Ο Ερντογάν, ο ‘μπελάς’ των Social Media και η Δημοσιογραφία του Columbia στα ελληνικά
Η υπεύθυνη της ελληνικής έκδοσης του Columbia Journalism Review, Σοφία Ιορδανίδου, ακτινογραφεί το διεθνές μιντιακό τοπίο και εξηγεί γιατί ο διαγωνισμός για τις 4 τηλεοπτικές άδειες δεν θα βάλει τέλος στη διαπλοκή στην Ελλάδα
- 03 Οκτωβρίου 2016 09:06
Το 1961 το Columbia University Graduate School of Journalism, μια από τις παλαιότερες και σημαντικότερες σχολές δημοσιογραφίας στον κόσμο, που ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ από τον Joseph Pulitzer, ξεκίνησε να εκδίδει ένα περιοδικό με σκοπό την προώθηση της αριστείας στη δημοσιογραφία. Πενήντα πέντε χρόνια μετά και με έμφαση στην ψηφιακή του πλέον έκδοση, το Columbia Journalism Review εξακολουθεί να επιδιώκει να αποτελεί έναν «φάρο» γνώσης, κριτικής και ανάλυσης στον ταχύτατα εξελισσόμενο κόσμο των μίντια, της δημοσιογραφίας και της επικοινωνίας.
Η ελληνική του έκδοση ήταν μια ιδέα της δημοσιογράφου και επικοινωνιολόγου Σοφίας Ιορδανίδου . Με δεκαετείς σπουδές στις ΗΠΑ και διασυνδέσεις στην εκεί δημοσιογραφική και ακαδημαϊκή κοινότητα, η κυρία Ιορδανίδου το 2010 εκλήθη να δημιουργήσει ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών πάνω στην Επικοινωνία και τη Δημοσιογραφία για το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. «Έκανα λοιπόν μια “βόλτα” από το Columbia University Graduate School of Journalism για να πάρω ιδέες» μας λέει η ίδια. «Ένας από τους ανθρώπους που συνάντησα, ήταν ο Victor Navasky, καθηγητής και τότε εκδότης του The Nation – του μοναδικού «αριστερού» περιοδικού στην Αμερική – αλλά και του Columbia Journalism Review. Στις κουβέντες μας επάνω γεννήθηκε η ιδέα να αναλάβω το εγχείρημα “η ελληνική έκδοση του Columbia Journalism Review”. Ήταν κάπως νωρίς όταν το είπαμε, αλλά προσωπικά όταν λέω κάτι το εννοώ και έτσι πριν από τρία χρόνια βγήκε το περιοδικό «Δημοσιογραφία».
Πρωτογενής δημοσιογραφική έρευνα, τεκμηριωμένη άποψη
Όπως σημειώνει η κυρία Ιορδανίδου, σκοπός του περιοδικού είναι να παρουσιάζει πρωτογενή ρεπορτάζ και άρθρα ανάλυσης και παρέμβασης, αλλά παράλληλα, να επισημαίνει και τις τάσεις και τα ζητήματα του κλάδου . «Όταν και εφόσον προκύψει ανάγκη, είναι βέβαιο ότι θα μιλήσουμε για τις νέες τάσεις στο πεδίο της δημοσιογραφίας και της επικοινωνίας. Όμως το περιοδικό είναι πρωτίστως περιοδικό πρωτογενούς δημοσιογραφικής έρευνας και τεκμηριωμένης άποψης. Ξεκίνησε με αρκετά ψηλά τον πήχη διότι συνδέεται και με τις δράσεις του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, αλλά και του Advanced Media Institute, του οποίου είμαι επικεφαλής και το οποίο ασχολείται με την εφαρμοσμένη έρευνα στην επικοινωνία και τη δημοσιογραφία. Θεωρώ ότι το περιοδικό είναι μια έμπρακτη εφαρμογή των όσων διδάσκουμε. Και τι διδάσκουμε; Τα αυτονόητα. Τι σημαίνει δημοσιογραφική έρευνα, τι σημαίνει τεκμηριωμένη άποψη. Δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική. Όμως το τελευταίο διάστημα κοντεύουμε να ξεχάσουμε όλοι τι σημαίνει αυτονόητο και κοινός νους! Έχουμε διολισθήσει στην ευκολία του copy-paste, αντιγραφή- επικόλληση δηλαδή, του πηχυαίου τίτλου που σε παρασύρει κάπου, ενδεχομένως σε μία μόνο παράγραφο και εκεί τελειώνει η ενημέρωση του κόσμου. Αυτό λοιπόν το πάρα πολύ επικίνδυνο που είναι η τάση των τελευταίων χρόνων κοντεύει να μας γίνει συνήθεια, κοντεύει να γίνει η μία και μοναδική πραγματικότητά μας. Εμείς όμως υπενθυμίζουμε πως δημοσιογραφία σημαίνει ερευνώ, επικαλούμαι πηγές, διασταυρώνω πηγές και καταλήγω σε ρεπορτάζ χωρίς να λέω την άποψή μου, καταλήγω δηλαδή στην απεικόνιση, την αποτύπωση, την καταγραφή των γεγονότων με πειστήρια ούτως ώστε ο αναγνώστης μου να αποφασίσει μόνος του ποιο θεωρεί πως είναι το καλύτερο, το σωστότερο, λέξεις που δεν ισχύουν σήμερα στη δημοσιογραφία. Στη δημοσιογραφία δεν υπάρχει ούτε καλύτερο ούτε σωστότερο, υπάρχει αυτό που γίνεται και ο τρόπος που απεικονίζεται ούτως ώστε να βοηθηθεί ο αναγνώστης να καταλήξει σε δικά του συμπεράσματα. Αυτή είναι η μία και μοναδική αλήθεια της δημοσιογραφίας, δεν μπορεί να είναι καμία άλλη. Ο,τιδήποτε άλλο είναι παραπλανητικό, είναι προπαγάνδα, είναι άλλοι δρόμοι και τρόποι επικοινωνίας με τον κόσμο, δεν είναι δημοσιογραφία πάντως».
Έχουμε διολισθήσει στην ευκολία του copy-paste, του πηχυαίου τίτλου που σε παρασύρει κάπου, ενδεχομένως σε μία μόνο παράγραφο και εκεί τελειώνει η ενημέρωση του κόσμου.
Το πρώτο τεύχος του περιοδικού Δημοσιογραφία κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2013. «Ήταν το καλοκαίρι της εξέγερσης στην πλατεία Ταξίμ, όταν ο Ερντογάν δεν μπόρεσε να ελέγξει τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα αποκάλεσε “μπελά” για να τα υιοθετήσει κατόπιν στο έπακρο, όπως είδαμε να συμβαίνει το περασμένο καλοκαίρι με την απόπειρα του πραξικοπήματος» θυμάται η κυρία Ιορδανίδου.
Τι έχει όμως αλλάξει από το καλοκαίρι του 2013, όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με φόντο τη φλεγόμενη πλατεία Ταξίμ, προσπαθούσε να ρίξει «μαύρο» στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποκαλώντας τα «μπελά», έως το καλοκαίρι του 2016 που ο Τούρκος πρόεδρος χρησιμοποίησε αυτά τα Μέσα για να διαχειριστεί επικοινωνιακά το πραξικόπημα που επιχειρήθηκε εναντίον του; Ποιος δημιουργεί την εικόνα και την αφήγηση των γεγονότων σήμερα και ποιος ο ρόλος της δημοσιογραφίας;
Κατά την κυρία Ιορδανίδου, τα παραδοσιακά Μέσα βιώνουν μια μεγάλη κρίση αξιοπιστίας που ακολουθεί την κρίση αξιοπιστίας στη πολιτική και σε αυτό το πλαίσιο είναι λογικό να κερδίζουν έδαφος οι νέες δυνατότητες που δίνει το διαδίκτυο. «Πολιτική και επικοινωνία συμβαδίζουν. Άρα από τη στιγμή που τα ποσοστά αναξιοπιστίας πλέον στην πολιτική είναι πάρα πολύ μεγάλα, αναπόφευκτα ακολουθεί και η μεγάλη κρίση αναξιοπιστίας στα Μέσα Επικοινωνίας. Και αυτό αφορά όλο τον δυτικό κόσμο, δεν αφορά την Ελλάδα μόνο. Μπορεί στην Ελλάδα και την Κύπρο για κάποιους λόγους να φαίνεται ότι έχουμε μεγαλύτερη κρίση, αλλά η κρίση είναι γενικευμένη. Η κρίση αξιοπιστίας στο πολιτικό σύστημα είναι γεγονός και γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι και η κρίση στην αξιοπιστία των παραδοσιακών Μέσων ενημέρωσης διεθνώς.
Εμείς είμαστε το Μέσο
Μπορούν όμως οι νέες δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο και η ψηφιακή δημοσιογραφία να δώσουν απαντήσεις στην κρίση των παραδοσιακών Μέσων; Αυτό ακριβώς ήταν το αντικείμενο του διεθνούς συνεδρίου #RetreatConference2016 που διοργάνωσε πριν λίγες μέρες το Advanced Media Institute στην Αθήνα. «Ο βασικός μας ομιλητής ήταν ο Dan Gillmor, μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες στον χώρο της δημοσιογραφίας αυτή τη στιγμή, ένας πολύ σημαντικός συγγραφέας και ερευνητής, ο άνθρωπος που έγραψε το “We the Media”, “Εμείς είμαστε το Μέσο”, που μίλησε για συμμετοχική δημοσιογραφία και δημοσιογραφία των πολιτών, που συνεχίζει να κάνει έρευνα και να μας φέρνει συνεχώς μπροστά στα νέα δεδομένα του πεδίου. Ο Gillmor λοιπόν λέει ότι τα παραδοσιακά Μέσα ελέγχονται είτε από πολυεθνικές είτε από τα κράτη, από το κρατικό μονοπώλιο, οπότε δεν έμεινε και καμιά άλλη επιλογή στον πολίτη, στις κοινωνίες των πολιτών, από το να εκμεταλλευτούν τις νέες δυνατότητες που τους έδωσε το διαδίκτυο. Το διαδίκτυο μας έφερε αντιμέτωπους με καινούρια εργαλεία και καινούριες μεθόδους, με αποτέλεσμα ο πολίτης να μην είναι πια παθητικός αποδέκτης μόνον, αλλά να γίνεται ενεργός παραγωγός. Ο πολίτης παράγει είδηση, ανεβάζει φωτογραφίες, λέει την άποψή του, κατασκευάζει είδηση ανεξαρτήτως αν το κάνει καλά ή όχι. Επίσης δίνεται η δυνατότητα στους δημοσιογράφους μέσω του διαδικτύου και από επισήμως δημοσιευμένα δεδομένα να συνθέσουν δημοσιογραφικές έρευνες και να καταλήξουν σε παραγωγή είδησης. Υπάρχουν τα μεγάλα δεδομένα (big data), υπάρχει η δημοσιογραφία του διαδικτύου και υπάρχουν και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, όπου πλέον ο δημοσιογράφος, ο ενδιαφερόμενος, ο κάθε πολίτης βασικά έχει τη δυνατότητα να κατασκευάσει είδηση. Όλο αυτό είναι ένας «μαγικός» καινούριος κόσμος. Το κατά πόσο μπορεί να αποτελέσει απάντηση στην κρίση των παραδοσιακών Μέσων, αυτό ακόμα μένει να αποδειχθεί και να φανεί στο άμεσο μέλλον. Προς το παρόν, θεωρώ ότι το διαδίκτυο είναι ένα επικίνδυνο όπλο στα χέρια των κοινωνιών γιατί ακόμα δεν έχουν εκπαιδευτεί να το χειρίζονται και να το διαχειρίζονται».
Το διαδίκτυο είναι ένα επικίνδυνο όπλο στα χέρια των κοινωνιών γιατί ακόμα δεν έχουν εκπαιδευτεί να το χειρίζονται
Ποιο είναι όμως το όπλο της δημοσιογραφίας μέσα σε όλα αυτά; «Η επιστροφή στην έρευνα και στο ρεπορτάζ. Αλλιώς δεν υπάρχει δημοσιογραφία. Όλα τα άλλα είναι κάτι «σαν» απαντά η κυρία Ιορδανίδου, προσθέτει όμως ότι οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για κάτι τέτοιο. «Οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί δεν επενδύουν στο ρεπορτάζ, δεν πληρώνεται δημοσιογράφος για να κάνει έρευνα, για να ξοδέψει ένα μήνα από τη ζωή του να βγάλει ένα θέμα, οπότε το σύστημα -όπως είναι αυτή τη στιγμή- μας οδηγεί σε κάτι σαν δημοσιογραφία».
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, πώς επιβιώνει ένα περιοδικό όπως η Δημοσιογραφία; «Φτάσαμε στο τεύχος 11 με δυσκολίες, διότι δεν είναι εύκολο σήμερα να τυπώνει κάποιος ένα περιοδικό. Εμείς λέμε ότι είναι ο νέος δημόσιος λόγος που αξίζει να τυπωθεί για να μας θυμίζει τι είναι δημοσιογραφία, για να μας θυμίζει τι ευχάριστο συναίσθημα είναι να αναλύουμε γεγονότα τεκμηριωμένα, να περιγράφουμε καταστάσεις με τεκμήρια, με αποδείξεις και να παραπέμπουμε συνεχώς στις πηγές μας. Κάτι που ήταν πάντοτε αυτονόητο στην έννοια της δημοσιογραφίας. Αυτό που με χαροποιεί είναι ότι καταφέραμε να αγγίξουμε τα σοβαρά θέματα αιχμής της εποχής μας, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, δημοσιογραφικά, με έναν άρτιο και τεκμηριωμένο δημοσιογραφικά λόγο. Χρησιμοποιήσαμε όσον αφορά τη αισθητική και τις δυνατότητες που μας έδωσε η τεχνολογία ό,τι καλύτερο πιστεύω ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή στον ελλαδικό χώρο και διεθνώς με πολύ μεγάλη άνεση. Γνωρίζοντας πολύ καλά τι κυκλοφορεί και στην Ευρώπη και στην Αμερική θα έλεγα ότι η Δημοσιογραφία στέκεται αντάξια και πρωτοπόρα και καινοτόμα απέναντι στις διεθνείς εκδόσεις. Η ευχή μου είναι να επιβιώσουμε και τα επόμενα τρία χρόνια. Δεν είναι απλό, δεν έχουμε χορηγίες, μετά βίας και με μεγάλο κόπο καταφέρνουμε και έχουμε δύο καταχωρήσεις και τις συνδρομές μας. Αλλά θα κάνω τα πάντα για να τα καταφέρουμε και να συνεχίσουμε στον ίδιο ρυθμό».
Επειδή έχει νόμιμη άδεια κάποιος, δεν σημαίνει αυτόματα ότι θα σταματήσει και η διαπλοκή με το κράτος
Τέλος, ρωτάμε την κυρία Ιορδανίδου πώς βλέπει τις αλλαγές στο τηλεοπτικό τοπίο στην Ελλάδα και τον περιορισμό των αδειών πανελλαδικής εμβέλειας σε τέσσερις.
«Η αλλαγή στο τοπίο ήρθε πολύ νωρίς, πολύ πριν συμβούν όλα όσα βλέπουμε σήμερα να συμβαίνουν. Επειδή όμως δεν αντέδρασε τότε, τώρα η κοινωνία των πολιτών είναι αμήχανη. Ο πολίτης δεν έκανε τίποτα τις προηγούμενες στιγμές που είδε την ενημέρωση να χάνεται μέσα από τα χέρια του και να περνά στα χέρια των εκδοτών-επιχειρηματιών. Ο πολίτης είδε την αναξιοπιστία να χτίζεται και να αυξάνεται. Όταν το ’90 λέγαμε “το είπε το Mega” ήταν θέσφατο, ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο. Έφτασε όμως ο πολίτης, πολύ πριν τις τέσσερις άδειες, να μην εμπιστεύεται το παραμικρό που ακούει στο Mega. Ας μην ξεχνάμε αυτή την περίοδο διότι ήταν αυτή η περίοδος που καθόρισε τα γεγονότα και σήμερα μπορεί η όποια κυβέρνηση να λέει “εγώ θα πατάξω αυτή τη διαπλοκλή”. H διαπλοκή όμως είναι στις συμφωνίες του κράτους με τους εργολάβους, εργοδότες, ιδιοκτήτες των οργανισμών ενημέρωσης για το ποια δημόσια έργα θα πάρουν, αυτό είναι η διαπλοκή. Ποιος διασφαλίζει ότι δεν θα κάνουν το ίδιο με τους τέσσερις νέους καναλάρχες; Επειδή έχει νόμιμη άδεια κάποιος, δεν σημαίνει αυτόματα ότι θα σταματήσει και η διαπλοκή με το κράτος. Αλλά δεν είναι θεωρώ η στιγμή της επανάστασης οι τέσσερις άδειες. Έχουν απολυθεί χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα, έχουν κλείσει άπειρες εταιρίες και είναι θλιβερό ότι συνεχίζεται να γίνεται αυτό όσο εμείς στεκόμαστε αμήχανοι, όχι μόνο οι Έλληνες, επαναλαμβάνω, αυτό είναι ένα διεθνές φαινόμενο, οι κοινωνίες των πολιτών είναι αμήχανες μπροστά σε αυτή την επίθεση που υφίστανται από το σύστημα. Βλέπαμε το πράγμα να στραβώνει και δεν κάναμε κάτι, γιατί το σύστημα φρόντισε να μας ευνουχίσει και να μας απασφαλίσει τις δυνάμεις εκείνες της αντίστασης. Σήμερα πληρώνουμε τις συνέπειες».