Ο νέος Έλληνας μετανάστης είναι 30άρης και δεν ζει ‘ειδυλλιακά’ στο εξωτερικό
Η νέα εξερχόμενη μετανάστευση από την Ελλάδα και το προφίλ του Έλληνα μετανάστη στα χρόνια της κρίσης μέσα από την έρευνα των ακαδημαϊκών Λόη Λαμπριανίδη και Μανώλη Πρατσινάκη. Η εμπειρική έρευνα της μελέτης, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο, σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώνει τα δεδομένα της EUROSTAT για τη διάσταση της μετανάστευσης
- 09 Δεκεμβρίου 2015 06:54
Η έρευνα του Λόη Λαμπριανίδη και του Μανώλη Πρατσινάκη είναι αποκαλυπτική σχετικά με το προφίλ του Έλληνα μετανάστη στα χρόνια της κρίσης.
Ο νέος Έλληνας μετανάστης είναι ηλικίας περίπου 30 ετών, υψηλής ακαδημαϊκής εκπαίδευσης και μεταναστεύει για οικονομικούς λόγους. Από τους τουλάχιστον 190.000 Έλληνες πτυχιούχους που ζούνε στο εξωτερικό, οι 140.000 έφυγαν μετά το 2010.
Το νέο στοιχείο είναι πως πλέον το 12% των μεταναστών φεύγει σε ηλικία μεγαλύτερη των 40, γεγονός πρωτοφανές στην ελληνική μεταναστευτική εμπειρία.
Οι μισοί από τους μετανάστες που έφυγαν μετά το 2010 ήταν άνεργοι στην Ελλάδα την περίοδο ακριβώς πριν τη μετανάστευση.
Η έλλειψη εργασίας είναι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που οδηγούν σε μεταναστευτικές αποφάσεις, φαίνεται όμως ότι δεν είναι απολύτως καθοριστικός. Πολλοί από τους μετανάστες δεν φεύγουν για να αναζητήσουν γενικά εργασία, αλλά ειδικότερα, για να βρουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες εργασίας και προοπτικές, καθώς και εργασιακή σταθερότητα, κάτι που δεν παρέχεται αυτή τη στιγμή στη χώρα μας.
Τα στοιχεία δείχνουν πως για πολλούς μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών από τους πτυχιούχους, η εμπειρία στο εξωτερικό απέχει πολύ από την ειδυλλιακή εικόνα που πολλές φορές παρουσιάζεται για τη “ζωή στο εξωτερικό”.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν που είναι πιο έντονες την πρώτη περίοδο μετά την εγκατάσταση και σχετίζονται πρώτιστα με την επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας στις χώρες υποδοχής, αλλά και με προβλήματα προσαρμογής σε ένα διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον καθώς και με διακρίσεις που πολλές φορές υφίστανται.
Η έρευνα των ακαδημαϊκών που δημοσιεύεται στον ιστότοπο enthemata, περιγράφει το πλαίσιο της σύγχρονης μετανάστευσης που οδηγεί στην μεγάλη έξοδο των “μυαλών” από τη χώρα μας.
Οι Λόη Λαμπριανίδης και Μανώλης Πρατσινάκης καταγράφουν:
Έως πρόσφατα η αποδημία των Ελλήνων είχε σταματήσει να απασχολεί το ερευνητικό ενδιαφέρον, το οποίο δικαίως επικεντρωνόταν στην εισερχόμενη μετανάστευση στη χώρα. Ωστόσο, στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης η εξερχόμενη μετανάστευση άρχισε και πάλι να απασχολεί τη δημόσια συζήτηση καθώς αποκτάει έντονες διαστάσεις σε βαθμό που, αν και με σαφώς διαφοροποιούμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά, φαίνεται να είναι ποσοτικά συγκρίσιμη με τη μεταπολεμική μετανάστευση. Το τρέχον έτος εκπονήσαμε μια μελέτη, η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics με στόχο τη κατανόηση και διερεύνηση του φαινομένου. Η εμπειρική έρευνα της μελέτης, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο, σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώνει τα δεδομένα της EUROSTAT για τη διάσταση της μετανάστευσης, σύμφωνα με τα οποία την περίοδο 2010-2013 περίπου 224.000 άτομα έφυγαν από την Ελλάδα. Η μετανάστευση φαίνεται να συνεχίζεται με ελαφρώς μειούμενο ρυθμό κατά το 2014 και το 2015, ενώ τα ευρήματα της έρευνας σε σχέση με τις μεταναστευτικές προσδοκίες συνηγορούν στο ότι είναι πολύ πιθανό να συνεχιστεί και τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί, οι περισσότεροι από τους νέους μετανάστες είναι άτομα με υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, το 75% είναι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εκ των οποίων το ένα τρίτο αφορά είτε άτομα με μεταπτυχιακές σπουδές είτε απόφοιτους ιατρικών σχολών και του Πολυτεχνείου. Όπως φαίνεται και στον Πίνακα, μέσα στα τελευταία 50 χρόνια έχουμε την πλήρη αντιστροφή του εκπαιδευτικού προφίλ των εξερχόμενων μεταναστών από την Ελλάδα. Ενώ μέχρι το 1980 η μετανάστευση αφορούσε κυρίως ανειδίκευτους εργάτες, από το 1990 και μετά εντείνεται η μετανάστευση των πτυχιούχων, οι οποίοι αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα κατά τη δεκαετία του 2000, τάση που συνεχίζεται και κατά τη περίοδο της κρίσης. Η αλλαγή αυτή σαφέστατα σχετίζεται με τη θεαματική άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου στην Ελλάδα, το οποίο πλέον βρίσκεται περίπου στο ευρωπαϊκό μέσο όρο για τις νεότερες γενιές, αλλά και τη ζήτηση στην αγορά εργασίας των ευρωπαϊκών μεταβιομηχανικών οικονομιών προς στις οποίες κατευθύνονται κατά βάση οι μετανάστες. Κυρίως όμως οφείλεται στην διαχρονικά περιορισμένη ζήτηση για υψηλής εκπαίδευσης προσωπικό στην Ελλάδα και συνεπώς συνδέεται άμεσα με τον σταθερό προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
International Standard Classification of Education (ISCED) 0-2= μέχρι (και) γυμνάσιο/ 3-4=Λύκειο ή και τεχνική μη πανεπιστημιακή εκπαίδευση/ 5-6=τουλάχιστον πανεπιστημιακή εκπαίδευση (συμπεριλαμβανομένων των ΤΕΙ)
Ωστόσο, παρότι η φυγή των πτυχιούχων είχε ξεκινήσει πριν τη κρίση, είναι τα τελευταία πέντε χρόνια εκείνα στα οποία λαμβάνει μαζικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, από τους τουλάχιστον 190.000 Έλληνες πτυχιούχους που ζούνε στο εξωτερικό, οι 140.000 έφυγαν μετά το 2010. Παράλληλα, έχουμε και σημαντική αύξηση, σε απόλυτους αριθμούς τουλάχιστον, της μετανάστευσης ατόμων με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο. Και αν για ένα σημαντικό τμήμα των πτυχιούχων η μετανάστευση αποτελεί επιλογή για καλύτερες εργασιακές προοπτικές και συνθήκες, μεγάλο τμήμα των ατόμων με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης μεταναστεύουν εξ ανάγκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη περίοδο της κρίσης έχουμε μια πολύ σημαντική αύξηση της μετανάστευσης των ατόμων από νοικοκυριά με πολύ χαμηλά εισοδήματα. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τονιστεί ότι τα νοικοκυριά με ιδιαίτερα υψηλό εισόδημα παραμένουν αυτά που αναλογικά στέλνουν τους περισσότερους μετανάστες.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της νέας μετανάστευσης αφορά την ηλικία των μεταναστών που είναι σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο μέσος όρος ηλικίας μετανάστευσης για τη περίοδο 2010-2015 είναι 31 χρονών ενώ για τη περίοδο 1990-1999 24 χρονών. Μάλιστα, αν και η συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών είναι κάτω από 35 χρονών, το 12% των μεταναστών φεύγει σε ηλικία μεγαλύτερη των 40, γεγονός πρωτοφανές στην ελληνική μεταναστευτική εμπειρία και δηλωτικό της μεταστροφής της αποδημίας από επιλογή σε ανάγκη για σημαντικό τμήμα των μεταναστών.
Οι μισοί από τους μετανάστες που έφυγαν μετά το 2010 ήταν άνεργοι στην Ελλάδα την περίοδο ακριβώς πριν τη μετανάστευση. Η έλλειψη εργασίας είναι προφανώς από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που οδηγούν σε μεταναστευτικές αποφάσεις, φαίνεται όμως ότι δεν είναι απολύτως καθοριστικός καθώς πολλοί από τους μετανάστες δεν φεύγουν για να αναζητήσουν γενικά εργασία, αλλά ειδικότερα καλύτερες εργασιακές συνθήκες και προοπτικές, αλλά και εργασιακή σταθερότητα. Σε ό,τι αφορά τα εμβάσματα, το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών (68 %) ούτε στέλνει ούτε δέχεται χρήματα, γεγονός που δείχνει ότι, τουλάχιστο στη παρούσα φάση, η μετανάστευση συντελεί, κυρίως, στο βιοπορισμό και την κοινωνικοοικονομική πρόοδο των ίδιων των μεταναστών.
Ας τονίσουμε, εδώ, ότι τα ποιοτικά στοιχεία της έρευνας δείχνουν επίσης ότι για πολλούς μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών από τους πτυχιούχους, η εμπειρία στο εξωτερικό απέχει πολύ από την ειδυλλιακή εικόνα που πολλές φορές παρουσιάζεται για τη «ζωή στο εξωτερικό». Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν που είναι πιο έντονες την πρώτη περίοδο μετά την εγκατάσταση και σχετίζονται πρώτιστα με την επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας στις χώρες υποδοχής, αλλά και με προβλήματα προσαρμογής σε ένα διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον καθώς και με διακρίσεις που πολλές φορές υφίστανται. Οι δυσκολίες αυτές αντιμετωπίζονται πιο εύκολα από αυτούς που έχουν συμπαγή κοινωνικά δίκτυα στις χώρες υποδοχής και είναι λιγότερο –ή και καθόλου– αισθητές από αυτούς που βρίσκουν εργασία σε υψηλά αμειβόμενες δουλειές.
Η παλιννόστηση των μεταναστών, αν και σχετικά χαμηλή (15%) λαμβάνει χώρα ακόμα και κατά την περίοδο της κρίσης, για πολλούς λόγους: αρκετές φορές λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στο εξωτερικό ή λόγω νόστου ή οικογενειακής συνένωσης, αλλά και κάποιες φορές λόγω του ότι η εργασιακή εμπειρία ή και οι αποταμιεύσεις που απέκτησαν στο εξωτερικό τους δίνουν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν την επιστροφή τους με καλύτερους όρους. H επιστροφή αυτού του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, με εργασιακή εμπειρία και εμπειρία ζωής στο εξωτερικό, είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την ελληνική οικονομία – όπως, συνεπώς, και η χάραξη πολιτικών που να αποσκοπούν στη διευκόλυνση της επιστροφής αυτών που το επιθυμούν, καθώς και πολιτικών που θα περιορίσουν την ένταση του φαινομένου της μετανάστευσης. Ταυτόχρονα όμως μια ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος, η οποία δεν είναι εθνοκεντρική, οφείλει να λαμβάνει υπόψη ότι αυτές οι αποφάσεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από προσωπικές επιλογές και στρατηγικές ζωής των ίδιων των μεταναστών, και πολλές φορές είναι ανεξάρτητες από τη χάραξη πολιτικής.
Είναι πολλοί λοιπόν, πιθανότατα οι περισσότεροι, που δεδομένης της οικονομικής κατάστασης στη χώρα δεν πρόκειται να αποφασίσουν να γυρίσουν. Βάσει αυτού αλλά και δεδομένης της μεγάλης σημασίας του ανθρώπινου δυναμικού, ιδιαίτερα του υψηλά εκπαιδευμένου, για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας είναι πρωτίστως απαραίτητη η χάραξη πολιτικής που να επανασυνδέει οργανικά τους Έλληνες του εξωτερικού με την ελληνική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, πολιτικές που να διευκολύνουν την πραγματοποίηση συνεργασίας αυτών των ανθρώπων με την Ελλάδα τόσο από τη χώρα στην οποία βρίσκονται όσο και διευκολύνοντάς τους να εργαστούν κατά διαστήματα στην Ελλάδα. Αυτή είναι και η κύρια οδός μέσα από την οποία τα περισσότερα κράτη πλέον στοχεύουν να αξιοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό που βρίσκεται εκτός των συνόρων τους και είναι πολύ πιθανών μέσω τέτοιων μέτρων οι Έλληνες πτυχιούχοι που εργάζονται στο εξωτερικό να μπορέσουν να αποτελέσουν ένα σημαντικό κεφάλαιο για την ανοικοδόμηση της χώρας.
Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι πανεπιστημιακός, γ.γ. του Υπουργείου Οικονομίας. Ο Μανώλης Πρατσινάκης είναι Marie Curie IF research fellow, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Φωτογραφία: sooc.gr