Τον Σταμάτη Κραουνάκη δεν τον σταματάς όταν μιλάει

Τον Σταμάτη Κραουνάκη δεν τον σταματάς όταν μιλάει

Βρεθήκαμε στο σπίτι ενός εκ των μεγαλύτερων Ελλήνων συνθετών και αφήσαμε με χαρά τη συζήτηση να ξεφεύγει από τα όρια του έρωτα, του Facebook, της πολιτικής και να καταλήγει αρμονικά στα 'νούτικα' (δηλαδή τα τραγούδια) του

Η απερίγραπτη τύχη του να μπεις, εγκαταλείποντας τα αναπαυτικά σαλόνια του πολιτικού καθωσπρεπισμού,  στα λημέρια των καλλιτεχνών και να ‘αράξεις την αρίδα’ σου όπως θα λεγε και κάποιος δραπέτης περασμένης δεκαετίας, μου ήταν παντελώς άγνωστη μέχρι εκείνη τη μέρα.

Αμέσως μόλις βγήκα από το αδιέξοδο που βρίσκεται η κρυψώνα του (έτσι μου την είπε δύο ή τρεις φορές), ένα προσφυγικό σπίτι, που το έχει γεμίσει με δίσκους, φωτογραφίες, μουσικές και βότανα διαλεγμένα με το χέρι από διάφορα χωριά, τότε μπορούμε να τοποθετήσουμε χρονικά την πρώτη φορά που σκέφτηκα κάτι τέτοιο.

Ίσως φταίει το γεγονός ότι το προηγούμενο δίωρο έκανα παρέα με μία καλλιτεχνική περσόνα που αλήθεια, θα λυπόμουν πολύ αν εξαιτίας της όποιας οικογενειοκρατίας στο χώρο του, είχε χαθεί. Αν και, όπως λέει και ο ίδιος ο Σταμάτης Κραουνάκης, το ταλέντο δεν χάνεται, τον βρίσκει το δρόμο του. Ή μάλλον, την αποστολή του.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Μου άνοιξε την πόρτα αγουροξυπνημένος. Την προηγουμένη, είχε την τελευταία του παράσταση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και ήταν ένα ευτυχισμένο ράκος. Προθυμοποιήθηκε να μου φτιάξει τσάι, δικής του συνταγής και με ρώτησε αν το βιάζομαι γιατί θα έπαιρνε περίπου 8 λεπτά. Δεν βιαζόμουν. Χώθηκε στο μικρό κουζινάκι του και μου άφησε όλο το χρόνο να χαζέψω το τόσο ιδιαίτερο σπίτι του. Σε κάθε γωνιά, παρέα με τις ντάνες από βιβλία και σημειώσεις, χωρίς υπερβολή, έβλεπες και κάτι αλλόκοτο. Ως παράδειγμα θα φέρω το φωτισμένο μπιτόνι μέσα στο τζάκι του. Να ήταν ένα είδος ξεχασμένου χριστούγεννου (πολύ μου άρεσε που εκείνος στη συζήτηση το ανέφερε στον ενικό γι αυτό και το κρατάω); Δεν έμαθα ποτέ.

Θα σου βάλω μια πουτανιά, και είναι έτοιμο‘ μου είπε από την κουζίνα. Εννοούσε ένα κονιάκ κρασιού που φτιάχνει (και αυτό) μόνος του. Κάπου εκεί, μου είπε ότι δεν πίνει αλκοόλ, δεν το μπορεί. Κάπου εκεί, τον ρώτησα: ‘Είστε τόσο θρήσκος; Γιατί βλέπω παντού τόσες εικόνες;’

***

Οι κινήσεις του, ο τρόπος με τον οποίο σβήνει το ένα τσιγάρο και ανάβει το άλλο, οι παύσεις που αφήνει μελωδικά να πέσουν πάνω στη συζήτηση, όλα μοιάζουν με ένα είδος μοναδικής performance που ο ίδιος έχει σκηνοθετήσει για τον εαυτό του. Κάπως έτσι, η ιστορία της συνέντευξής μας δεν μπορεί παρά να συνοδευθεί από φώτα, θεατρική σκηνή, χειροκρότημα και φυσικά, μουσική.

(Τα φώτα χαμηλώνουν): Η αποστολή, η πίστη και η ‘άνευ μποϋκοτάζ’ Νέα Υόρκη

Όχι δεν είμαι θρήσκος. Είναι όλα δώρα ή πράγματα που έχω αγοράσει γιατί μου άρεσαν. Θρήσκο δεν με λες όμως, τον έχω βρει το Θεό μου και τον τιμώ“.

Έχω μία πολύ ιδιαίτερη αίσθηση προς το πρόσωπο της μάνας των ανθρώπων, γι αυτό βλέπεις και πολλές Παναγίες στο χώρο. Έχω πίστη στην Αγία μητέρα“.

 

Πιστεύω σε δύο πράγματα: Στην αποστολή, στο ‘γιατί ήρθαμε’ και στη δύναμη από την οποία αντλούμε  φως. Εγώ τα βρήκα στη διαδρομή. Συγκεκριμένα, για να σου πω και την αλήθεια, τα βρήκα όταν ευτυχώς, ‘ταΐστηκε’ και η φιλοδοξία μου. Αυτό το δώρο μου δόθηκε νωρίς, ίσως επειδή το ήθελα πολύ“.

Είχα μία κάποια συνείδηση ότι έχω ταλέντο, μπορεί να μην ήμουν σε θέση να καταλάβω το μέγεθος όταν ήμουν νεότερος, ωστόσο καταλάβαινα ότι η μουσική και το θέατρο, γενικά το θέαμα και η μουσική μέσα στο θέαμα ήταν αδιαίρετα μέσα μου, ήταν ο δρόμος μου“.

Το θέμα της αποστολής με έβαλε να πάω με τη Σπείρα Σπείρα το 2000, το θέμα της αποστολής μου έστειλε τους Αχαρνής την ώρα που φόρτωνε η κρίση δίχως να το έχουν πάρει χαμπάρι οι Έλληνες, το 2010, το θέμα της αποστολής μου έφερε το Βάρναλη, την απολογία του Σωκράτη το 2014. Εκτός από τη φυσική μου αγάπη για κάποια πράγματα τα οποία κουβαλάω μέσα μου από πολύ μικρός“.

Άραγε: Η ‘αποστολή’ του έδειξε το δρόμο προς το εξωτερικό;

Δύο φορές που έτυχε να πρέπει να φύγω, μία στα 25 για Νέα Υόρκη και άλλη μία στα 40 δεν ήθελα να αφήσω την πατρίδα. Τότε, τη δεύτερη φορά ήταν που έφτιαξα τη Σπείρα Σπείρα. Δεν θα τη γλιτώσω τη Νέα Υόρκη, και τώρα παίζει κάτι“.

Πήγαινα σαν τη γάτα εκεί που θα έβρισκα καινούρια πηγή, καινούριο νερό. Αυτό το έχω από πάρα πολύ μικρός. Ως έφηβος ήξερα σχεδόν όλους τους Έλληνες ποιητές. Ξεκίνησα να διαβάζω ποίηση από πολύ νωρίς. Οι παρέες μου ήταν τέτοιες, οι φίλοι μου, οι γονείς μου, χωρίς να είναι ιδιαίτερα διανοούμενοι“.

Κανείς, όσο μικρός και να ναι, καταλαβαίνει πού θα πάει. Αυτό θέλω να σου πω. Για μένα αυτό, δεν ήταν βάρος, ήταν χαρά“.

Καταλάβαινα ότι αυτή θα είναι η ζωή μου. Ούτε φανταζόμουν ποτέ ότι θα παίξω ούτε φανταζόμουν ότι θα τραγουδήσω, δεν με ενδιέφερε άλλωστε. Μου ζήτησε ο Μαυρουδής να τραγουδήσω για πρώτη φορά. Δεν με ενδιέφερε καθόλου“.

(Πρώτες Ατάκες): Ο μικρός Σταμάτης που μαθαίνει πιάνο και πολιτική

Μόλις πήγα στο πιάνο, άρχισα να βρίσκω τις μουσικές που αγαπούσα, τα τραγούδια που μου αρέσανε και σιγά σιγά άρχισα να τα εναρμονίζω, να βρίσκω τα ακόρντα τους. Αυτό, ήταν ο μαγικός κόσμος. Ένα πιάνο από το Νικοτιάν μεταχειρισμένο που το πήρε δώρο η μάνα ένα Χριστούγεννο για να μάθουν πιάνο τα παιδιά της οικογένειας“.

Το πρώτο τραγούδι που έπαιξα στο πιάνο ήταν το Χάρτινο το Φεγγαράκι του Μάνου Χατζηδάκι που ήταν και εύκολο.

Ξεκίνησα να φτιάχνω μελωδίες πολύ γρήγορα. Η μάνα μου και ο πατέρας μου, μου έλεγαν ‘παίξε αυτά τα νούτικα’, αυτά που έβγαζα από το νου μου δηλαδή

Φοβόντουσαν ότι μπορεί να γίνω καλλιτέχνης. Δεν ήθελαν να γίνω. Υπό την έννοια ότι ήθελαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν. Παλιά, ειδικά στη γενιά της κατοχής υπήρχε η νοοτροπία ότι ο καλλιτέχνης είναι κάτι υποδεέστερο. Μετά, ήρθε η τηλεόραση και τα έκανε όλα φαντεζί“.

Συμπέρασμα: Γι αυτό σπουδάσατε πολιτικές επιστήμες.

Μωρέ, έκανα τη χάρη των γονιών μου.

 

Εύλογη Απορία: Πολιτικές επιστήμες και πολιτικός σχολιασμός. Έτοιμος για τα κοινά;

Σε καμία περίπτωση (το είπε τρεις φορές ). Έκανα καλλιτεχνική διεύθυνση στην Καβάλα. Προδώθηκα πάρα πολύ από τους μηχανισμούς εξουσίας. Εκεί τα πήρα πολύ με το ΠΑΣΟΚ. Κόντεψα να χάσω την υγεία μου.  Την ώρα όμως που με ανέβαζε ένας καλός κύριος, ο Γιώργος, με το αυτοκινητάκι για την πρόβα και μου είπε ότι ‘Εδώ για να ανέβουν με τα πόδια οι Καβαλιώτες, θα πρέπει να σε αγαπούν πάρα πολύ’“.

Μπορώ ευχαρίστως, και έχω προσφερθεί και το έχω κάνει, να δώσω ιδέες. Να πάω σε γραφείο, σε καμία περίπτωση. Δεν αντέχω. Καμαρώνω τους συναδέλφους που έχουν την οργανωτικότητα να το υπερασπιστούν. Τους βοηθάω πολύ“.

Θα πρεπε να είναι άλλη η πολιτική ζωή. Σε αυτό το άθλιο μπακάλικο που βλέπω μηδενός εξαιρουμένου, εγώ δεν μπαίνω να τρώω πιστολιές. Δεν τους θέλω ούτε θέλω να μπω σε απολογία γιατί έκανα κάτι. Γιατί εγώ είμαι και τρελός. Θα πάρω πέντε αποφάσεις που θα είναι για το καλό και αν μου πουν γιατί το έκανες, θα τους πω ‘πάρτε τα αρχίδια μου’. Στην τρίτη συνεδρίαση επί του τυπικού, θα τους έχω σπάσει το γραφείο. Δεν γίνεται. Γιατί να ανεβάσω ζάχαρο;”

Κάτι λέγαμε όμως για τους καλλιτέχνες που παλιά, ήταν κατάρα και τώρα ούτε που ξέρουμε πόσοι βγαίνουν κάθε χρόνο από τις σχολές.

Η ταλαιπώρια των ανθρώπων που μπαίνουν στην καλλιτεχνική εκπαίδευση δίχως να έχουν από μέσα τους μία φωνή ή κάτι που να τους έχει σπρώξει προς τα εκεί είναι τωρινό φαινόμενο. Μετατηλεοπτικό“.

Καλλιτέχνης δεν γεννιέσαι. Μπορεί να έχεις την ευλογία αλλά πόσοι και πόσοι καλλιτέχνες είχαν την ευλογία και την έκαναν σκουπίδια;

Για μένα, μόνο η δουλειά σε προχωράει. Και το μυαλό σου. Εγώ ό,τι κέρδισα το κέρδισα από το σκάψιμο και από ένα ανήσυχο κεφάλι που δεν ήθελε με τίποτα να εφησυχάσει. Ήμουν πάντοτε εχθρός του εφησυχασμού. Δεν ήθελα να χαλαρώσω σε κάτι που είτε μου έφερνε λεφτά κάποτε είτε μου έδειχνε το δρόμο της επιτυχίας και μου έλεγε ‘να, πήγαινε από εκεί’. Δεν με απασχόλησε ποτέ η επιτυχία, εκείνο που ήθελα ήταν να προχωράω. Να βάζω τον εαυτό μου σε καινούρια Πανεπιστήμια. Βαριόμουν εύκολα“.

(Πρόσωπο Πρώτο): Η Λίνα και το κάρμα

Όταν είσαι αφημένος στο σύμπαν, μάλλον εγώ ήμουν πάντα, έρχονται οι συγγενείς σου. Και σε βρίσκουν. Το θέμα είναι να μπορείς να τους αναγνωρίζεις. Έτσι ήρθε η Λίνα (συμφοιτήτρια στην Πάντειο), έτσι ήρθε ο Βουτσινάς, έτσι ήρθαν τα παιδιά της Σπείρας, έτσι ήρθε η Άλκηστις και περιέργως με κάποια άτομα όπως για παράδειγμα έγινε με τη Λίνα, ανακαλύψαμε εν καιρώ ότι είχαμε παρελθόν.

 

Η γιαγιά μου η Ιωάννα νοίκιαζε στη Λίνα το σπίτι που έμενε η Λίνα στα Μέθανα. Υπήρχε ένα κάρμα. Υπάρχει φωτογραφία των γονιών μου από το σπίτι της Λίνας όταν επισκέπτοντο την γιαγιά“.

Όταν το ανακαλύψαμε γελάσαμε πολύ. Ήταν μία ευχάριστη μοίρα. Ένας άγγελος που ήθελε να μας φέρει κοντά. Ουσιαστικά, ήταν σαν να πήραμε ένα οκ από το σύμπαν“.

(Πρόσωπο Δεύτερο): Ο Χατζηδάκις και οι καταραμένοι ελαφρολαϊκοί συνθέτες

Το 1976, μία εποχή που το πολιτικό είχε ένταση, έχω κάνει μαζί τη Λίνα, τη Μαρία Μαρκέτου, την Έφη Αγραφιώτη και αρκετά παιδιά που έγιναν καλλιτέχνες από την Πάντειο ή που μπήκαν στην πολιτική μετά (με κάποιους είμαστε ακόμα Δόξα τω Θεώ, φίλοι) μία ομάδα που παίζουμε τραγούδια, μουσική κτλ.. Εκείνο τον Απρίλιο του ’76 αποφασίζω να κάνω την πρώτη μου συναυλία (ήταν και της μόδας τότε μετά τη χούντα) εις το θέατρο Διονύσια, το νυν Δημήτρης Χορν. Στο διαχειριστή του Διονύσια με στέλνει μία ηθοποιός του Εθνικού και ξαδέρφη της μάνας μου, η Λέλα Νενεδάκη, εξαιρετική κυρία, δεν ζει πια.

Έψαχνα να βρω διαθέσιμη ημερομηνία αλλά κυρίως τα χρήματα για να την πραγματοποιήσω (την συναυλία) . Με τη βοήθεια αρκετών ανθρώπων, τελικά τα κατάφερα. Σημειωτέον ότι εκείνη την περίοδο, η Έλλη Λαμπέτη ανέβαζε στο χώρο το Δεσποινίς Μαργαρίτα. Είχε ένα πολύ ωραίο σκηνικό, έναν μαυροπίνακα τον οποίο δεν πειράξαμε καθόλου“.

Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι η συναυλία που για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου, με όλο το θράσος της νιότης, διηύθυνα κιόλας.

 

Το θέμα της συναυλίας: Τα περισσότερα έργα μου τότε ήταν βασισμένα πάνω σε ποίηση του Λόρκα, του Σεφέρη. Ως 20χρονο φοιτητή και δη εκείνης της εποχής, με τραβούσαν οι αριστεροί ποιητές και νεότεροι της εποχής εκείνης. Διάβαζα Κώστα Πηγαδιώτη, τον θείο μου τον Βαγγέλη Κακατσάκη από την Κρήτη, την αγαπημένη μου συγγραφέα και ποιήτρια Στέλλα Αρκάδη, γενικά ψαχνόμουνα.

Τέλος πάντων. Μία φίλη από την Παντείο, η Θωμαΐς Καραχάλιου, ένα θαυμάσιο κορίτσι με το οποίο ακόμη είμαστε φίλοι, που δούλευε τότε στη γαλλική τράπεζα με ενημερώνει ότι έχει το τηλέφωνο του Χατζηδάκι ο οποίος πηγαίνει εκεί και βγάζει κάποια χρήματα στο εξωτερικό. Της λέω ‘δώστο μου’“.

Το επόμενο απόγευμα, τον παίρνω στο τηλέφωνο. Το σηκώνει ο ίδιος. Του λέω ‘κοιτάχτε, λέγομαι έτσι, ό,τι κάνω το κάνω γιατί υπάρχετε εσείς και θέλω να έρθετε μόνο εσείς’“.

Εκείνον τον καιρό, ο Χατζηδάκις ηχογραφούσε την ‘Αθανασία’ στην Columbia όπου βοηθός ηχολήπτη ήταν ο Φίλιππας Λιόλης, ένα παιδί που δουλεύει στο μαγαζί που μου νοίκιασε τα ηχητικά και με συμπαθεί πολύ. Μου είχε μία συμπάθεια δεν ξέρω γιατί. Υποθέτω ότι έβλεπε έναν εκεί με πολύ μαλλί και κάτι του κανε φαίνεται.

Φτιάχνει σύννεφα μαλλιών πάνω από το κεφάλι του και συνεχίζει.

Άφρο και χωρίς γένια, καταλαβαίνεις. Εν πάση περιπτώσει όταν ο Χατζιδάκις τον ρώτησε για μένα, εκείνος απάντησε ‘είναι καλός, του κάνουμε και τη συναυλία, ‘να πάτε’“.

Την ημέρα της συναυλίας ο μπαμπάς μου έκανε welcome. Ο Χατζηδάκις καταφτάνει μαζί με το Δημήτρη Λέκκα. Ο πατέρας μου τον σταματά και του λέει ‘καλησπέρα μαέστρο, με θυμάστε από το Χαϊδάρι;’. Τελικά, όπως βγήκε η ιστορία, καταλήξαμε ότι ήταν μαζί φαντάροι. Ο πατέρας μου, παρεμπιπτόντως ήταν φαντάρος και με το Μίκη. Είχα έναν μπαμπά που τους ήξερε και τους δύο τεράστιους“.

Διακοπή για μία γουλιά τσάι και πολλή συμπάθεια. Με ρώτησε αν μου αρέσει, απάντησα μουγκρίζοντας. 

 

Η επόμενη συνάντησή μας ήταν στο Τρίτο Πρόγραμμα. Με κάλεσε για να ηχογραφήσαμε κάποιες μουσικές. Έπειτα, ο Χατζηδάκις τα έσπασε με το Πρόγραμμα και χάθηκε. Μετά από ένα ή δύο χρόνια μας ζήτησε να φτιάξουμε κάτι τραγούδια παρέα με τον Δημήτρη Λέκκα (εν τω μεταξύ είχαμε γίνει φίλοι με το Λέκκα) και κάπως έτσι άρχισε αυτή η ζεστή αγαπημένη σχέση. Όχι ιδιαίτερα κολλητή.

Όταν με φώναξε στο Τρίτο δεν ένιωθα πολύ βολικά. Μου είχε λίγο θυμώσει που ήμουν στο Δεύτερο και το Πρώτο και έκανα και εκεί δουλειές. Αλλά, τότε είχα ανάγκη να ζήσω. Ακολούθησε μία τεράστια οικονομική καταστροφή του πατέρα μου και εν πάση περιπτώσει έπρεπε να ζήσουμε“.

Όμως, και αυτό ήταν κάτι που το έμαθα πολύ μετά, όταν το ’85 έγινε το μπραφ με το ‘Κυκλοφορώ και Οπλοφορώ’ και ο τότε κύκλος των ανθρώπων που ήταν περί τον Χατζηδάκι λιγάκι μας κουτσομπόλευε και όχι ευχάριστα, εκείνος τους απαντούσε ‘Αυτόν, αφήστε τον ήσυχο, έχει ταλέντο’“.

Οι λαϊκοί δημιουργοί πρώτοι με δέχθηκαν και μετά οι διανοούμενοι. Οι δεύτεροι, με είχαν στην απέξω για μπόλικα χρόνια και σνόμπαραν. Με έλεγαν ‘βήτα’, του λαϊκού ή του ‘έλα μωρέ εντάξει, αυτός είναι του εμπορικού’

Το όλο ας το πούμε κουτσομπολιό, ξεκίνησε από τη Μοσχολιού το ’81 που έλεγε ‘Τι θέλει τώρα αυτός από τις λαϊκές;’. Με τα χρόνια, τους καταλαβαίνω. Για πάρα πολλά χρόνια με ακολουθούσε η κατάρα του αν είμαι διανοούμενος ή των λαϊκών. Δεν άντεχα καθόλου αυτήν την κατάσταση γιατί στην ουσία, ήμουν ένας άναρχος αλήτης που βάραγα τα πιάνα και έφτιαχνα τραγούδια. Όταν γνωρίστηκα με τη Λίνα άρχισε να μου δίνει τα πρώτα της πονήματα. Όλα αυτά, έγιναν πάρα πολύ κανονικά. Ήταν η ζωή μας αυτή, η καθημερινότητά μας“.

Απορία: Τελικά, σε ποιους δημιουργούς κατατάσσεστε;

Με τα χρόνια, κατάλαβα ότι εγώ είμαι του μαρξιστικού: Είμαι του ‘κάνε τη δουλειά σου και άσε τους άλλους να βαρούν και αυτοί το ντέφι’“.

(10′ διάλειμμα): Το θέατρο, η πολιτική και το ξύλο

Εκεί ανάμεσα σε ’76 και ’78-’80 άρχισα κυρίως από τη δουλειά μου στο ραδιόφωνο γιατί έκανα τα θεατρικά του Πρώτου Προγράμματος, έγραφα μουσική για τρεις πολύ καλούς συγγραφείς Ξανθούλη, Μανιώτη, Παναγιωτόπουλο και έκανα και την παιδική ζώνη με τον Εμιρζά. Από εκεί γνώρισα πολύ κόσμο από το θέατρο. Έτσι, μου ανοίχτηκε και αυτή η πόρτα“.

Ήμουν ένας πιτσιρικάς που κάθε πρωί έσκαγε μύτη με μία μεγάλη σακούλα από τσιτσιμπλόνια, όργανα (καλή ώρα όπως τώρα αγοράζω όργανα για τον Βικτόρ, αυτή η τσάντα δεν σταματά να γεμίζει ποτέ)

Ασυναίσθητα, το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στο χώρο και εκείνος, βάζοντας στίχους στη σκέψη μου, είπε:” Εδώ έχω μία λατέρνα μέσα στο σπίτι“.

Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να βρω σπίτι του μία λατέρνα. Ούτε ένα μπιτόνι φωτισμένο στο τζάκι. Ούτε τόσες πολλές εικόνες. Γενικά, ο Σταμάτης Κραουνάκης που είχα μπροστά μου, στον προσωπικό του χώρο δεν είχε και πολύ μεγάλη σχέση με την εικόνα που είχα πλάσει γι αυτόν πριν καθίσω στην καρέκλα του και χαζέψω μερικά από τα δεκάδες χιλιάδες cds και βιβλία που έδειχναν να βολεύονται εξαιρετικά στο σπίτι του.

Ξέρεις πόσα παιδιά, νέα παιδιά έρχονται στο καμαρίνι μου, με γνωρίζουν και μου λένε: ‘Αχ μωρέ, είχαμε τελείως άλλη εντύπωση’; Ότι τι; Εντάξει, όταν νιώθω ότι έρχεται μία βία που πάει να ξεπατώσει ζωές και είμαι σε θέση εφόσον δεν με πληρώνει κανείς να μιλήσω, το έκανα“.

Όσες φορές προσπάθησαν τα κέντρα εξουσίας να με χτυπήσουν, ειδικά το ΠΑΣΟΚ αλλά και η Νέα Δημοκρατία ή μη νομίζεις, και η Αριστερά είναι γιατί δεν φοβόμουν να μιλήσω. Δεν είχα κάποιο αφεντικό που έπρεπε να σεβαστώ και άρα ‘βούλωστο’. Πώς αποκτάς την ελευθερία να μιλάς; Δεν χρωστάς πουθενά“.

Με το σκάσιμο της κρίσης, χάλασαν κάποιες σχέσεις εκ των οποίων σημειωτέον κάποιες, επανήλθαν. Δεν μπορούσα να χτυπήσω ανθρώπους με τους οποίους ήμασταν φίλοι 30 χρόνια και ήταν σε δουλειές που δεν τους άφηναν να μιλήσουν. Αλλά έκοψα. Τώρα, με κάποιους ξαναμίλησα“. 

Τα χρόνια που έκανα μεγάλες έχθρες, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και κυρίως, γιατί δεν έκλεινα το στόμα μου.

Όταν έφαγα την πιστολιά ότι έβρισα τους βορειοελλαδίτες, μία ιστορία τελείως στημένη από το γραφείο τύπου Βενιζέλου, τότε μου ήρθε για πρώτη φορά η βία στα μούτρα. Δεν φοβήθηκα. Απλώς, μου ήρθε το λυκόσκυλο εδώ“.

Πλησιάζει με την παλάμη του πρόσωπό του απότομα. Μερικές στάχτες χύνονται προς το παντελόνι του. Δεν πολυσκοτίζεται.

Κατάλαβα ότι μπορεί έτσι όπως πας με το μηχανάκι στη δουλειά σου, ένας εκ δεξιών και ένας εξ ευωνύμων να σου βάλουν μία αλυσίδα μπροστά και να σε τελειώσουν. Τότε, ήταν και η πρώτη φορά που μου είπε η αδερφή μου να πάρω σεκιούριτι. Δεν το έκανα. Της είπα ‘θα την καταπιώ τη σφαίρα, δεν γαμιέται’“.

5000 προφίλ φτιαγμένα για 100 ευρώ μέσα σε μία ώρα να σε βρίζουν μέσα σε ένα βράδυ. Να τα ψάχνεις την επομένη, και να μην υπάρχουν. Εκεί χάρη σε πολύ ισχυρούς συντρόφους, παιδιά που έχουν φάει πολύ ξύλο στη ζωή τους, κράτησα τρομερή αντίσταση και τα έχωσα“.

 

Απορία: Έχετε φάει ποτέ ξύλο για τα πολιτικά;

Να με συλλάβουν στην αστυνομία και να φάω ξύλο; Όχι, ποτέ. Το γλίτωσα. Τα έζησα τα χρόνια που έπεφτε το πολύ ξύλο αλλά ήμασταν προστατευμένοι από το σπίτι. Δεν μας άφηναν να αμολήσουμε“.

Μεγάλωσα σε μία ελεύθερη δημοκρατική αριστερή οικογένεια. Με έναν πατέρα τρομερό φαρσέρ και μία μάνα τρομερά γενναιόδωρη σε ένα σπίτι που συνεχώς γινόταν πάρτι. Όχι χωρίς αυστηρότητα, αλλά πάρτι. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και εγώ και τα αδέρφια μου είχαμε πολύ ανοιχτή επαφή με την τέχνη καταρχήν σαν κοινό. Βλέπω θέατρο Τέχνης από τα δέκα μου. Κάποια ξαδέρφη με πήγαινε, οι γονείς όχι τόσο.

Από το Κουν έχω και κάτι πρωινά που μας πήγαινε το σχολείο στις εκδηλώσεις της κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, στα περίφημα Μουσικά Πρωινά του Ορφέα (εύχομαι να είμαι σε θέση να το κάνω και εγώ κάποια στιγμή αυτό) και βαριόμασταν. Ξέρεις, για εμάς τότε ήταν απλά η εύκολη λύση να χάσουμε μάθημα. Παράλληλα, για μένα ήταν και η πρώτη επαφή“.

Με θυμάμαι να κατεβαίνω τις σκαλίτσες την ώρα της συναυλίας και να πηγαίνω κάτω, στο υπόγειο. Σε αυτό το περίεργο μέρος που έπρεπε να κατέβεις και άλλες σκάλες για να δεις να σε περιτριγυρίζουν αφίσες από ένα θέατρο που δεν ήταν αυτό που διαφημιζόταν παντού“.

Ήταν χώρος που θα έβρισκα πιθανότατα τις φίλες μου για το μετά“.

 

(Ξαναχαμηλώνουν τα φώτα, ησυχία στην αίθουσα): Τα Social Media, η τηλεόραση και οι προξενήτρες

Ήμουν πάντοτε ένας άνθρωπος πάρα πολύ ανοιχτός στην επικοινωνία. Όταν δεν υπήρχε Facebook, τη γνώμη μου την έλεγα μέσα από τις συνεντεύξεις, πάντοτε έκανα ραδιόφωνο και πάντοτε έλεγα αυτά που ήθελα. Ακόμη και όταν ήμουν στο Βήμα. Πρέπει μάλιστα, να παραδεχτώ ότι στο Βήμα έχω υπάρξει πολύ πιο σκληρός από όσο είμαι στο Κόκκινο“.

Είμαι καλλιτέχνης, δεν είμαι πολιτικό όργανο. Έχω φίλους και τρομερά αγαπημένα παιδιά στη Νέα Δημοκρατία. Αγαπημένα πρόσωπα και έντιμα που ποτέ δεν τους έβαλαν σε θέσεις εξουσίας γιατί δεν δέχθηκαν να γίνουν λαμόγια. Ακόμα και στο ΠΑΣΟΚ έχω φίλους, που το σιχαίνομαι. Έτσι και αλλιώς, ‘Αφεντικά και Δούλοι, σκατά γινήκαμε ούλοι’. Όπως λέει ο Γκράμσι στα ‘Ημερολόγια Φυλακής’, αγαπημένη μου, ‘πότε έχουμε κρίση; Την ώρα που παλιό πεθαίνει και το καινούριο δεν μπορεί να γεννηθεί’“.

Το κατά Κραουνάκην  διαδίκτυο

Πώς είναι η κατάσταση αυτή τη στιγμή: Είναι σαν να έχει ο καθένας μας μία δική του εφημερίδα. Έχει ο καθένας ένα πληκτρολόγιο, ένα iPad, ένα τηλέφωνο μέσα από τα οποία μπορεί να διαφημίσει τη δουλειά του, να μοιραστεί τις ιδέες του, να επικοινωνήσει το έργο του, να πει τι φαΐ έφτιαξε σήμερα. Τι γίνεται λοιπόν; Γνωρίζει ο οιοσδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή πού είμαστε, με ποιον τρώμε, με ποιον βγήκαμε βόλτα, σε ποιο σινεμά πήγαμε, τα πάντα όλα. Είμαστε εκτεθειμένοι ανά δευτερόλεπτο. Δεν υπάρχει ιδιώτευση και αυτό, είναι πάρα πολύ επικίνδυνο“.

Από την άλλη, βρέθηκα με ανθρώπους που είχα να βρεθώ 20 χρόνια. Μου μιλάνε άνθρωποι που δεν θα μπορούσαν να μου μιλήσουν διαφορετικά. Φτιάχνεις γκρουπ και κανονίζεις συναντήσεις. Απαντάω σε ανθρώπους που μου έχουν δώσει τεράστιες συγκινήσεις. Στο προφίλ μου έχω 5000 φίλους τους οποίους σβήνω όταν παρατηρώ ότι είναι κακεντρεχείς ή ότι δεν έχουμε κάποιο action“.

Γενικά, το Facebook, βολεύει. Αυτό το ‘βολεύει’ είναι που μας έχει εξαγοράσει τον προσωπικό μας χρόνο. Θέλει διαχείριση

Το κείμενό μου για το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, οι δέκα αυτές σειρές έκανε 15000 shares, παίχτηκε στη Νέα Υόρκη“.

Δεν είναι τα social media το πρόβλημα αγάπη μου, το πρόβλημα είναι η τηλεόραση. Βλέπεις σε αυτό το σπίτι κάπου τηλεόραση; Υπάρχει ένα μόνιτορ, το οποίο δεν παίζει πια και απλώς, υπάρχει. Την έχω κόψει εδώ και δέκα χρόνια. Δεν ανοίγει ποτέ. Δεν την σνομπάρω σαν μέσο, την σνομπάρω σαν αποδέκτης“.

Απορία: Ούτε για ταινίες δεν ανοίγει;

Δεν μπορώ να δω την ταινία σε μικρή οθόνη. Θέλω το σινεμά. Πώς να τον δεις τον Αστακό στη μικρή οθόνη;

Με ρώτησε αν το είδα, του είπα ότι το λάτρεψα. (Δεν ξέρω γιατί) Τον ρώτησα αν είδε το Whiplash, μου είπε δεν πρόλαβε.

 

Έχω μπλέξει τώρα με το δικό μου το μουσικό, το οποίο είναι πάρα πολύ δύσκολο, φίλη. Καιρό το παιδεύω στο μυαλό μου να ανεβάσω το Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία. Έμπλεξα σε μεγάλη περιπέτεια μέχρι να βγει και το χρωστάω στην Μαριάνα Κάλμπαρη που έδωσε ψυχή να συνεχίσω. Και να σου πω και κάτι ακόμα καρμικό; “.

Ήμουν όλη αυτιά, προφανώς.

Η πρώτη μου θεατρική δουλειά, Ιππείς, έγινε το 1979 στο Θέατρο Τέχνης σε μουσική διδασκαλία του Μίκη Θεοδωράκη. Επιστρέφω μετά από τον Αύγουστο το 1979 σαν συγγραφέας κατά κάποιον τρόπο, με το Βικτόρ“.

Μεταπηδήσαμε στην σκηνοθετική ευφυΐα του Δημήτρη Καραντζά και στο υπέροχο όραμα του Νίκου Καραθάνου τόσο ελαφρά όσο ο καπνός αφήνει το τσιγάρο του.

Ο Δημήτρης Καραντζάς είναι η εξαίρεση της γενιάς του. Είναι ο πρώτος οραματικός πιτσιρικάς σκηνοθέτης. Έχει όραμα, άρα είναι ποιητής“.

Με τον Καραθάνο είμαστε πάρα πολύ φίλοι και με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Θεωρώ ότι έχουμε με τα παιδιά αυτά μία συγγένεια αισθήματος.”

Ένα δίλημμα: Όρνιθες του Χατζηδάκι ή του Καραθάνου;

Στους Όρνιθες, κατάλαβα τη σκέψη του Νίκου ( Καραθάνου ) που μου άρεσε και ένιωσα ότι ο χρόνος δεν του έδωσε την ευκαιρία να την απογειώσει εκεί που ήθελε“.

Πάντα δομικά στα θεάματα υπάρχει η γνώση μου από τη δομή της αριστοφανικής κωμωδίας και η διαφωνία μου με τα τελευταία ανεβάσματα είναι ότι ψαλιδίζουν τους χορούς. Και όταν ψαλιδίζεται ο χορός αλλάζει το είδος“.

(Παρέμβαση κοινού): Η Σπείρα Σπείρα ήταν ένα είδος θεατρικού χορού;

Σατυρίστηκαν μηχανισμοί, με τρόπο ανελέητο. Αλλά χορός, δεν ήταν. Ήταν αυτό ίσως που μου είπε η Μάρθα Βούρτση στο Ηρώδειο: ‘Έκανες έναν στρατό’. Πίστης, θα συμπληρώσω εγώ. Γιατί πρέπει να σου πω ότι τώρα, μετά από 16 χρόνια για τη Σπείρα Σπείρα μόνο λεφτά έχω δώσει“.

Η Σπείρα Σπείρα ήταν ένα αυτοδύναμο γεγονός από καλλιτέχνες που δεν είχαν στέγη και κανέναν να τους ακούσει. Έγινε μία οντισιόν για να κάνουμε σεμινάρια ερμηνείας τραγουδιού στο χώρο της Σοφίας Σπυράτου. Ήρθαν 500 παιδιά. Τους είπα ‘παιδιά, δεν γίνεται να μείνετε όλοι, θα κρατήσω 40’. Από αυτήν την πρώτη ομάδα, που ήταν η Ηρώ Σαΐα, ο Χρήστος Θεοδώρου, ο Γιάννης Καραλής, μετά ήρθε η Βικτόρια Ταγκούλη, η Ρίτα Αντωνοπούλου, ο Γιώργος Νανούρης, κόσμος πολύς. Συνολικά φτάσαμε τους 60“.

 

Η αλήθεια είναι ότι όταν φορτώθηκαν πάνω μου τόσα παιδιά, τους είπα κάντε ό,τι θέλετε. Πείτε μου, ‘θέλετε να σας φτιάξω αυτό; Θα το κάνω’. Δεν ήθελα να βάλω πάνω μου, νταλκά. Γι αυτό και στις πρώτες παραστάσεις ήμουν σαν guest να βοηθάω να έρθει ο κόσμος“.

Τι γινόταν. Χρόνο με το χρόνο προσπαθούσα να βρω ένα παιχνίδι που να αφορούσε τον κόσμο, να είναι σκληρό σε σχέση με την εποχή και ψυχαγωγικό σε σχέση με τον θεατή“.

Μετά τη Σπείρα Σπείρα δύο καλά έγιναν: “ Ξαναέγινε το μουσικό μόδα (το οποίο μέχρι τότε οι παραγωγοί δεν το ήθελαν γιατί το θεωρούσαν ασύμφορο) και, ξεμπλόκαραν παιδιά από όλες τις μπάντες να φτιάξουν ομάδες που έχουν κάτι να πουν. Ότι θα γινόταν, θα γινόταν, ήταν νομοτελειακό. Εγώ απλώς το μύρισα ακριβώς την στιγμή που έπρεπε“.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ που στις πρώτες παραστάσεις στο Χυτήριο είχαμε δανειστεί τα φώτα από την Άλκηστη, γιατί δεν είχαμε τίποτα και την ρωτάω ‘Μωρή, τι σου χρωστάμε;’ και εκείνη μου απαντά ‘δεν παίρνω χρήματα από εκκλησίες’. Με την καλοσύνη πολλών φίλων βρήκε όλο αυτό. Υπάρχουν συνεργάτες που δεν έχουν πληρωθεί ποτέ, δεν έχουν πάρει δικαιώματα, δεν, δεν, δεν“.

Καμαρώνω για τα χορικά 2005, τα οποία πήγαν και στην Όπερα της Φρανκφούρτης, μία ιδέα του Κώστα Γεωργουσόπουλου να μαζευτούμε εννέα συνθέτες και να μελωποιήσουμε αρχαίους τραγωδούς. Τρομερή εμπειρία. Την παραγωγή Δουλάρες, το 2006, ένα σπουδαίο εγχείρημα και η πρώτη παράσταση που δεν έπαιξα εγώ και έσκισε. Την περιοδεία με τον Αριστοφάνη στην Ευρώπη το 2013 και μικρή Επίδαυρο. Την συμμετοχή της ομάδας στον Πλούτο του Νίκου Μαστοράκη, εμπειριάρα“.

 

Και με το Βάρναλη φυσικά, είμαι περήφανος αλλά αυτός ήταν ένα προσωπικό στοίχημα. Τη χρονιά που ξεπατωθήκαμε με τον Ένκε Φεζολλάρι για να την ανεβάσουμε“.

Ξέρεις τι γίνεται; Η ομάδα έδινε πάντοτε το δικαίωμα να ανοίξει το παιχνίδι. Υπήρχαν ωστόσο και βασικοί νόμοι: ‘Σεβόμαστε το συνάδελφο στη σκηνή και είμαστε υπηρέτες του αν θέλουμε να μας σεβαστεί και αυτός’ και, ‘το εγώ δουλεύει μόνο την ώρα που κάνουμε το θέμα μας’, ‘σκουπίζουμε’, ‘κολλάμε αφίσες’. Αυτό δούλεψε για αρκετά χρόνια. Στο Μιχάλης Κακογιάννης γίναμε λίγο πιο επαγγελματίες“.

Παρένθεση: Η συγκινητική παράσταση ‘Όλοι Ένα’ στο Κακογιάννης.

Είναι μία παράσταση που βγήκε μέσα από την κουβέντα. Το Όλοι Ένα είναι ένα τόσο προσωπικό πάρτι που τελικά, μετατράπηκε στο πάρτι του καθενός. Στην συγγραφή συρραφή της παράστασης, ο κώδικας που δουλεύει από κάτω είναι ο κύκλος της ζωής. Ξεκινάει ο κόσμος να γίνει εικόνα με Arvo Part, ‘Η μοναδική μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια’ για να τελειώσει σε έναν αποχαιρετισμό ενότητας. Συνήθως με το Άσμα Ασμάτων“.

(Κορύφωση): Ο έρωτας ως (συν)ύπαρξη και η έμπνευση ως πεταλούδα

‘Το κοινό σας έχει ταυτίσει με τον έρωτα’, δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την ερώτηση.

Γι αυτό και πολύ δεν με χωνέψανε τα χρόνια που έκανα τα πολιτικά. Μου είχανε θυμώσει. Σου λένε ‘τι θέλει αυτός τώρα με τις πολιτικούμπες’ αλλά το ζητούσε η εποχή“.

Απομονώνεσαι στην ακοή σου και έρχεται η πεταλούδα, το αγγελάκι, κάτι ιπτάμενο πάντως και σου ψιθυρίζει“.

 

Ο χρόνος που κάνω για να γεννήσω κάτι είναι πάρα πολύ γρήγορος. Ο χρόνος κατά τον οποίο το επεξεργάζομαι είναι η φασαρία. Ο σπόρος έρχεται πάρα πολύ εύκολα. ‘Το χω’ που λένε. ‘Το κουβαλάω’. Βάλε με να το κάνω τώρα, το κάνω. Η επεξεργασία όμως, είναι επώδυνη. Πάντα θα είναι ακόμα και τώρα μετά από τόσα χιλιόμετρα“.

Πίσω, συνήθως παίζει άλλη μουσική: Arvo Pärt, Bach. Αυτό που κάνω και μου αρέσει πάρα πολύ ειδικά με τις καντάτες του Bach είναι το να βρίσκω τις ημερομηνίες που ταιριάζουν με την εποχή και να τις ακούω. Ανοίγω το ημερολόγιο, βρίσκω τα πράγματα που γράφτηκαν στο παρελθόν την αντίστοιχη εβδομάδα που διανύουμε και πατάω το play. Αυτό το προσωπικό παραμύθι με βάζει σε μία διαχρονία“.

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας με έχει τροφοδοτήσει πάρα πολύ. Απλώς εγώ τον έρωτα, δεν τον θεωρώ κάτι βάναυσο. Βάναυσος γίνεται την ώρα που υψώνεται σαν φίδι μέσα σου ο εγωισμός. Άμα είσαι γενναιόδωρος, δεν έχεις να φοβάσαι“.

Πολλές φορές μου έλεγαν ‘δεν φοβάσαι μήπως αυτή ή αυτός σε προσεγγίζει γιατί είσαι γνωστός’. Η απάντησή μου, πάντοτε ήταν ‘να πάρει, δεν με νοιάζει’. Αυτό μου δημιούργησε και την τεράστια χαρά, ότι τελειώνοντας πολλές ή μάλλον αρκετές σχέσεις (δεν είμαι και ο Καζανόβας, είναι μετρημένες οι μεγάλες μου σχέσεις) με την έννοια ότι έπαψε η ερωτική τους χρήση, δεν σταμάτησαν. Παρέμειναν και είναι σχέσεις ζωής“.

Αν έχεις αγαπηθεί με έναν άνθρωπο και δεν έχεις ξεσκιστεί στο αντίο, πώς θα σβήσετε από την ψυχή και από τους προσωπικούς σας χάρτες ό,τι έχετε ζήσει; Αυτό είναι μία κοινή περιουσία

Ένα ακόμη flashback από την παράσταση ‘Όλοι Ένα’ ήρθε σαν την πεταλουδίτσα που λέγαμε παραπάνω να μου θυμίσει ότι ενώ την ώρα που το ‘Μόνο μία φορά’ είναι στο μικρόφωνο του κοινού που τραγουδάει χωρίς στα χέρια αναπτήρες (γιατί απαγορεύονται πιθανότατα) ο Κραουνάκης έξαλλος σταματάει τα πάντα και μας λέει: ‘ Γιατί μόνο μία φορά μωρή; Τι στίχο έκατσα και έγραψα. Τι σου κανε και πήρες μόνο μία φορά‘. Έπειτα ξαναβρίσκει την ψυχραιμία του και μας ζητά να αλλάξουμε παρέα το στίχο. 

 

Χθες, έβαλε η Λίνα τρομερό στίχο: ‘Και ύστερα κανόνισα και πήγα στη γειτόνισσα μόνο μια φορά’. Έγινε χαμός γιατί ήτανε σωστό. Άπαξ και απειλήσεις και νομίσει αυτός που χάνεις ότι μπορεί να του την κάνεις με τον πρώτο διπλανό, θα επανέλθει μπαμ μπαμ“.

Ένα σχόλιο: Πόσο κακή εξέλιξη όμως αυτή.

Να σου πω μωρέ, ας αφήσουμε την ανθρώπινη φύση λίγο ελεύθερη. Κάνω τώρα ένα έργο που λέει ότι οι κοινωνίες σκοτώνουν τα παιδιά αμέσως μόλις γεννιούνται. Ας αφήσουμε κάτι ελεύθερο στις ζωές μας. Βλέπουμε κόσμο που φοβάται το σεξ“.

Ένα (ακόμη) σχόλιο: Βλέπουμε κόσμο που επικοινωνεί μόνο μέσω διαδικτύου.

Δεν με πειράζουν από που μιλάνε, το θέμα είναι να καταλήξουνε. Μανούλα μου, παλιά υπήρχαν τα Γραφεία Συνοικεσίων. Σκατά ήτανε“.

;;; (υπάρχουν ακόμα Γραφεία Συνοικεσίων;)

Άσε το Γραφείο, εδώ υπάρχει ακόμα Προξενήτρα. Πας καλά; Πάντα δουλεύουν οι αρχαίες αξίες, να ξέρεις“.

(Υπόκλιση): Οι Γυναικάρες της ζωής του, η οικογένεια που διαλέγουμε και το χώμα που αγαπάει

Πανταχού παρούσες στους δίσκους του οι ‘σουλτάνες’, οι γνωστές και ως ‘αντρογυναίκες’.

Τις αγαπώ και τις ξέρω καλά. Είναι φίλες μου. Καμαρώνω τις γυναίκες που έχουν αυτοδυναμία. Κακώς οι άντρες τις φοβούνται. Αυτές είναι οι γυναίκες που θα σε βγάλουν στα ζόρια. Δεν θα σε βγάλει η κότα, ο τσαμπουκάς θα σε βγάλει“.

Άκου να δεις γιατί τις φοβούνται όμως οι άντρες: Το κάνουν γιατί οι άντρες υστερούν στο παλιό φορμάτ. Ο άντρας ο παντελονάτος, ο τσεκουράτος, ο σωστός, ο μάγκας, την γυναίκα αυτήν δεν τη φοβάται. Την κουμαντάρει και την καμαρώνει. Δες λοιπόν, πού είναι το θέμα. Οι άντρες είναι κλάνες“.

Έχω κάνει ένα τρομερό λιμπρέτο για τη Λυσιστράτη, ελπίζω κάποια στιγμή να δοθεί. Εκεί λοιπόν έχω γράψει για τη γυναίκα (το έχει παίξει η Αγλαΐα Παππά το 2011 στον Ελληνικό Κόσμο): ‘Κανείς δεν με ήθελε γιατί ήμουν έξυπνη, όλοι την κάνανε. Και ένας που γνώρισα και με γούσταρε γιατί ήμουν έξυπνη, τον φάγανε οι τοξότες ένα βράδυ ψηλά στον ουρανό’. Αυτόν που καβαλάγαμε τη harley και ήμασταν free, τον πήρε ο διάολος. Γαμώ“.

Ξέρεις πόσο χαίρομαι όταν βλέπω ζευγάρια μεγάλα στην παράσταση να γέρνει η γυναίκα στον ώμο του άντρα; Τι κρατάει τον κόσμο εκεί; Η απόφαση ότι είναι ο άνθρωπός του ρε παιδί μου, το πολύ αυτό κανονικό πάντα“.

Ερώτηση: Τώρα τι πάει τόσο λάθος και λιγοστεύουν όλο και περισσότερο αυτά τα ζευγάρια;

Δεν έχουμε μόνο χωρισμούς, έχουμε και γάμους. Μη μασάς καθόλου. Οι νέοι δεν ψάχνονται πολύ, δεν ψάχνονται. Δεν κοιτάνε τι μυαλά κουβαλάει αυτός που έχουν δίπλα τους. Ο γάμος είναι και ένα είδος συμφέροντος. Είναι ένα είδος σοβαρού συνεταιρισμού“.

Και μία ιστορία, αυτή του Γιώργου

Δεν είναι αληθινή ιστορία ωστόσο η μάνα του, αυτή που του μαθε το ‘κουνήσου μάγκα και ρίχτε τα φράγκα’. Ότι δηλαδή τι; Αυτό είναι ένας μύθος που όταν ήρθαν οι μέλισσες ολοκλήρωσα έργο μου στον χώρο των περιφερόμενων λαϊκών καλλιτεχνών, το γνωστό μπουλούκι“.

Το κρυφό μυστικό στο Γιώργο είναι ότι ακόμα και ένας άνθρωπος που έχει αποφασίσει να πουλάει ερωτικά τον εαυτό του, που είναι στην πιάτσα μπορεί να την πατήσει. Τι είναι αυτοί οι άνθρωποι στην ουσία; Μία σιδηρά άμυνα που μπορεί κάποια στιγμή να σπάσει“.

Σε εκείνο το σημείο πρέπει να ήταν που μπέρδεψε τα αναμμένα του τσιγάρα. Ναι είχε ανάψει δύο. Όχι, δεν πρέπει να το κατάλαβε ούτε καν εκείνη την στιγμή που φάνηκε σαστισμένος ως προς το ποιο να διαλέξει.

Θέλω να κάνω μία παράσταση με τα θεατρικά μου πρόσωπα τραγούδια. Μοιάζω με τους ήρωες-ηρωίδες μου, αλλά θα προτιμούσα να πάω απλώς να το δω“.

 

Τελευταία απορία: Όταν δεν σκέφτεται καινούριες παραστάσεις, δεν κάνει share status, δεν γράφει για τους ερωτευμένους τους πληγωμένους και τους μη, τι κάνει;

Δεν μένει χρόνος. Θα πάω κανένα θέατρο, να δω μερικούς φίλους αγαπημένους. Ξέρεις, φίλη μου, οι φίλοι μου είναι η περιουσία μου.

Πάτησα το στοπ και κοίταξα ασυναίσθητα το ρολόι στο κινητό. Είχαν περάσει 2 ώρες από τότε που ξεκίνησε να γράφει το μαγνητοφωνάκι του. Την ώρα που σηκώθηκα για να τον αποχαιρετίσω και να τον ευχαριστήσω για εκείνο το τσάι που μύριζε κονιάκ και μαντζουράνα, θυμήθηκα ότι κάτι έχω ξεχάσει να ρωτήσω. ‘Ποια είναι η λέξη ή ατάκα που θα λέγατε ότι σας χαρακτηρίζει;’ Εκείνος, ακόμη καθισμένος στην καρέκλα, έγειρε πίσω. Έκλεισε τα μάτια και στα δευτερόλεπτα που πέρασαν φαντασιώθηκα μία πεταλούδα να του γαργαλάει το μυαλό. Επέστρεψε κοντά μου. Με κοίταξε και μου είπε: ” Χώμα. Το αγαπώ. Είμαστε χώμα. Μου αρέσει να γίνομαι χώμα στη σκηνή“.

*Ο Σταμάτης Κραουνάκης λίγες μέρες μετά τη συνάντησή μας ξύρισε το μούσι του για τις ανάγκες της παράστασης Βικτόρ ή Τα παιδιά στην εξουσία που την Πέμπτη 9/02 έχει πρεμιέρα στο Θέατρο Τέχνης, Κάρολος Κουν.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα