ΔΝΤ προς ΕΕ: Χωρίς ελάφρυνση χρέους δεν συμμετέχουμε
Διευθέτηση χρέους και ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα ζητούν τρία ανώτατα στελέχη του Ταμείου, θέτοντας συγκεκριμένους όρους προκειμένου να παραμείνει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα της Ελλάδας
- 23 Φεβρουαρίου 2017 23:53
Αναδιάρθρωση που καταλήγει σε βιωσιμότητα του χρέους και ρεαλιστικές προβλέψεις για πρωτογενή πλεονάσματα και τις προοπτικές της οικονομίας, είναι οι όροι του ΔΝΤ για να συνάψει μνημόνιο και να παρέχει χρηματοδότηση σε κάποια χώρα μέλος του Διεθνούς οργανισμού που βρίσκεται σε οικονομική κρίση.
Αυτό τονίζουν σε νέα ανάρτηση τους στο Blog του Ταμείου, τρεις υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Οργανισμού , ο Sean Hagan, Γενικός Σύμβουλος και Διευθυντής του Νομικού Τμήματος, Maurice Obstfeld, Οικονομικός Σύμβουλος και διευθυντής του Τμήματος Έρευνας και Poul M. Thomsen, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ .
Η ανάρτηση, αναφέρεται γενικά στην διαχείριση χρέους, η οποία έρχεται στο προσκήνιο και πάλι, λίγα 24ωρα πριν ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για την δεύτερη αξιολόγηση της οικονομίας.
Οι τρεις οικονομολόγοι, επαναλαμβάνουν τις πάγιες θέσεις του Ταμείου για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους των κρατών μελών.
Ωστόσο, φαίνεται ότι απαντούν και στην αναποφασιστικότητα των μελών του Euroroup σχετικά με την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, σημειώνοντας ότι η όποια αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους θα πρέπει να υποστηρίζεται από ρεαλιστικές – αντί για ηρωικές – υποθέσεις όσον αφορά τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα ότι οι οικονομίες συχνά χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να ανακάμψουν από κρίσεις, απ’ ό,τι είχε εκτιμηθεί αρχικά.
Χωρίς χρέος δεν συμμετέχουμε
Ξεκαθαρίζουν επίσης ότι όταν το κρατικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, το νομικό πλαίσιο του ΔΝΤ απαγορεύει την παροχή χρηματοοικονομική στήριξης εκτός και αν το πρόγραμμα περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα – περιλαμβανόμενης της αναδιάρθρωσης χρέους – τα οποία αξιόπιστα θα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα..
Σημειώνεται μάλιστα, ότι ένα πρόγραμμα, που αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει το μη βιώσιμο χρέος είναι πιθανό να επιδεινώνει τέτοια προβλήματα, καθώς θα δημιουργήσει περαιτέρω αβεβαιότητα για το μέλλον της χώρας μέλους.
Υπογραμμίζεται ακόμη ότι μία μεγάλη πηγή αβεβαιότητας είναι ο ρόλος του υπερβολικά μεγάλου χρέους στην υπονόμευση της πολιτικής στήριξης για μεταρρυθμίσεις από τους πολίτες, οι οποίοι θα μπορούσαν να θεωρήσουν ότι από τις θυσίες τους επωφελούνταν κατά κύριο λόγο οι πιστωτές.
Η αβεβαιότητα που προκαλείται από ένα άλυτο πρόβλημα χρέους μπορεί επίσης να αποτρέψει νέες επενδύσεις στην οικονομία, και ως εκ τούτου να εμποδίσει την ανάκαμψη από την οποία εξαρτάται η επιτυχία του προγράμματος.
Πράγματι, αν ένα πρόγραμμα δεν παρέχει μία διαδρομή, προκειμένου μία χώρα να ανακτήσει την πρόσβασή της στις αγορές μεσοπρόθεσμα, το Ταμείο δεν είναι σε θέση να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πρόγραμμα αντιμετωπίζει με ουσιαστικό τρόπο τα βασικά προβλήματα του μέλους.
Φωτογραφίζουν την Ελλάδα
Κάνουν όμως μια υποσημείωση φωτογραφίζοντας, χωρίς να αναφέρονται ευθέως στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας ως προς την ικανότητα μίας χώρας να αποκαταστήσει την πρόσβασή της στις αγορές εξακολουθεί να είναι σχετική, όταν η χώρα είναι μέλος μίας νομισματικής ένωσης.
Αν δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που να προβλέπουν δημοσιονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των κρατών μελών μίας νομισματικής ένωσης, η χώρα δεν επιλύει βιώσιμα το πρόβλημα στο ισοζύγιο πληρωμών της, στο βαθμό που πρέπει να εξαρτάται για μεγάλη χρονική περίοδο από την υποστήριξη άλλων μελών της ένωσης.
Παρότι έχει γίνει σημαντική δουλειά για τη δημιουργία μίας μεθοδολογίας που θα καθοδηγεί την ανάλυση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους, η εφαρμογή αυτής της μεθοδολογίας εξακολουθεί να απαιτεί προσεκτική κρίση.
Ειδικότερα, πρέπει να κάνουμε μία ρεαλιστική εκτίμηση των μοναδικών συνθηκών που ισχύουν για το κάθε μέλος. Επειδή η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ έχει κεντρική σημασία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων από μεριάς του, το έργο αυτό παραμένει ευθύνη του ΔΝΤ. Αποκλείουμε την ανάθεση του σε κάποιον άλλον.
Στην ανάρτηση, αναφέρεται επίσης ότι το ΔΝΤ χρησιμοποιεί δύο βασικές μεθοδολογίες για να εκτιμήσει κατά πόσον το χρέος είναι βιώσιμο. Η πρώτη μεθοδολογία εξετάζει αν έως το τέλος του προγράμματος του ΔΝΤ και με το χρέος να εξυπηρετείται σύμφωνα με τους αρχικούς όρους, η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ θα είναι επαρκώς χαμηλή ή σε μία επαρκώς σαφή πτωτική πορεία για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πιστωτών και να επιτρέψει στην κυβέρνηση να επιστρέψει στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η δεύτερη, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν το χρέος έχει μακρά ωρίμανση και ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, εξετάζει αν οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες μίας χώρας – για να καλύψει τις μικτές πληρωμές τόκων και κεφαλαίου καθώς επίσης και το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιό της – μπορούν να καλυφθούν με εύλογο τρόπο από τις αγορές στο μέλλον.
Ρεαλιστικά πλεονάσματα
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό στις προβλέψεις μας για εφικτές αποπληρωμές, να καθορίζουμε με ρεαλιστικό τρόπο τα επίπεδα των πρωτογενών πλεονασμάτων που βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους με την πάροδο του χρόνου – αντί τα επίπεδα αυτά που θα διαταράξουν την οικονομία τόσο σοβαρά που τα φορολογικά έσοδα στην πράξη υποχωρούν και οι δημοσιονομικοί στόχοι εγκαταλείπονται.
Επομένως, η κρίση μας θα βασιστεί τόσο στις συνθήκες της χώρας όσο και στην εκτεταμένη εμπειρία μας με άλλα μέλη που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Το πλαίσιο του Ταμείου το υποχρεώνει να λαμβάνει υπόψιν του, τους κινδύνους τόσο για την υλοποίηση του προγράμματος όσο και για τις οικονομικές προβλέψεις.
Ως παράδειγμα αναφέρονται οι αναδιαρθρώσεις χρέους σε Ουρανία και Ελλάδα. Όπως σημειώνεται στην πρόσφατη περίπτωση της Ουκρανίας, οι πιστωτές συμφώνησαν σε σημαντικά haircuts προκειμένου να μειωθεί το χρέος σε βιώσιμα επίπεδα όπως προτείνεται από το λόγο χρέους προς ΑΕΠ.
Στην περίπτωση των υπό εξέλιξη συζητήσεων με την Ελλάδα, έχουμε αντίθετα βρει το πλαίσιο που εστιάζει στην ετήσια χρηματοδοτική ανάγκη να είναι πιο κατάλληλα, κυρίως επειδή οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη έχουν επιλέξει να διαθέσουν ανακούφιση χρέους μέσω πολύ σημαντικής παράτασης των προθεσμιών λήξης και μείωσης των επιτοκίων, αντί μέσω απευθείας haircuts.