Τα Θερινά Σινεμά ήταν όλη η ζωή του Λουκιανού Κηλαηδόνη

Τα Θερινά Σινεμά ήταν όλη η ζωή του Λουκιανού Κηλαηδόνη

Ο Κάου Μπόι της ελληνικής μουσικής έριξε την αυλαία του μεγάλου του πάρτι. Τα Θερινά Σινεμά είναι το κομμάτι που τον σημάδεψε όσο κανένα. Ένα ντοκουμέντο στο οποίο ο ίδιος αφηγείται την άγνωστη ιστορία του (Vids)

“Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες τα θερινά τα σινεμά, νύχτες που περνούν, που δε θα ξαναρθούν, μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά”.

Το 1978 ο Λουκιανός Κηλαηδόνης παρουσιάζει τον πρώτο δίσκο στον οποίο συνθέτει, γράφει και ερμηνεύει τα τραγούδια του. Ο δίσκος “Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ” βγήκε από τη Λύρα και σε αυτόν η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδούσε “τ’ αντρειωμένου τ’ άρματα” και το κομμάτι που χάραξε τη δική του ιστορία, τα “θερινά σινεμά”.

Ένα κομμάτι που εμφανίστηκε και στον δίσκο “Χαμηλή Πτήση” του 1982, όπου το τραγουδά αυτή τη φορά ο ίδιος ο δημιουργός του με τον ιδιαίτερο του τρόπο. Η “Χαμηλή Πτήση” κυκλοφόρησε περιλαμβάνοντας το “Ένα Γουρούνι Λιγότερο” αλλά και το “Πάρτι”, που έστρωνε το έδαφος για τη συναυλία της Βουλιαγμένης που έγινε το ’83 μπροστά σε σχεδόν 100.000 ανθρώπους.

 

Τα Θερινά Σινεμά όμως, ήταν και το κομμάτι που κατά κάποιο τρόπο στιγμάτισε τον Κηλαηδόνη και έγινε η πιο εμπορική του επιτυχία. Αυτό που δεν ήταν ευρέως γνωστό, είναι πως η πρώτη σκέψη του δημιουργού ήταν να το δώσει στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ενώ στην πορεία του στο χρόνο, απέκτησε και ένα δεύτερο ρεφρέν, που όπως έλεγε ο ίδιος ο Λουκιανός, “έβαζε τα πράγματα στη θέση τους”.

Ο Κηλαηδόνης είχε μιλήσει για τα Θερινά Σινεμά του στην εκπομπή “Τραγούδια που έγραψαν ιστορία” της ΕΡΤ.

Παρακάτω, ακολουθεί η δική του αφήγηση, ένα σπουδαίο μουσικό ντοκουμέντο της νεότερης ελληνικής μουσικής τραγουδοποιίας. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης θυμάται πότε το εμπνεύστηκε, γιατί το έγραψε και γιατί δεν το τραγούδησε τελικά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Πάντα έψαχνα αυτό το τραγούδι σε όλες μου τις δουλειές

“Στο συγκεκριμένο τραγούδι η πρώτη φράση που βρήκα ήταν το “είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μες στα θερινά τα σινεμά. Ήξερα ότι έχω ένα καλό θέμα, έφυγα και άρχισα την άλλη μέρα τη δουλειά να χτίζω τον στίχο. Σιγά σιγά βρήκα το “φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια” κλπ. Αισθανόμενος ότι αυτό είναι ένα δυνατό τραγούδι, ήθελα να το πει ένας καλός τραγουδιστής. Αισθανόμουν πως εγώ δεν ήμουν επαρκής. Έτσι, η πρώτη σκέψη ήταν ο Μπιθικώτσης που όμως ήταν σε άλλη δισκογραφική, και η δεύτερη ήταν η Μοσχολιού που ήμασταν στην ίδια (δισκογραφική) εκείνη την εποχή. Το πρότεινα στη Βίκυ και το είπε στην πρώτη του εκτέλεση.

Στην πορεία είδα ότι αυτό το τραγούδι αγαπιόταν πάρα πολύ από τον κόσμο όταν το έπαιζα και σε φίλους ή σε συναυλίες και πέντε χρόνια μετά την πρώτη του εκτέλεση, αισθάνθηκα ότι αυτό το τραγούδι ήθελα να το πω κι εγώ, για να πάω λίγο πιο “μέσα” από το “ηρωικό” της Μοσχολιού.

Στη Χαμηλή Πτήση τραγουδάω εγώ τα Θερινά Σινεμά σε δεύτερη εκτέλεση. Σιγά σιγά αρχίζει το τραγούδι να παίρνει μια τέτοια δημοτικότητα που ο κόσμος με κάνει να αισθάνομαι πως αυτό είναι το καλύτερο μου. Δεν είμαι σίγουρος αν είναι το καλύτερο μου τραγούδι αυτό, ο κόσμος αυτό αγάπησε. Είμαι σίγουρος για τα Θερινά τα Σινεμά, ότι το έψαχνα από την πρώτη μου δουλειά, από το “Η Πόλη Μας”, κάθε μου προηγούμενη δουλειά, υπάρχει ένα τραγούδι στο οποίο αναζητώ τα Θερινά τα Σινεμά. Γράφω τα Θερινά Σινεμά και όταν παίρνουν αυτή τη μεγάλη έκταση, είπα, θα γράψω καλύτερο και στους επόμενους δίσκους ψάχνω το καλύτερο”.

Πώς εμπνεύστηκε το κομμάτι και το άγνωστο δεύτερο ρεφρέν του

“Έχω ρίζες ετερόκλητες, τζαζ, Επτάνησα, βαλσάκια, εμβατήρια, ελαφρά κλπ. Στο συγκεκριμένο κομμάτι υπάρχει ένα πάντρεμα επτανησιακής μουσικής με κάντρι. Θα ήθελα κάποτε να το ακούσω παιγμένο από μια αυθεντική αμερικανική ορχήστρα του Νάσβιλ.

Ήταν ένα βίωμα που είχα τέλη του ’40, αρχές του ’50, στο παλιό Αττικόν της Κυψέλης, βλέποντας, παιδί τότε, τον Κόκκινο Κουρσάρο. Αυτή την αίσθηση έβαλα μέσα στο τραγούδι.

Δεν είναι η νοσταλγία των χρόνων που περνούν, δεν είναι τα θερινά τα σινεμά. Είναι ότι φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια. Και κάνω μια αποτίμηση ζωής, είναι ένα πικρό τραγούδι που λέει ότι απ’ όσα γνωρίσαμε, φίλους, συγγενείς, μένουν κάποια. Το σημαντικό όμως είναι πως τα ξένοιαστα χρόνια, είναι χρόνια που πέρασαν. Επειδή ο κόσμος επικέντρωσε στα Θερινά Σινεμά, κάποια στιγμή, είκοσι χρόνια μετά, έγραψα ένα δεύτερο ρεφρέν το οποίο καμιά φορά το λέω στις συναυλίες, με το οποίο ξεκαθαρίζω το θέμα. Λέω, στο δεύτερο ρεφρέν:

Κι εκείνα που βλέπω να μένουν τελικά

είναι κάτι πάρτι σε ταράτσες

σαν της Λαχανά 87

πάρτι ρεφενέ και δίπλα σε γιαπιά

που δεν ξαναγίνονται πια”

αν ποτέ πεθάνω, αν λέω αν, κάψτε ένα πιάνο κι ένα μπουφάν

Παρακάτω, ο μεγάλος τραγουδοποιός και ερμηνευτής, θυμάται τους στίχους ενός κομματιού που δεν έγινε ιδιαιτέρως γνωστό, ωστόσο περιγράφει απολύτως τον χαρακτήρα του και τη στάση ζωής του.

“Το 1990 γράφω ένα τραγούδι που δεν θέλαν να το ακούνε η γυναίκα και οι κόρες μου, το “Κούφια η Ώρα”. Λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου, “αν ποτέ πεθάνω, αν λέω αν, κάψτε ένα πιάνο κι ένα μπουφάν. Καίτε ένα αμάξι κάθε δειλινό, θέλω και τάξη, θέλω και χαμό. Δεν θέλω φιέστες, ούτε και φωνές, τρεις μαζορέτες με άσπρες φωνές, και κάποια μπάντα στο πουθενά, να παίζει τα Θερινά Σινεμά. Θέλω ένα πάρτι μες στα γκαζόν, κάποια Τετάρτη ίσως, με άπειρα γκαρσόν, πιείτε μια βότκα, πιείτε δυο τζιν, δεν θέλω μαύρα, μόρτες, θέλω μπλουτζίν”.

Για την ιστορία, ο σπουδαίος Μπιθικώτσης ηχογράφησε πέντε τραγούδια του Λουκιανού Κηλαηδόνη σε στίχους Νίκου Γκάτσου, για τον δεύτερο δίσκο του Λουκιανού, την “Κόκκινη κλωστή”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα