Μηχανή του Χρόνου: Baywatch. Ο σωτήρας Χάσελχοφ, οι καλλονές και τα ναρκωτικά

Μηχανή του Χρόνου: Baywatch. Ο σωτήρας Χάσελχοφ, οι καλλονές και τα ναρκωτικά

Η σειρά που συνεργαζόταν με το Playboy. Γιατί σκότωσαν το χαρακτήρα του Χάσελχοφ; Οι καλλονές του Baywatch αλλά και ποιοι ηθοποιοί της σειράς έμπλεξαν με τα ναρκωτικά και έγιναν αγνώριστοι

Καλλίγραμμες γυναίκες με πληθωρικές καμπύλες τρέχουν σε αργή κίνηση, με φόντο τον ωκεανό. Η συνταγή της επιτυχίας φαντάζει τώρα τόσο απλή, που αναρωτιέται κανείς πώς δεν το δεν το είχε σκεφτεί κανείς μέχρι το 1989.

Ωστόσο το «Baywatch», ήταν μια πρωτότυπη ιδέα που σάρωνε τις τηλεθεάσεις σε όλο τον κόσμο τη δεκαετία του ’90 και «προβαλλόταν σε όλες τις ηπείρους εκτός από την Ανταρκτική». Οι συντελεστές αρχικά σκόπευαν να δημιουργήσουν ένα «σοβαρό» σόου με ταλαντούχους ηθοποιούς και έξυπνους διαλόγους, κατά τα πρότυπα της σειράς «Επείγοντα Περιστατικά», που έκανε διάσημο τον Τζορτζ Κλούνεϊ. Τελικά τα κόκκινα μαγιό και τα πλούσια στήθη ήταν «οι καλύτεροι διάλογοι». Η πλοκή πέρασε σε δεύτερη μοίρα, αλλά μικρό το κακό. Το Baywatch προβαλλόταν σε 148 χώρες, είχε μεταφραστεί σε 44 γλώσσες και 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι το παρακολουθούσαν κάθε βδομάδα. Προβαλλόταν ακόμα και σε μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής. Ακουγόταν μάλιστα ότι στο Ιράν, οι θεατές που είχαν δορυφορικό πιάτο, ρίσκαραν να τιμωρηθούν άγρια για την «ανήθικη» απόλαυσή τους. Ίσως βέβαια να είναι και από αυτές τις βολικές φήμες που κανείς δεν μπορεί να διαψεύσει.

Ντέιβιντ Χάσελχοφ, ο σωτήρας του Baywatch

Πριν γίνει ο αξέχαστος «Μιτς Μπιουκάναν», ο Χάσελχοφ είχε γίνει διάσημος για τον ρόλο του στη σειρά «Ο Ιππότης της Ασφάλτου». Όταν τον προσέγγισαν οι παραγωγοί του Baywatch, ήταν ήδη μεγάλο όνομα στην αμερικάνικη τηλεόραση και είχε γνωρίσει επιτυχία και στο τραγούδι όπου έκανε καριέρα στην αυστριακή και τη γερμανική μουσική σκηνή. Κόντεψε όμως να αποτύχει παταγωδώς, όταν το κανάλι NBC έκοψε το Baywatch το 1990, μετά από μόλις μία σεζόν. Το έσωσε ο Χάσελχοφ, αγοράζοντας τα δικαιώματα μαζί με άλλους παραγωγούς. Βρήκαν τη σωστή συνταγή και φυσικά δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να βρουν κανάλι. Ο Χάσελχοφ πρωταγωνίστησε σε όλα τα επεισόδια από το 1989 μέχρι και το 2000. Τότε, στο τελευταίο επεισόδιο της 10ης σεζόν, ο παραγωγός Γκρέγκορι Μπόναν τιμώρησε τις «ηγετικές τάσεις» του Χάσελχοφ, που αντιμετώπιζε και πολλά προσωπικά προβλήματα. «Σκότωσε» τον χαρακτήρα του, χωρίς καν να τον προειδοποιήσει.

Ο Μιτς επανήλθε όμως το 2003, στην ταινία «Baywatch: Hawaiian Wedding», όπου εμφανίστηκαν πολλοί από τους αρχικούς χαρακτήρες της σειράς. Μετά από αυτή τη σειρά επανήλθε στο επίκεντρο της δημοσιότητας, όταν έγινε κριτής στο σόου «America’s Got Talent» και όταν κυκλοφόρησε στο ίντερνετ ένα βίντεο που τράβηξε η κόρη του. Η εικόνα του ήταν τραγική. Τον έδειχνε μεθυσμένο, να προσπαθεί να φάει ένα χάμπουργκερ από το πάτωμα. Το βίντεο προκάλεσε σάλο και σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου, το βίντεο τραβήχτηκε για να δει πώς θα κατέληγε αν δεν απεξαρτούνταν από το αλκοόλ

Οι καλλονές του Baywatch

To Baywatch ήταν ένα πρόγραμμα για όλη την οικογένεια. Είχε καμπύλες πανέμορφων γυναικών και κοιλιακούς αψεγάδιαστων ανδρών. Οι οντισιόν για τη σειρά ήταν πολλές και εξαιρετικά απαιτητικές. Στην πρώτη συνάντηση με τους παραγωγούς, οι κοπέλες έπρεπε να επιδείξουν τις υποκριτικές τους ικανότητες. Στη δεύτερη, έκαναν πασαρέλα, φορώντας το μαγιό των ναυαγοσωστών. Στην τρίτη οντισιόν, έπρεπε να τρέξουν και να κολυμπήσουν, για να σιγουρευτούν οι παραγωγοί ότι φαίνονταν εξίσου ωραίες εν κινήσει όσο έδειχναν ποζάροντας. Άλλωστε ήταν το μόνο σήριαλ που είχε πλάνα σε «αργή κίνηση», που ήταν και το σήμα κατατεθέν της σειράς. Εκτός από τις οντισιόν, οι παραγωγοί είχαν κι άλλα προνόμια. Κάθε Παρασκευή, οργάνωναν πασαρέλα με playmate, οι οποίες φορούσαν τα εκατοντάδες μαγιό που τους έστελναν εταιρείες από όλο τον κόσμο, για να τα διαφημίσουν στη σειρά. Οι Playmate έρχονταν απευθείας από το Playboy, με το οποίο συνεργάζονταν στενά, καθώς οι πιο ωραίες θα μπορούσαν να κάνουν οντισιόν για τη σειρά. Αντίστοιχα, οι πιο εντυπωσιακές ηθοποιοί της σειράς ήταν σίγουρο πως θα κατέληγαν στο εξώφυλλο του περιοδικού. Μάλιστα για να είναι σίγουροι ότι οι ηθοποιοί θα διατηρούσαν τα τέλειά σώματά τους, οι συντελεστές είχαν προσθέσει στα συμβόλαιο έναν κανονισμό που έγραφε ότι αν έπαιρναν πάνω από 2 κιλά, θα τις απέλυαν.

Η «νούμερο 1» σεξοβόμβα του Baywatch δεν ήταν άλλη απ’ την Πάμελα Άντερσον, που άφησε ιστορία στις παραλίες του Λος Άντζελες. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τρίτη σεζόν της σειράς και σχεδόν αμέσως κέρδισε το κοινό, για προφανείς λόγους. Αν και οι συνεργάτες της είχαν μόνο καλά λόγια για την εργατικότητά της, η προσωπική της ζωή προκαλούσε αρνητικά σχόλια. Είχε παντρευτεί τον ντράμερ τον Motley Crue, Τόμι Λι, ο οποίος συχνά έκανε σκηνές ζηλοτυπίας και απειλούσε τους συμπρωταγωνιστές της, με τους οποίους είχε ανώδυνες ερωτικές σκηνές. Αργότερα, ξυλοκόπησε την ίδια την Πάμελα, ενώ το αποκορύφωμα της θυελλώδους σχέσης τους ήταν η κυκλοφορία του περίφημου sex tape, που τους έδειχνε, χωρίς καμία λογοκρισία, να κάνουν σεξ στο αυτοκίνητο και στο πλοίο τους στην εξοχή. Μετά την αποχώρηση της Άντερσον το 1997, το σόου άρχισε να χάνει σταδιακά τη δημοφιλία του, καθώς οι συντελεστές έψαχναν μια ξανθιά για να την αντικαταστήσουν. Να βρουν μια όμορφη κοπέλα ήταν εύκολο. Το δύσκολο ήταν να έχει το τηλεοπτικό γκελ της Πάμελα. Καμία δεν στάθηκε αντάξιά της, μέχρι την εμφάνιση της Κάρμεν Ηλέκτρα το 1998. Ήταν πανέμορφη και πληθωρική τόσο όσο χρειαζόταν για να μην υπάρχει ζάπινγκ. Ωστόσο, το συμβόλαιό της έληξε πολύ γρήγορα, καθώς οι συντελεστές έκριναν ότι «ήταν τόσο κακή ηθοποιός, που δεν άντεχαν να τη βλέπουν».

 

Τα ναρκωτικά στο Baywatch

Η αγαπημένη μελαχρινή του Baywatch ήταν η πανέμορφη Γιασμίν Μπλιθ, που υποδυόταν την Κάρολιν Χόλντεν. Παρά την τεράστια επιτυχία της, η Μπλιθ εξαφανίστηκε μετά την αποχώρησή της από τη σειρά. Συμμετείχε σε άλλες τηλεοπτικές σειρές, αλλά χωρίς επιτυχία, καθώς για χρόνια ήταν εθισμένη στα ναρκωτικά. Η εξάρτησή της από την κοκαΐνη, είχε ξεκινήσει όταν ακόμα έπαιζε στη σειρά, αλλά το 1997, η κατάσταση είχε προχωρήσει τόσο, που οι συντελεστές την απέλυσαν. Μετά από δύο χρόνια, είχε αδυνατίσει τρομαχτικά και διαγνώστηκε με γάγγραινα στη μύτη. Το 2000, ύστερα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να εργαστεί, μπήκε σε κλινική απεξάρτησης, όπου γνώρισε τον σύζυγό της και ιδιοκτήτη στριπτιτζάδικων, Πολ Σερίτο.

Ξανακύλησε όμως, λίγες εβδομάδες αφότου πήρε εξιτήριο. Το 2001, τη συνέλαβαν για κατοχή ναρκωτικών ουσιών, δήλωσε ένοχη και την άφησαν ελεύθερη υπό περιοριστικούς όρους για 2 χρόνια. Έκτοτε απέχει από τα ναρκωτικά. Το Ιανουάριο του 2015, κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο φωτογραφίες, όπου η 47χρονη Μπλιθ περπατά σε παραλία της Καλιφόρνια. Η βόλτα της χλευάστηκε, επειδή η εμφάνισή της δεν θύμιζε σε τίποτα την εντυπωσιακή Μπλιθ του 1996. Στην πραγματικότητα όμως είχε μεγαλύτερα προβλήματα να αντιμετωπίσει, από την ανέξοδη κριτική των ταμπλόιντ.

Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα με τα ναρκωτικά αντιμετωπίζει ο ηθοποιός Τζέρεμι Τζάκσον, που υποδύθηκε τον γιο του Μιτς Μπιουκάναν, Χόμπι. Όπως και πολλά άλλα παιδιά που μεγάλωσαν στο Χόλιγουντ, ο Τζάκσον δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τα χρήματα και τη διασημότητα, με αποτέλεσμα να εθιστεί στα ναρκωτικά από πολύ μικρή ηλικία. Σπαταλούσε όλα του τα χρήματα σε στριπτιζέζ, αυτοκίνητα και καταχρήσεις. Τον Απρίλιο του ’15, συνελήφθη απ’ την αστυνομία, ύστερα από καταγγελία ενός άντρα «ότι τον μαχαίρωσε ο «Χόμπι» απ’ το Baywatch». Ο Τζάκσον δήλωσε ότι ήταν αυτοάμυνα. Η υπόθεση ερευνάται ακόμα.

Διαβάστε ακόμη στη  Μηχανή του Χρόνου:

Η Νόρα Βαλσάμη βγήκε στον κινηματογράφο εν αγνοία της!

Το φιάσκο Μαζινό στη Γαλλία

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα