήμασταν και οι 4…

β/ μουσική σύνθεση

Παράλληλα έκανα μια μεγάλη βουτιά στον “μιουζικαλικό” εαυτό μου συνέθεσα τις μελωδίες και τα τραγούδια της παράστασης που ουσιαστικά αποτελούσαν την ψυχή του έργου σε δύο επίπεδα: τα τραγούδια αφορούσαν το πολιτικό κομμάτι της παράστασης καθώς τα τραγουδούσαν οι 3 συνεργάτριες του μουσικού σε ένα παράνομο υπόγειο καμπαρέ ενώ οι μουσικές ήταν η εσωτερική φωνή του συνθέτη στο ερημονήσι όπου έχει μείνει “χωρίς μουσική”.

Δηλαδή η μουσική συνδέει την εξωστρέφεια του κόσμου του καμπαρέ όπου όλα διέπονται από υπερβολή και μανιφεστική έκφραση με την εσωτερικότητα και θραυσματικότητα των ψυχικών κινήσεων του κεντρικού ήρωα

γ/ υποκριτική βουτιά

Ήταν μια τεράστια και άγρια χαρά να σκέφτομαι ότι ερμηνεύω το ρόλο του συνθέτη, έναν ρόλο που συνδέει τόσο όμορφα την ποίηση, τον έρωτα, τη μουσική και την επανάσταση. Έναν καθόλα ανάγλυφο χαρακτήρα ο οποίος παρόλες τις εσωτερικές αντιφάσεις και μικροσυμβιβασμούς βρίσκει το θάρρος να σταθεί απέναντι στις βάναυσες πολιτικές δυνάμεις από τις οποίες τελικά καταποντίζεται. Σε αυτό το ρόλο συνάντησα μυστικά τους δυο παππούδες μου που γνώρισαν τη Μακρόνησο και την πολιτική εξορία στην Τσεχοσλοβακία

καθώς και τον πολιτικό διωγμό του Σοστακόβιτς από τη σταλινική Ρωσία. Ήταν ένα χρέος αυτό το έργο-ήταν μια ξεκάθαρα μπρεχτική απόπειρα προσέγγισης.

δ/ σκηνοθεσία

Τι να πω γι αυτή την εμπειρία…κάθε σκηνή γεννιόταν με απολύτως φυσικό τρόπο χωρίς όμως να υπάρχει μέσα της τίποτα κοινότοπο. Όλα τα στοιχεία, κίνηση-μουσική-πρόζα-χειρονομίες-αφήγηση βρισκόντουσαν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους. Δυο κυλιόμενοι πάγκοι, μια καρέκλα και ένα ψεύτικο ξύλινο πιανάκι με ρόδες ήταν όλη μας η σκευή. Κατά τα άλλα τα σώματα και οι φωνές έκαναν όλη τη δουλειά. Οι 3 ηθοποιοί (Ιωάννα Αγγελίδη, Δάφνη Καμένου, Γεωργία Γεωργόνη η οποία αντικαταστάθηκε επάξια την τρίτη χρονιά από την Αγγελίνα Παρασκευαϊδη)έπαιζαν πολλούς διαφορετικούς ρόλους ενώ εγώ κρατούσα τον κεντρικό χαρακτήρα του πιανίστα. Υπήρχε δηλαδή γύρω από αυτο το μελαγχολικό αντιφατικό πρόσωπο του πιανίστα ένας τυφώνας μεταμορφώσεων ακριβείας, τραγουδιστικών ακροβατικών με υπέροχες τριφωνίες τις οποίες απογείωνε η Μαρία Δελή με το υπέροχο ακορντεόν της και μικρών πολιτικών δηλώσεων που έδειχναν στο κοινό ότι υπάρχει λόγος να αντιστεκόμαστε ακόμα και στις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας μας. Κι όλα αυτά προτού ο φασισμός στην Ελλάδα εξαπολύσει τη χολή του παντού.

Ήταν ένα έργο που με έκανε πολύ πιο πλούσιο άνθρωπο, όχι οικονομικα αλλά ψυχικά καθώς αγαπήθηκε πάρα πολύ από τον κόσμο τόσο στην Αθήνα όσο και στην εκδοχή που ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα. Ένα έργο που αποτελεί φάρο στη ζωή μου. Μια εμπειρία αδερφοσύνης κι αγάπης που με καθόρισε.

 

Ο Κώστας Γάκης παίζει και σκηνοθετεί την παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2» η οποία έπειτα από τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε μέσα από το θέατρο Θησείον, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη στο BlackBox

Έλενα Σταματίου

Ήταν το 2011 ήμουν ακόμα στο 1ο έτος της δραματικής σχολής και παράλληλα δούλευα με μια ομάδα, όπου ανεβάσαμε τότε την πρώτη μας μουσικοχορευτική θεατρική παράσταση. Δεν ήξερα τι να περιμένω. Έχεις όλη αυτήν την προετοιμασία πριν, τις πρόβες, το άγχος, που δεν ξέρεις πραγματικά τι να περιμένεις. Είχα μεγάλο άγχος και τρακ και ενιωθα την καρδιά έτοιμη να σπάσει. Και έρχεται αυτή η στιγμή που βγαίνεις πάνω στη σκηνή και ένας άλλος κόσμος βρίσκεται εκεί, κι εσύ μέσα σε αυτόν. Κομμάτι του. Είσαι εκεί, αντιμέτωπος με τον εαυτό σου, απορροφημένος στη στιγμή. Μετά τα πρώτα λεπτά το χτυποκαρδι υποχωρεί και είναι σαν να μπαίνεις σε έναν χορό, ξέρεις τα βήματα και χορεύεις. Όλα έρχονται αρμονικά μετά. Η σκηνή σε απορροφά, σε παρασέρνει, σε κάνει να ξεχνιέσαι, σε ταξιδεύει. Πραγματικά σε ταξιδεύει. Αυτό κάνει και στον θεατή, τον αρπάζει και τον ταξιδεύει. Κι εγώ ήμουν πια από την άλλη μεριά και μπορούσα να καταλάβω αυτή τη μαγεία που έχει το θέατρο. Δεν συνειδητοποίησα τότε τι ήταν, απλά κράτησα μέσα μου αυτή την αίσθηση. Βέβαια το χτυποκαρδι αυτό υπάρχει ακόμα. Κάθε φορά που βγαίνω στη σκηνή.

 

Η Έλενα Σταματίου εμφανίζεται στην παράσταση «ΠΟΚΑ» στο Από Μηχανής Θέατρο

Νικόλας Αγγελής

2005. Μόλις έχω τελειώσει τη σχολή και μαζί με μία κοπέλα και το Βασίλη Μαυρογεωργίου είναι να ανεβάσουμε το μύθο του σκορπιού και του βάτραχου σε ένα Φεστιβάλ του Θεάτρου Ροές. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Οι πρόβες μας για παράδειγμα, κράτησαν δύο-τρεις μέρες το πολύ. Λίγο πριν βγω στη σκηνή, ένιωσα το φόβο να με κυριεύει. Θα ήταν η πρώτη μου φορά. Και την πρώτη μου φορά δεν ήθελα να έχουν γίνει όλα τόσο γρήγορα. Δεν ήξερα εάν θα μπορώ να τα καταφέρω. Φοβόμουν, φοβόμουν πολύ.

Στο Φεστιβάλ ο ένας καλλιτέχνης διαδεχόταν τον άλλο σαν τους παλιάτσους που τελειώνουν το νούμερό τους σε ένα τσίρκο και εξαφανίζονται. Εγώ προσπαθώ να ηρεμήσω την ενδυματολόγο μας που για κάποιο λόγο είχε φρικάρει ώστε να μην το μεταδώσει στην ομάδα και ταυτόχρονα να καταπραΰνω την ταραχή που αρχίζει να με κυριεύει. Πληκτρολογώ τον αριθμό του Αποστόλη (Τότσικα) με τον οποίο ύστερα από μία ταινία που είχαμε κάνει μαζί είχαμε συνδεθεί πάρα πολύ. Εκείνος με μία α εμπειρία τότε στο θέατρο με συμβούλεψε κάτι τόσο γλυκό και κατευναστικό που μεμιάς με έκανε να χαλαρώσω. «Με αγάπη και σεβασμό φίλε», μου. Δεν ξέρω πώς. Σαν να έγινε ένα «φλιπ» μέσα μου και ηρέμησα. Από εκεί που έβλεπα το κοινό εχθρικά, άρχισα να ελαττώνω τις άμυνές μου. Με έκανε κατά κάποιον τρόπο να το δω πολύ πιο παιχνιδιάρικα. Να αφεθώ και να παρουσιάσω την ιστορία μου. Γιατί γι αυτό ήμουν εκεί. Για να παρουσιάσω την ιστορία μου.

 

Ο Νικόλας Αγγελής εμφανίζεται στην παράσταση « Φιλουμένα» του Εθνικού Θεάτρου

Ιωάννης Παπαζήσης

Η πρώτη μου σκηνική εμπειρία ξεκινάει κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80, που ήμουνα μαθητής της έκτης δημοτικού στο κάτω Νευροκόπι Δράμας.  Ήταν η πρώτη χρονιά που το δημοτικό μας είχε γίνει πειραματικό, δηλαδή δεν είχαμε ένα δάσκαλο για όλα τα μαθήματα αλλά σε κάθε μάθημα ξεχωριστό. Κάτι που στα δικά μας μάτια φάνταζε παράξενο και πολύ σύγχρονο. Έτσι, λοιπόν, ήταν και η πρώτη φορά που μας φέραν στο σχολείο το μάθημα Πολιτισμός και κατ’ επέκταση το θέατρο. Με δάσκαλο έναν παπά που δυστυχώς δε θυμάμαι το όνομά του. Ο παπάς ,λοιπόν, αυτός μας πρότεινε να κάνουμε τη Φαύστα του Μποστ. Προσωπικά δεν είχα ενθουσιαστεί καθόλου με την ιδέα ότι θα αφήσουμε το ποδόσφαιρο στις αλάνες για να κλειστούμε σε μια αίθουσα να κάνουμε αυτό που λέγαν θέατρο. Και εκεί εμφανίζεται η Ευγενία. Μεγάλος έρωτας. Πρώτος, παλιός, θολός μες το μυαλό μου, αλλά ρε γαμώτο ένας γνήσιος παιδικός έρωτας. Μη ξέροντας τόσο καιρό πώς να βρω έναν τρόπο για να είμαι περισσότερο κοντά της, παίρνω μέρος στη θεατρική παράσταση που τόσο σιχαίνομαι. Ξεκινάνε οι πρόβες, η αλήθεια είναι ότι δεν εντυπωσιάζομαι καθόλου, αλλά όντως είναι μια λύση στο να είμαι κοντά σε αυτή που θέλω. Από εκεί και πέρα, τα πάντα εξελίσσονται φριχτά. Γιατί? Γιατί μη ξέροντας ο παπάς πως να διαχειριστεί την έντονη κινητικότητά μου ή την προσπάθειά μου να λέω πάντα βλακείες για να εντυπωσιάσω την Ευγενία, με βάζει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης να κάθομαι σε έναν καναπέ αριστερά στη σκηνή, όπως βλέπουν οι θεατές. Η ώρα της παράστασης έφτασε. Κάνω την είσοδό μου. Λέω την ατάκα μου και πηγαίνω κάθομαι στον καναπέ. Εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ ότι η σχολική σκηνή που είχε διαλέξει ο παπάς έχει καμάρα. Κι ο καναπές είναι πίσω απ’ την καμάρα, άρα δεν φαίνομαι. Τελοσπάντων, αυτή ήταν η πρώτη μου σκηνική εμπειρία. Να γνωρίσω καλύτερα το κορίτσι που αγαπούσα, αλλά να παίξω σε μια παράσταση που δεν με είδε ποτέ κανείς, πέρα από την είσοδο μου και την υπόκλιση στο τέλος. Με λίγα λόγια, έπρεπε να τα παρατήσω. Αυτά.

 

Ο Ιωάννης Παπαζήσης εμφανίζεται στην παράσταση «Αρτώ» στο Θέατρο Σημείο

Δημήτρης Καρατζιάς

Η πρώτη μου παράσταση : “Αχαρνής” του Αριστοφάνη με το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου στο θέατρο της Επιδαύρου… Μια τραυματική εμπειρία. Πόσο έτοιμος είναι ένας ηθοποιός ψυχολογικά να πατήσει τη σκηνή αυτού του θεάτρου; Εγώ ήμουν τελείως ανέτοιμος. Ήταν μια στιγμή που την ήθελα, την ονειρευόμουνα, αλλά δεν έπρεπε να είναι η πρώτη φορά. Λίγο πριν ξεκινήσουμε το άγχος μου άρχισε να γιγαντώνεται. Κρύος ιδρώτας, ταχυπαλμιες, κόμπος στο στομάχι, το στόμα να στεγνώνει. Σκέψεις ότι όλα θα πάνε στραβά. Δεν θα μιλήσω ποτέ, θα ξεχάσω, λόγια, τραγούδια, κινήσεις, χορογραφίες. Η παράσταση αρχίζει κι εγώ δεν ακούω λέξη. Μόνο το καρδιοχτύπι μου. Ο φόβος μου γίνεται τρόμος κι ο τρόμος πανικός. Θέλω μόνο να τελειώσει, να φύγω από εκεί, να εξαφανιστώ. Τα λεπτά μου φαίνονται αιώνες, η παράσταση δεν θα τελειώσει ποτέ, και στο τέλος δεν ακούω ούτε καν το χειροκρότημα. Η πρώτη σκέψη; Να τα παρατήσω. Ένα χρόνο μετά τα έβαλα με τον εαυτό μου δίνοντας του μια δεύτερη ευκαιρία. “Μάλα” στο θέατρο Παλάς. Μετά τις πρώτες παραστάσεις ο πανικός, ξανάγινε τρόμος, σιγά σιγά ο φόβος πήρε τη θέση του τρόμου και τον φόβο τελικά αντικατέστησε το άγχος. Απλό, δημιουργικό άγχος που ποτέ δεν φεύγει.

 

Ο Δημήτρης Καρατζιάς σκηνοθετεί τις «Μικρές Ιστορίες Φόνων» στον Πολυχώρο Vault

Ορέστης Τζιόβας

Κάποια χρόνια πίσω, όντας ακόμα στο σχολείο αποφασίζω να ασχοληθώ με τις θεατρικές παραστάσεις του. Λίγο για να χάσω μάθημα και πολύ γιατί θέλω να κάνω τον κόσμο να γελάει. Με θυμάμαι να ανεβαίνω στη σκηνή νιώθοντας μία τρομερή σπίντα. Μία απίστευτη δύναμη. Φως. Τα μάτια μου ήταν σχεδόν θαμπωμένα από το πολύ φως. Έντονο φως. Άγχος δεν είχα τότε. Τώρα, έχω. Τότε τους φίλους, τους γονείς μου. Από κάτω ήταν μόνο δικοί μου άνθρωποι. Και μόνο το γεγονός μου έδωσε απύθμενο θάρρος. Τεράστια χαρά. Και δύναμη.

Ο Ορέστης Τζιόβας εμφανίζεται στην παράσταση «Πριν το Χάραμα» στο άρτι ανακαινισμένο ιστορικό Θέατρο Βέμπο το οποίο επαναλειτουργεί έπειτα από οχτώ χρόνια

Αλέξανδρος Μπουρδούμης

Είκοσι χρόνια –σχεδόν- πριν. Όντας δευτεροετής στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, μου προτείνουν να συμμετάσχω σε μία παράσταση στην Επίδαυρο. Δεν είχα ούτε μία ατάκα. Αλλά δεν με ένοιαζε. Ήμουν τόσο χαρούμενος και περήφανος. Θα έπαιζα με τους δασκάλους μου. Ήταν τιμή για εμένα. Παρεμπιπτόντως, να αναφέρω ότι μέχρι τότε, η μοναδική μου επίσκεψη στην Επίδαυρο είχε γίνει στο πλαίσιο μίας σχολικής εκδρομής.

Ως εκ του θαύματος λοιπόν, βρέθηκα να πατάω τη σκηνή της Επιδαύρου. Εν τω μεταξύ, ότι όλο αυτό γινόταν δύο ημέρες πριν τα γενέθλιά μου, ένιωθα μέσα μου λες σαν αυτό να είναι το δώρο μου. Θυμάμαι το δέος που ένιωσα. Θυμάμαι το θίασο να ετοιμάζεται να ανέβει στην ορχήστρα. Το σούρουπο να γίνεται βράδυ. Ήταν μία αίσθηση υπέροχη. Έπειτα ήρθαν η αγωνία, το τρακ. Αυτά τα τελευταία βέβαια, δεν έχουν σταματήσει από τότε να έρχονται.

Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης εμφανίζεται στην παράσταση «Πριν το Χάραμα» στο άρτι ανακαινισμένο ιστορικό Θέατρο Βέμπο το οποίο επαναλειτουργεί έπειτα από οχτώ χρόνια

+ Nikolas Kominis - Studio Kominis

 

Ευθύμης Ζησάκης

Πρώτο έτος Δραματικής Σχολής. Φεστιβάλ Αθηνών. Για δεύτερη φορά βρίσκεται στην Ελλάδα ο Ρωμαίο Καστελούτσι και μαθαίνω ότι κάνει μία οντισιόν υπό τη μορφή σεμιναρίου (διαρκούσε μία εβδομάδα) για να ανεβάσει την «Κόλαση» του Δάντη. Η σκηνή αποτελείται από ένα φλεγόμενο πιάνο και έναν κύβο γεμάτο καθρέφτες και μέσα παιδάκια. Το σκηνικό ήταν εντελώς σουρεαλιστικό. Εγώ μαζί με άλλους δύο συμφοιτητές μου επιλεγόμαστε να συμμετάσχουμε στην εικαστική αυτή παράσταση. Η τιμή ήταν μεγάλη. Η εμπειρία μεγαλύτερη. Δεν έχω ξαναδουλέψει τόσο ποτέ ξανά έκτοτε.

Η παράσταση θα γινόταν στο κτίριο Δ’. Περίπου 600-700 άτομα μας χειροκρότησαν. Παρότι έκρυβε τους κινδύνους της πρόζας (ήταν καθαρά σωματική η ερμηνεία μας) θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό. Χωρίς αυτήν την παράσταση δεν θα ήμουν σε θέση να καταλάβω ότι η σωματική πειθαρχία είναι το Α και το Ω. Αν θυμάμαι κάτι από εκείνη την παράσταση είναι ακριβώς αυτό. Και φυσικά, την αρχή αυτής: Ο Καστελούτσι βγαίνει στη σκηνή με μία ειδική φόρμα, συστήνεται στο κοινό ζητά από τους εκπαιδευτές να αμολήσουν στη σκηνή 12 λυκόσκυλα. Πάνω του…

Ο Ευθύμης Ζησάκης εμφανίζεται στην παράσταση «Πριν το Χάραμα» στο άρτι ανακαινισμένο ιστορικό Θέατρο Βέμπο το οποίο επαναλειτουργεί έπειτα από οχτώ χρόνια

Χρήστος Καρασαββίδης

23 Ιουλίου 2014. Φεστιβάλ Αθηνών. Ζήτημα να είχε περάει ενάμισης μήνας από τότε που

τέλειωσα τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης και βρίσκομαι λίγα λεπτά μακριά απτην έναρξη της πρεμιέρας του Ματωμένου Γάμου από τη Λένα Κιτσοπούλου. Σε μια συνεκδοχή αρχαίας τραγωδίας, είχαμε επιλεγεί επτά νέοι ηθοποιοί, συμμαθητές απ´τη δραματική, να συμμετέχουμε στην παράσταση ως ένα είδος χορού. 500 θεατές κάθονται νευρικοί στα καθίσματα ανυπομονώντας. Έπειτα από ένα μήνα προβών, η ώρα είναι 21:05. Απομένουν δέκα λεπτά. Είναι 21:06. Ελπίζω πως αν κάνω κάποιο λάθος επί σκηνής, θα χαθεί μες τον πολυπληθή θίασο. Αλλά δεν πρέπει να το κάνω. Αν ξεχάσω λόγια, αν βγω πιο γρήγορα απ´όσο πρέπει, αν η σαμπάνια δεν ανοίξει; Λένα είναι, σκέφτομαι, θα νομίζουν πως είναι μες την παράσταση. Είναι 21:07. Η γραβάτα με πνίγει. Τη χαλαρώνω. Ανάβω τσιγάρο κι αναρωτιέμαι αν σε όλες τις παραστάσεις που θα παίζω από δω και μπρος θα υπάρχουν τόσοι θεατές, τόσο μεγάλα καμαρίνια, τόσοι άνθρωποι να σε βοηθούν, τόσα σταφύλλια στο μπουφέ. Τη στιγμή που βγαίνει ο καπνός, σκέφτομαι πως ποτέ καμία παράσταση δεν κρίθηκε απ´τα καμαρίνια και των αριθμό των θεατών. Πόσο μάλλον απ´τα σταφύλλια. Είναι 21:08. Παραδόξως μου έφυγε το άγχος. Ο Λαζάνης θα είχε; Ο Κουγιουμτζής, σκέφτομαι; Ήρεμα, Χρήστο, είσαι το 1/8 ενός χορού που είναι το 1/20 της παράστασης. Γι´αυτό δεν έχεις άγχος. Είναι 21:09. Κοιτάζω τα κορίτσια του χορού που περιμένουν να μπούμε. Μικρά βηματάκια χωρίς λόγο, τελευταία κοιτάγματα στον καθρέφτη, αμήχανα χαμόγελα. Νιώθω μια ασφάλεια. Μοιάζουν όλες υπέροχες, γιατί φορούν κόκκινο κραγιόν κι είναι σοβαρές. Είναι 21:10. Θέλω να ξεκινήσουμε. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο χαρτί με τους στίχους του “Τώρα νυφούλα μου χρυσή” που κάπου στο μέσο της παράστασης τραγουδάμε όλοι μαζί. Ξαναφτιάχνω τη γραβάτα. Στη μικρή αυλίτσα έχει χαλίκια κάτω κι εγώ κουνάω τα πόδια. Αυτό το επίμονο χρατς-χρατς είναι το σάουντρακ της αναμονής. Αλλά εγώ δεν έχω άγχος. Όχι, δεν έχω.

Είναι 21:11. Σηκώνομαι να πιω νερό στο ποτήρι απ´αυτούς τους ψύκτες με τα τεράστια πλαστικά μπουκάλια καρφωμένα ανάποδα. Την ώρα που φαντάζομαι 1000 χέρια θεατών να χτυπάνε, κατευθύνομαι στο καμαρίνι, έτσι χωρίς λόγο. Γιατί εγώ δεν έχω άγχος. Είναι 21:12. Άντε λέω, πάμε κι ό,τι γίνει. Καραθάνος, Κολιανδρή, Βολιώτη, Κότσιφας, Καλλιμάνη εν μέσω άλλων. Και Κιτσοπούλου. Και μέσα σ´αυτόν το θίασο, σκέφτομαι, συμμετέχω κι εγώ. Τιμή μου. Είναι 21:13. Ακούγεται το τρίτο κουδούνι. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάω, λες και θέλω να ξορκίσω το άγχος. Άγχος, είπα; Όχι, καθόλου άγχος. Καθόλου άγχ… Είναι 21:14. Προσπαθώ δήθεν να συγκεντρωθώ ξέροντας πως καλύτερη πρώτη φορά δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Στιγμιαία χαμογελώ γιατί σκέφτομαι πως αυτό ακριβώς το συναίσθημα που νιώθω τώρα είναι το ίδιο μ´εκείνο που είχα όταν είχα φιλήσει μια συμμαθήτριά μου στο δημοτικό. Είναι 21:15. Πάμε; λέω, στα άλλα παιδιά του χορού. Πάμε.

 

Ο Χρήστος Καρασαββίδης ανήκει στους νέους Συγγραφείς του Εθνικού Θεάτρου και από τις αρχές Μαΐου θα σκηνοθετήσει την παράσταση «Βασιλικώ Καρπώ» στην Ακαδημία Πλάτωνος

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα