Κατίνα Μανιτάρα στο NEWS247: Δεν με ψέκασε εγγόνι μου, αλλά οι ανώτεροί του

Κατίνα Μανιτάρα στο NEWS247: Δεν με ψέκασε εγγόνι μου, αλλά οι ανώτεροί του
Συγκέντρωση συνταξιούχων στην πλατεία Κοτζιά και πορεία προς το υπουργείο Εργασίας και το Μέγαρο Μαξίμου, την Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016. (EUROKINISSI/ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ) Eurokinissi

H γυναίκα σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων των συνταξιούχων για να τύχει "χημικής" υποδοχής από τις αστυνομικές δυνάμεις μιλά στο NEWS247 για τους αγώνες του χθες και του σήμερα

Η φωτογραφία μιας 84χρονης γυναίκας μπροστά από την ασπίδα των ΜΑΤ να κλείνει τη μύτη της με ένα φυλλάδιο, προσπαθώντας να προστατευτεί από τα δακρυγόνα που έριξαν στους συνταξιούχους οι αστυνομικοί την περασμένη Δευτέρα έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, ήταν το κερασάκι στην τούρτα των αντιδράσεων για το ψέκασμα των δυνάμεων ασφαλείας στους ηλικιωμένους διαδηλωτές. Κάπως έτσι η κυρία Κατίνα έγινε το πρόσωπο των ημερών, όχι μόνο για το δύσκολο παρόν της συνταξιούχου που βλέπει το εισόδημά της ολοένα να περικόπτεται, αλλά και για το παρελθόν της. 

Ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ που επέζησε τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και είχε ενεργό στις μεταπολεμικές εξελίξεις, η Κατίνα Μανιτάρα είναι μια γυναίκα – σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης και της Αριστεράς. Τη συναντήσαμε το απόγευμα της Τετάρτης, στα γραφεία της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης στο Βύρωνα, εκεί όπου πηγαίνει καθημερινά για να συζητάει με τα μέλη, να παρακολουθεί τις εκδηλώσεις και να βοηθά όσο μπορεί στις δραστηριότητες της Ένωσης.

Ό,τι και να μου πουν, ξέρω, είχαν άνωθεν εντολές

«Όσο με κρατούν τα πόδια μου, θα είμαι στις επάλξεις» μας είπε. «Εμένα προχθές δεν με ψέκασαν αστυνομικοί. Ήταν σαν να με ψεκάζουν τα εγγόνια μου, οι άνθρωποι για τους οποίους πολεμάω ώστε να έχουν ένα καλύτερο αύριο, να αμείβονται καλύτερα γιατί τώρα παίρνουν έναν πενιχρό μισθό. Ό,τι και να μου πουν, ξέρω, είχαν άνωθεν εντολές», συνεχίζει, τονίζοντάς μας: «Αντιστάθηκα τόσα χρόνια στον εχθρό. Τι θα μου έκαναν; Θα με σκότωσαν; Έχω ζήσει το θάνατο τόσες φορές που δεν τον φοβάμαι. Έχω ζήσει τόση φρίκη που κανείς τους δεν ξέρει».

 

Τα ίδια θα ήθελα να ξαναζούσα

Γεννημένη στις 14 Μαρτίου του 1932, στο χωριό Μαλανδρίνο της επαρχίας Δωρίδας του νομού Φωκίδας, από φτωχή εργατοαγροτική οικογένεια, μπήκε από νωρίς στα βάσανα. Στα 10 της μετέφερε κρυφά μηνύματα κάτω από τη μύτη των Ιταλών καραμπινιέρων. Στα 11 της υπήρξε «Αετόπουλο» στη Φωκίδα και στα 14 μάρτυρας στο βασανισμό του πατέρα της από τους παρακρατικούς. Ένα χρόνο αργότερα, μάλιστα, βίωσε η ίδια, για πρώτη φορά, τη φρίκη των βασανιστηρίων.

Στην ίδια ηλικία, το Μάη του 1947 εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και ένα χρόνο αργότερα, στις 28 Φεβρουαρίου 1948, επιλέχθηκε να παρακολουθήσει τη Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ. Στα 17 της έβγαλε τη Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ και απέκτησε το βαθμό του ανθυπολοχαγού.  Παρά τις ηρωικές της πράξεις, όπως λέει, έγινε γνωστή στο πανελλήνιο μετά τους ψεκασμούς των αστυνομικών.

Η ίδια διηγείται όσα έζησε με κάθε λεπτομέρεια: «Ήρθε ο πόλεμος που κατέστρεψε τη ζωή και τα όνειρα των παιδιών. Όλα γύρω μαύρα κατάμαυρα. Σε κάθε γωνιά ένας τάφος, σε κάθε τάφο ένα όνειρο. Ήμουν δεν ήμουν εννέα ετών. Είχα να φάω ένα ψωμάκι, μία μικρή φέτα για να πνίξω την πείνα μου. Τότε έτσι ήταν η Κατοχή. Έπρεπε να μεταφέρω στις πλάτες μου ανθρώπους χτυπημένους, να βοηθάω. Ξέρω, όμως, ότι αν ξαναγεννιόμουν, θα ήθελα να ξαναζήσω από την αρχή πάλι όλα αυτά τα χρόνια κι ας ήταν μαύρα, πολύ σκληρά, τυραννικά και βάρβαρα».

Μάνα, καλύτερα να πεθάνουμε εδώ όλοι μαζί και όχι στα ξένα χέρια

Η Κατίνα Μανιτάρα, σχεδόν έναν χρόνο μετά το ιστορικό «ΟΧΙ» του Μεταξά στην ιταλική κυβέρνηση, στις 28 Οκτωβρίου 1940, και της κατοχής που ακολούθησε στη χώρα μας, έζησε πολύ δύσκολες στιγμές με την οικογένειά της. «Στο σπίτι η μάνα μας τα έφερνε πολύ δύσκολα πέρα. Δεν είχαμε ψωμί να φάμε. Είχε τα μικρά αδερφάκια μου και κάτι λίγα ζώα και ήταν δύσκολο να βρει δουλειά. Ο πατέρας ήταν στον πόλεμο και έτσι δεν υπήρχε και μεροκάματο. Τότε πήγα στο Λιδορίκι υπηρέτρια. Εκεί στα ξένα χέρια γνώρισα, από πολύ μικρή, στα πρώτα βήματα της ζωής μου την εκμετάλλευση. Με βάζανε να κάνω δουλειές δύσκολες και βαριές για την ηλικία μου. Προσπάθησα μερικούς μήνες, αλλά δεν άντεξα και αργότερα έφυγα. Τον γυρισμό για το σπίτι μας τον έκανα μέσα σε πολλές ώρες με τα πόδια γιατί φοβόμουνα. Μόλις μπήκα μέσα στο σπίτι μας, είπα στη μάνα μου κλαίγοντας “μάνα, καλύτερα να πεθάνουμε εδώ όλοι μαζί και όχι στα ξένα χέρια, που με τυραννούσαν πολύ”», θυμάται.

(Αριστερά, η Κατίνα Μανιτάρα με τον σύζυγό της, Γιάννη. Δεξιά, με την Κουλα Μαστρογουλα, αόμματη από τη μάχη του Απρίλη του 1949 στο Λιδορικι)

Περνούσα από το μπλόκο των Ιταλών

Η Κατίνα, παιδί ακόμη, άρχισε να ακούει ιστορίες για τη ζωή από τον πατέρα της. Της μάθαινε πώς να φορτώνει και να ξεφοτώνει τα ζώα. Της έλεγε ότι για να φύγουν οι κατακτητές από τη χώρα μας, θα πρέπει να βοηθήσουν μικροί και μεγάλοι. Κι εκείνη τον άκουγε και αργότερα άρχισε να βοηθά.

Όπως μας διηγείται, από την άνοιξη του 1942 ως την άνοιξη του 1943, περνούσε από το μπλόκο των Ιταλών, μεταφέροντας πολλές φορές τρόφιμα και πληροφορίες «στους διωκόμενους Έλληνες πατριώτες, όπως τους αποκαλούσε ο πατέρας μου».

Όταν έφτανε στο μπλόκο των Ιταλών και έβλεπε τους Ιταλούς να πλησιάζουν προς το μέρος της, τα σημειώματα που είχε μαζί της, τα τσαλάκωνε, τα έβαζε γρήγορα στο στόμα της και τα έτρωγε πολύ γρήγορα για να μην την καταλάβει κανείς. Ο πατέρας της, της είχε ζητήσει να προσέχει πάρα πολύ γιατί αν την ανακάλυπταν, θα τους σκότωναν όλους οικογενειακώς.

Σχολείο πήγε με δόσεις, γιατί μία τα άνοιγαν οι Γερμανοί και μία τα έκλειναν ξανά. Έτσι, πήγε πάλι στην τάξη το σχολικό έτος 1945-1946 και έβγαλε δύο τάξεις μαζί, την πέμπτη και την έκτη δημοτικού.

Ο πατέρας έφυγε στα βουνά

Στα 14 της είδε να δέρνουν τον πατέρα της μέσα σε μια σχολική αίθουσα. Η μητέρα της, μαζί κι εκείνη και τα μικρότερα αδέρφια της παρακαλούσαν να τον αφήσουν ήσυχο οι ξένοι. Πέρασε αρκετή ώρα ξύλου και βασανιστηρίων στα χέρια του ώσπου να τον αφήσουν αιμόφυρτο και να εξαφανιστούν. Έτσι, για λίγο καιρό ο πατέρας της κοιμόταν στο σπίτι τους. Σιγά σιγά άρχισε να πηγαίνει σε συγγενικά του σπίτια ώσπου κατατάχθηκε και σε όλους έλεγαν η μητέρα της έλεγε ότι «πάει για μεροκάματα στο Αίγιο, για να ζήσουν τα παιδάκια μας». «Τα αδερφάκια μου, τότε, με ρωτούσαν “πότε θα έρθει ο πατέρας από το Αίγιο;”», αλλά ο πατέρας της είχε φύγει στα βουνά, πήγε στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.

(Η παρασημοφόρηση της στη Ρωσία από τον γενικό γραμματέα, Τιουλκην, του ρωσικού κομμουνιστικού εργατικού κόμματος)

Δώσαμε το αίμα μας για να είναι όλοι ελεύθεροι

Αργότερα, εκείνη έμενε σε συγγενικά σπίτια στο Γαλαξίδι και συνέχισε τα μαθήματα στο Γυμνάσιο, ώσπου μια μέρα έφαγε πολύ ξύλο από ανθρώπους, που έψαχναν για τον πατέρα της. Τότε, αποφάσισε να σταματήσει το σχολείο και να ενταχθεί κι εκείνη στο ΔΣΕ. «Σε πολλά μέρη δώσαμε μάχες. Παρόλη την κούραση, το κρύο, την πείνα καταφέραμε πολλά. Οι κομμουνιστές δώσαμε το αίμα μας για να είναι όλοι ελεύθεροι», λέει και  δείχνει το κεφάλι της. «Έχω ένα σίδερο στο κεφάλι μου και με αυτό θα πεθάνω». Στις 28 Φεβρουαρίου 1948, στη μάχη του Μακρύβαλτου, στην Άνω Χώρα Ναυπακτίας, πήρε μέρος σαν γεμιστής στο οπλοπολυβόλο της ομάδας της. Τροφοδοτούσε για αρκετή ώρα με γεμιστήρες γεμάτες σφαίρες τον σκοπευτή, ώσπου ένα θραύσμα, από ρουκέτα αεροπλάνου τη χτύπησε στο κεφάλι. «Το έχω μέχρι τώρα, έτσι θα πεθάνω», επαναλαμβάνει. «Έδωσα μεγάλο αγώνα για να είμαστε ελεύθεροι. Έχω πληρώσει πολλές φορές με τη ζωή μου. Βασανιστήρια, φυλακή, καταδίκη για την πατρίδα μου. Έμεινα για καιρό μακριά από την οικογένειά μου. Κι όλα αυτά γιατί; Για να με ψεκάζουν με χημικά και να λένε ότι στην πορεία δεν κατεβαίνουν οι συνταξιούχοι; Λένε διαρκώς ψέματα», σημειώνει.

Όσο ζω, θα με βρίσκετε να παλεύω για τους νέους

Σήμερα, η Κατίνα Μανιτάρα, προσπαθεί να ζήσει με τα 250 ευρώ που λαμβάνει από το κράτος ως αναπηρική σύνταξη: «Έκανα χειρουργεία για καρκίνο. Με βοήθησαν κάποιοι γιατροί και άλλοι προσπαθούσαν να το κάνουν στο βαθμό που μπορούν. Έχουμε πολλές ελλείψεις στα νοσοκομεία, αλλά οι νέοι παλεύουν για όλους μας», σημειώνει. Ένα πράγμα μετάνιωσε αλλά ευτυχώς φύλαξε κάποιες φωτοτυπίες. «Είχα ξεκινήσει να γράφω το δεύτερο βιβλίο μου, κρατούσα σημειώσεις. Όμως, όταν είδα ότι μου έκοψαν τη σύνταξη, τα πήρα και τα έσκισα όλα. Ευτυχώς που έχω γράψει ένα βιβλίο για να μάθουν κάποιοι τον αγώνα μας. Ήταν επιθυμία και του άνδρα μου να γράφω», θυμάται, διαμηνύοντας προς όλους: «Όσο ζω, θα με βρίσκετε να παλεύω για τους νέους, για όλα τα παιδιά που θεωρώ εγγόνια μου. Και εμένα δεν με ψέκασε εγγόνι μου, με ψέκασαν οι ανώτεροί του». 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα