Η φυλακή δεν είναι παραμύθι. Πέντε ώρες με τις κρατούμενες “μωρομάνες” της Θήβας
Παρακολουθήσαμε την παιδική παράσταση "Βατραπουνζέλ", μαζί με τις κρατούμενες του σωφρονιστικού ιδρύματος Θήβας και τα παιδιά τους στον χώρο διαβίωσής τους. Μια εμπειρία που δύσκολα θα ξεχάσουμε
- 03 Φεβρουαρίου 2015 11:14
Της Μάριον Παλιούρα
Δεν ήταν τρομακτική, ούτε ακριβώς σοκαριστική. Σίγουρα δεν ήταν ωραία ή κάτι που θα σύστηνα σε όλους να κάνουν. Ακόμα αδυνατώ να βρω τις λέξεις εκείνες που θα περιγράψουν αντιπροσωπευτικά τις ώρες που πέρασα στις γυναικείες φυλακές της Θήβας εκείνη την Τετάρτη.
Βρέθηκα λοιπόν στα κτελ της Λιοσίων με την Αγγελική, τη Φένια και την Τερέζα, τις ηθοποιούς και την υπεύθυνη στα της οργάνωσης, της θεατρικής ομάδας ” Ρετρό” της οποίας η δράση ξεχωρίζει, ακριβώς επειδή ανεβάζει τα έργα της και σε μέρη που δεν θα πήγαινε εύκολα κάποιος άλλος θίασος. Η “Βατραπουνζέλ” είναι μια παιδική παράσταση που μπλέκει τα παραμύθια του “Πρίγκιπα Βάτραχου” και της “Ραπουνζέλ” σε ένα θεατρικό. Μόνο που αυτή τη φορά, το “μια φορά κι έναν καιρό”, θα ακουγόταν πίσω από τα κάγκελα, αφού θα παιζόταν για τις κρατούμενες των φυλακών και τα παιδιά τους.
Φτάνοντας στις φυλακές, τα ψηλά συρματοπλέγματα γύρω μας δεν ήταν ένα περιβάλλον στο οποίο νιώθαμε άνετα. Ειδικά όταν έκλεισε πίσω μας μια τεράστια σιδερένια πόρτα και πάψαμε να έχουμε οπτική επαφή με τον δρόμο που μας οδήγησε στο σωφρονιστικό ίδρυμα, όλες κρατήσαμε για λίγο την ανάσα μας. Μας έκαναν έλεγχο και μας ζήτησαν να αφήσουμε τις τσάντες και τα κινητά μας στην είσοδο, σε κάτι ντουλαπάκια που κλείδωναν.
Στη συνέχεια προχωρήσαμε, ενώ πίσω μας έκλεισε άλλη μια καγκελένια αυτή τη φορά πόρτα, η οποία μάλιστα κλείδωσε με αλυσίδα και λουκέτο. Κάπου εκεί, ξεροκατάπια και παρόλο που ήξερα πως σε λίγες ώρες θα ήμουν πάλι έξω, άρχισα να αναθεωρώ και να κάνω φιλοσοφικές σκέψεις περί ελευθερίας και ανθρώπινων ιδανικών. Λέξεις που μάλλον είχαν αρκετό καιρό να ακουστούν εκεί μέσα.
Στην είσοδο είδαμε έναν κήπο με ένα σιντριβάνι στη μέση, το οποίο δε λειτουργούσε, αλλά φρόντιζε να σου θυμίζει ότι μένουν άνθρωποι εκεί. Προχωρώντας, περάσαμε και δεύτερο έλεγχο. Οι αστυνομικοί ήταν γυναίκες αυτή τη φορά και φρόντισαν ώστε να ειδοποιηθεί η Νίκη, η κοινωνική λειτουργός που θα μας πήγαινε στον χώρο όπου και θα έστηναν τα κορίτσια τα σκηνικά της παράστασης.
Όταν ήρθε η Νίκη, έβλεπες από τον τρόπο που κινούνταν στους διαδρόμους ότι ο χώρος των φυλακών είναι το δεύτερο σπίτι της: “Δέκα χρόνια δουλεύω εδώ”. Τη δήλωσή της αυτή θα επιβεβαίωνε λίγα λεπτά μετά και η σχέση της με τις κρατούμενες. “Εδώ στήστε. Η αίθουσα εκδηλώσεων δεν έχει θέρμανση, εδώ είναι λίγο πιο ζεστά. Βέβαια τώρα είναι έξω και τα κορίτσια, αλλά δεν πειράζει”, μας είπε και μας έκανε νόημα να στήσουμε τα σκηνικά στον χώρο διαβίωσης των γυναικών και των παιδιών τους.
Από το βάθος του διαδρόμου με τα κελιά, έβγαιναν σιγά – σιγά γυναίκες όλων των ηλικιών και των εθνικοτήτων και μαζί τους κρύβονταν πίσω από τα πόδια τους ή κουβαλούσαν οι ίδιες, πιτσιρίκια. Τα είχαν σε καρότσια ή σε πορτ-μπεμπέ, ενώ μερικές τα έβαζαν στον “παιδότοπο” να παίξουν με τα πλαστικά αμάξια και τα παιχνίδια, όλα δωρεές εθελοντών .
Ορισμένες μας κοιτούσαν καχύποπτα, ενώ άλλες μας πλησίασαν πιο εύκολα. Μεταξύ τους δεν μιλούσαν πολύ. Πέντε – έξι γυναίκες είχαν περικυκλώσει τη Νίκη και συζητούσαν. “Είμαστε τόσες εδώ, δε γίνεται να συμφωνήσουμε όλες”, άκουσα να της λέει η μία. Οι υπόλοιπες ασχολούνταν με τα παιδιά τους, μιλούσαν στο καρτοτηλέφωνο ή έκανα τσιγάρο και χάζευαν τα κορίτσια που έστηναν τα σκηνικά. “Αυτή η σκηνή μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια. Μου είχε πάρει ο μπαμπάς μου μια σκηνή με νάνους επάνω”, είπε η Δ. στην Κ. Η μικρή Χριστίνα φρόντισε να σπάσει τον πάγο, ρωτώντας δυνατά “Τι κάνουν μαμά;”. Η Αγγελική την πήρε από το χέρι και φρόντισε να την ξεναγήσει στα σκηνικά του “Βατραπουνζέλ”.
18 γυναίκες με τα παιδιά τους, μένουν σε εκείνη την πτέρυγα. Οι “μωρομάνες” όπως τις αποκάλεσε η Μ. όταν την ρώτησα. “Μερικές άστεγες κάνουν μικροκλοπές για να μπουν μέσα 2-3 μήνες ώστε να βγάλουν ίσα ίσα τον χειμώνα κάπου πιο ζεστά από τον δρόμο. Έχουμε μείνει και 25 γυναίκες εδώ, χαμός”, μου λέει ενώ ξετυλίγει και δίνει στο παιδί της ένα γλειφιτζούρι.
Οι τοίχοι γύρω μας ήταν ζωγραφισμένοι με ήρωες από παραμύθια και κινούμενα σχέδια, από τις ίδιες τις κρατούμενες. ΄Εκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να γίνει πιο ανθρώπινο το περιβάλλον για τα παιδιά τους. Τα κρατούν μαζί τους μέχρι να γίνουν τριών ετών και μετά τα δίνουν σε όποιον άνθρωπο της εμπιστοσύνης τους επιλέξουν οι ίδιες, είτε είναι, είτε όχι, συγγενής τους.
Τα πιτσιρίκια τωρα γίνονται όλο και περισσότερα και η περιέργειά τους για τα όσα έβλεπαν να στήνονται στον μέχρι πρότινος άδειο χώρο, υπερνικούσε τη ντροπή που ένιωθαν επειδή δε μας ήξεραν. Έτρεχαν προς το μέρος μας και έπαιζαν με το ξύλινο αρμόνιο, τις μαριονέτες και το ντέφι. Οι κρατούμενες φορούν φόρμες, ρόμπες, πυτζάμες, παντόφλες και πίνουν καφέ. Ορισμένες κάνουν και κανένα τσιγάρο. Συζητούν με την κοινωνική λειτουργό και ρωτούν αν μπορούν να έχουν λίγο προσωπικό χρόνο μαζί της. Την εμπιστεύονται και είναι για αυτές η ψυχολογική υποστήριξη που δεν μπορούν να έχουν μέσα στη φυλακή.
Η παράσταση ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει στις 5, αν και τα σκηνικά είχαν στηθεί πολύ νωρίτερα. Είχαμε αρκετό χρόνο, αλλά όχι πολλά πράγματα να κάνουμε. Αν θέλαμε να βγούμε από τον χώρο που ήμασταν ή να χρησιμοποιήσουμε την τουαλέτα, έπρεπε να ειδοποιηθεί η υπεύθυνη και να μας συνοδεύσει κάποια αστυνομικός. Ζητήσαμε να μας φέρουν καφέ. Όταν έφτασε ο δίσκος με τους καφέδες, τους έπαιρνα έναν – έναν ανάμεσα από τα κάγκελα. Το πλαστικό καπάκι δε χωρούσε και έπρεπε να το σπάσω στις άκρες για να περάσει.
Λίγη ώρα μετά και αφού τα παιδιά είχαν κουραστεί να περιμένουν, αποφασίστηκε να ξεκινήσει νωρίτερα η παράσταση. “Γυναίκες, ξεκινάνε”, φώναξε μία από τις κρατούμενες στραμμένη προς τα κελιά, με τα χέρια της να σχηματίζουν χωνί γύρω από το στόμα της.
Οι περισσότερες βρίσκονταν ήδη στο χώρο, αλλά πλησίασαν και μερικές ακόμα. Κάθε μια έφερνε μαζί της μια λευκή πλαστική καρέκλα ή μικρά χρωματιστά, παιδικά σκαμνάκια, ώστε να καθίσουν όλες στη σειρά και να παρακολουθήσουν την παράσταση.
Το προσωπικό των φυλακών χαμήλωσε τα φώτα και η Τερέζα βάζει τη μουσική. Η Αγγελική και η Φένια γίνονται Βιολέτα και Ροζαλία και ταξιδεύουν μητέρες και παιδιά στον παραμυθένιο κόσμο τους. Οι γυναίκες έχουν στην αγκαλιά τα μικρά τους, ενώ κανα δυο τα έχουν ανεβάσει στους ώμους τους. Όσο περνάει η ώρα και η παράσταση προχωράει, έρχονται μερικές ακόμα που δεν είχαν πειστεί από την αρχή να βγουν από τα κελιά τους.
Γελούν με το παραμύθι και κρατούν τα παιδιά, τα οποία θέλουν να κατέβουν από την αγκαλιά τους και να τρέξουν να παίξουν με τις ηθοποιούς. Παρακολουθούν σιωπηλές και κοιτάζουν καμια φορά η μία την άλλη απορώντας με το πόσο ήσυχα κάθονται τα μικρά. Οι μόνες ομιλίες που ακούγονται, είναι ψίθυροι, όταν οι μητέρες εξηγούν στα παιδιά τους τι είναι αυτό που βλέπουν. Η μία παίρνει στα πόδια της τον γιο της διπλανής της. Το ίδιο κάνει κι εκείνη με την κόρη της κοπέλας που κάθεται πίσω της, σαν να πρόκειται για τα δικά τους παιδιά.
Μία ώρα μετά, η παράσταση τελειώνει και όλες χειροκροτούν αφήνοντας ελεύθερα τα πιτσιρίκια να τρέξουν στην αγκαλιά των ηθοποιών. Εκείνες τα σφίγγουν, τα φιλάνε και τα μικρά ανταποδίδουν. Φορούν τα ρούχα των ηθοποιών. Η μικρή Χριστίνα ντύνεται πριγκίπισσα με μια φούξια φούστα και μια στέκα με λουλούδια. Η Β. ντύνεται πρίγκιπας βάτραχος και οι δυο τους χορεύουν στο κέντρο της αίθουσας βαλς. Τους μοιράζουν γλυκά και ζαχαρωτά. Τα τρώνε λαίμαργα και τα μάτια τους φέγγουν.
“Πρώτη φορά έκατσε χωρίς να μιλάει”, λέει η Ν. στην Αγγελική και τη Φένια για τον γιο της, τον Νικήτα. Όσο μάζευαν τα σκηνικά τα κορίτσια, τα παιδιά έπαιζαν μαζί τους, με το ντέφι και ένα ξύλινο carousel. Η Χριστίνα έτρεχε πίσω από την Αγγελική και ο Νικήτας είχε ερωτευτεί τη Φένια. Μόλις μαζέψαμε και ήμασταν έτοιμες να φύγουμε, η Χριστίνα αγκάλιασε την Αγγελική και της είπε με νάζι “Να μείνετε λίγο ακόμα εδώ και μετά να φύγετε”. Ο Νικήτας, από την αγκαλιά της Φένιας, άκουσε ότι φεύγουμε και προτίμησε να χαιρετήσει τη μαμά του, αντί την αγαπημένη του ηθοποιό.
Μετά τον αποχαιρετισμό και τα “ευχαριστώ” των κρατουμένων, ανεβήκαμε στο γραφείο της κοινωνικής λειτουργού. Μας μίλησε για το πόσο δύσκολος είναι ο ρόλος τους εκεί και πόσο πρέπει να παρακαλέσουν το κράτος για να διευθετηθούν τα θέματα που προκύπτουν. “Μερικές χρειάστηκε να δηλώσουν τα παιδιά τους εδώ, τα είχαν αδήλωτα μέχρι που μπήκαν φυλακή. Σε άλλες έχουμε βγάλει και ταυτότητες εδώ μέσα”, μας λέει επισημαίνοντας τη γραφειοκρατία που μεσολαβεί για να τα πετύχουν αυτά.
Γυρνώντας το κεφάλι μου αριστερά, το βλέμμα μου πέφτει σε ένα χαρτί από το Παν/μιο Μακεδονίας. “Δίνουν εξετάσεις μέσα από τη φυλακή”, μου εξηγεί η Νίκη. “Πολλά κορίτσια έχουν αποφυλακιστεί και βγήκαν έξω με πτυχίο το οποίο πήραν ενώ ήταν φυλακισμένες. Συνεννοούμαστε με τα πανεπιστήμια και φροντίζουμε για την ασφαλή διεξαγωγή της εξέτασης. Στέλνουμε τις εργασίες και τις κόλλες με τις απαντήσεις με το ταχυδρομείο.”
Στις γυναικείες φυλακές της Θήβας, κάθε πτέρυγα έχει δανειστική βιβλιοθήκη. Περίπου 12.500 τίτλοι βιβλίων διατίθενται προς ανάγνωση πίσω από τα κάγκελα. Παράλληλα, αρκετοί εθελοντές από το λύκειο, πηγαίνουν στις φυλακές και κάνουν μαθήματα φροντιστηριακής μορφής. Δυστυχώς όχι πολύ συχνά. Η φυλακή δεν διαθέτει τα χρήματα να πληρώσει ούτε για τη βενζίνη, ούτε για το εισιτήριο του κτελ, ώστε να διευκολύνονται τέτοιου είδους δράσεις.
Ρωτάω για τους πίνακες που έβλεπα στους διαδρόμους, είχαν επάνω ονόματα και τιμές. “Τις Πέμπτες έρχεται μια εικαστική θεραπεύτρια και βοηθά τα κορίτσια να εκφραστούν μέσα από τη ζωγραφική. Στη συνέχεια τους διαθέτουμε προς πώληση. Τα Σαββατοκύριακα έχουμε και τμήμα yoga και λάτιν χορού, τα οποία διδάσκονται από τις ίδιες τις κρατούμενες. Βέβαια δε μπορούμε να τις υποχρεώσουμε να συμμετέχουν. Αργά η γρήγορα επέρχεται η ιδρυματοποίηση. Ξεκινούν ενθουσιωδώς, αλλά μετά από λίγο καιρό δεν έχουν όρεξη να κινηθούν στους χώρους της φυλακής.”
Κακά τα ψέματα, η άδεια που δικαιούνται κάθε δυο μήνες, είναι το μέσο επανένταξής τους στην κοινωνία, αλλιώς θα έβγαιναν αγρίμια. Έχοντας μια κάποια επαφή με τον κόσμο εκτός των συρματοπλεγμάτων διευκολύνεται η διαβίωσή τους εντός αυτών. Στην τελική, έχουν κάτι να περιμένουν.
“Μη νομίζετε, το να ξεπεράσεις τα όρια είναι πολύ πιο εύκολο απ’ όσο φαντάζεται κανείς”, μας λέει στο τέλος η Νίκη. Τη φράση αυτή σκεφτόμουν σε όλη τη διαδρομή του γυρισμού. Όταν φύγαμε από τη Θήβα είχε σκοτεινιάσει και οι σκέψεις αυτές είναι πιο δύσκολες τη νύχτα.
Στο κατάστημα κράτησης γυναικών που επισκέφθηκα, μένουν γυναίκες που είχαν καταδικαστεί για πορνεία, ναρκωτικά, κλοπές και ανθρωποκτονία. Όλες, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο, έγιναν παιδιά μαζί με τα παιδιά τους παρακολουθώντας τη “Βατραπουνζέλ”.
Το κοινό της ομάδας ” Ρετρό ” σε αυτή την “Παράσταση Αυξημένης Φροντίδας” δε διέφερε πολύ από τους ελεύθερους ανθρώπους που πληρώνουν για να τις παρακολουθήσουν στο θέατρο. Άλλωστε κι εμείς καμια φορά μπαίνουμε μόνοι μας σε κελιά που φτιάξαμε οι ίδιοι. Δεν γνωρίζω αν οι κρατούμενες των φυλακών έχουν μετανιώσει για ό,τι είναι αυτό που τις έκανε να βρεθούν εκεί. Δεν έχει και καμια ιδιαίτερη σημασία. Το μόνο που μου έμεινε όταν έφυγα από τις εγκαταστάσεις του σωφρονιστικού ιδρύματος, ήταν η θέλησή τους να συνεχίσουν τη ζωή τους από εκεί ακριβώς που την είχαν αφήσει.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ κανένα λάθος και καμία καγκελόπορτα που να κλείνει τις ίδιες και τα παιδιά τους εκτός κοινωνικής πραγματικότητας.