Μηχανή του Χρόνου: Η «Μεγάλη Ληστεία Τρένου». Η συμμορία συνελήφθη εξαιτίας μιας παρτίδας Monopoly

Μηχανή του Χρόνου: Η «Μεγάλη Ληστεία Τρένου». Η συμμορία συνελήφθη εξαιτίας μιας παρτίδας Monopoly

Η ληστεία του 1963 έλαβε τεράστια δημοσιότητα και έμεινε γνωστή ως «μεγάλη», αν και «μεγάλες» ήταν μόνο οι γκάφες των ληστών

Ως «μεγάλη ληστεία του τρένου» χαρακτηρίζουν τη ληστεία του 1963, όπου μία 15μελης συμμορία στη Βρετανία κατάφερε να διαφύγει με 2,6 εκατομμύρια λίρες. Βέβαια οι ληστές δεν ήταν ιδιαίτερα ταλαντούχοι.

Η ληστεία έγινε στις 8 Αυγούστου και μέσα σε λίγους μήνες, τους συνέλαβαν σχεδόν όλους. Και για όλα έφταιγε μια παρτίδα Monopoly.

Το κόλπο

Στις 3 τα ξημερώματα της 8ης Αυγούστου του 1963, ο οδηγός του ταχυδρομικού τρένου Λονδίνο-Γλασκώβη, σταμάτησε την αμαξοστοιχία στη μέση της διαδρομής, όταν είδε να ανάβει το κόκκινο φανάρι.

Ανυποψίαστος, έστειλε τον βοηθό του, να τηλεφωνήσει στα κεντρικά του σταθμού. Ο βοηθός δεν γύρισε ποτέ. Αντίθετα, δύο άγνωστοι άντρες επιτέθηκαν στον οδηγό με ένα λοστό και τον άφησαν αναίσθητο.

Μέχρι στιγμής, το σχέδιο των συμμοριτών κυλούσε ομαλά. Είχαν καταλάβει το τρένο και το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν το οδηγήσουν μερικά χιλιόμετρα, μέχρι Ρόνι Μπιγκς Ρόνι Μπιγκς το σημείο που θα ξεφόρτωναν τα χρήματα στα δικά τους φορτηγά.

Για να το πετύχουν όμως αυτό, χρειάζονταν έναν οδηγό. Για αυτό είχε μεριμνήσει ένα απ’ τα μέλη της συμμορίας, ο Ρόνι Μπιγκς. Η μοναδική δουλειά που είχε να κάνει ήταν να βρει έναν κατάλληλο οδηγό και ο Μπιγκς πρότεινε έναν πρώην συγκρατούμενό του, γνωστό ως «Πίτερ».

Η πρώτη μεγάλη γκάφα της συμμορίας ήταν η «πρόσληψη» του Πίτερ, ο οποίος, όταν είδε τη μηχανή, ομολόγησε ότι δεν γνώριζε πώς να χειριστεί το σύγχρονο μοντέλο.

Οι ληστές τότε αναγκάστηκαν να ξυπνήσουν τον κανονικό οδηγό, για να τους μεταφέρει. Κατάφεραν να φτάσουν στο σημείο που τους περίμενε το φορτηγό και μετέφεραν το κλοπιμαία, χωρίς περαιτέρω δυσκολίες. Κατέληξαν σε μία εγκαταλελειμμένη φάρμα, σε απόσταση μισής ώρας από το σημείο της ληστείας. Εκεί θα περίμεναν τρεις μέρες, μέχρι η αστυνομία να χάσει τα ίχνη τους. Για να περάσει η ώρα, έπαιξαν Μονόπολι, χρησιμοποιώντας τα κλεμμένα χρήματα.

Όμως σύντομα άκουσαν από τον αστυνομικό ασύρματο, ότι οι αρχές ερευνούσαν την τριγύρω περιοχή και δεν πίστευαν ότι οι δράστες είχαν πάει πιο μακριά. Αποφάσισαν να φύγουν από τη φάρμα, αφού πρώτα καθάρισαν τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα από το χώρο. Μες στη βιασύνη τους όμως, ξέχασαν να καθαρίσουν και το ταμπλό της Monopoly. Επίσης άφησαν πίσω τους ένα μπλοκάκι επιταγών, ένα δίπλωμα οδήγησης, ένα ημερολόγιο και ένα χαρτονόμισμα 5 λιρών. Μέχρι το Νοέμβριο, συνελήφθησαν οι 12 απ’ τους 15.

Οι μόνοι που διέφυγαν ήταν ένας πληροφοριοδότης και ο άχρηστος οδηγός, Πίτερ. Ο «εγκέφαλος» Μπρους Ρέινολντς, που διοργάνωσε τη ληστεία, διέφυγε για 5 χρόνια, αλλά συνελήφθη το 1969. Στις 12 Αυγούστου του 1964, απέδρασε από τη φυλακή ο δεύτερος διοργανωτής της ληστείας, Τσάρλι Γουίλσον και δέκα μήνες αργότερα, ο Ρόνι Μπιγκς. Ο Γουίλσον βρέθηκε πάλι πίσω απ’ κάγκελα της φυλακής το 1968 και ο Μπιγκς, το 2001.

Το δημοσιογραφικό κλισέ

Το όνομα “μεγάλη ληστεία” δεν της αποδόθηκε μόνο εξαιτίας της αξίας των κλοπιμαίων, αλλά επειδή ήταν και ένα δημοσιογραφικό κλισέ της εποχής.

Το 1903, γυρίστηκε η ταινία «Η Μεγάλη Ληστεία του Τρένου» από τον Έντουιν Πόρτερ. Ήταν η πρώτη ταινία με πλοκή που γυρίστηκε ποτέ. Μέχρι τότε οι ταινίες έμοιαζαν περισσότερο με ντοκιμαντέρ, καθώς κατέγραφαν καθημερινά συμβάντα, χωρίς σενάριο. Η 12λεπτη ταινία του Πόρτερ, όμως, εξιστορούσε μία φανταστική ληστεία που ξετρέλανε τους θεατές. Η ταινία ήταν τόσο δημοφιλής, που έκτοτε όποτε γινόταν ληστεία σε τρένο, οι εφημερίδες επεδίωκαν να κάνουν τη σύνδεση στους τίτλους, για να τραβήξουν το ενδιαφέρον του κοινού.

Αντίστοιχα χρησιμοποιούνταν και στη λογοτεχνία. Το 1855, μία άλλη ληστεία τρένου έγινε γνωστή ως “Μεγάλη Ληστεία Χρυσού” από τον Τύπο, επειδή κλάπηκαν μπάρες χρυσού. Το βιβλίο του Μάικλ Κρίκτον όμως, που βασίστηκε πάνω στην ληστεία, τιτλοφορήθηκε “Η Μεγάλη Ληστεία Τρένου”, ακριβώς για να πουλήσει περισσότερα αντίτυτπα.

Η ληστεία του 1963 έλαβε τεράστια δημοσιότητα και έμεινε γνωστή ως «μεγάλη», αν και «μεγάλες» ήταν μόνο οι γκάφες των ληστών.

Διαβάστε ακόμη στη Μηχανή του Χρόνου:

Η αληθινή ιστορία των Ντάλτονς…
 

Βλάσσης Μπονάτσος προς έξαλλο αστυνομικό: «Aφήστε μας να πούμε δυο τραγούδια και θα παίξουμε και τον εθνικό ύμνο»

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα