Βάστα Μέρκελ και άλλα φαιδρά

Βάστα Μέρκελ και άλλα φαιδρά

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζεται ότι ο τίτλος του άρθρου είναι χιουμοριστικός. Το ζήτημα όμως είναι πως και λόγω των εκλογών στο κρατίδιο του Αμβούργου απόψε και αύριο δεν πρέπει να αναμένονται εξελίξεις. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει τη Δευτέρα

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζεται ότι ο τίτλος του άρθρου είναι χιουμοριστικός, για την ακρίβεια ειρωνικός απέναντι σε όσους εύχονται να μην υποχωρήσει η γερμανική κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση. Λες και το θέμα είναι ποιος θα υποχωρήσει και όχι να βρεθεί μία ουσιαστική λύση στην αδιέξοδη μέχρι σήμερα πορεία. Διότι τα συνήθη φορολογικά υποζύγια έχουν ούτως ή άλλως στεγνώσει και είτε αλλάξουν είτε όχι οι παράλογοι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων, έσοδα δε θα υπάρχουν- Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που δε θα εξαφανιστεί ακόμη κι αν αναγκαστεί η κυβέρνηση σε κωλοτούμπα.

Το ζήτημα με τη γερμανική στάση στις διαπραγματεύσεις όμως είναι πως και λόγω των εκλογών στο ομοσπονδιακό κρατίδιο του Αμβούργου, απόψε στο Eurogroup και αύριο στη Σύνοδο Κορυφής δεν πρέπει να αναμένονται εξελίξεις, καθώς η γερμανική κυβέρνηση ειδικότερα έχει κάθε λόγο να εμμείνει σε σκληρή στάση για κομματικές σκοπιμότητες.

Το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Alternative fuer Deutschland ευελπιστεί μετά τη Σαξονία, τη Θουριγγία και το Βραδενβούργο να μπει και σε τοπικό κοινοβούλιο της δυτικής Γερμανίας. Το Μάιο κατάφερε να εκλέξει εκπροσώπους στο ευρωκοινοβούλιο και οι δημοσκοπήσεις το φέρνουν στην τρίτη θέση μετά τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες, πράγμα πρωτοφανές για τη Γερμανία, όπου η κοινή γνώμη και η πολιτική αντιμετώπιζαν ως ταμπού την ενωμένη Ευρώπη και το ευρώ.

Η ισχυρή χρηματοδότηση όμως που έχει η AfD, που εμφανίστηκε ξαφνικά στη γερμανική πολιτική σκηνή χωρίς βάση και χωρίς κομματική οργάνωση, πρέπει να προβληματίσει: Ποιοι Γερμανοί επιχειρηματίες και γιατί στηρίζουν ένα κόμμα, το οποίο τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ενός ευρώ δύο ταχυτήτων ή της εξόδου των νότιων από την Ευρωζώνη; Μήπως εν τέλει δε θα έπρεπε να είμαστε τόσο σίγουροι ότι η γερμανική κυβέρνηση θα λειτουργήσει με γνώμονα τη διάσωση του ευρώ, με καταστροφικά βεβαίως αποτελέσματα και για τους ίδιους τους Γερμανούς πολίτες, στους οποίους όμως θα πουν ότι φταίνε για άλλη μία φορά οι Έλληνες;

Ευτυχώς εν προκειμένω υπάρχουν και οι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες, για τους οποίους η διάσωση του ευρώ είναι θέμα προσωπικής επιβίωσης των ίδιων και των θεσμών, που εκπροσωπούν. Εξ ου Κομισιόν και λοιπές δυνάμεις, όσο και εάν επισήμως κρατούν την αναμενόμενα αυστηρή στάση, στο παρασκήνιο προωθούν μία συμφωνία αμοιβαίου συμβιβασμού- στην οποία βεβαίως αναμένουν τους περισσότερους συμβιβασμούς να κάνει η Αθήνα. Φοβούνται μεταξύ των άλλων, ότι εάν πιέσουν πάρα πολύ τη νέα ελληνική κυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας θα πάει σε εκλογές, τις οποίες θα κερδίσει με 60% και μετά θα είναι ακόμη πιο δύσκολη η διαπραγμάτευση μαζί του.

Οι ίδιοι οι θεσμοί της τρόικα δε μοιάζουν να συμμερίζονται καν την εμμονή Σόιμπλε (ο οποίος έχει προσωπικούς λόγους πολιτικής επιβίωσης να δείξει πως δεν υποχωρεί) για ολοκλήρωση της αξιολόγησης: Θεωρούν αντίθετα πως είναι έτσι κι αλλιώς χαμένη υπόθεση και δεν ενδιαφέρονται να χαραμίσουν κι άλλο χρόνο πιέζοντας μία κυβέρνηση για δεσμεύσεις της προηγούμενης, ειδικά εάν μπορούν να πάρουν κάτι στο θέμα της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς.

Πηγές από την Κομισιόν άλλωστε διαρρέουν ότι η ελληνική κυβέρνηση ήδη έχει ζητήσει παράταση με έναν τρόπο ή άλλο μέχρι το Σεπτέμβριο, έχοντας μέχρι τότε το περιθώριο να πείσει τους εταίρους ότι μπορεί να κάνει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που η προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε διάθεση να κάνει: Ιδού η Ρόδος της φοροδιαφυγής, με άλλα λόγια.

Υπάρχει περιθώριο όμως συμφωνίας ή οδηγείται η διαπραγμάτευση στα βράχια που επικαλέστηκε πολλές φορές χθες ο Αντώνης Σαμαράς; Στέλεχος με εμπειρία στα ευρωπαϊκά πράγματα σχολίαζε χαρακτηριστικά ότι στην ΕΕ υπάρχει ένας πολύ ωραίος όρος: Η εποικοδομητική ασάφεια (constructive ambiguity). Με άλλα λόγια η διαπραγμάτευση είναι πολύ πιθανόν να καταλήξει σε ένα κείμενο, το οποίο καθείς θα μεταφράζει όπως τον βολεύει. Ό,τι και να λέει η συμφωνία, η γερμανική κυβέρνηση θα την παρουσιάσει στο εσωτερικό της ακροατήριο ως μία ακόμη νίκη κατά των απείθαρχων Ελλήνων.

Σήμερα, πριν δηλαδή τη Σύνοδο Κορυφής, είναι αυτονόητο βέβαια ότι δε θα υπάρξει κάποια απόφαση. Αλλά και στη Σύνοδο Κορυφής δεν αναμένονται συγκλονιστικές ειδήσεις, αφού θα είναι και η πρώτη “αναμέτρηση” του νέου Έλληνα πρωθυπουργού με τους εταίρους. Θα είναι όμως σημαντικό ποιο κλίμα θα διαμορφωθεί.

Το ερώτημα είναι τι θα γίνει τη Δευτέρα, στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup, όταν η Μέρκελ δε θα έχει πια άμεσα νέες κάλπες (οι επόμενες τοπικές εκλογές στο Μπάντεν Μπάντεν είναι το Μάιο) και όταν όλοι οι παίκτες θα έχουν ρίξει τα χαρτιά τους στο τραπέζι. Δεν είναι όμως μόνο η Γερμανία που βλέπει αρνητικά όποια παραχώρηση προς την Ελλάδα. Μία ομάδα περίπου δέκα χωρών (Φινλανδία, χώρες της Βαλτικής, Ιρλανδία κα) έχουν τους δικούς τους συχνά εσωτερικής κατανάλωσης λόγους (η αντιπολίτευση στη Φινλανδία βρήκε αφορμή την Ελλάδα για να κάνει πρόταση μομφής στον πρωθυπουργό) για να παίξουν τους σκληρούς.

Θα κριθεί όμως η ευρωπαϊκή ιστορία από τις εσωτερικές μικροκομματικές σκοπιμότητες Γερμανών και Φινλανδών; Έχουν συμβεί και πιο παράλογα πράγματα. Μια υπερβολικά σκληρή στάση έναντι της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, την οποία οι περισσότεροι εταίροι θεωρούν ακραία αριστερή, είναι όμως μία φιλοευρωπαϊκή αριστερά, ενέχει ένα σοβαρό κίνδυνο:

Να στραφεί η αγανάκτηση Ελλήνων και Ευρωπαίων (μην ξεχνάμε ότι σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν αντιευρωπαϊκές φωνές και η απλή αντιμετώπιση τους με την κατηγορία του λαϊκισμού δεν αρκεί- για κάποιο λόγο οι Ευρωπαίοι δυσανασχετούν με την Ευρώπη) σε αντιευρωπαϊκά κόμματα της ακροδεξιάς. Η Λε Πεν καραδοκεί στη Γαλλία και ακόμη και στη Γερμανία, όσο η Μέρκελ ολισθαίνει στην ατζέντα του AfD, τόσο θα το δυναμώνει αντί να το αντιμετωπίζει.

Πρώτα όμως το κρίσιμο είναι να δούμε τι θα γίνει στη δική μας πατρίδα μέσα στον επόμενο μήνα. Θα υπάρξει μία συμφωνία έστω στο και πέντε; Θα είναι μία συμφωνία αξιοπρεπής ή τέτοια που η κυβέρνηση θα προτιμήσει να τη θέσει σε δημοψήφισμα; Και κυρίως, όσοι αντί ψύχραιμης κριτικής αναλώνονται σε χαιρέκακες παρατηρήσεις τύπου “βάστα Μέρκελ” τι προσφέρουν παρά να εξαγριώνουν το διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό πολιτών που έχουν φτάσει στο σημείο να νιώθουν ότι δεν έχουν πλέον τίποτε να χάσουν;

* Η Βίκυ Σαμαρά είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε στο Τμήμα Δημοσιογραφία και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εργαστεί στην Απογευματινή και στην Ελευθεροτυπία. Ως πολιτική συντάκτρια καλύπτει για το News247.gr το χώρο της κεντροδεξιάς.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα