Η ΕΕ αμήχανη μπροστά στην καταλανική κρίση
Το πρόβλημα για την ΕΕ είναι ότι συνεχίζει να παραδίδει "μαθήματα δημοκρατίας" σε τρίτα κράτη, εκτός ΕΕ, αλλά τώρα που βρίσκεται ενώπιον παρόμοιων διλημμάτων και προκλήσεων στο εσωτερικό της, αδυνατεί να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο
- 31 Οκτωβρίου 2017 12:22
Του Δημήτρη Ραπίδη*
Η διαχείριση της πολιτικής κρίσης στην Καταλονία από την κυβέρνηση Ραχόι υπήρξε η χειρότερη δυνατή. Η αστυνομική βία, η διασταλτική ερμηνεία των διατάξεων του ισπανικού Συντάγματος, η δικαστική δίωξη της καταλανικής κυβέρνησης, και η απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας διαλόγου καλλιεργούν το έδαφος για μεγαλύτερη ένταση και κλιμάκωση της κρίσης, ακόμη και για μεταφορά του προβλήματος σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστική η αμηχανία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, όπως και ο εκνευρισμός που αποτυπώνεται μέσα από τις ενέργειες των ισπανικών διπλωματικών αρχών σε κράτη-μέλη της ΕΕ. Το ζήτημα της Καταλονίας μπορεί να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και να επηρεάσει συνολικά τη συνοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, καθώς μέσα από αυτό αναδεικνύονται και συγκρούονται παράλληλα βασικές, θεμελιώδεις έννοιες του διεθνούς δικαίου: ο σεβασμός προς τη συνταγματική τάξη, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του λόγου, η κοινωνική αλληλεγγύη, η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
Το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας
Το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας επανέρχεται με ορμή στην ευρωπαϊκή επικαιρότητα, όχι μόνο ως θεμελιώδες στοιχείο αποκατάστασης της οικονομικής κυριαρχίας εν μέσω πολιτικών λιτότητας και προγραμμάτων δημοσιονομικής επιτροπείας, αλλά και ως προαπαιτούμενο για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας εντός των εθνών-κρατών, και ευρύτερα εντός της ΕΕ.
Υπό αυτό το πρίσμα, το ζήτημα της Καταλονίας μπορεί να αποτελέσει ακόμη μεγαλύτερη συστημική απειλή για την ΕΕ σε σχέση με το Brexit αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, και να δώσει «τροφή» για αντίστοιχα κινήματα που διεκδικούν μεγαλύτερη αυτονομία ή ανεξαρτησία. Αξίζει να σημειώσουμε βέβαια πως κοινό στοιχείο των περισσότερων κινημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως στην Ιταλία και στο Βέλγιο για παράδειγμα, δεν είναι τόσο η εδαφική απόσχιση, όσο η βελτίωση των συνθηκών «συγκατοίκησης» εντός της ίδιας κρατικής οντότητας.
Το πρόβλημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ότι συνεχίζει να παραδίδει «μαθήματα δημοκρατίας» και προάσπισης των διατάξεων του διεθνούς δικαίου σε τρίτα κράτη, εκτός ΕΕ, αλλά τώρα που βρίσκεται ενώπιον παρόμοιων διλημμάτων και προκλήσεων στο εσωτερικό της, αδυνατεί να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο ή έστω να προβεί σε διάλογο για τα επόμενα βήματα που θα θωρακίσουν το δημοκρατικό χαρακτήρα των ισπανικών θεσμών, θα ενθαρρύνουν μια αμοιβαία αποδεκτή λύση για την Καταλονία, και θα δημιουργήσουν ένα πλαίσιο διαχείρισης ανάλογων διεκδικήσεων ή πολιτικών κρίσεων στο μέλλον.
Ο αυταρχισμός τροφοδοτεί τον εθνικισμό
Η ισπανική κυβέρνηση αξιοποίησε κάθε μέσο καταστολής ενάντια στην καταλανική κυβέρνηση και στο κίνημα της ανεξαρτησίας, έχοντας αποκλείσει ευθύς εξαρχής το διάλογο, το μοναδικό δηλαδή πολιτικό «εργαλείο» που είχε στα χέρια της. Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στην καταλανική ηγεσία και οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν δεν αποτελούν βιώσιμη λύση σε ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα, αντίθετα ενισχύουν την αντιδραστικότητα και κλιμακώνουν την ένταση ακόμα και στις τάξεις εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που στάθηκαν ενάντια στο δημοψήφισμα και στη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.
Η πολιτική ανεπάρκεια των Ραχόι και Πουιτζδεμόν έχει φέρει την κατάσταση στα άκρα, δημιουργώντας κάποια πολιτικά αποτελέσματα που θα καθορίσουν τις επιλογές των κομμάτων και την τάση του εκλογικού σώματος.
Το σημαντικότερο από αυτά τα αποτελέσματα είναι πως οι εξελίξεις στο θέμα της Καταλονίας αναγκάζουν την παρούσα κυβέρνηση, αλλά και τις επόμενες κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν το ζήτημα και να αναζητήσουν τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης. Όσο επιλέγεται ο δρόμος της καταστολής και των μονομερών ενεργειών, θα ενισχύεται και θα συγκρούεται ο ισπανικός και ο καταλανικός εθνικισμός, με αβέβαια αποτελέσματα για το μέλλον της Ισπανίας συνολικά.
Από την άλλη πλευρά, οι προοδευτικές δυνάμεις που επιζητούν το διάλογο έχουν μια μεγάλη ευκαιρία στις προσεχείς εκλογές της 21ης Δεκεμβρίου να ανατρέψουν τους πολιτικούς συσχετισμούς και να αρθρώσουν μια συγκεκριμένη πρόταση που θα απαιτεί αμοιβαίες υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Μια τέτοια πρόταση θα πρέπει να περιλαμβάνει και το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης, ώστε βασικές διατάξεις που αφορούν στο ζήτημα και στο περιεχόμενο της αυτονομίας να «απαντούν» στις ανάγκες και στις προκλήσεις της σύγχρονης συγκυρίας.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος.