Κώστας Σισμανίδης στο NEWS 247: Δεν έψαχνα εγώ τον τάφο του Αριστοτέλη. Ο τάφος έπεσε πάνω μου
Ποια τα μυστικά του τάφου του Αριστοτέλη που "κοιμόνταν" ήδη από το 1996 στα Αρχαία Στάγειρα; Τα ευρήματα, η έρευνα 26 ετών και οι ιστορικές πηγές - ορόσημο. Τι σχολιάζει ο υπεύθυνος των ανασκαφών, Κ. Σισμανίδης για τη στάση του υπουργείο Πολιτισμού, την εγγύτητα του τάφου στα έργα εξόρυξης χρυσού και τις χρηματοδοτήσεις που "έκαναν φτερά" το 2000 επειδή "η τότε πολιτική ηγεσία τον μίσησε" (Pics)
- 27 Μαΐου 2016 11:58
«Δεν έψαχνα εγώ τον τάφο του Αριστοτέλη . Και κάθε φορά που συνάδελφοι κατέθεταν ανάλογο σχόλιο, θύμωνα. Προσωπικά, δεν έψαχνα τίποτα. Κανέναν τάφο. Ο τάφος έπεσε πάνω μου. Και έλεγα πως εάν τυχόν τον βρω, το μόνο που πράγμα που θα ήθελα να έχει μέσα, είναι έργο χαμένο. Ούτε τα χρυσά με ενδιέφεραν, ούτε τίποτα». Με αυτά τα λόγια, ο αρχαιολόγος και επικεφαλής ανασκαφών στα Αρχαία Στάγειρα, Κώστας Σισμανίδης μιλά στο NEWS 247 για τα αποκαλυπτήρια του τάφου του Αριστοτέλη (384- 322 π. Χ.) στην σημερινή Ολυμπιάδα Χαλκιδικής, τις αντίθετες φωνές, τη στάση του υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και την εγγύτητα του τάφου (2-3 χλμ) από τα έργα εξόρυξης μετάλλων στα ΒΑ της περιοχής.
H σχετική ανακοίνωση άλλωστε, για το χώρο που στέγασε την τέφρα του μεγαλύτερου φιλοσόφου της αρχαιότητας έγινε κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Συνεδρίου στη Θεσσαλονίκη την Πέμπτη, με αφορμή τη συμπλήρωση 2400 χρόνων από την γέννηση του Αριστοτέλη και ενώπιον 250 Αριστοτελιστών από περίπου 41 χώρες του κόσμου.
Συνολικά 26 χρόνια αφιέρωσε σε ανασκαφές και έρευνα ο αρχαιολόγος, προκειμένου να φέρει στο φως τεκμήρια, να τα συναρτήσει με τις αρχαίες πηγές και τελικά, να καταλήξει στο συμπέρασμα που από χτες κάνει το γύρο του κόσμου, προκαλώντας παγκόσμιο θαυμασμό. « Τον τάφο τον ανακάλυψα το 1996. Απλώς τότε δεν είχα προβεί σε ανακοίνωση». Αν και όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν ήταν λίγα τα έντυπα Μέσα Ενημέρωσης της εποχής που φιλοξένησαν εκτενή αφιερώματα στα ευρήματα που προκαλούσαν δέος. «Απλώς, την Πέμπτη έκανα την επίσημη ανακοίνωση. Ήθελα να τεκμηριώσω εντελώς το εύρημα. Να είμαι απόλυτα βέβαιος, γιατί ξέρετε τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις με τη σύγχυση που επικρατεί. Έψαχνα διακαώς. Συνταίριαξα ευρήματα με αρχαίες πηγές και κατέληξα στα πορίσματά μου. Επιπλέον, επειδή η UNESCO κήρυξε το 2016 ως Αριστοτέλειο έτος, δεν κρατήθηκα και προχώρησα στις επίσημες ανακοινώσεις. Τις οποίες, δεν σας κρύβω ότι και πάλι δεν θα έκανα, καθώς το επόμενο φθινόπωρο αναμένεται να εκδοθούν τρεις ογκωδέστατοι τόμοι για την επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψή μου για τον τάφο. Δηλαδή, το Παγκόσμιο Συνέδριο Αριστοτελιστών ήταν απλά η πρόκληση».
Από το 1990 έως το 2000 έσκαβε. Δέκα χρόνια στα Αρχαία Στάγειρα, μέχρι την ημέρα που κόπηκαν οι χρηματοδοτήσεις, σχεδόν βιαίως και εκτάκτως. «Οι λόγοι δεν ήταν οικονομικοί. Ήταν άλλοι. Κυρίως , γιατί τάχθηκα από την πρώτη στιγμή κατά της επένδυσης των μεταλλείων για εξόρυξη χρυσού, χαλκού και αργύρου στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής, σε απόσταση μάλιστα αναπνοής από τα Αρχαία Στάγειρα. Τότε επέμεναν και έκαναν αποκλειστικά λόγο για την επένδυση και όχι για τον αρχαιολογικό χώρο. Προσωπικά, απέτρεψα το έργο και η πολιτική ηγεσία με μίσησε. Οπότε και έκοψε τα χρήματα για τις ανασκαφές. Έτσι συμβαίνει πάντα».
Και ενώ από την πλευρά του υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει προβεί σε καμία επίσημη τοποθέτηση έως σήμερα για το σοβαρό ζήτημα, ο κ. Σισμανίδης επιμένει: « Δεν ασχολούμαι με το υπουργείο. Πλέον έχουμε ισχυρότατες ενδείξεις για τα μυστικά του τάφου, μετά από τον συνδυασμό των ανασκαφικών δεδομένων με τις αρχαίες πηγές. Προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία. Στα σημαντικότερα ευρήματα κατατάσσονται το αψιδωτό οικοδόμημα και το ψηφιδωτό δάπεδο στο οποίο βρισκόταν ο βωμός».
Και συνεχίζει, προς επιβεβαίωση των ισχυρών ενδείξεων: «Η θέση στην οποία κτίστηκε το πεταλωτό οικοδόμημα, μέσα στην πόλη και κοντά στην Αγορά (κατά παρέκκλιση των νενομισμένων), με πανοραμική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εποχή της κατασκευής του στην αρχή-αρχή ακόμη της ελληνιστικής περιόδου. Το ασύμβατο για άλλες χρήσεις σχήμα του. Ο δημόσιος χαρακτήρας του και η μεγάλη βιασύνη που διακρίνεται στην κατασκευή του, με ποιοτικό, άλλα ετερόκλητο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση και η ύπαρξη βωμού σε τετραγωνισμένο δάπεδο, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το σωζόμενο αψιδωτό κτίσμα ήταν ο τάφος-ηρώο του Αριστοτέλη».
Την ίδια στιγμή, το ταφικό οικοδόμημα που εντοπίστηκε ανάμεσα στη στοά του 5ου αιώνα και στον αρχαϊκό ναό του Διός Σωτήρος και της Αθηνάς Σώτειρας (6ος αιώνας π.Χ.), μεταξύ της αρχαϊκής και της κλασικής πόλης, στη χερσόνησο Λιοτόπι, αλλά και η αψιδωτή του κάτοψη (10 περίπου μέτρα), το σχήμα του και η ύπαρξη ορθογώνιου μαρμαροθετημένου δαπέδου με κενή επιφάνεια εξακολουθούσαν να προβληματίζουν τον αρχαιολόγο – ερευνητή, μέχρι που ανατρέχοντας σε ιστορικές πηγές, ήρθε αντιμέτωπος με την ιστορική αλήθεια.
«Οι Βυζαντινοί προφανώς το κατέστρεψαν, αναταράσσοντας εντελώς τα αρχαιολογικά στρώματα. Αυτό όμως που κατάφερε να διασωθεί είναι ο ημικυκλικός τοίχος του ταφικού μνημείου, σε ύψος δύο περίπου μέτρων. Το οικοδόμημα έφερε στέγη με κεραμίδια από το βασιλικό κεραμοποιείο, επιβεβαιώνοντας το δημόσιο του χαρακτήρα του. Την ίδια στιγμή, υπερυψωμένος, πλατύς κτιστός δρόμος οδηγούσε σε είσοδο του μνημείου, που ήταν προσπελάσιμο για προσφορές και απονομή τιμών», καταλήγει ο ανασκαφέας, αρχαιολόγος και μελετητής.
Ποιες όμως οι ιστορικές πηγές, τις οποίες αναμοχλεύει από το 1990 και αποτελούν το ισχυρό του όπλο για την επιστημονική τεκμηρίωσή του; «Ενδεικτικά αναφέρω την αραβική βιογραφία του Αριστοτέλη, του β΄μισού του 11 αι. μ. Χ. που αντιγράφει βιογραφία του Αριστοτέλη, από κάποιον Πτολεμαίο, που έζησε κατά το α΄ μισό του 4 αιώνα μ.Χ. και στην οποία αναφέρεται: ‘Όταν ο Αριστοτέλης πέθανε (στη Χαλκίδα, τον Οκτώβριο του 322 π.Χ.), οι Σταγειρίτες έστειλαν και έφεραν την τέφρα του στην πατρίδα τους, την τοποθέτησαν μέσα σε χάλκινη υδρία και κατόπιν απέθεσαν την υδρία αυτή σε μια τοποθεσία, που την ονόμασαν Αριστοτέλειον’. Κάθε φορά που είχαν σημαντικές υποθέσεις και ήθελαν να λύσουν δύσκολα προβλήματα, συγκαλούσαν σ΄ αυτόν τον τόπο την συνέλευσή τους. Οι πληροφορίες αυτές επαναλαμβάνονται στο χειρόγραφο αριθμ. 257 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας (κώδικας Ματσίανης στ. 257), που χρονολογείται γύρω στο 1300 μ.Χ.».
Ο ίδιος συνταξιοδοτήθηκε το 2012 από την 16η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, η οποία διέθετε τέσσερις νομούς υπό την σκέπη της. Σήμερα πρόκειται για την μετονομασμένη πλέον Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους. Από το 2003 έως το 2012 που ο ίδιος αποχώρησε από την ενεργό αρχαιολογική δράση ωστόσο, συμμετείχε παράλληλα και στις ανασκαφές στα Αρχαία Καλίνδοια, την πόλη του αρχαίου Βασιλείου της Μακεδονίας, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από το Ζαγκλιβέρι. «Ανακάλυψα συνταρακτικά ευρήματα. Νομίσματα, στήλες, γλυπτά, ειδώλια, κοσμήματα, ψηφίσματα και πολλές επιγραφές. Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε σε αρχαίο οικοδομικό συγκρότημα, το ‘Σεβαστείον’ που βρίσκεται λογικά, στην αγορά των Καλινδοίων. Μέρος μάλιστα των ευρημάτων παρουσιάσθηκε σε έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης το 2008».
Όσο για τα έργα εξόρυξης χρυσού και την εγγύτητα του τάφου, ο ίδιος σχολιάζει: «Τους αφήνω να λένε. Αυτοί λένε ότι η ανακοίνωση συμπίπτει συγκυριακά με τη συνέχιση των έργων και εγώ τα δικά μου. Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους και εγώ ασκώ την επιστήμη μου. Δική μου θέση ήταν ανέκαθεν ότι πρέπει να απομακρυνθεί (η εξόρυξη) από όλη την Ελλάδα και όχι μόνο από την Χαλκιδική ή εν γένει τη βόρεια Ελλάδα».
Τι πρέπει να ξέρουμε για τον τάφο στα Αρχαία Στάγειρα
Σύμφωνα με τον κ. Σισμανίδη και όσα περήφανα περιέγραψε τόσο στο NEWS 247, όσο και κατά την συνέντευξη Τύπου της Πέμπτης, στην πλαγιά του βορειότερου άκρου των Σταγείρων, κοντά στη Στοά της Αρχαίας Αγοράς αποκαλύφθηκε ήδη από το 1996, πολύπλοκο σύμπλεγμα διαφορετικών μεταξύ τους κτισμάτων που χρονολογούνται από την αρχαϊκή μέχρι και τη βυζαντινή περίοδο, έως και τα νεώτερα χρόνια.
Δυόμιση μέτρα δυτικά της πύλης του αρχαϊκού τείχους, η αρχαιολογική σκαπάνη ήρθε αντιμέτωπη με έναν μεγάλο τετράγωνο πύργο των βυζαντινών χρόνων, τον οποίο περιβάλλει ένα εντυπωσιακό αψιδωτό οικοδόμημα, που αρχικά δίνει την εντύπωση πυργοειδούς κατασκευής της αρχαϊκής οχύρωσης. Ωστόσο, όπως σχολιάζει ο ίδιος ο αρχαιολόγος, «η προσεκτικότερη παρατήρηση πείθει ότι χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους».
Οι τοίχοι του κτίσματος αυτού σώζονται σε μέγιστο ύψος 1.80 μέτρα και έχουν το μικρό σχετικά πάχος των 1.10 μέτρων, το οποίο είναι βεβαίως απαγορευτικό, για να ερμηνευτεί ως πύργος της αρχαϊκής οχύρωσης, ενώ σημαντικό χαρακτηριστικό του είναι ότι χτίστηκε με πολύ καλό οικοδομικό υλικό, το οποίο είναι προφανές ότι βρίσκεται σε δεύτερη χρήση και προέρχεται από παλαιότερα δημόσια κτίσματα. Έτσι, ενώ οι τοίχοι του είναι χτισμένοι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ακανόνιστα, την ίδια στιγμή, χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό εξαιρετικής ποιότητας και επεξεργασίας γωνιόλιθους μαρμάρου, ασβεστολίθους και γρανίτη, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται και ιδιαίτερη σπουδή στην κατασκευή τους, αφού η ποιότητα δεν είναι όμοια ούτε ως προς το υλικό που χρησιμοποιήθηκε κατά τόπους, ούτε ως προς τον τρόπο δόμησης. Σειρά δομικών χαρακτηριστικών του κτιρίου και άλλες ανασκαφικές ενδείξεις «οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι η ανέγερση του οικοδομήματος έγινε, για κάποιον λόγο, σχεδόν εσπευσμένα».
Σημειώνεται ότι για 26 χρόνια τουλάχιστον ο κ. Σισμανίδης ενέσκηψε στα προβλήματα χρονολόγησης των ευρημάτων και των αντίστοιχων ερμηνειών τους, καθώς δεν ήταν αρκετό το γεγονός ότι το κτίριο αναγόταν στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια, στην περίοδο δηλαδή αμέσως μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Τα κινητά ευρήματα πολυπληθούς και καλής ποιότητας, η οποία αντιπροσωπεύεται από όστρακα διαφόρων αγγείων, κυρίως σκύφων, πινακίων, κυλίκων και κανθάρων, αλλά και πάνω από πενήντα νομίσματα αρκετά του Αλέξανδρου Γ΄ και άλλα των Επιγόνων, όπως του Αντιγόνου Γονατά, Δημητρίου Πολιορκητή και άλλων, αλλά και κεραμική παραγωγής του βασιλικού κεραμοποιείου, επέτειναν από την μία τις χαρές και από την άλλη τις αμφιβολίες.
Τα ευρήματα βέβαια μέχρι σήμερα, δεν απαντούσαν στο ερώτημα «Τι ήταν αυτό το πεταλόσχημο οικοδόμημα; Γιατί κατασκευάστηκε; Και γιατί στο κέντρο αυτού του περίεργου κτιρίου υπήρχε – όπως αποδείχθηκε – βωμός;».
Όλα αυτά όμως μέχρι την 26 Μαΐου του 2016, που η παγκόσμια κοινότητα έστρεψε αρκετούς μήνες μετά την ανακάλυψη του τύμβου Καστά, το ενδιαφέρον της και πάλι στην Ελλάδα. Στις σπουδαίες ανακοινώσεις που κάνουν από την Πέμπτη το γύρο του κόσμου και εκτός από καχυποψία και αντίθετες φωνές, προκαλούν αναμφίβολα δέος, θαυμασμό και τροφή για κριτική σκέψη.