ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΧΑΘΕΙ ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΟΣ ΕΝΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ;

Το μυστήριο με το εξαφανισμένο Μπόινγκ 777. Γιατί δεν έδωσε σήμα; Είναι δυνατόν να μην έχει καταγραφεί η πορεία του από κανένα ραντάρ; Τι λένε οι ειδικοί

Επτά ημέρες έχουν περάσει από την “εξαφάνιση” του Μπόινγκ 777 των αερογραμμών της Μαλαισίας… και λέμε “εξαφάνιση” διότι επί της ουσίας αυτό έχει συμβεί. Δεν ξέρουμε, όχι μόνο που έπεσε, πως και πότε, δεν γνωρίζουμε καν εάν έπεσε!

Ακούγεται υπερβολικό, όμως είναι η ωμή αλήθεια. Το μεγάλο σκάφος χάθηκε! Χωρίς στοιχεία, χωρίς ίχνος, δίχως να αφήσει κάτι πίσω του. Σε μία εποχή που σχεδόν όλοι έχουμε GPS στις τσέπες και στα κινητά μας, αντίστοιχες υπηρεσίες στα οχήματα μας και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ, η περιβόητη NSA, όπως και η CIA, μπορεί να εντοπίσει σχεδόν οποιονδήποτε, αποδεικνύεται προς το παρόν αδύνατον να εντοπιστεί ένα τεράστιο αεροπλάνο κάποιων τόνων, το οποίο δείχνει απλώς να εξαφανίστηκε.

Η πτήση 370 των αερογραμμών της Μαλαισίας εξαφανίστηκε περίπου μία ώρα, αφότου άφησε την Κουάλα Λουμπούρ για το Πεκίνο, το βράδυ της περασμένης Παρασκευής.

Από την Τετάρτη, στις ομάδες έρευνας και διάσωσης, αν και η λέξη «διάσωση» ακούγεται μάλλον τραγική τόσες μέρες μετά, λαμβάνουν μέρος συνολικά εννέα χώρες, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Κανένα ίχνος από το Μπόινγκ 777-200 με τους 239 επιβάτες.

Οι θεωρίες που υπάρχουν είναι πολλές, για το τι πήγε λάθος, αλλά ως τώρα οι πραγματικοί ειδικοί της Μπόινγκ στη Μαλαισία δεν έχουν μπει σε εικασίες, παρά τα όσα γράφονται στον Τύπο.

Ότι κι αν έγινε, έγινε τρομερά γρήγορα, λένε ειδικοί πτήσεων και καταστροφικά. Το γεγονός πως ότι συνέβη έγινε πάνω από τον ωκεανό, ίσως την νότια κινεζική θάλασσα, ίσως τον κόλπο της Ταϋλάνδης σημαίνει αυτόματα πως θα μπορούσε να πάρει μήνες ακόμα και χρόνια πριν μάθουμε τι ακριβώς συνέβη. 

 

Ειδικοί λένε πως ο ωκεανός είναι ένα πολύ μεγάλο μέρος και θα πάρει πολύ καιρό να συλλέξουμε τα στοιχεία. Θυμίζουν μάλιστα με νόημα πως οι ερευνητές χρειάστηκαν δύο χρόνια για να ανακαλύψουν το μαύρο κουτί από την πτήση 447 της Ερ Φρανς, η οποία κατέπεσε στον Ατλαντικό την πρώτη Ιουνίου του 2009.

«Η απλή και σκληρή αλήθεια είναι πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεις πράγματα στο νερό», λέει ο πρώην πιλότος του σώματος των πεζοναυτών, συνταγματάρχης Τζόσεφ.

Φυσικά, το πιο δυσνόητο για να αντιληφθούμε είναι η τραγική αλήθεια πως το αεροσκάφος εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος. Στην ανθρώπινη σκέψη αυτό δεν χωράει, ειδικά από τη στιγμή που πετούσε με έναν πιλότο ο οποίος είχε 18.000 ώρες πτήσης αλλά δεν ενημέρωσε, δεν ειδοποίησε, ούτε καν εξέπεμψε SOS.

Ωστόσο, ειδικοί λένε πως αυτό δεν είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστο διότι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης η πρώτη προτεραιότητα του πληρώματος είναι να ασχοληθεί με τα τρέχοντα γεγονότα και τα όσα διαδραματίζονται εκείνη ακριβώς τη στιγμή και όχι να ενημερώσει πως κάτι πάει πολύ στραβά.

«Πέτα, πλοήγησε, μετά επικοινώνησε», είναι το μότο, λέει ο πιλότος και μπλόγκερ Πάτρικ Σμιθ, ο οποίος συμπληρώνει, «η σιωπή ασυρμάτου δεν με εκπλήσσει».

«Είναι δε ασυνήθιστο να υπάρχει μήνυμα κινδύνου. Και αυτό διότι ότι έγινε έγινε τόσο γρήγορα και σαρωτικά, ώστε δεν υπήρχε χρόνος. Δεύτερον, τα πληρώματα έχουν εκπαιδευτεί να βάζουν σε δεύτερη μοίρα την επικοινωνία με το έδαφος».

Αυτό ίσως να εξηγεί το γιατί ο πιλότος Ζαχαρί Αχμάντ Σάου και ο πρώτος αξιωματικός Φαρίκ Αβ Χαμίντ δεν είπαν τίποτε στον ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας και δεν εξέπεμψαν σήμα βοηθείας.

Όσο το γιατί ο πύργος ελέγχου δεν ήξερε που ακριβώς βρισκόταν η πτήση 370 ή πότε ακριβώς έπεσε, η απάντηση είναι η εξής:

Λόγω του ωκεανού.

Δεν υπάρχει ραντάρ πάνω από τον ωκεανό

Ας λύσουμε τώρα μερικές παρεξηγήσεις.

Υπάρχει η λαθεμένη εντύπωση πως οι πιλότοι βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία με τον πύργο ελέγχου ή πως τα αεροπλάνα παρακολουθούνται συνεχώς από ραντάρ. Μόλις ένα αεροπλάνο βρεθεί 100 ή 150 μίλια από την ακτή τα ραντάρ δεν λειτουργούν πια. Δεν έχουν την ακτίνα σάρωσης που πρέπει. Σε αυτό το σημείο τα επιβατικά αεροσκάφη επικοινωνούν συχνά μέσω ασυρμάτου. Σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και σημεία των αεροδιαδρόμων, το πλήρωμα ελέγχει και ενημερώνει για τη θέση του αεροπλάνου, την ταχύτητά του και το ύψος του. Μπορεί κάλλιστα το πλήρωμα να μην επικοινωνήσει για ώρα, ανάμεσα σε αυτά τα προαναφερόμενα διαστήματα διότι όταν πετάς σε ύψος 35.000 ποδιών είναι μία τυπική και ήσυχη διαδικασία.

Επιπλέον, σε κάποια αεροσκάφη τα συστήματα δεν χρειάζεται να επικοινωνήσουν μέσω καλέσματος των πιλότων. Τις απαιτούμενες πληροφορίες τις μεταδίδει ο υπολογιστής μέσω δορυφορικού σήματος.

Αν και τα μοντέρνα συστήματα πτήσης χρησιμοποιούν GPS για την πλοήγηση, το σύστημα λέει μόνο στο αεροπλάνο που βρίσκεται. Δεν λέει στον πύργο ελέγχου που είναι το αεροπλάνο. Ακούγεται οξύμωρο, αλλά μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα μέσω ενός παραδείγματος.

Παίρνεις το κινητό σου που έχει GPS στην καρδιά μιας ερήμου. Το GPS σου λέει όντως που είσαι αλλά συγχρόνως δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις την εφαρμογή “Find My Phone” γιατί δεν υπάρχει η απαιτούμενη κάλυψη. Ξέρεις που είσαι, δεν ξέρουν οι άλλοι που είσαι εσύ όμως.

Εντούτοις, είναι εξαιρετικά απίθανο – έως αδύνατο – η πτήση 370 να βούτηξε στο κενό και να έπεσε έτσι απλά και εντελώς «αθόρυβα», λέει τώρα ο πιλότος Σμιθ. Πολλά αεροπλάνα έχουν έναν «φάρο», έναν ανιχνευτή έκτακτης ανάγκης τον οποίον το πλήρωμα μπορεί να ενεργοποιήσει άμεσα. Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, όπως επαφή με το νερό, αυτός ο «φάρος» θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί και αυτόματα.

Θα βοηθούσε στην ανεύρεση του σκάφους;

Ναι, διότι τα στρατιωτικά σκάφη και οι υπηρεσίες ασφαλείας έχουν την απαραίτητη τεχνολογία για να εντοπίσουν το σήμα. Άλλωστε, υπάρχει η ανάλογη προϊστορία όταν σοβιετικό μαχητικό κατέρριψε την πτήση 007 των αερογραμμών της Κορέας το 1983.

Ο συνταγματάρχης Τζόσεφ υποστηρίζει ότι θα ήταν μεγάλη έκπληξη εάν δεν υπάρχει σε κανένα ραντάρ καταγεγραμμένο το συμβάν.

Κοινώς αυτό που λέει ο συνταγματάρχης, στην απλή γλώσσα, είναι πως κάποιος σταθμός, κάποιο μέσο κάπου, πρέπει να έχει καταγράψει κάτι το «ασυνήθιστο».

Ένα ακόμα στοιχείο; Η πτήση 370 ήταν εφοδιασμένη με το σύστημα ACARS, έναν υπολογιστή ικανό να μεταδίδει στοιχεία της πτήσης και να ενεργοποιεί μηχανικούς για απαιτούμενες διορθώσεις ή προσαρμογές. Βέβαια, το σύστημα δεν κάνει τη μετάδοση σε «αληθινό» χρόνο, αλλά στέλνει πληροφορίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στη διάρκεια μίας πτήσης. Αυτά τα στοιχεία σαφώς και παρέχουν στοιχεία, αλλά μόνο μετά το συμβάν.

Εδώ προστίθεται ένα ακόμα «περίεργο» στοιχείο. Ενώ το Μπόινγκ διαθέτει ένα πιο εξελιγμένο σύστημα, το οποίο και λέγεται το σύστημα υγείας του αεροπλάνου και δίνει προβλήματα σε «αληθινό» χρόνο, η πτήση 370 δεν το χρησιμοποίησε.

© Imaginechina/REX

 

Μεγάλο το εύρος πεδίου για τα συντρίμμια, μεγαλύτερος όμως ο Ωκεανός

Σε περίπτωση που ένα αεροπλάνο πέσει πρέπει να καταλήξει κάπου, όπερ και σημαίνει πως λογικά κάπου υπάρχουν συντρίμμια. Μετά τόσες ημέρες έρευνας το να μην έχει βρεθεί κάτι ακόμα είναι ασυνήθιστο μα όχι άνευ προηγουμένου. Η πιο λογική εξήγηση είναι πως οι ερευνητικές ομάδες δεν κοιτάνε στο σωστό σημείο, απλούστατα επειδή δεν γνωρίζουν το ακριβές σημείο πτώσης, ισχυρίζεται ο Σμιθ. Είναι επίσης πιθανό, το σκάφος να παρέμεινε άθικτο και απλώς να βούλιαξε, αν και αυτή η εκτίμηση δε συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.

Υπάρχουν πολλές εικασίες και εκτιμήσεις για το τι μπορεί να έγινε, καθώς αεροπλάνα έχουν πέσει σχεδόν από το οτιδήποτε, από μία φωτιά εν ώρα πτήσης μέχρι και ηθελημένη πτώση από τον πιλότο, φυσικά και από τρομοκρατική ενέργεια. Μία μεγάλη απώλεια επίσης θα εξηγούσε πολλά, όπως απώλεια ενός απαραίτητου «συστατικού» (μηχανικού εξαρτήματος ας πούμε).

Οι ειδικοί πτήσης λένε πως είναι πολύ νωρίς ακόμα και γνωρίζουν πολύ λίγα για να προχωρήσουν σε ασφαλή εκτίμηση για το τι έγινε. Οι περισσότεροι όμως συμφωνούν πως αυτό που συνέβη ήταν εντελώς ξαφνικό και σχεδόν ταυτόχρονα προκάλεσε την άμεση πτώση και το διασκορπισμό από τα συντρίμμια σε μεγάλη απόσταση.

Μιλάμε για επτά μίλια από την επιφάνεια της γης με ανέμους που θα μπορούσαν να είναι πάνω από 100 κόμβους. Αυτό σημαίνει πως μικρά κομμάτια μπορεί να έχουν διασκορπιστεί σε πολλά διαφορετικά σημεία.

Τα βαρύτερα κομμάτια όπως η μηχανή ή οι τροχοί θα έφυγαν κατευθείαν κάτω. Όμως, καύσιμα και άλλα υγρά θα άφηναν κάποια ίχνη πίσω τους.

Αυτό έγινε όταν το διαστημικό λεωφορείο Κολούμπια εξερράγη την πρώτη Φλεβάρη του 2003. Η διαφορά είναι πως αυτό έγινε πάνω από ξηρά, πράγμα πολύ διαφορετικό, αφού η εξεύρεση κομματιών και εξαρτημάτων είναι ιδιαίτερα πιο δύσκολη σε ωκεανό.

«Είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε πράγματα στο νερό, εκτός αν είναι στην επιφάνεια», καταλήγει ο Τζόσεφ και το μυστήριο συνεχίζεται.

(Πηγή: Wired.com)

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα